Πολύ συχνά, θέτουμε στὸν ἑαυτό μας καὶ μεταξύ μας ἕνα πολὺ βασανιστικὸ ἐρώτημα. Πῶς μπορῶ νὰ ἀντιμετωπίσω τὴν ἁμαρτωλὴ μου κατάσταση; Τὶ μπορῶ νὰ κάνω; Δὲν μπορῶ νὰ ἀποφύγω τὴν διάπραξη ἁμαρτημάτων, μόνο ὁ Χριστὸς ἄλλωστε ἦταν ἀναμάρτητος. Καὶ δὲν μπορῶ καὶ ἐξακολουθῶ νὰ διαπράττω ἁμαρτήματα, ἐξαιτίας τῆς ἔλλειψης ἀποφασιστικότητας, θάρρους, ἱκανότητας γιὰ ἀληθινὴ μετάνοια ἤ ἐξαιτίας τῆς γενικότερης ἁμαρτωλῆς κατάστασης ἡ ὁποία κυριαρχεῖ στὸν ἐσωτερικό μου κόσμο. Τὶ ὰπομένει λοιπὸν σὲ μένα; Βασανίζομαι, παλεύω ἀπεγνωσμένα ὅπως ἕνας ἄνθρωπος τὴν ὥρα ποὺ πνίγεται καὶ δὲν βλέπω λύση.
Κάποτε γι αὐτὸ τὸ θέμα ἕνας Ρῶσος στάρετς, ἕνας ἀπὸ τοὺς τελευταἰους γέροντες τῆς μονῆς τῆς Ὄπτινα, εἶπε, σ’ ἕναν ἐπισκέπτη του: Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει χωρίς νὰ ἁμαρτήσει καὶ ἐλάχιστοι γνωρίζουν πώς νὰ μετανοοῦν κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ λευκανθοῦν οἱ ἁμαρτίες τους. Ὑπάρχει ὅμως ἕνα πράγμα τὸ ὁποίο ὅλοι μποροῦμε νὰ κάνουμε: Ὅταν δὲν μποροῦμε οὔτε τὴν ἁμαρτία νὰ ἀποφύγουμε, οὔτε νὰ μετανοήσουμε ἀληθινά, μποροῦμε τότε νὰ βαστάζουμε τὸ φορτίο της, νὰ τὸ ὑποφέρουμε ὑπομονετικά, μὲ πόνο, χωρίς νὰ κάνουμε ὁτιδήποτε γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὸν πόνο καὶ τὴν ἀγωνία ποὺ προξενεῖ, νὰ τὴν ὑποφέρουμε ὅπως κάποιος θὰ ὑπέφερε τὸ βάρος ἑνὸς σταυροῦ. Ὄχι βέβαια τὸ σταυρό τοῦ Κυρίου, οὔτε τὸ σταυρὸ τῶν ἀληθινῶν μαθητῶν του, ἀλλὰ τὸ σταυρὸ τοῦ ληστῆ ποὺ εἶχε σταυρωθεῖ δίπλα Του. Δὲν εἶπε ὁ ληστὴς αὐτὸς στὸν ἄλλο ληστὴ ποὺ βλασφημοῦσε τὸν Κύριο: Ἐμεῖς ὑποφέρουμε ἐπειδή ἔχουμε διαπράξει ἐγκλήματα. Αὐτὸς ὑποφέρει παρόλο ποὺ εἶναι ἀναμάρτητος. Καὶ σὲ αὐτὸν ὁ Χριστὸς εἶπε: «Σήμερα θὰ εἶσαι στὸν παράδεισο μαζί Μου…», ἐπειδὴ εἶχε ἀποδεχτεῖ τὴν τιμωρία, τὸν πόνο, τὴν ἀγωνία καὶ τὶς συνέπειες πραγματικὰ τοῦ κακοῦ ποὺ εἶχε διαπράξει μὲ τὸ νὰ ἦταν αὐτὸς ποὺ ἦταν.
Θυμᾶμαι ἐπίσης ἀπὸ τὴ ζωὴ ἑνὸς ἱερέα, τὴν ἱστορία ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ εἶχε ἔρθει σ’ αὐτὸν καὶ τοῦ εἶχε πεῖ ὅτι ὅλη ἡ ζωὴ του μέχρι τότε ἦταν ἁμαρτωλή, ἀκάθαρτη καὶ ἀνάξια τόσο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅσο καὶ ἐνώπιον τοῦ ἴδιου. Καὶ κατόπιν εἶχε μετανοήσει, εἶχε ἀπορρίψει καὶ ἀποστραφεῖ ὅλο τὸ κακὸ ποὺ εἶχε κάνει, ἐν τούτοις ὅμως, βρισκόταν ἀκόμη κάτω ὑπό τὴν ἐπήρεια τῶν ἴδιων ἁμαρτημάτων. Καὶ ὁ ἱερέας τοῦ εἶπε: «Ὑπῆρχε μιὰ περίοδος τῆς ζωῆς σου ποὺ ἔτρωγες σκυμμένος πάνω στὶς λάσπες ὅλες αὐτές τὶς ἀκαθαρσίες μὲ μεγάλη ἱκανοποίηση. Τώρα κατανόησες ότι πρόκειται γιὰ ἀκαθαρσίες καὶ νοιώθεις τρόμο, ἀηδία καὶ ὅτι πνίγεσαι μὲ αὐτές. Θεώρησε λοιπὸν ὅτι αὐτὴ εἶναι ἀνταμοιβή σου γιὰ τὸ κακὸ σου παρελθόν καὶ ὑπέμεινε . . .».
Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ ὅλοι μας μποροῦμε νὰ κάνουμε. Νὰ ὑπομένουμε τὶς συνέπειες, τὴν ὑποδούλωση ποὺ εἶναι δική μας, ὑπομονετικά, ταπεινά, μὲ συντετριμμένη τὴν καρδιά καὶ ὄχι μὲ ἀδιαφορία, οὔτε καὶ μὲ τὴν λογικὴ ὅτι ἐφόσον εἴμαστε ἐγκαταλελειμμένοι ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση, τότε γιατί νὰ μὴν ἁμαρτάνουμε; Ἀλλὰ ἐκλαμβάνοντας τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόμαστε ὡς θεραπευτικὴ ἐπίγνωση τοῦ τὶ εἶναι ἁμαρτία, τὶ μᾶς προξενεῖ, καθὼς ἐπίσης καὶ τὴ φρίκη ποὺ αὐτὴ περικλείει. Καὶ ἐάν ἀντέξουμε ὑπομονετικά, θὰ ἔρθει μιὰ μέρα ποὺ ἡ ἐσωτερική μας ἀποστροφή πρὸς τὴν ἁμαρτία θὰ φέρει καρπούς καὶ θὰ ἀπελευθερωθοῦμε ἀπ’ αὐτή.
Ἔτσι, ἄν μποροῦμε, μὲ κάθε τρόπο, ἄς ἀποφύγουμε τὴν ἁμαρτία σὲ ὅλες της τὶς μορφές, ἀκόμη κι ἐκεῖνα τὰ ἁμαρτήματα ποὺ φαίνονται τόσο ἀσήμαντα, γιατὶ μὴν ξεχνοῦμε ὅτι σ’ ἕνα φράγμα νεροῦ ἡ παραμικρὴ ρωγμὴ του ἀργά ἤ γρήγορα θὰ ὁδηγήσει στὴν ἔκρηξη καὶ διάλυσή του. Ἐὰν μποροῦμε, ἄς μετανοήσουμε ἀληθινὰ, ἄς ἀποστραφοῦμε τὸ ἁμαρτωλὸ παρελθὸν μας μ’ ἕναν ἠρωϊκὸ καὶ ἀποφασιστικὸ τρόπο. Ἀλλὰ ἐὰν δὲν μποροῦμε τίποτα ἀπὸ αὐτὰ τὰ δύο, τότε ἄς σηκώσουμε ὑπομονετικὰ καὶ μὲ ταπεινοφροσύνη ὅλο τὸν πόνο καὶ ὅλες τὶς συνέπειες αὐτῆς τῆς ἀδυναμίας. Καὶ αὐτὴ ἡ στάση μας μιὰ μέρα θὰ ληφθεῖ ὑπόψη ἀπό τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος σὲ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα τῶν Ἀγγέλων του γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ Μωϋσῆ, «Γιὰ πόσο διάστημα ἀκόμη θὰ ἀνέχεσαι τὶς ἁμαρτίες τους», ἀπάντησε: «Θὰ τοὺς ἀρνηθῶ ὅταν τὸ μέτρο τῶν ἁμαρτιῶν τους ὑπερβεῖ τὸ μέγεθος τῶν βασάνων τους».
Ὡς ἐκ τούτου, ἄς ἀποδεχθοῦμε τὸν πόνο σὰν ἕνα πόνο λυτρωτικό, ἀκόμα κι ἄν δὲν μποροῦμε νὰ τὸν προσφέρουμε σὰν ἕνα καθαρό, ἀκηλίδωτο πόνο. Ἀμήν.
Ἀπόδοση στὴν νεοελληνική: www.agiazoni.gr
How can I deal with my sinful condition?
12 August 1984
In the name of the Father, of the Son and of the Holy Ghost.
So often we ask ourselves and one another a very tormenting question: How can I deal with my sinful condition? What can I do? I cannot avoid committing sins, Christ alone is sinless. I cannot, for lack of determination, or courage, or ability truly repent when I do commit a sin, or in general, of my sinful condition. What is left to me? I am tormented, I fight like one drowning, and I see no solution.
And there is a word which was spoken once by a Russian staretz, one of the last elders of Optina. He said to a visitor of his: No one can live without sin, few know how to repent in such a way that their sins are washed as white as fleece. But there is one thing which we all can do: when we can neither avoid sin, nor repent truly, we can then bear the burden of sin, bear it patiently, bear it with pain, bear it without doing anything to avoid the pain and the agony of it, bear it as one would bear a cross, — not Christ\’s cross, not the cross of true discipleship, but the cross of the thief who was crucified next to Him. Didn\’t the thief say to his companion who was blaspheming the Lord: We are enduring because we have committed crimes; He endures sinlessly… And it is to him, because he had accepted the punishment, the pain, the agony, the consequences indeed of evil he had committed, of being the man he was, that Christ said, ‘Thou shalt be with Me today in Paradise…’
I remember the life of one of the divines, the story of one who had come to him and have said that he had led all his life a life that was evil, impure, unworthy both of God and of himself; and then he had repented, he has rejected all evil he had done; and yet, he was in the power of the same evil. And the divine said to him: There was a time when you lapped up all this filth with delight; now you perceive it as filth and you feel that you are drowning in it with horror, with disgust. Take this to be your reward for your past, and endure…
This is something which all of us can do: to endure the consequences, to endure the enslavement which is our patiently, humbly, with a broken heart; not with indifference, not with a sense that as we are abandoned to it by God, then, why not sin? But taking it as a healing perception of what sin is, of what it does to us, of the horror of it. And if we patiently endure, a day will come when our inner rejection of sin will bear fruit, and when freedom will be given us.
So, if we can, in all the ways we can, let us avoid sin in all its forms, even those sins which seem to be so unimportant, because the slightest crack in a dam sooner or later leads to its bursting. If we can — let us truly repent, that is turn away from our past in a heroic, determined act; but if we can do neither of them — let us carry humbly and patiently all the pain and all the consequences. And this will also be accounted one day by the Lord Who in a folkloric life of Moses, in response to His angels saying, ‘How long shall you endure their sins’ — the sins of the Jews in the wilderness, answered: ‘I will reject them when the measure of their sins will exceed the measure of their suffering’.
Let us therefore accept the pain as a redeeming pain, even if we cannot offer it as pain pure of stain. Amen.