Σέ ὅποια γωνιά τοῦ πλανήτη κι ἄν στραφεῖς, τά μάτια ἀντικρίζουν πόνο, θλίψη, πίκρα. Κι αὐτά μέ τή σειρά τους γεννοῦν σκληρότητα, κατάθλιψη, ἀπαισιοδοξία. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ξεχάσει τί σημαίνει χαρά, ἤ καλύτερα, ὅπως καί τόσα ἄλλα πράγματα, ἔχει ξεχάσει νά τή ζεῖ προσπαθώντας νά τή μελετήσει, ἀναλύσει, κατανοήσει. Βιώνει ὅμως καί αἰσθάνεται τό μεγάλο κενό της ἀπουσίας της, σέ σημεῖο πού νά πιστεύει ὅτι αὐτό εἶναι ἡ μοναδική ἐμπειρία τῆς ζωῆς, ἡ μονή ἀλήθεια, ἡ κυρίαρχη πραγματικότητα. Δέν μπορεῖ νά ζήσει ἔξω ἀπό αὐτό στό ὁποῖο ἔχει συνηθίσει, γί΄ αὐτό καί δέν ἀναγνωρίζει τή χαρά ἀκόμη κι ὅταν τή συναντᾶ, μᾶλλον δέ τήν προσπερνᾶ μήν πιστεύοντας στή χειροπιαστή ὕπαρξή της.
Ἔχουμε μάθει νά ζοῦμε στόν πόνο σάν κάτι ἀπόλυτα φυσιολογικό. Κι ἔχουμε χορτάσει τόσο κλάμα, ὥστε ἡ πίκρα τοῦ ἄλλου, ἀκόμη καί μέ μεγάλη ἔνταση καί ἐκφραστικότητα ἀποτυπωμένη, νά μήν εἶναι τίποτε ἄλλο γιά τούς περισσότερους παρά ἕνα ἀκόμη τηλεοπτικό πλάνο, ἴσως ἄξιο σχολιασμοῦ καί ἐπιβράβευσης γιά τήν καλλιτεχνικότητά του. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος τοῦ 21ου αἰώνα ἔχει πολλές ἀφορμές γιά νά πικραίνεται, ἄπειρες εὐκαιρίες γιά νά λυπᾶται καί δυσαρίθμητους λόγους γιά νά θλίβεται. Ἀλλά ἐξίσου ἀλήθεια εἶναι ὅτι πολλές φορές ἐφευρίσκει λόγους γιά νά βυθιστεῖ στήν αὐτολύπηση, παραπονούμενος ἀκόμη καί χωρίς αἰτία, κυριαρχούμενος ἀπό τήν αἴσθηση τοῦ μονίμως ἀδικημένου. Κοντά σ΄ αὐτά καί ἡ αἴσθηση τοῦ ἀνικανοποίητου, ἡ ὁποία -παρά τά ὅποια ἐπιτεύγματα τοῦ πολιτισμοῦ μας-χειραγωγεῖ τόν ἄνθρωπο σέ ὑποχείριο τῆς ἄρνησης, τῆς ἀπόρριψης, τῆς ἀδιαφορίας…
Ὁ Χριστός καταργεῖ τόν θάνατο
Σέ μιά ἄσημη πόλη τῆς Ἰουδαίας, τήν Ναΐν, ἐξελίσσεται μιά σκηνή ἀρκετά συνηθισμένη τά χρόνια ἐκεῖνα. Κάποιος νέος εἶχε πεθάνει καί, ὅπως συνήθως συμβαίνει στίς κηδεῖες τῶν νέων, πλῆθος κόσμου, ἀκολουθοῦσε τήν ἐξόδιο πομπή. Τό τραγικό στήν περίπτωση ἐκείνη ἔγκειται στό ὅτι ὁ νεαρός ἦταν ὁ μονάκριβος γιός μιᾶς χήρας, ἡ ὁποία μέ τόν θάνατο του ἔμενε ὁλομόναχη στή ζωή, ἴσως καί ἀπροστάτευτη. Γι΄ αὐτό καί ἡ γυναίκα ἐκείνη