Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἡ θεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ εἰδωλοποίηση τοῦ ἑαυτοῦ του καί ἡ συμφεροντολογική ἀντιμετώπιση τῆς καθημερινότητας ἔχουν ὁδηγήσει οὐσιαστικά σέ ἕναν ἄκρατο ὑποκειμενισμό. Ἔχουμε φθάσει στό σημεῖο νά παραδέχεται ὁ καθένας ὡς ἀλήθεια τό προσωπικό του πίστευμα, νά μήν ἀποδέχεται ἀντικειμενική ἀλήθεια, ἀλλά νά ὑποδέχεται μέ εὐήκοα ὦτα τήν ὅποια καινοφανῆ διδασκαλία, ὅσο παράλογη καί ἀπαράδεκτη κι ἄν εἶναι, ἀρκεῖ νά παρουσιάζεται ὡς μοντέρνα ἤ νά προβάλλει ὡς ἀνατρεπτική.

  • !

    Πολλοί, ἄν καί διαισθάνονται τήν ἀλήθεια τῆς πίστης, ἄν καί παραδέχονται τή μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἄν καί πείθονται στό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἐπιτρέπουν στόν ἑαυτό τους νά τό ἐξωτερικεύσει σέ στάση ζωῆς, σέ ἦθος, σέ ἔμπρακτη ὁμολογία, ὄντας δέσμιοι ἐγωιστικῶν θεωρήσεων ἤ φοβούμενοι τήν ἀντίδραση τῶν «ἄλλων».

  • !

    Τό σπουδαιότερο στή στάση τῶν Γεργεσηνῶν εἶναι ὅτι ἀποκαλύπτει τά αἴτια τῆς ἄρνησης τῶν περισσότερων ἀρνητῶν τοῦ Χριστοῦ. Κι ὁ λόγος τῆς ἄρνησης πολλῶν εἶναι τό ὅτι οἱ ἀρχές τοῦ Χριστιανισμοῦ δέν εἶναι εὔκολες στήν ἐφαρμογή τους. Ἔχει κόστος, «δέν συμφέρει», γι’ αὐτό καί ἀπαιτεῖται δύναμη καί ἀποφασιστικότητα.

  • !

    Χάριν τῶν ὑλικῶν ἀποκτημάτων καί τῆς ἱκανοποίησης τῶν ἐπιθυμιῶν τους, ἐθελοτυφλοῦν καί ἀποστρέφονται τήν ἀλήθεια ἀποδιώκοντάς την, γινόμενοι ἔτσι προπομποί πολλῶν μέ ὅμοιες ἐπιθυμίες ἀνά τούς αἰῶνες.

  • !

    Καί ἡ ἄρνηση τῶν δαιμόνων καί ἡ ἄρνηση τῶν Γεργεσηνῶν ἀποδεικνύουν πόσο τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ ἐθελοτυφλοῦν μπροστά στήν ὀφθαλμοφανῆ ἀλήθειά του, ὅταν κυριαρχοῦνται ἀπό τόν ἐγωισμό. Εἴτε ὑπερήφανα πιστευματα, εἴτε ἐγωκεντρικές ἐπιθυμίες, ὑποδουλώνουν τόσο τόν ἄνθρωπο, ὥστε διαλύοντάς τον νά τόν ὑποχρεώνουν σέ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, τήν αἰτία τῆς ζωῆς καί τῆς ἀγάπης. Γι’ αὐτό καί ἡ ἰδιότητα τοῦ χριστιανοῦ δέν ἐπιδέχεται συμβιβασμούς οὔτε συγκατάβαση πρός ὅ,τι γήινο καί χοϊκό, ἀλλά χαρακτηρίζεται ἀπό τόν πόθο ἐλευθερίας στό φῶς τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ.

