Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἡ σωτηρία δὲν μπορεῖ νὰ προέρχεται ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου ὅσο σπουδαῖα καὶ ἀξιοζήλευτα κι ἂν εἶναι αὐτά, ἀλλ’εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ ποὺ προσφέρεται, ὄχι ὡς ὀφειλὴ γιὰ τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλ’ ὡς Χάρη, ποὺ γίνεται πραγματικότητα μὲ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Τὴν Χάρη αὐτὴ τὴν ἀποδέχεται ὁ ἄνθρωπος μὲ πίστη καὶ εὐγνωμοσύνη.

  • !

    Τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου δημιουργοῦν μέσα του μία αὐτοπεποίθηση, μία καύχηση ποὺ ὁ Ἀπ. Παῦλος τὴν χαρακτηρίζει ὡς «σαρκική», ὄχι μὲ τὴ διαρχικὴ ἔννοια τῆς ἀνθρωπολογικῆς διακρίσεως τοῦ ἀνθρώπου σὲ ψυχὴ καὶ σῶμα ἢ σάρκα, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς ὑποταγῆς του στὴ δύναμη τῆς ἐγωκεντρικῆς αὐτοπεποιθήσεως ποὺ δὲν ἀφήνει περιθώρια σὲ θεϊκὴ δύναμη ποὺ ὑπερβαίνει τὶς ἀνθρώπινες δυνατότητες. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος γίνεται ὁ ἄξονας γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο περιστρέφονται τὰ πάντα, ἀφήνοντας πολὺ λίγο χῶρο, ἢ πολλὲς φορὲς καὶ καθόλου γιὰ τὸν Θεό, τοῦ ὁποίου ἡ ὕπαρξη δικαιολογεῖται μόνο γιὰ νὰ ἀναγνωρίσει τὴ σπουδαιότητα τοῦ ἀνθρώπου.

  • !

    Ἡ «δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ» – μία ἔκφραση ποὺ συνηθίζει ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν καὶ ποὺ δηλώνει τὴ σώζουσα ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὴν ἐνσαρκωμένη στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ – ἀποδεικνύει ἀνώφελη κάθε ἐλπίδα τοῦ ἀνθρώπου νὰ σωθεῖ μόνος του χωρὶς τὸν Χριστό, χωρὶς τὴ Χάρη τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς τὴν ἀναπλαστικὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

  • !

    Τέλος, ἡ ἐλπίδα δὲν εἶναι ἕνα περιφερειακὸ στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς πίστεως ἀλλὰ τὸ κέντρο της. Ἀφαιρώντας κανεὶς τὴν ἐλπίδα ἀπὸ τὸν Χριστιανισμὸ τὸν ἀποδυναμώνει στὸ σύνολό του. Γιατί ἡ ἐλπίδα δὲν ἀποτελεῖ τὸ τελευταῖο ἀποκοῦμπι τοῦ χριστιανοῦ ἀφοῦ ἐξαντληθοῦν ὅλα τὰ ἄλλα, ἀλλὰ ἡ πρώτη καὶ οὐσιαστικὴ δύναμή του.

Ἡ ἐλπίδα τοῦ χριστιανοῦ (Ρωμ. ε΄1-10)

 