εἶχε πραγματικούς λόγους νά κλαίει πολύ, τόσο γιά τό μονάκριβο παιδί της, ὅσο καί γιά τόν ἑαυτό της. Ἴσως νά ἦταν καί ἡ μοναδική πού ἔκλαιγε πραγματικά μιᾶς πού -ὅπως συμβαίνει σέ τέτοιες περιπτώσεις- ἡ κοινωνική συμβατικότητα, ὁ καθωσπρεπισμός, ἀκόμη καί ἡ εὐγένεια ἐπιβάλλουν στούς ἀνθρώπους συμπεριφορές ὄχι πάντα εἰλικρινεῖς, ἀλλά ἐξωτερικές, ἴσως καί ἐπιφανειακές, πού κυριαρχοῦνται μέν ἀπό ἕνα συναισθηματισμό, ἀλλά πάντως μέ ὅρους καί ὅρια. Οἱ περισσότεροι, ἴσως ἀμυνόμενοι ψυχολογικά, ἐπικαλοῦνται ὅτι “ἡ ζωή συνεχίζεται” καί σπεύδουν νά ξεχάσουν τό ὅποιο θλιβερό συμβαίνει στόν ἄλλον, ἐγκλωβισμένοι στήν ἐγωκεντρική θεώρηση τοῦ κόσμου, προσπαθώντας νά “ξορκίσουν” τό “κακό” μήν τυχόν καί πάθουν τό ἴδιο. Λίγοι μποροῦν νά συμπαρασταθοῦν πραγματικά, κάνοντας τόν πόνο τοῦ ἀλλοῦ δικό τους, συμπάσχοντας οὐσιαστικά.
Καί ἐκεῖ πού ἡ ἐξόδιος πομπή εἶχε πάρει τόν δρόμο της πρός τό κοιμητήριο, ἕνας ἄγνωστος τούς σταματᾶ ἀπευθυνόμενος στή μητέρα μ΄ ἕναν τόνο προστακτικό. \”Μήν κλαῖς\”. Ποιός τόν εἶχε καλέσει; Κανείς. Ὁ μόνος φιλάνθρωπος Κύριος εἶχε προσέλθει μόνος του, ἐκεῖ πού ψηλαφοῦσε τόν πόνο τοῦ πλάσματός του γιά νά καταργήσει τόν πόνο. Ἀξιοπρόσεκτο τό ὅτι ἀπευθύνεται στή χήρα μάνα τοῦ νεκροῦ. Ὅλοι γύρω της κλαίγανε. Κι ὅμως, ὁ Χριστός μόνο σ΄ αὐτή λέει νά μήν κλαίει, μᾶλλον γιατί μόνον αὐτή ἔκλαιγε πραγματικά, καθώς μόνη βίωνε τόν πόνο στά κατάβαθα τῆς ψυχῆς της. Καί δέν τήν προστάζει νά σταματήσει τό κλάμα γιά νά τῆς ἀπευθύνει λόγους παρηγορητικούς, ἀλλά γιά νά τῆς κάνει τό ἀνέλπιστο θαῦμα, νά τῆς ἀναστήσει τό παιδί της καί νά μεταστρέψει τόν πόνο σέ ξέφρενη χαρά καί ἀνακούφιση.
Τό Εὐαγγέλιο δέν μᾶς διηγεῖται τή συνέχεια. Πέραν τοῦ ὅτι σημειώνει πώς \”ἔδωκεν αὐτόν τῇ μητρι αὐτοῦ\” καί πέραν τῶν ἐντυπώσεων πού περιγράφει ὅτι δημιουργήθηκαν σέ ὅλη τήν Ἰουδαία καί τά περίχωρά της, δέν καταγράφει συμπεριφορές εὐγνωμοσύνης τῆς μητέρας καί τοῦ παιδιοῦ της πρός τόν Χριστό. Περιγράφει τό θαῦμα τῆς ἀνάστασης τοῦ γιοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν, ὡς κατάργηση τοῦ πόνου τῆς χαροκαμένης χήρας.
