Τὸ ζήτημα τοῦ κακοῦ ἐξετάστηκε ἐλάχιστα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Σὲ σύγκριση μὲ τὰ ἄλλα χριστιανικὰ δόγματα, ἡ λύση της παρέμεινε ἐκπεφρασμένη σὲ ἕνα σχῆμα ποὺ φανερώνει, βέβαια τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ μιὰ διὰ τῆς ἀναπτύξεως θολωμένη ἀλήθεια. Τὸ κακὸ ἔχει τὴν καταγωγὴ καὶ τὴν ὑποστήριξή του στὴν ἐλεύθερη βούληση τῶν κτιστῶν πνευμάτων, εἴτε αὐτὰ τὰ πνεύματα ἀποτελοῦν ἕνα μέρος τῶν ἀγγέλων εἴτε εἶναι ἄνθρωποι. Αὐτὴ εἶναι ἡ χριστιανικὴ θέση. Ἀλλὰ μέχρι τὴν πλήρη κατανόησή της, ὁ δρόμος εἶναι μακρύς.
Ὡστόσο κάποτε ἡ Ἐκκλησία δέχτηκε μεγάλη πίεση γιὰ νὰ ἀναπτύξει τὴν περὶ τῆς πηγῆς τοῦ κακοῦ θεωρία, κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν γνωστικῶν. Ὅλα τὰ γνωστικὰ ρεύματα βασανίζονταν μὲ τὸ ἐρώτημα «ἀπὸ ποῦ προέρχεται τὸ κακό». Κι ὅλα ἔφτασαν σὲ δυϊστικὲς λύσεις, ὁρίζοντας πάνω στὴν ἔννοια τοῦ κακοῦ μία ἰδιαίτερη ἀρχή, τῆς ὁποίας τὸ πεδίο ἀναμειγνύεται τὸ πολὺ μὲ ἐκεῖνο τοῦ καλοῦ, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει στὸν πυρήνα του, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀλλοιώσει, μεταμορφώνοντάς το σὲ κακό. Τὰ γνωστικὰ ρεύματα κατευθύνθηκαν ὅλα στὸ μανιχαϊσμὸ ποὺ ἀνάγει τὸ κακὸ στὴν ὕλη, στὸ σῶμα ὡς ἰδιαίτερη καὶ αὐτεξούσια ὑπαρξιακὴ ἀρχή.
Ὁ ἐκπεφρασμένος κίνδυνος ἐξ αὐτῶν τῶν ρευμάτων καθὼς καὶ ἐκεῖνος τοῦ μανιχαϊσμοῦ φαίνεται ὅτι δὲν ἦταν τόσο σοβαρὸς ἔτσι ὥστε νὰ προκαλέσει στὴν Ἐκκλησία μία ἐντονότερη ἐνασχόληση ὅσον ἀφορᾶ τὸ δογματικὸ ζήτημα τοῦ κακοῦ. Σ’ αὐτὸ συνεισέφερε, ἀσφαλῶς, καὶ ἡ αἰσιόδοξη ἄποψη τῆς δικῆς μας Ἐκκλησίας περὶ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διδάσκει ὅτι ἡ θεία εἰκόνα δὲν ἀλλοιώθηκε ριζικὰ στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἀμαυρώθηκε σὲ κάποιο βαθμό, ἔτσι ὥστε ἀκόμη καὶ τὸν πιὸ ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο τὸν πλησιάζουμε μὲ ἐμπιστοσύνη, μὲ ἐλπίδα, βλέποντας περισσότερο τὶς καλές του ἀναλαμπὲς παρὰ τὶς σκιὲς τοῦ κακοῦ. Ἐμᾶς, τοὺς μεγαλωμένους στὸ πνεῦμα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, καμία ἁμαρτία, καμιὰ πτώση ἑνὸς ἀνθρώπου, δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς στερήσει τὴν ἐλπίδα νὰ τὸν ξαναδοῦμε ἀναγεννημένο, δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς καταστρέψει τὴν πεποίθηση ὅτι ὡστόσο παρέμειναν ἐν αὐτῷ μυστικὲς πτυχές, τὶς ὁποῖες ἂν θὰ μπορούσαμε νὰ τὶς ἀφυπνίσουμε, θὰ μᾶς καθήλωναν μὲ τὴ λεπτότητα τῆς καλοσύνης τους.
