Μακάριε, πραγματικά, καὶ ζωοποιὲ Σταυρὲ τοῦ Σωτῆρος, τὸν μὲν θάνατο κατενίκησες, τὸν δὲ διάβολο, πού κυριαρχοῦσε σ’ αὐτόν, ἐξαφάνισες.
Θεῖε Λόγε, καὶ πραγματικὴ σοφία τοῦ Πατέρα· Σὺ ἀποκάλυψες τὸ πραγματικὸ πρόσωπο τοῦ παμπόνηρου ἐχθροῦ, καὶ ξεγύμνωσες τήν κρυμμένη κακία του, ὥστε καὶ μεῖς τώρα νὰ λέμε «ὅτι δὲν ἁγνοοῦμε τά σχέδιά του» (Β΄ Κορ. 2, 11).
Φιλάνθρωπε καὶ ἀγαθὲ Δέσποτα· Σὺ μᾶς ἀπηλευθέρωσες ἀπό τήν αἰχμαλωσία, ἐνῶ ἤμασταν ὑποδουλωμένοι στὴν ἁμαρτία· Σύ Κύριε, μέ τό δικό σου θάνατο, μᾶς ἐλευθέρωσες. Διότι γνωρίζουμε, ὅτι ἐλευθερωθήκαμε πλέον ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Πραγματικὲ εἰρηνοποιὲ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ· Σὺ μᾶς χάρισες πάλι τὴν υἱοθεσία, καὶ ἀφοῦ μᾶς συμφιλίωσες μὲ τὸν Πατέρα σου, κατάργησες τὴν ἔχθρα πού ὑπῆρχε μέσα στὴ σάρκα μας.
Πλούσιε Σωτὴρ καὶ πραγματικὲ Βασιλιᾶ· Σύ πού ἔγινες πτωχὸς γιά νὰ πλουτήσουμε ἐμεῖς μέ τή δική σου πτωχεία, μᾶς χάρισες τὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Κτίστη καὶ Δημιουργὲ τῶν πάντων, Λόγε τοῦ Πατρός· Σὺ μᾶς κέρδισες καί μᾶς ἔκανες πάλι δικούς Σου, ἀφοῦ εἴμαστε δικά σου δημιουργήματα, «κτισθέντες γιά ἔργα ἀγαθά».
Φῶς ἀληθινὸν καὶ ἀπαύγασμα τοῦ Πατρός· Σὺ μᾶς κατεφώτισες ἐνῶ βρισκόμασταν στὸ σκοτάδι, καὶ μᾶς χειραγώγησες σάν τυφλούς ὁδηγώντας μας πάλι στὸ φῶς.
Μορφὴ καὶ εἰκόνα πραγματικὴ τοῦ Πατρός· Σὺ μᾶς ἔδωσες μορφή, ἐνῶ εἴχαμε ἀμαυρωθεῖ, καὶ μᾶς χάρισες πάλι τὸ κατ’ εἰκόνα.
Θεὲ Λόγε καὶ ἀληθινὴ ζωή· Σὺ μᾶς ζωοποίησες, ἐνῶ εἴχαμε πεθάνει, καὶ μᾶς ἀνακαίνισες ἀπό τή φθορά, ἐνδύοντάς μας τὴν ἀφθαρσία.
Ἀληθινὴ δύναμη, βραχίωνα καὶ δεξιὰ τοῦ Πατρός· Σὺ κατέλυσες τίς ὠδῖνες τοῦ θανάτου, καί, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή, Σύ συνέτριψες χάλκινες θύρες, καὶ ἔσπασες τούς σιδηρένιους μοχλούς.
Σὺ καὶ τὸν δράκοντα, τὸν ὄφι, τὸ διάβολο καθήλωσες γύρω ἀπὸ τὸ τρόπαιο τοῦ Σταυροῦ μὲ ἄγκιστρο τὸν ἄνθρωπο.