Ἡ ἀναίρεση τοῦ πόνου
Ἄν ἡ ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου ἔγινε γιά νά ἀναδειχθεῖ ὁ Χριστός μας ὡς νικητής τοῦ θανάτου, ἄν ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ἔγινε γιά νά τόν προσδιορίσει ὡς νικητή τῆς φθορᾶς, ἡ ἀνάσταση τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν γίνεται γιά νά καταδειχθεῖ ὡς ὁ ἀναιρέτης τοῦ πόνου, ἡ αἰτία τῆς κατάργησής του, τό λυτρωτικό φάρμακο γιά τήν κατανίκησή του. Ὁ Χριστός μας προσέρχεται στή Ναΐν καί ἐπιτελεῖ τό θαῦμα, μόνο καί μόνο γιά νά δώσει ἕνα μήνυμα στήν οἰκουμένη, στόν κάθε ἄνθρωπο, ὅτι ὁ πόνος εἶναι κατάσταση ἀναστρέψιμη. Μπορεῖ νά φαίνεται ὡς θηρίο ἕτοιμο νά καταπιεῖ τόν κάθε ἄνθρωπο, στήν πραγματικότητα ὅμως ἔχει ἤδη καταβληθεῖ καί κατανικηθεῖ ἀπό τόν λυτρωτή τοῦ ἀνθρώπινου γένους.
Τό μόνιμο λάθος τῆς ἀνθρωπότητας εἶναι ὅτι ἀρνεῖται νά καταφύγει στόν Χριστό ὡς τόν ἀναιρέτη τοῦ πόνου καί δοτήρα τῆς χαρᾶς. Κι ὅμως, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἀπευθυνόμενος στούς μαθητές του μίλησε μέ τόν πλέον ἀξιόπιστο τρόπο γιά τή χαρά πού ὁ ἴδιος προσφέρει καί τήν ὁποία κανείς δέν μπορεῖ νά τοῦ τήν πάρει (Ἰω. 16,22). Μετά τήν Ἀνάσταση του τούς προσφώνησε μέ τήν εὐχή νά ἔχουν χαρά, “χαίρετε” (Ματθ. 28,9). Καί ὡς κληρονομιά τοῦ κάθε δικοῦ του ἀνθρώπου προσδιορίζει τήν ἄληκτη μακαριότητα τῆς Βασιλείας του, “ἔνθα ὁ τῶν ἑορταζόντων ἦχος ὁ ἀκατάπαυστος καί ἡ ἀπέραντος ἡδονή τῶν καθορώντων” τό ἄρρητο κάλλος τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, προσδιοριζομένου ὡς “τοῦ ὄντως ἐφετοῦ καί τῆς ἀνεκφράστου εὐφροσύνης τῶν ἀγαπώντων” Αὐτόν.
Ὁ πόνος δέν πνίγεται καί ἡ χαρά δέν βρίσκεται σέ μεθόδους τῆς ἀνθρώπινης ἐπινοητικότητας, φαντασίας ἤ καί θρησκοληψίας ἀκόμα. Ὁ πόνος καταργεῖται καί ἡ χαρά ἀναδεικνύεται στήν οὐσιαστική μας σχέση μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἀναιρέτης τοῦ πόνου καί ἡ αἰτία καί πηγή τῆς χαρᾶς. Γι΄ αὐτό καί στήν ὅποια πληγή, τήν ὅποια θλίψη, τήν ὅποια τρικυμία τῆς ζωῆς, τό βλέμμα σταθερά προσηλωμένο σ\’ Αὐτόν, ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη μας στήν πρόνοια του ἀταλάντευτη, ἡ καταφυγή μας στήν ἀγάπη του μονόδρομος, ὄχι ἁπλῶς γιά ν’ ἀντέξουμε τήν ὅποια δυστυχία καί τόν πόνο, ἀλλ’ “ἵνα ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαράν γενήσεται” (Ἰω. 16,20).