Σήμερα ὅμως ἡ λύση τοῦ ζητήματος τοῦ κακοῦ ἐπιβάλλεται κατηγορηματικὰ νὰ ἀναπτυχθεῖ λεπτομερῶς καὶ νὰ κηρυχθεῖ. Ἡ νοοτροπία τῶν Ὀρθοδόξων χριστιανῶν τείνει νὰ εἶναι σοβαρὰ ἐπηρεασμένη ἀπὸ ἕνα μανιχαϊσμὸ δυτικῆς προέλευσης.
Πῶς διογκώθηκε αὐτὸς ὁ μανιχαϊσμὸς στὴ Δύση; Πιστεύω ὅτι ὄχι τόσο ὑπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ Καθολικισμοῦ (ἂν καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ ὅ,τι ἡ ἁμαρτία συνίσταται στὸ concupiscentia carnis, ἑπομένως σὲ κάτι καθαρὰ σωματικό, βοήθησε σὲ ἕναν βαθμὸ) ἢ τοῦ προτεσταντισμοῦ ἀλλὰ περισσότερο ὑπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ ὀρθολογισμοῦ. Ὁ ἔχων ἐμπιστοσύνη στὶς δικές του δυνάμεις ἄνθρωπος πιστεύει ὅτι ὅσο ὑψηλότερο εἶναι τὸ πολιτιστικό του ἐπίπεδο τόσο μειώνονται οἱ ἁμαρτίες του, ἐνῶ ὁ σοφὸς καὶ ὁ εὐρυμαθὴς θεωροῦνται ἀγγελικὰ πλασμένοι ἐπειδὴ ἔχουν ὑπερβεῖ τὶς σωματικὲς ὑπερβολὲς τῶν ἄλλων ἁπλῶν ἀνθρώπων. Εἶναι πολὺ συχνὴ ἡ ἰδέα ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ τελειωθεῖ διὰ τοῦ ἰδίου τοῦ ἑαυτοῦ του, δίχως καμία ὑπεράνω βοήθεια, ἐπειδὴ καταφέρνει νὰ ὑπερβεῖ τὶς σαρκικὲς ὑπερβολὲς τῶν ἀνεκπαίδευτων ἀνθρώπων. Σὲ γενικὲς γραμμὲς ὁ μορφωμένος ἄνθρωπος δὲν πίνει, δὲν καπνίζει, δὲν παραβιάζει τοὺς νόμους, δὲν κρίνει τοὺς ἄλλους, δὲν ἐκδηλώνεται ὑπερβολικὰ καὶ ὅλος ὁ κόσμος τὸν θεωρεῖ ἁγνό. Ἔτσι ρίζωσε σιγὰ-σιγὰ ἡ ἰδέα ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι κάτι ἀποκλειστικὰ σωματικὸ καὶ ὅσο συμπιέζονται οἱ σωματικὲς ἐκφάνσεις τόσο μπορεῖ νὰ ζήσει ὁ ἄνθρωπος ἐν πνεύματι, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο εἶναι λιγότερο ἁμαρτωλὸς ἢ σχεδὸν καθόλου.
Αὐτὸ τὸ ὀρθολογιστικὸ καὶ ἀνθρωπιστικὸ πνεῦμα (ὑπερβολικῆς ἐμπιστοσύνης ἀποκλειστικὰ στὶς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου) ἰσχύει καὶ στὶς σέκτες. (Νὰ σημειωθεῖ ὅτι στὸν ὀρθόδοξο κόσμο ἔφτασε μέσω δύο ὁδῶν: διὰ τῆς κυκλοφορίας τῶν βιβλίων καὶ διὰ τῶν σεκτῶν.)
