Τὸ ἀπόλυτο ἰδεῶδες τοῦ τελείου χριστιανοῦ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπετέλεσε τὸ μοναχικὸ ἰδεῶδες, ὅπως διεμορφώθη αὐτὸ τελικά. Στοὺς μεγάλους ἐκπροσώπους του διέκριναν οἱ πιστοί τοὺς τελείους κατὰ τὴν πίστη τους χριστιανούς, τοὺς ἁγίους καὶ ὅσοι ἐπιθυμοῦσαν τὴν χριστιανικὴ τελείωση καὶ τὴν σωτήρια τῆς ψυχῆς τους κατέφυγον στὰ μοναστικὰ κέντρα.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέγει σχετικά: «Θὰ εὐχόμουν ἡ κοινωνία νὰ ἦταν καλὴ καὶ νὰ μὴ χρειάζεται νὰ τρέχουν στὶς ἐρήμους ὅσοι ζοῦν μέσα σ’ αὐτὴ καὶ οὔτε οἱ ἀσκητὲς ποὺ ζοῦν στὶς ἐρημίες νὰ ἔρχονται νὰ ζήσουν σ’ αὐτή», ἔχων ὡς πρόθεσή του νὰ ἀναμορφώσει τὴν ζωὴ τῆς κοινωνίας, τῶν πόλεων καὶ χωριῶν, σύμφωνα μὲ τὶς εὐαγγελικὲς ἀρχές. Τὴν ἄσκηση θεωροῦσε ὡς εὐκαιρία κατάλληλη γιὰ τὴν ἀναμόρφωση τῆς κοινωνίας καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, σὲ συνδυασμὸ καὶ μὲ τὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ τελειότητά τους[2].
Στὸν πνευματικὸ αὐτὸν ἀγώνα ὅμως γιὰ νὰ ἐπιτύχει τοῦ σκοποῦ του ὁ κάθε ἀγωνιστὴς θὰ πρέπει, κατὰ τὴν διακήρυξη τοῦ θεανθρώπου, νὰ ὑποβάλει στὸν ἑαυτό του σὲ ἀσυνήθιστες καὶ ἐπώδυνες δοκιμασίες· νὰ ἐπιβάλει ἀπόλυτο ἔλεγχο στὴν βούλησή του, στὶς ἐπιδιώξεις καὶ στὶς ἐπιθυμίες του· θὰ ἀπαιτηθεῖ νὰ ἀποχωρισθεῖ πολλὰ ἐπίγεια πράγματα καὶ νὰ ὑποστῆ πολλὲς στερήσεις ἐπίγειων ἀγαθῶν. Νὰ ἀρνηθεῖ τοὺς οἰκογενειακοὺς δεσμούς, νὰ ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὶς ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς καὶ νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν ἀσκητικὸ βίο τῆς προσευχῆς καὶ νηστείας μὲ σκοπὸ τὴν πνευματικὴ τελείωσή του. Νὰ ἐγκαταλείψει τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου γιὰ νὰ βιώσει τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία τῆς «ἀγγελικῆς πολιτείας» καὶ νὰ προσεύχεται συνεχῶς γιὰ τὴν προσωπική του σωτηρία, ἀλλὰ καὶ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Ὅλα αὐτὰ θὰ πρέπει νὰ γίνουν ἀπὸ δική του, προσωπικὴ καὶ μόνο προαίρεση καὶ ὁπωσδήποτε μέσα στὸ πλαίσιο τῆς ὀργανωμένης χριστιανικῆς κοινωνίας.
Γιατί ὑπῆρξαν καὶ ἐξωτερικὰ αἴτια, ἰδίως ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ γ’ αἰ., οἱ σκληροὶ διωγμοὶ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ἀνάγκασαν πολλοὺς χριστιανοὺς νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ζωὴ αὐτή, νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὶς πόλεις καὶ νὰ καταφύγουν στὶς ἐρημίες. Τὸ φαινόμενο αὐτὸ ἔλαβε μεγάλες διαστάσεις ἰδίως κατὰ τὸν δ΄ αἰ. Ἀλλὰ καὶ ὅταν κατέπαυσαν οἱ διωγμοὶ καὶ ἐπειδὴ οἱ διώξεις εἶχαν γίνει στοιχεῖο ἀναπόσπαστο τῆς ζωῆς τῶν Χριστιανῶν, μερικοὶ θεωροῦσαν ἀκατανόητη τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ χωρὶς τὴν παρενόχληση ἀπὸ διώξεις καὶ ἔτσι ἔγιναν οἱ ἴδιοι, κατὰ κάποιον τρόπον, διῶκτες τοῦ ἑαυτοῦ τους καὶ κατέφυγαν ἢ παρέμειναν στὰ ὄρη καὶ ἐρημίες καὶ ὑπέβαλαν τοὺς ἑαυτούς τους σὲ στερήσεις καὶ θλίψεις.
