Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Πόσοι, ἀνίκανοι νὰ βιώσουν τὸ μεγαλεῖο τῆς θείας Λατρείας, μένουν μόνο μὲ τὸ «μαρτύριο» τῆς ὀρθοστασίας, γιατί δὲν ἀντιλαμβάνονται τὸ αἴσθημα τοῦ «θεέ μου, νὰ μὴν τελειώσει ποτέ», ὅσων ζοῦν τὶς Ἀκολουθίες! Πόσοι, ἐγκλωβισμένοι στὸν μικρόκοσμό τους, ἀδυνατοῦν νὰ ἀποκτήσουν τὴν οἰκουμενικὴ προοπτικὴ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ περιφρονοῦν τὴν πρόσκλησή της γιὰ ἀγάπη, ταπείνωση, ὑπακοὴ στὸ θεῖο θέλημα! Πόσοι, ἀνυποψίαστοι γιὰ τὴ μεγάλη δύναμη καὶ τὴ λεβεντιὰ τῆς πίστης, τὴ συγχέουν μὲ τὴ θρησκοληψία ἢ τὴν ψυχολογικὴ ἀνάγκη γιὰ ἐπιστηριγμὸ στὴν ἀβεβαιότητα!

  • !

    Ἴσως, τὸ μεγαλύτερο πρόβλημα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας σήμερα εἶναι τὸ νὰ ἀνατρέψει ὅλες αὐτὲς τὶς πολυποίκιλες προκαταλήψεις ποὺ διαχέονται σὲ βάρος της καὶ δημιουργοῦν στερεότυπα, μακράν τῆς πραγματικότητας. Λέμε ὅτι ὁ λαὸς μας εἶναι ἀκατήχητoς καὶ ἐννοοῦμε ὅλα τὰ παραπάνω. Ἕνα σωρὸ ἀνόητα πιστεύματα κυκλοφοροῦν ὡς πίστη θεοπαράδοτη, ἀπειράριθμες ἀπαράδεκτες δοξασίες προβάλλονται ὡς Ὀρθόδοξη διδασκαλία, κι ὅλο αὐτὸ προδιαθέτει ἀρνητικὰ ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας καὶ κουράζει, καθὼς παραπέμπει ἂν ὄχι στὴν παράνοια, τουλάχιστον στὴ μικρόνοια.

  • !

    Αὐτὸ σημαίνει πὼς ἡ ἰδιότητα τοῦ χριστιανοῦ δὲν «φοριέται» μόνο κατὰ τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς μεγάλες ἑορτές, ἀλλὰ στὴν κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ καὶ ἰδίως στὴν καθημερινότητά του, ὁπότε ἐκδιπλώνει τὴν προσωπικότητά του καὶ μὲ τὶς ἀποφάσεις καὶ τὶς ἐνέργειές του, ἀποδεικνύει τὴ χριστιανική του ἰδιότητα ἢ τὴ διαψεύδει.

  • !

    Τὸ «ἀξίως περιπατῆσαι» ποὺ ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ ποὺ ἐξειδικεύει μὲ ὅσα ἀναπτύσσει στὴ συνέχεια τοῦ σημερινοῦ ἀναγνώσματος, εἶναι ἡ πρόκληση τοῦ διαρκοῦς αὐτοελέγχου τοῦ ἑαυτοῦ μας, τὴν κάθε στιγμὴ νὰ ἀναπαύουμε τὸ θεῖο θέλημα. Κι αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει καθ’ ὑπαγόρευση, οὔτε κατ’ ἐντολή. Εἶναι ἀπόφαση καὶ στάση ζωῆς, στὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ μᾶς προτρέψει. Δὲν μπορεῖ ὅμως, νὰ μᾶς ὑποχρεώσει, οὔτε νὰ μᾶς πειθαναγκάσει, στὴ δὲ ἐφαρμογή της δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἀστυνομεύσει.

Παράκληση, Κλήση, Πρόκληση (Ἐφεσ. δ΄1-7)

Ἔχουμε συνηθίσει, ὅταν κάποιος βρίσκεται σὲ ὑπεροχικὴ θέση ἀπέναντί μας, ἰδίως ὅταν ἀσκεῖ τὴν ὅποιας μoρφῆς ἐξουσία, αὐτὸ τὸ ὁποῖο λέει, νὰ θεωρεῖται ἐντολὴ καὶ νὰ ἐκτελεῖται κατὰ γράμμα. Μάλιστα, πολλὲς φoρές, ἡ ὅποια ἔκφραση διαφορετικῆς ἄποψης ἤ ἔστω ἀπορίας, λογίζεται ἀνταρσία, ἀπείθεια, ἤ καὶ προσβολή. Κι αὐτὸ δυστυχῶς, ὅσο κι ἂν διεκδικεῖ ὁ κόσμος μας δημοκρατία, προσδιοριστικὲς ἀρχὲς ἄσκησης τοῦ ἐξουσιαστικοῦ φαινομένου, δικαιώματα, ἰδίως τῶν ἀσθενέστερων, εἶναι μιὰ πικρὴ πραγματικότητα ποὺ τὴν ψηλαφᾶμε ἀνάγλυφη ἀκόμη καὶ σὲ χῶρες αὐτoπρoσδιoριζόμεvες ὡς πολιτισμέvες καὶ δημοκρατικές.

