Ἀπάντηση: Οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι ὑποφέρουν πολὺ καὶ παθαίνουν πολλά, ἐπειδὴ θέλουν νὰ τοὺς ἀγαποῦν καὶ ὄχι νὰ ἀγαποῦν. Ἀλλὰ ὁ Κύριος εἶπε, «Νὰ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο» (Ἰω. 13:34), ἀκόμα καὶ τοὺς ἐχθρούς σας (Ματθ. 5:44), ὄχι νὰ ζητᾶτε ἀγάπη ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Τέτοια ἀπαίτηση εἶναι ἐγωιστική, φίλαυτη. Μὴ νοιάζεσαι, λοιπόν, ἂν σὲ ἀγαποῦν. Ἀγαπᾶς ἐσὺ τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους; Ἂν τοὺς ἀγαπᾶς πραγματικά, δὲν θὰ νιώθεις στὴν ψυχή σου κανένα κενό, ἀλλά, ἀπεναντίας, πληρότητα εἰρήνης καὶ χαρᾶς.
Ὑπάρχει καλὴ καὶ κακὴ ἀγάπη πρὸς τὸν ἑαυτό μας;
Ἀπάντηση: Ναί. Ἡ καλὴ ἀγάπη ταυτίζεται μὲ τὴν ἐπιθυμία καὶ τὸν ἀγώνα ἀποκτήσεως τῆς αἰώνιας ζωῆς, μὲ τὴν ἐπιδίωξη δηλαδὴ τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου μας καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ εἶναι χρέος μας, ἀφοῦ ὁ Θεὸς τόσο μᾶς ἀγάπησε, «ὥστε παρέδωσε στὸ θάνατο τὸν μονογενῆ Του Υἱό, γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ ὅποιος πιστεύει σ’ Αὐτόν, ἀλλὰ νὰ ἔχει ζωὴ αἰώνια» (Ἰω. 3:16). Πολὺ συχνὰ τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς παραγγέλλει νὰ φροντίζουμε γιὰ τὴν αἰώνια σωτηρία μας (βλ. λ.χ. Ματθ. 16:26, Λουκ. 13:24). Δὲν εἶναι, βέβαια, ἐνάντια στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ φροντίδα γιὰ τὴν εὐημερία στὴν πρόσκαιρη τούτη ζωή, φτάνει νὰ κινεῖται στὰ πλαίσια τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου.
Ἡ κακὴ ἀγάπη πρὸς τὸν ἑαυτὸ μᾶς εἶναι ἡ φιλαυτία, ποὺ ἐπιδιώκει τὴν ἐμπαθῆ ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν μας, συχνὰ σὲ βάρος τῶν συνανθρώπων μας καὶ μὲ παράβαση τοῦ θείου νόμου.
Ὁ χριστιανὸς πάνω ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ του βάζει πάντα τὸν Θεὸ καὶ δίπλα στὸν ἑαυτὸ του βάζει πάντα τὸν πλησίον, γιατί δὲν ξεχνάει τὰ λόγια του Χριστοῦ: «Ν’ ἀγαπᾶς τὸν Κύριο, τὸν Θεό σου, μ’ ὅλη τὴν καρδιά σου, μ’ ὅλη τὴν ψυχή σου καὶ μ’ ὅλο τὸ νοῦ σου. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ ἡ πιὸ μεγάλη ἐντολή. Καὶ δεύτερη ἐξίσου σπουδαία: Ν’ ἀγαπᾶς τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτό σου. Σ’ αὐτὲς τὶς δύο ἐντολὲς συνοψίζονται ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆτες» (Ματθ. 22:37-40).