«Ἀδελφοί, ἀφοῦ ὁ Θεὸς μᾶς ἔσωσε ἐπειδὴ πιστέψαμε, οἱ σχέσεις μας μ\’ αὐτὸν ἀποκαταστάθηκαν μὲ τὴ μεσολάβηση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς μᾶς ὁδήγησε μὲ τὴν πίστη στὸ χῶρο αὐτῆς τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, στὴν ὁποία εἴμαστε στερεωμένοι, καὶ καυχόμαστε γιὰ τὴν ἐλπίδα τῆς συμμετοχῆς μας στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Μὰ δὲν σταματᾶ ἐκεῖ ἡ καύχησή μας· καυχόμαστε ἀκόμα καὶ στὶς δοκιμασίες, γιατί ξέρουμε καλὰ πὼς οἱ δοκιμασίες ὁδηγοῦν στὴν ὑπομονή, ἡ ὑπομονὴ στὸ δοκιμασμένο χαρακτήρα, κι ὁ δοκιμασμένος χαρακτήρας στὴν ἐλπίδα. Κι ἡ ἐλπίδα τελικὰ δὲν ἀπογοητεύει. Μαρτυρεῖ γι\’ αὐτὸ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ὁποία τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ μᾶς δόθηκε, γέμισε καὶ ξεχείλισε τὶς καρδιές μας. Γιατί ὁ Χριστός, παρ\’ ὅλο ποὺ ἤμασταν ἀκόμη ἀνίκανοι νὰ κάνουμε τὸ καλό, πέθανε γιά μᾶς, τοὺς ἀσεβεῖς ἀνθρώπους, στὸν προκαθορισμένο καιρό. Δύσκολα θὰ \’δινε κανεὶς τὴ ζωὴ του ἀκόμα καὶ γιὰ ἕναν δίκαιο ἄνθρωπο. Ἴσως ἀποφάσιζε κανεὶς νὰ πεθάνει γιὰ κάποιον καλὸ ἄνθρωπο. Ὁ Θεὸς ὅμως ξεπερνώντας αὐτὰ τὰ ὅρια ἔδειξε τὴν ἀγάπη του γιά μᾶς, γιατί ἐνῶ ἐμεῖς ζούσαμε ἀκόμα στὴν ἁμαρτία, ὁ Χριστὸς ἔδωσε τὴ ζωή του γιά μᾶς. Τώρα, λοιπόν, ἀφοῦ ὁ Θεὸς μᾶς ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴν καταδίκη, μὲ τὴ μεσολάβηση τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, πολὺ περισσότερο ὁ ἴδιος θὰ μᾶς σώσει κι ἀπὸ τὴ μέλλουσα ὀργή. Παρ\’ ὅ,τι ἤμασταν ἐχθροὶ μὲ τὸν Θεό, μᾶς συμφιλίωσε μαζί του ὁ σταυρικὸς θάνατος τοῦ Υἱοῦ του· πολὺ περισσότερο τώρα ποὺ συμφιλιωθήκαμε, ἡ ζωή του θὰ μᾶς χαρίσει τὴ σωτηρία» (Ρωμ.5,1-10).

Σὲ ὅλες τὶς ἐποχές, κι ὄχι μόνο στὴ δική μας, ὁ ἄνθρωπος πίστεψε στὴ μεγάλη ἀξία τῶν ἔργων καὶ ἐπιτευγμάτων του. Πίστεψε πὼς μπορεῖ νὰ κατορθώσει τὰ πάντα. Ἀκόμη καὶ ἡ περιοχὴ τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς δὲν ἀπετέλεσε ἐξαίρεση. Ὁ Ἀπ. Παῦλος στὴν περικοπή τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς, ποὺ παραθέσαμε παραπάνω καὶ ποὺ διαβάζεται τὴν Κυριακὴ (Γ΄ Ματθαίου) στὴ Θεία Λειτουργία, ἀντιμετωπίζει εἴτε Ἰουδαίους ποὺ νομίζουν ὅτι σώζονται τηρώντας τὸν Νόμο τοῦ Μωυσῆ καὶ καυχῶνται γι’αὐτό, εἴτε Ἕλληνες-Ἐθνικοὺς ποὺ βλέπουν τὶς ἀρετές τους σὰν τὸ μεγαλύτερο κατόρθωμά τους. Σὲ ὅλους αὐτοὺς τονίζει τὴν ἀκόλουθη ἀλήθεια: Ἡ σωτηρία δὲν μπορεῖ νὰ προέρχεται ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου ὅσο σπουδαῖα καὶ ἀξιοζήλευτα κι ἂν εἶναι αὐτά, ἀλλ’εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ ποὺ προσφέρεται, ὄχι ὡς ὀφειλὴ γιὰ τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλ’ ὡς Χάρη, ποὺ γίνεται πραγματικότητα μὲ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Τὴν Χάρη αὐτὴ τὴν ἀποδέχεται ὁ ἄνθρωπος μὲ πίστη καὶ εὐγνωμοσύνη.

Τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου δημιουργοῦν μέσα του μία αὐτοπεποίθηση, μία καύχηση ποὺ ὁ Ἀπ. Παῦλος τὴν χαρακτηρίζει ὡς «σαρκική», ὄχι μὲ τὴ διαρχικὴ ἔννοια τῆς ἀνθρωπολογικῆς διακρίσεως τοῦ ἀνθρώπου σὲ ψυχὴ καὶ σῶμα ἢ σάρκα, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς ὑποταγῆς του στὴ δύναμη τῆς ἐγωκεντρικῆς αὐτοπεποιθήσεως ποὺ δὲν ἀφήνει περιθώρια σὲ θεϊκὴ δύναμη ποὺ ὑπερβαίνει τὶς ἀνθρώπινες δυνατότητες. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος γίνεται ὁ ἄξονας γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο περιστρέφονται τὰ πάντα, ἀφήνοντας πολὺ λίγο χῶρο, ἢ πολλὲς φορὲς καὶ καθόλου γιὰ τὸν Θεό, τοῦ ὁποίου ἡ ὕπαρξη δικαιολογεῖται μόνο γιὰ νὰ ἀναγνωρίσει τὴ σπουδαιότητα τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ φαρισαϊκὸ αὐτὸ πνεῦμα κατακεραύνωσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς (ἰδίως στὴν παραβολὴ τοῦ τελώνη καὶ φαρισαίου) καὶ στὴ συνέχεια ὁ Ἀπ. Παῦλος μὲ τὶς ἐπιστολές του.

Ἡ «δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ» – μία ἔκφραση ποὺ συνηθίζει ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν καὶ ποὺ δηλώνει τὴ σώζουσα ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὴν ἐνσαρκωμένη στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ – ἀποδεικνύει ἀνώφελη κάθε ἐλπίδα τοῦ ἀνθρώπου νὰ σωθεῖ μόνος του χωρὶς τὸν Χριστό, χωρὶς τὴ Χάρη τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς τὴν ἀναπλαστικὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κι ἂς μὴ σκεφτεῖ κανεὶς ὅτι αὐτὸ μειώνει τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπεναντίας τὴν ἐπαυξάνει, γιατί τὸν κάνει κύριο ἀποδέκτη καὶ περιεχόμενο τῆς λυτρωτικῆς θείας οἰκονομίας. Ἐπειδὴ δὲ ἀκριβῶς ἡ σωτηρία προέρχεται ὄχι ἀπὸ τὸν ἀσθενικὸ ἀνθρώπινο κόσμο ἀλλὰ ἀπὸ τὸν δυνατὸ Θεὸ φέρει τὴν ἐγγύηση τῆς βεβαιότητας καὶ αὐθεντικότητας. Κι ἡ ἐλπίδα γιὰ ἕνα καλύτερο ἐνδοκοσμικὸ ἀλλὰ καὶ ἐσχατολογικὸ μέλλον δὲν εἶναι κενὴ περιεχομένου προσπάθεια νὰ ἀγκιστρωθεῖ ὁ ἀπεγνωσμένος ἄνθρωπος ἀπὸ κάπου, ἀλλ’ ἔχει βέβαιο ἀντίκρισμα. Εἶναι τελικὰ «ἐλπίδα ποὺ δὲν ἀπογοητεύει», κατὰ τὴν ὁρολογία τοῦ Παύλου, γιατί προέρχεται ἀπὸ «τὸν Θεὸ τῆς ἐλπίδας» (Ρωμ. 15,13). Νὰ γιατί ὁ Ἀπόστολος στὴν ἴδια ἐπιστολή, τὴν πρὸς Ρωμαίους, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶναι παρμένη ἡ σημερινὴ περικοπή, συνιστᾶ στοὺς ἀναγνῶστες του χαρὰ γι’ αὐτὴν τὴν ἐλπίδα καὶ συγχρόνως ὑπομονὴ γιὰ τὶς προσωρινὲς θλίψεις: «Ἡ ἐλπίδα νὰ σᾶς δίνει χαρά. Νὰ ἔχετε ὑπομονὴ στὶς δοκιμασίες. Νὰ ἐπιμένετε στὴν προσευχὴ» (Ρωμ.12,12).

Τέλος, ἡ ἐλπίδα δὲν εἶναι ἕνα περιφερειακὸ στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς πίστεως ἀλλὰ τὸ κέντρο της. Ἀφαιρώντας κανεὶς τὴν ἐλπίδα ἀπὸ τὸν Χριστιανισμὸ τὸν ἀποδυναμώνει στὸ σύνολό του. Γιατί ἡ ἐλπίδα δὲν ἀποτελεῖ τὸ τελευταῖο ἀποκοῦμπι τοῦ χριστιανοῦ ἀφοῦ ἐξαντληθοῦν ὅλα τὰ ἄλλα, ἀλλὰ ἡ πρώτη καὶ οὐσιαστικὴ δύναμή του.