Ἡ Ἐκκλησία προκαλεῖ τήν ἀνθρώπινη λογική
Ὅσοι σπουδάζουν ἐπικοινωνιολογία ἤ δημόσιες σχέσεις, δέν μποροῦν παρά νά χαρακτηρίσουν τουλάχιστον ὡς λάθη τά ὅσα κάνει ἡ Ἐκκλησία μας τίς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδας ἀπό τό Πάσχα μέχρι τή σημερινή Κυριακή τοῦ Ἀντίπασχα. Ἀντί νά μετέλθει ὅ,τι μπορεῖ για νά προβάλλει ὡς ἀδιαμφισβήτητο τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως, κάνει τό ἀκριβῶς ἀντίθετο. Ὅλη τήν ἑβδομάδα διαβαζονται εὐαγγελικές περικοπές πού περιγράφουν ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου, κυρίως ὅμως καταγράφουν τίς ἀντιδράσεις πολλῶν στό μοναδικό γεγονός. Καί παρουσιάζονται ἰδίως ἐκεῖνοι πού πολεμοῦν τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, προβάλλοντας ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία τήν ἀμφισβήτηση καί τήν ὑπονόμευση.
Τό κορυφαῖο πού κάνει ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ἀνήμερα τοῦ Πάσχα, στόν Ἑσπερινό της Ἀγάπης, νά διαβάσει τή σημερινή εὐαγγελική περικοπή, ἀλλά στή μισή της ἔκταση. Δηλαδή, μέχρι τοῦ σημείου ὅπου ὁ Θωμάς ἀρνεῖται νά πιστέψει τή μαρτυρία τῶν λοιπῶν Ἀποστόλων ὅτι εἶδαν τόν Ἀναστημένο Κύριο. Τήν ἡμέρα τῆς μεγαλύτερης ἑορτῆς της ἡ Ἐκκλησία τήν κλείνει μέ τή φράση «οὐ μή πιστεύσω»! Καί στήν κατεξοχήν προβολή τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως προσκυρώνει τήν ἀμφιβολία καί τήν ἄρνηση, καθώς ὁ λόγος αὐτός τοῦ Θωμά ἀντηχεῖ στ’ αὐτιά μας γιά μιά ὁλόκληρη ἑβδομάδα. Μόλις δέ σήμερα ἀναγινώσκει τήν περικοπή στό σύνολό της, ὥστε ν’ ἀκουστεῖ ἡ σωτήριος ὁμολογία, «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου»!
Λογικό καί ἀνθρώπινο θά ἦταν ἡ Ἐκκλησία νά θέλει νά καταπνίξει τήν κάθε ἀμφισβήτηση, νά ἀποσιωπήσει τήν ὅποια ἀντίδραση, νά παρουσιάσει μιά ἰδανική εἰκόνα θριάμβου καί ἐπιτυχίας. Πότε, ὅμως, ἡ Ἐκκλησία μας πορεύτηκε μέ ὅρους ἀνθρώπινης λογικῆς; Δέν εἶναι πολιτικό κόμμα ἤ φιλοσοφικό σύστημα πού νά διεκδικεῖ τή μέ κάθε τρόπο ἐπικράτησή του καί γι’ αὐτό νά ἐμπλέκεται σέ κάθε εἴδους τακτικισμούς καί ὡραιοποιήσεις τῶν ὑποστηριζόμενων ἀπόψεων. Ἡ μέθοδός της εἶναι νά προκαλεῖ τήν ἀνθρώπινη λογική γιά νά τήν ὑπερβαίνει καί μέ τόν τρόπο αὐτό ν’ ἀναδεικνύει ἀψιμυθίαστη τήν ἀλήθειά της.
Ἡ μοναδική ἀλήθεια
Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει γιά νά φωτίζονται οἱ ἄνθρωποι «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» (Ἰω. 16,13). Ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας; Ἡ σώζουσα πίστη της ὅπως τήν παρέλαβε ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό. Προσοχή στή λέξη «πίστη»! Ἡ Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει γιά νά κηρύττει καί νά διαδίδει ἕνα σύστημα ἀρχῶν καί ἰδεῶν, κάποιου εἴδους γνώση, ἤ ἕνα σύνολο θεωρητικῶν παραδοχῶν διαμορφούμενο περιστασιακά ὥστε νά μποροῦν νά τό ἀσπαστοῦν ὅσο γίνεται περισσότεροι ἀριθμητικά ἄνθρωποι. Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει γιά νά κηρύττει τήν πίστη στόν Χριστό, δηλαδή αὐτό πού καταλαμβάνει τόν ἄνθρωπο, τόν ἀνακαινίζει, τόν ὁδηγεῖ στή βίωση τῆς ἀλήθειας καί τοῦ ὑπαγορεύει ὅρους ζωῆς.
Μέ ἀλλά λόγια εἶναι ὁ θησαυρός τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος δέν προσαρμόζεται σέ ἀνθρώπινα σχήματα, οὔτε ὑπηρετεῖ σκοπιμότητες. Δέν ἀποσκοπεῖ σέ ἀριθμητικά μεγέθη ὀπαδῶν καί δέν μεταβάλλεται κατά τό δοκοῦν «γιά νά μή στενοχωρήσουμε κανέναν». Ἡ πίστη εἶναι βιωματική κατάσταση στήν ὁποία προσκαλεῖται ὁ ἄνθρωπος, προσαρμοζόμενος αὐτός καί ἀποδεχόμενος αὐτή τήν πίστη! Εἶναι ὅ,τι σημαντικότερο στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία δέν ἀνέχεται ἐπιπολαιότητες, παλινωδίες ἤ παιχνίδια. Θέλει νά καταδείξει στόν ἄνθρωπο ὅτι ἡ ἀπόφασή του γιά ἀποδοχή αὐτῆς τῆς πίστης πρέπει νά εἶναι προϊόν βασάνου, ἐνσυνείδητη καί δεσμευτική γιά τή συνέχεια τῆς ζωῆς του. Γι’ αὐτό καί προκαλεῖ ἡ ἴδια τήν ἀμφισβήτηση, καλλιεργεῖ τήν ἀναζήτηση καί δέν διστάζει νά προβάλει ἀκόμη καί τήν ἀντίθετη ἄποψη, ὥστε ὁ ἄνθρωπος ἐλεύθερα νά ἐγκολπωθεῖ τήν πίστη κατασταλαγμένος καί μέ τή μεγαλύτερη δυνατή ἀποφασιστικότητα!
Τό λέει ξεκάθαρα σήμερα ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης: «Ταῦτα δέ πάντα γεγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ἵνα πιστεύοντες ζωήν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ» (Ἰω. 20,31)