Ἐγωισμὸς καὶ ἀλήθεια

Ἕνα ἀπό τά πολλά γιά τά ὁποῖα μπορεῖ νά «καυχηθεῖ» ἡ ἐποχή μας, εἶναι τό γεγονός ὅτι ὑπάρχει φοβερή σύγχυση. Σύγχυση ἰδεῶν, ἀρχῶν, ἠθῶν πού χαρακτηρίζουν ἀνθρώπους μπερδεμένους, ἀναποφάσιστους, ἐμπαθεῖς. Ὄχι ἡ πολυφωνία τῆς γνώσης, ἀλλά ἡ παραφωνία τῆς ἡμιμάθειας, σέ συνδυασμό μέ μιά ἐπιφανειακή καί ἐπιπόλαιη θεώρηση τῶν ὅποιων ζητημάτων, εὔκολα ὁδηγεῖ σέ ἀγκυλώσεις καί πιστεύματα τέτοια, πού ἀκυρώνουν τήν ἀλήθεια στά μάτια τοῦ ἀνθρώπου ἤ καί τόν ἐμποδίζουν νά τήν ἁποδεχθεῖ.

Ἐπιπλέον, ἡ θεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ εἰδωλοποίηση τοῦ ἑαυτοῦ του καί ἡ συμφεροντολογική ἀντιμετώπιση τῆς καθημερινότητας ἔχουν ὁδηγήσει οὐσιαστικά σέ ἕναν ἄκρατο ὑποκειμενισμό. Ἔχουμε φθάσει στό σημεῖο νά παραδέχεται ὁ καθένας ὡς ἀλήθεια τό προσωπικό του πίστευμα, νά μήν ἀποδέχεται ἀντικειμενική ἀλήθεια, ἀλλά νά ὑποδέχεται μέ εὐήκοα ὦτα τήν ὅποια καινοφανῆ διδασκαλία, ὅσο παράλογη καί ἀπαράδεκτη κι ἄν εἶναι, ἀρκεῖ νά παρουσιάζεται ὡς μοντέρνα ἤ νά προβάλλει ὡς ἀνατρεπτική. Ἴσως ποτέ ἄλλοτε στήν ἀνθρώπινη ἱστορία νά μήν κυριάρχησε τόσο ὁ νοσηρός παραλογισμός, ὅσο στήν αὐτοπροσδιοριζόμενη ὡς ἐποχή τῆς λογικῆς.

Ὁ Χριστός καί οἱ δαίμονες

Στή σημερινή εὐαγγελική περικοπή βλέπουμε ἕναν παράξενο διάλογο μεταξύ τοῦ Χριστοῦ καί τῶν δαιμόνων πού βασάνιζαν δύο ταλαίπωρους ἀνθρώπους στή χώρα τῶν Γεργεσηνῶν. Παράξενο! Ὁ Χριστός λέει μία μόνο λέξη: «ὑπάγετε», δεῖγμα τοῦ ὅτι δέν προκαλεῖ, οὔτε ἀφήνεται στόν διάλογο αὐτό, ἀλλά τόν ἀνέχεται μέχρι νά φθάσει στό ἐπιθυμητό ἀποτέλεσμα, τή θεραπεία τῶν δαιμονισμένων.

Τά δαιμόνια εἶναι πού μιλοῦν στόν διάλογο αὐτό πολύ καί λένε πολλά καί ἀξιοπερίεργα. Τό θαυμαστοτερο ὅλων εἶναι τό ὅτι ἀποκαλοῦν τόν Χριστό «Υἱό τοῦ Θεοῦ». Γιά πολλούς ἑρμηνευτές, ἰδίως δυτικούς τῶν νεωτέρων χρόνων, ἡ προσφώνηση αὐτή ἀποδεικνύει ὅτι οἱ δύο αὐτοί ἄνθρωποι ἦταν πράγματι δαιμονισμένοι κι ὄχι ἁπλῶς παράφρονες ἤ σχιζοφρενεῖς ἤ γενικότερα ψυχασθενεῖς. Καί τοῦτο διότι δέν λένε παραλογισμούς ἤ παραληρηματικά φληναφήματα, ἀλλά ἐκφράζουν σαφῆ γνώση γιά τή θεία φύση τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό καί ἡ ἐν συνεχείᾳ διατύπωση τῶν αἰτημάτων εἶναι ἀνάλογη.