 

\"\"
Τί διαπιστώνουμε στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα; Ὁ ἕνας ἐκ τῶν δύο Πρωτοκορυφαίων, ὁ ἀπόστολος Παῦλος, θέλει νὰ ὑποδείξει κάτι στοὺς ἀγαπητούς του Ἐφεσίους, καὶ τὸ κάνει μὲ τόση διάκριση, μὲ τόση εὐγένεια, μὲ τόση συστολὴ καὶ ταπείνωση, σὰν νὰ μὴν εἶναι ἀνώτερος, τουλάχιστον πνευματικά, σὰν νὰ μὴν τοῦ ὀφείλουν τόσα πολλὰ οἱ Ἐφέσιοι, σὰν νὰ ζητᾶ προσωπικὴ του χάρη! Καὶ λέει μιὰ λέξη ποὺ δύσκολα ἐμεῖς σήμερα προφέρουμε: «Παρακαλῶ»! Δὲν λέει «προστάζω», «παραγγέλλω», «πρέπει». Λέει, σᾶς πρακαλῶ ἐγὼ ποὺ εἶμαι φυλακισμένος γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Κι ἐνῶ εἶναι φυλακισμένος, δὲν παρακαλᾶ κάτι γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γι’ αὐτούς!

«Ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἥς ἐκλήθητε»

Τί τοὺς παρακαλᾶ νὰ κάνουν; Νὰ πολιτευθοῦν στὴ ζωή τους μὲ τρόπο ἀντάξιο τῆς ὑψηλῆς κλήσης, τὴν ὁποία τοὺς ἀπηύθυνε ὁ Θεός! Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ ὑψηλὴ κλήση ποὺ ἀπευθύνει σὲ ὅλους μας ὁ Θεός; Νὰ καθίσουμε μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ συμβασιλεύσουμε, συvδιαιωvίζovτας μαζί του. Δηλαδή; Ἔχουμε κληθεῖ σὲ μεγάλα καὶ ἀκατάληπτα πράγματα, τὰ ὁποῖα ἡ ἀνθρώπινη διάνοια ἀδυνατεῖ νὰ συλλάβει ἢ ἔστω συμβολικὰ νὰ περιγράψει. Κληθήκαμε ὡς χριστιανοί, στὴ Βασιλεία καὶ τὴ Δόξα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ λοιπόν, πρέπει νὰ σκεπτόμαστε καὶ νὰ συμπεριφερόμαστε ἀνάλογα.

Γιὰ πολλούς, ἡ ἰδιότητα τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ταυτόσημη μὲ πολλὲς ἀρνήσεις, ταλαιπωρία, ἐνδεχομένως καὶ μὲ κάποια κακομοιριὰ ἢ μοιρολατρία. Πόσοι, ἀνίκανοι νὰ βιώσουν τὸ μεγαλεῖο τῆς θείας Λατρείας, μένουν μόνο μὲ τὸ «μαρτύριο» τῆς ὀρθοστασίας, γιατί δὲν ἀντιλαμβάνονται τὸ αἴσθημα τοῦ «θεέ μου, νὰ μὴν τελειώσει ποτέ», ὅσων ζοῦν τὶς Ἀκολουθίες! Πόσοι, ἐγκλωβισμένοι στὸν μικρόκοσμό τους, ἀδυνατοῦν νὰ ἀποκτήσουν τὴν οἰκουμενικὴ προοπτικὴ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ περιφρονοῦν τὴν πρόσκλησή της γιὰ ἀγάπη, ταπείνωση, ὑπακοὴ στὸ θεῖο θέλημα! Πόσοι, ἀνυποψίαστοι γιὰ τὴ μεγάλη δύναμη καὶ τὴ λεβεντιὰ τῆς πίστης, τὴ συγχέουν μὲ τὴ θρησκοληψία ἢ τὴν ψυχολογικὴ ἀνάγκη γιὰ ἐπιστηριγμὸ στὴν ἀβεβαιότητα!

Τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν προσδιορίζει τὴν «Ἁγίαν καὶ Ἀμώμητον Πίστιν τῶν Εὐσεβῶν καὶ Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν». Ἀντιθέτως, εἶναι οἱ μεγαλύτεροι ἐχθροί της, καθὼς σημασιοδοτοῦν ἀπαράδεκτη ἐκτροπὴ καὶ ἀλλοίωσή της, ποὺ ὁδηγοῦν σὲ πνευματικὸ θάνατο καὶ ἀπώλεια. Ἴσως, τὸ μεγαλύτερο πρόβλημα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας σήμερα εἶναι τὸ νὰ ἀνατρέψει ὅλες αὐτὲς τὶς πολυποίκιλες προκαταλήψεις ποὺ διαχέονται σὲ βάρος της καὶ δημιουργοῦν στερεότυπα, μακράν τῆς πραγματικότητας. Λέμε ὅτι ὁ λαὸς μας εἶναι ἀκατήχητoς καὶ ἐννοοῦμε ὅλα τὰ παραπάνω. Ἕνα σωρὸ ἀνόητα πιστεύματα κυκλοφοροῦν ὡς πίστη θεοπαράδοτη, ἀπειράριθμες ἀπαράδεκτες δοξασίες προβάλλονται ὡς Ὀρθόδοξη διδασκαλία, κι ὅλο αὐτὸ προδιαθέτει ἀρνητικὰ ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας καὶ κουράζει, καθὼς παραπέμπει ἂν ὄχι στὴν παράνοια, τουλάχιστον στὴ μικρόνοια. Κι ὅλο αὐτὸ γίνεται μὲ τὸν γνωστὸ ἀνεύθυνο τρόπο, ὅσων διεκδικοῦν νὰ ἐνημερώνουν ἢ νὰ διδάσκουν «αὐθεντικά», τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ δὲν ἐκφράζουν τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἐμποδίζουν νὰ παρουσιάσει τὴ διδασκαλία της.

Πρόκληση

Καὶ μέσα ἀπὸ τὴν παράκληση τοῦ ἀποστόλου Παύλου νὰ τιμήσουμε τὴν κλήση τοῦ Θεοῦ, ἀναδεικνύεται ἡ μεγάλη πρόκληση! Πρόκληση γιὰ ὅσους φέρουμε τὴν ἰδιότητα τοῦ χριστιανοῦ καὶ θέλουμε νὰ τὴ ζοῦμε στὴν πλήρη ἔννοιά της. Πρόκληση ἑπομένως ζωῆς, ποὺ διεκδικεῖ ἀπάντηση ὄχι συγκυριακὰ καὶ μεμονωμένα, ἀλλὰ συνολικὰ καὶ διαρκῶς. Αὐτὸ σημαίνει πὼς ἡ ἰδιότητα τοῦ χριστιανοῦ δὲν «φοριέται» μόνο κατὰ τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς μεγάλες ἑορτές, ἀλλὰ στὴν κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ καὶ ἰδίως στὴν καθημερινότητά του, ὁπότε ἐκδιπλώνει τὴν προσωπικότητά του καὶ μὲ τὶς ἀποφάσεις καὶ τὶς ἐνέργειές του, ἀποδεικνύει τὴ χριστιανική του ἰδιότητα ἢ τὴ διαψεύδει.

Τὸ «ἀξίως περιπατῆσαι» ποὺ ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ ποὺ ἐξειδικεύει μὲ ὅσα ἀναπτύσσει στὴ συνέχεια τοῦ σημερινοῦ ἀναγνώσματος, εἶναι ἡ πρόκληση τοῦ διαρκοῦς αὐτοελέγχου τοῦ ἑαυτοῦ μας, τὴν κάθε στιγμὴ νὰ ἀναπαύουμε τὸ θεῖο θέλημα. Κι αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει καθ’ ὑπαγόρευση, οὔτε κατ’ ἐντολή. Εἶναι ἀπόφαση καὶ στάση ζωῆς, στὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ μᾶς προτρέψει. Δὲν μπορεῖ ὅμως, νὰ μᾶς ὑποχρεώσει, οὔτε νὰ μᾶς πειθαναγκάσει, στὴ δὲ ἐφαρμογή της δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἀστυνομεύσει.

Ἀδελφοί μου, ὁ Παράδεισος εἶναι μοναδικὰ σπουδαία ὑπόθεση. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι τόσο ὑπέροχη καὶ ἀσύλληπτη, ὥστε καὶ μόνο ἡ προσπάθεια ἀναλογισμοῦ της, νὰ συνιστᾶ ἀθέλητη ἀπομείωση καὶ ὑποτίμησή της. Γι’ αὐτὸ τὸ μοναδικὰ σπουδαῖο, ἀξίζει νὰ ἀγωνιστοῦμε στὴ ζωή μας, ὥστε τουλάχιστον νὰ ἀποδείξουμε τὸν πόθο μας νὰ τὸ κατακτήσουμε! Ἔτσι ἀναδεικνύεται κι ἡ ἐν ἐλευθερίᾳ εὐθύνη μας. Εὐθύνη νὰ ἀπαντήσουμε ἐλεύθερα, ὄχι μὲ λόγια, ἀλλὰ μὲ ἀποφάσεις καὶ συνεπῆ στάση ζωῆς, στὴ θεία πρόσκληση νὰ περιπατήσουμε ἀξίως τῆς κλήσεως τοῦ Χριστοῦ!