Ποιὰ εἶναι τὰ χαρακτηριστικά τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον;
Ἀπάντηση: Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον εἶναι πρῶτα-πρῶτα καθαρή, εἰλικρινὴς καὶ ἀνυπόκριτη, ὅπως τονίζουν οἱ κορυφαῖοι ἀπόστολοι στὶς ἐπιστολές τους. Ἔτσι, ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει στοὺς χριστιανοὺς τῆς Ρώμης: «Ἡ ἀγάπη σας νὰ εἶναι ἀνυπόκριτη» (Ρωμ. 12:9). Ὁ ἀπόστολος Πέτρος παραγγέλλει: «Τώρα πού, ὑπακούοντας στὸν ἀληθινὸ Θεό, ἔχετε καθαρίσει τὶς καρδιές σας μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, νὰ ἀγαπᾶτε εἰλικρινὰ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο· ἡ ἀγάπη σας νὰ εἶναι ὁλόψυχη καὶ νὰ βγαίνει ἀπὸ καθαρὴ καρδιὰ» (Α’ Πέτρ. 1:22).
Τὸ δεύτερο χαρακτηριστικό τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης τὸ σημειώνει σὲ μιὰ ἐπιστολὴ του ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «Παιδιά μου, ἂς μὴν ἀγαπᾶμε μὲ λόγια καὶ ὡραῖες φράσεις, ἀλλὰ ἔμπρακτα καὶ ἀληθινὰ» (Α’ Ἰω. 3:18). Μὲ ἔργα, λοιπόν, ἀποδεικνύεται ἡ γνησιότητα τῆς ἀγάπης. Ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος γράφει σχετικά: «Ἂς πάρουμε τὴν περίπτωση ποὺ κάποιος ἀδερφὸς ἢ κάποια ἀδερφὴ δὲν ἔχουν ροῦχα νὰ ντυθοῦν καὶ στεροῦνται τὸ καθημερινό τους φαγητό. Ἂν κάποιος ἀπὸ σᾶς τοὺς πεῖ, «Ὁ Θεὸς μαζί σας! Εὔχομαι καὶ ροῦχα νὰ βρεῖτε καὶ φαγητὸ νὰ χορτάσετε», ποιὸ τὸ ὄφελος, ἂν δὲν τοὺς δώσει τὰ ἀπαραίτητα ποὺ χρειάζεται τὸ σῶμα;» (Ἰακ. 2:15-16).
Τρίτο χαρακτηριστικό τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης εἶναι ἡ πνευματικότητα. Γιατί μπορεῖ μὲν ἡ ἀγάπη μας πρὸς τὸν πλησίον νὰ εἶναι εἰλικρινὴς καὶ ἀνυπόκριτη ἀλλὰ σαρκική, νὰ πηγάζει δηλαδὴ ἀπὸ ἀκάθαρτα πάθη ἢ ἐγκόσμια συμφέροντα. Ἀπὸ μία τέτοιαν ἀγάπη προέρχονται ἀργὰ ἢ γρήγορα συμφορὲς καὶ μεταμέλειες. Ἡ γνήσια, ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη ἔχει πηγὲς καθαρές, τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν ὑπακοὴ στὶς ἐντολές Του. «Ἂν μὲ ἀγαπᾶτε, τηρῆστε τὶς ἐντολές μου», εἶπε ὁ Κύριος (Ἰω. 14:15). «Ὅπως σᾶς ἀγάπησα ἐγώ, ἔτσι νὰ ἀγαπᾶτε ἐσεῖς ὁ ἕνας τὸν ἄλλο» (Ἰω. 13:34).
Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον δὲν εἶναι ἕνα χλιαρὸ αἴσθημα, ἀλλὰ φωτιὰ ποὺ κατακαίει τὴ φιλαυτία καὶ ἐμπνέει τὴν αὐτοθυσία. Ὅποιος ἀγαπάει ἀληθινά, θυσιάζει γιὰ τὸ καλό τοῦ πλησίον ἀκόμα καὶ τὴ ζωή του, σύμφωνα μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Γιατί τόσο πολὺ ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο, ὥστε παρέδωσε στὸ θάνατο τὸν μονογενῆ Του Υἱό, γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ ὅποιος πιστεύει σ’ Αὐτόν, ἀλλὰ νὰ ἔχει ζωὴ αἰώνια» (Ἰω. 3:16). «Κανεὶς δὲν ἔχει μεγαλύτερη ἀγάπη ἀπὸ κεῖνον ποὺ θυσιάζει τὴ ζωή του γιὰ χάρη τῶν φίλων του» (Ἰω. 15:13).