Βεβαίως, ἡ παραπάνω ἑρμηνεία μπορεῖ νά εἶναι χρήσιμη, τό σπουδαῖο ὅμως στήν προσφώνηση τῶν δαιμονίων εἶναι ἡ παραδοχή ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ σεσαρκωμένος. Ἀναγνωρίζουν τήν Θεότητα καί τήν ὁμολογοῦν, συνάμα ὅμως τήν ἐχθρεύονται, γι’ αὐτό καί τήν ἀποστρέφονται. Ἡ ἀπιστία εἶναι φαινόμενο τῶν ἀνθρώπων. Ὁ διάβολος καί οἱ «σύν αὐτῷ» δέν ἔχουν καμία ἀμφιβολία περί Θεοῦ, ἀντιθέτως ἔχουν γνώση Θεοῦ καί ἐπικοινωνία μαζί του, ἀσχέτως ἄν ἡ ὑπερηφάνεια καί ὁ ἐγωκεντρισμός τους τούς καθιστοῦν ἀνίκανους νά παραδεχθοῦν τήν θεία ἀλήθεια καί νά ἀνταποκριθοῦν στήν θεία ἀγάπη. Τό ἴδιο δέ ἐμπνέουν ἐπί γῆς καί σέ πολλούς ἀνθρώπους. Πολλοί, ἄν καί διαισθάνονται τήν ἀλήθεια τῆς πίστης, ἄν καί παραδέχονται τή μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἄν καί πείθονται στό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἐπιτρέπουν στόν ἑαυτό τους νά τό ἐξωτερικεύσει σέ στάση ζωῆς, σέ ἦθος, σέ ἔμπρακτη ὁμολογία, ὄντας δέσμιοι ἐγωιστικῶν θεωρήσεων ἤ φοβούμενοι τήν ἀντίδραση τῶν «ἄλλων».

Ἡ στάση τῶν Γεργεσηνῶν

Ἀλλά καί οἱ κάτοικοι τῆς πλησιόχωρης πόλης ἔχουν ἀξιοσημείωτη συμπεριφορά. Μόλις πληροφοροῦνται τά περί τῆς ἀπελευθέρωσης τῶν δαιμονισμένων ἀπό τή δουλεία τοῦ διαβόλου καί τήν καταστροφή τῆς ἀγέλης τῶν χοίρων, μαζεύονται ὅλοι στήν εἴσοδο τῆς πόλης. Ὄχι γιά νά εὐχαριστήσουν τόν Χριστό γιά τήν εὐεργεσία του πρός τούς συμπατριῶτες τους, καθώς καί τήν ἀπαλλαγή ὅλης της πόλης ἀπό τήν ἐπιθετική τους συμπεριφορά, ἀλλά γιά νά τόν παρακαλέσουν, μέ πολύ σεβασμό καί εὐπρέπεια, «ὅπως μεταβῇ ἀπό τῶν ὁρίων αὐτῶν».