Ὅπως εἴδαμε, καὶ εἶναι γνωστόν, ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες ἡ βαθμιαία ἐκκοσμίκευση μεγάλου μέρους τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας γιὰ διαφόρους λόγους (στενότερη ἐπαφὴ μὲ τὸν κόσμο, διωγμοί, αἱρέσεις κ.ἄ.) ἐμείωσε τὴν ἠθικὴ αὐστηρότητα καὶ τὴν ἐν γένει πνευματικότητα, μετέβαλε τὴ νέα κοινωνικὴ ζωὴ καὶ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐδημιούργησε ποικίλα ἐμπόδια στὴν πνευματικὴ ζωὴ τῶν πιστῶν. Τοῦτο εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἀπουσία τῶν προϋποθέσεων γιὰ μία πνευματικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀναζήτηση χώρων, στοὺς ὁποίους θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ διασώζεται ἡ καθαρότητα καὶ ἡ γνησιότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς πνευματικότητας. Ἔτσι μετὰ τὴν κατάπαυση τῶν διωγμῶν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς χριστιανούς, ἐπειδὴ εὕρισκαν κατὰ κάποιο τρόπο ἀκατανόητη τὴ διαβίωσή τους χωρὶς διώξεις, ἔγιναν οἱ ἴδιοι, τρόπον τινὰ διῶκτες τοῦ ἑαυτοῦ τους, καταφεύγοντας στὰ ὄρη καὶ στὶς ἐρημιὲς καὶ ὑποβάλλοντας τοὺς ἑαυτούς τους σὲ στερήσεις καὶ θλίψεις κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο. Ἀντὶ τοῦ «μαρτυρίου τοῦ αἵματος» στὸ ὁποῖο τοὺς ὑπέβαλον οἱ διῶκτες τους ἀπὸ τοὺς ἀγῶνες τους μὲ θηριώδεις ἀνθρώπους ἢ ἄγρια ζῶα, ὑποβάλλονται τώρα οἱ ἴδιοι ἰσοβίως στὸ «μαρτύριο τῆς συνειδήσεως» μὲ τὸν συνεχῆ πνευματικὸ ἀγώνα ἰσοβίως ἐναντίον τοῦ κακοῦ καὶ τοῦ διαβόλου. Ἀπὸ τότε τὰ ἀπόκρημνα ὄρη καὶ οἱ ἐρημιὲς ἔγιναν ἐνδιαιτήματα ἐρημιτῶν καὶ μετὰ ἐργαστήρια ὀργανωμένων μοναχῶν[3].
(1). Π. Χρήστου: Τὸ Ἅγιον Ὅρος, ἐν τῷ παρελθόντι καὶ τῷ παρόντι, «Ἀθωνικὴ Πολιτεία», ἐπὶ τὴ Χιλιετηρίδι τοῦ Ἁγίου Ὄρους», Θεσσαλονίκη 1993, σ. 21-22.
(2). Ἰω. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς τὴν Κ΄ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολή, Ὁμιλ. κε΄, δ΄, PG 61, 211 «κἄν τὴν ἄκραν φιλοσοφίαν ἀσκῇς, τῶν δὲ λοιπῶν ἀπολλυμένων ἀμελῇς, οὐδεμίαν κτήσῃ παρὰ τῷ Θεῷ παρρησίαν».
(3). Μ Ἀθανασίου, Ἐπιστολὴ πρὸς Ἀμοῦν μονάζοντα, PG26, 1173,«… δυσκατόρθωτος ὁδός, ὅμως ἔχει χαρίσματα θαυμασιώτερα». Βλ. Π. Χρήστου, Τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐν τῷ παρελθόντι καὶ τῷ παρόντι, σ. 23.