Τὸ μανιχαϊστικὸ πνεῦμα ἂν καὶ εἶναι τόσο ἑλκυστικὸ γιὰ τὸν ἁπλὸ ἄνθρωπο, δὲν εἶχε πέραση στὸν ὀρθόδοξο λαό μας. Οἱ νηστεῖες, ὁ ἐκκλησιασμός, ἡ ἐγκράτεια ἀπὸ τὸ ποτὸ καὶ τὸ κάπνισμα, οἱ μοναχικὲς ὑποσχέσεις ἂν καὶ ἦταν κατὰ κόρον πρακτικές, δὲν θεωρήθηκαν ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὰ ἔκαναν πράξη ὡς μέσα ἀπολύτως ἐξαγνιστικά. Ἐξακολουθεῖ νὰ κυριαρχεῖ ἡ συνείδηση τῆς κύριας ἁμαρτωλότητος.
Σήμερα εἶναι ἀναγκαῖο ὅσο ποτὲ τὸ νὰ ὑπενθυμίσουμε στοὺς ἀνθρώπους ὅτι ἡ τελευταία πηγὴ τοῦ κακοῦ εἶναι στὴν πνευματικὴ ζώνη. Ἡ πνευματικότητα δὲν εἶναι μονάχα ἁγνότητα καὶ ἠθικὸ ἀνάστημα. Στὴν πιὸ ἀπόκρυφη περιοχὴ τοῦ πνεύματος ὑπάρχουν πάντα δύο ὄψεις: μία φωτεινὴ καὶ μία σκοτεινὴ ὅπως τόσο ξεκάθαρα ἀνέπτυξε ὁ Ρῶσος θεολόγος V. Zenkovski (Τὰ προβλήματα τῆς ἐκπαίδευσης ὑπὸ τὸ φῶς τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας, Παρίσι 1934, σ. 110). Αὐτὸς ὁ δυισμὸς στὴν οὐσία τοῦ πνεύματος δὲν εἶναι ὁλοφάνερος σ’ ἐκείνους ποὺ δὲν ἔχουν ἐξοικειωθεῖ ἐξολοκλήρου μὲ μία πνευματικὴ ζωή, σ’ ἐκείνους ποὺ βρίσκονται ἀκόμη ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς ἐξωτερικῆς, ἐπιφανειακῆς ζωῆς. Ὅμως, ὅσο κάποιος προοδεύει στὴν πνευματικὴ ζωή, ἀπελευθερωμένος ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς ἐξωτερικῆς ζωῆς, τόσο αὐξάνονται μέσα του οἱ πειρασμοὶ καὶ τὰ πνευματικὰ λάθη. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἀνυψώνεται στὶς πνευματικὲς ἀναβάσεις, τόσο περισσότερο αὐξάνονται, παράλληλα μὲ τὸν σίτο τῶν καλῶν προθέσεων, ἡ ἦρα τῶν πειρασμῶν.
Καὶ εἶναι πολὺ συχνὴ ἡ περίπτωση ὅταν ἡ ἦρα τελικὰ νικᾶ. Ὅσο ἀνυψώνεται ὁ ἄνθρωπος ὑπεράνω τῶν συνηθισμένων ἁμαρτιῶν στὸ σῶμα τῶν πολλῶν, τόσο αἰσθάνεται πιὸ πειρασθεὶς νὰ αὐτοθεοποιεῖται γιὰ τὴν προσωπική του νίκη, τὴν ὁποία θεωρεῖ πολλὴ μεγάλη, τόσο θυμιάζει τὶς προσωπικές του δυνάμεις καὶ τόσο ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεό. Ἐὰν ἡ τελείωση θὰ ἔστεκε στὴν καθεαυτὴ πνευματικότητα, σὲ μία ἐγκράτεια ἕως τὴ θανάτωση τῶν κατώτατων ἐξωτερικῶν ἐκδηλώσεων, πόσοι φιλόσοφοι καὶ σοφοί, πόσοι ἄθεοι καὶ πόσοι ὀπαδοὶ τῶν διάφορων τεχνικῶν συστημάτων διοργάνωσης τῆς ἐξωτερικῆς ζωῆς, δὲν θὰ σώζονταν παρόλο ποὺ περιφρονοῦν τὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτοπαρουσιάζονται ὡς ἀπόδειξη ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ σωθεῖ καὶ δίχως τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἂν ὑφίσταται τὸ ἅλμα ἀπὸ μία γεμάτη σωματικὲς καταχρήσεις ζωὴ σὲ μία ἄκρως πνευματική, δίχως τὴ θεία πρόνοια, ἡ σωτηρία ἀπὸ τὸ πνευματικὸ κακὸ χωρὶς τὸν Θεὸ εἶναι ἀδύνατη. Μόλις σ’ αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴ καλυτέρευση τοῦ ἀνθρώπου ἀξιοποιεῖται πλήρως ἡ διδασκαλία σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία δίχως τὸν Θεὸ δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε τίποτα.
Στὸν φωτεινὸ πόλο τῆς πνευματικότητας κυριαρχεῖ ἡ ταπείνωση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ στὸν σκοτεινό, ἡ ὑπερηφάνεια γιὰ τὴν κύρια ἀξίωση, μὲ τὴ λήθη τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς εἶναι φανερὸ γιατί δὲν μπορεῖ νὰ νικήσει μέσα σου ὁ φωτεινὸς πόλος τῆς πνευματικότητας, ἕως ὅτου δὲν δεχτεῖς τὸν Θεό, ἕως ὅτου συγκύψεις ἐνώπιον τοῦ μεγαλείου Του, ἕως ὅτου δὲν Τοῦ ζητήσεις τὴ βοήθεια. Ὅσο αὐξάνει ἡ ταπεινότητα στὸν ἄνθρωπο, ἡ ταπεινότητα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅσο πίπτει ἡ ὑπερηφάνεια ἐξ αὐτοῦ, τόσο ἡ φωτεινὴ πνευματικότητα διώχνει τὸ σκοτάδι ἐξ αὐτοῦ. Μία τέλεια ταπείνωση σημαίνει ἀπόλυτη ἀποδοχὴ τοῦ Θεοῦ, τὴν πεποίθηση ὅτι ὅλα ὅσα πραγματοποιεῖς, τὰ πραγματοποιεῖς μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ· μία τέλεια ταπείνωση σημαίνει μία ριζικὴ κατάργηση τῆς ὑπερηφάνεια, τῆς πεποίθησης ὅτι ἐσὺ κάνεις αὐτὸ ποὺ κάνεις, ὅτι εἶσαι ἀνώτερος ὅλων, ὅτι δὲν ἔχεις ἀνάγκη τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους γιὰ νὰ τὴν προσωπική σου μακαριότητα, γιὰ τὸ ἔργο ποὺ θέλεις νὰ πραγματοποιήσεις. Ἡ ὑπερβολικὴ ὑπερηφάνεια σημαίνει ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, ἄρνηση τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ ἀπόλυτη νίκη τοῦ σκοτεινοῦ πόλου τοῦ πνεύματος.
Ἡ ταπείνωση εἶναι, ἐξάλλου, ἡ πιὸ γόνιμη ἀρετὴ τῆς φωτεινῆς πνευματικότητας, τῆς ἠθικῆς ὡραιότητος. Ἡ ἴδια παράγει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων, ἀπομακρύνοντας ἐξ ἡμῶν τὸ μεγάλο ἐμπόδιο τῆς ἀγάπης: τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν περιφρόνηση καὶ δείχνοντάς μας τὸν Θεὸ καὶ τοὺς πλησίον μας ἄξιους τῆς προσοχῆς καὶ τῆς ἀγάπης μας.
Ἡ ταπείνωση βιώνει μία στιγμὴ ὑπέροχης ἀνύψωσης στὸ μυστήριο τῆς μετάνοιας. Αὐτὴ κατακτᾶ τότε μία λαμπρὴ νίκη ἐπὶ τῆς δικῆς μας ὑπερηφάνειας. Ἀλλὰ μία βαριὰ νίκη. Διστάζοντας, τρεκλίζοντας σὲ ὕφος καὶ σὲ λόγια, ὑψώνουμε τὸ ρόπαλο καὶ δίνουμε τὴ χαριστικὴ βολὴ στὴν ὑπερηφάνειά μας· στὴν καθημερινή μας φήμη ἐνώπιον τῶν δικῶν μᾶς ὀφθαλμῶν. Τελοῦμε μία ὀδυνηρή, βασανιστικὴ ἐγχείρηση σὰν νὰ εἶναι ἡ προσωπική μας ἀκύρωση.
Ἐδῶ στέκει ἡ σημασία τῆς μετάνοιας: σ’ αὐτὸ τὸν σεισμὸ τῆς πνευματικότητάς μας διὰ τῆς πιὸ δύσκολης ἐγχείρησης: ὁ θάνατος τῆς ἐξ ἡμῶν ὑπερηφάνειας καὶ ἡ ἐμψύχωση τῆς ταπείνωσης. Ἡ ὅσο πιὸ ἀκριβὴς καὶ πιὸ τεχνικὴ ἀπαρίθμηση τῶν ἐξωτερικῶν μας παρεκκλίσεων δὲν ἔχει ἐφ’ ἑαυτῆς ἀξία ἀλλὰ μονάχα ἐφόσον διὰ αὐτῆς πραγματοποιοῦμε πλήρως αὐτὸν τὸ σεισμὸ τῆς ὕπαρξής μας, ποὺ συγκλονίζει ὅλο μας τὸ εἶναι. Γι’ αὐτὸ τὸ μυστήριο τῆς μετάνοιας δὲν τὸ ἔχουν ἀποκλειστικὰ ἀνάγκη μονάχα οἱ ἄνθρωποι ποὺ κάνουν συγκεκριμένες ἁμαρτίες ἀλλὰ προπάντων οἱ «πνευματικοί», ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ὅσο καὶ νὰ ἐπιθεωροῦν τὸ παρελθόν τους, δὲν βρίσκουν τίποτα μεμπτό. Ἀκριβῶς σ’ αὐτοὺς ἡ ὑπερηφάνεια αὐξήθηκε περισσότερο καὶ ἑπομένως ἡ ταπείνωση πρέπει νὰ ἐκδηλώνεται δι’ ἑνὸς δυνατότερου κραδασμοῦ. Ἕνας διανοούμενος δὲν ἔχει λιγότερη ἔλλειψη τοῦ μυστηρίου τῆς μετάνοιας ἀπ’ ὅτι ὁ ἁπλὸς ἄνθρωπος· τὸ πνευματικὸ κακὸ εἶναι πληρέστερο ἀπὸ τὸ σωματικὸ κακό.
Ἡ σοφία τῆς Ἐκκλησίας τοποθέτησε στὸ τέλος τῆς νηστείας τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας. Αὐτὴ μᾶς δείχνει ὅτι μετὰ τὴν ἀνύψωση ἐπὶ τῶν σωματικῶν ὑπερβολῶν πρέπει νὰ θεραπεύσουμε καὶ τὸ πνεῦμα. Ἐπειδὴ δὲν ἁμαρταίνει μόνο τὸ σῶμα. Μπορεῖ ὁρισμένοι, κατόπιν μίας ἀκριβοῦς ἐκπλήρωσης τῆς ἐντολῆς τῆς νηστείας, νὰ πιστεύουν ὅτι ἔγιναν καθαροὶ ἀπὸ ἁμαρτίες. Ἡ Ἐκκλησία τοὺς ὑπενθυμίζει ὅτι ὑπάρχει καὶ ἕνα ἁμάρτημα τοῦ πνεύματος, στὸ ὁποῖο δίδουμε τὸ πιὸ δυνατὸ χτύπημα στὸ μυστήριο τῆς μετάνοιας.
Μόλις μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ νίκη τῆς ἐν ἡμῖν φωτεινῆς πνευματικότητας, μᾶς ἀξίωσε ἡ Ἐκκλησία νὰ προσεγγίζουμε τὸν καινὸν αἰώνα τοῦ κόσμου: τὴ ζωὴ μετὰ τὴν Ἀνάσταση.