Κι ἐδῶ κάποιοι σχολιαστές στέκονται περισσότερο στό γεγονός ὅτι τό Εὐαγγέλιο καταγράφει τήν ἀπόρριψη αὐτοῦ του προσώπου τοῦ Χριστοῦ καί δέν τήν ἀποκρύπτει, ἀπόδειξη τῆς ἀξιοπιστίας τῆς ἀφήγησης. Ἄν τό Εὐαγγέλιο ἦταν μιά ἀνθρώπινη ἐπινόηση μέ τή σκοπιμότητα τῆς ὅποιας ἰδιοτέλειας νά ὑποκρύπτεται πίσω ἀπό τή σύνταξή του, θά κατέγραφε μόνον περιστατικά πού θά τόνιζαν τή δύναμη καί τή σπουδαιότητα τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀποδοχή του ἀπό τούς ἀνθρώπους. Τά Εὐαγγέλια ὅμως δέν εἶναι προπαγανδιστικά κείμενα, ἤ διηγηματικά ἀναγνώσματα πού δικαιώνονται ἀπό κάποιο «εὐτυχισμένο τέλος». Εἶναι ἡ καταγραφή τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀλήθειας, ὅπως τήν παρέλαβε ἡ Ἐκκλησία ἀπό τό ἀψευδές στόμα τοῦ Χριστοῦ, γί΄ αὐτό καί εἶναι ἀληθινά μέ κάθε κόστος.

Τό σπουδαιότερο στή στάση τῶν Γεργεσηνῶν εἶναι ὅτι ἀποκαλύπτει τά αἴτια τῆς ἄρνησης τῶν περισσότερων ἀρνητῶν τοῦ Χριστοῦ. Κι ὁ λόγος τῆς ἄρνησης πολλῶν εἶναι τό ὅτι οἱ ἀρχές τοῦ Χριστιανισμοῦ δέν εἶναι εὔκολες στήν ἐφαρμογή τους. Ἔχει κόστος, «δέν συμφέρει», γι’ αὐτό καί ἀπαιτεῖται δύναμη καί ἀποφασιστικότητα. Οἱ Γεργεσηνοι δέν στέκονται στήν ὁμολογία ὅτι μπροστά τους ἔχουν τόν Μονογενῆ Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά πονοῦν γιά τά χαμενα γουρούνια τους, τά ὁποῖα παρανόμως ἐξετρεφαν, γι’ αὐτό καί ἀποκόμιζαν μεγάλο κέρδος. Ἡ πτώση τῆς ἀγέλης στόν γκρεμό τούς κόστισε, γι’ αὐτό καί ἀντί νά συναισθανθοῦν τό δίκαιο τῆς τιμωρίας τους, τό ἄδικο τῆς πράξης τους καί τήν εὐκαιρία διόρθωσης πού τούς παρέχει ὁ Θεός, προσκολλῶνται πεισματικά στή διεκδίκηση καί τήν λατρεία τοῦ πλούτου, ἀποστρεφόμενοι τόν Χριστό καί τήν μοναδική του ἀλήθεια. Χάριν τῶν ὑλικῶν ἀποκτημάτων καί τῆς ἱκανοποίησης τῶν ἐπιθυμιῶν τους, ἐθελοτυφλοῦν καί ἀποστρέφονται τήν ἀλήθεια ἀποδιώκοντάς την, γινόμενοι ἔτσι προπομποί πολλῶν μέ ὅμοιες ἐπιθυμίες ἀνά τούς αἰῶνες.

Καί ἡ ἄρνηση τῶν δαιμόνων καί ἡ ἄρνηση τῶν Γεργεσηνῶν ἀποδεικνύουν πόσο τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ ἐθελοτυφλοῦν μπροστά στήν ὀφθαλμοφανῆ ἀλήθειά του, ὅταν κυριαρχοῦνται ἀπό τόν ἐγωισμό. Εἴτε ὑπερήφανα πιστευματα, εἴτε ἐγωκεντρικές ἐπιθυμίες, ὑποδουλώνουν τόσο τόν ἄνθρωπο, ὥστε διαλύοντάς τον νά τόν ὑποχρεώνουν σέ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, τήν αἰτία τῆς ζωῆς καί τῆς ἀγάπης. Γι’ αὐτό καί ἡ ἰδιότητα τοῦ χριστιανοῦ δέν ἐπιδέχεται συμβιβασμούς οὔτε συγκατάβαση πρός ὅ,τι γήινο καί χοϊκό, ἀλλά χαρακτηρίζεται ἀπό τόν πόθο ἐλευθερίας στό φῶς τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ.