Σὲ μία ἐποχὴ ποὺ καταβάλλεται, εὐτυχῶς ἀπὸ λίγους, προσπάθεια ἀλλοιώσεως τῆς Ἱστορίας μας, ἄλλο: καὶ ὑποβάθμιση τῆς προσφορᾶς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ἱερῶν Μονῶν της σὲ κάθε δύσκολη στιγμὴ γιὰ τὸν Ἑλληνισμό, ἡ Πάγκαλαβρυτινὴ Ἕνωσις μὲ τὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Μέγ. Σπηλαίου, ὅπως κάθε χρόνο, ἔτσι καὶ σήμερα, τιμοῦν μὲ δέος καὶ σεβασμὸ τὸ μέγα ἐπίτευγμα τῆς νίκης τῶν Μοναχῶν καὶ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων Ἀγωνιστῶν, ἐναντίον τοῦ Ἰμπραὴμ Πασᾶ, ποὺ ἔλαβε χώρα στὶς 24 Ἰουνίου 1827, ἐδῶ στὴ Μονὴ τοῦ Μ. Σπηλαίου, ὅπου θὰ ἀντιλαλοῦν στὸ διηνεκὲς τὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια σὲ ὅλο τὸν Καλαβρυτινὸ καὶ Ἑλλαδικὸ χῶρο.
Εὐτυχὴς ἀπὸ τὴν τιμὴ ποὺ μοῦ ἔγινε, μὲ τὴν ἀνάθεση τῆς ὁμιλίας γιὰ τὴν ἁγιασμένην αὐτὴν ἐπέτειο, ἀπὸ τὸν Πρόεδρο καὶ τὰ μέλη τοῦ Δ.Σ. τῆς Π.Ε., ἀλλὰ καὶ εὐγνώμων πρὸς τὸν Θεόν, γιὰ τὴν ἀμέτρητο ψυχικὴ ἀγαλλίαση ποὺ μὲ κατέχει, εὑρισκόμενος ἐνώπιον τῆς πανσέπτου καὶ θαυματουργοῦ εἰκόνος τῆς Θεοτόκου τῆς Μεγαλοσπηλαιώτιδος, ἐπιτρέψτε μου νὰ ἀναφερθῶ στὸ μεγάλο αὐτό, κορυφαῖο ἱστορικὸ θαῦμα, τὸ θαῦμα ποὺ δοξάζει τὴν Μονὴν τοῦ Μ. Σπηλαίου καὶ ποὺ τὴν ἀνύψωσε σὲ ἐθνικὴ ἔπαλξη…
… Τὴν ἐποχὴ λοιπὸν ποὺ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς Πελοποννήσου εἶχε ὑποταχθεῖ ἢ ὑποτασσόταν στὶς ἐπιταγὲς τοῦ Ἰμπραὴμ Πασᾶ, τὰ μόνα ἀπάτητα τμήματά της, ἦταν τὸ ἀπόρθητο Κάστρο τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς Ὄρθοδοξιας, ἡ Μονὴ τοῦ Μ. Σπηλαίου, ἡ Μάνη καὶ τὸ Παλαμήδι.
Μὲ τὴν ὀξυδέρκεια ποὺ τὸν διέκρινε, ἀπὸ νωρὶς εἶχε ἐπισημάνει τὴν μεγάλη σπουδαιότητα τῆς Μονῆς καὶ διότι ἔβλεπε τὸ Μ. Σπήλαιο ἀπὸ στρατιωτικῆς πλευρᾶς ὡς μέγα προπύργιον καὶ πολεμικὸν ὁρμητήριον τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, ἀλλὰ καὶ διότι ἐπιθυμοῦσε νὰ ἱκανοποιήσῃ τὴ βουλιμία του, νὰ γίνῃ κύριος τῶν θησαυρῶν τῆς Μονῆς.
Μετὰ τὴν πτώση τοῦ Μεσολογγίου, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1826, ὁ Ἰμπραὴμ πέρασε στὴν Πάτρα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ λεηλατώντας, καίγοντας, καταστρέφοντας καὶ αἰχμαλωτίζοντας ὅτι καὶ ὅποιον εὕρισκε στὸ δρόμο του, κατὰ τὴν συνήθειάν του, ἔφθασε στὴν ἐπαρχία Καλαβρύτων. Λεηλάτησε, ἔκαψε τὰ Καλάβρυτα, ἔκαψε τὴν Μονὴν τῆς Ἁγίας Λαύρας, ἦταν δὲ τέτοια ἡ ἀσυδοσία καὶ ἡ Τρομοκρατία ποὺ ἀσκοῦσαν οἱ ἄνδρες τοῦ στρατοῦ του, τόσο ἀποτρόπαιες, ὥστε νὰ γίνη παρομοιώδης ἡ τρομακτικὴ προειδοποίηση «Ἔρχεται ὁ Μπραΐμης».
Τότε ἐγκατέλειψε κάθε ἀπόπειρα ἐπιχειρήσεως γιὰ κατάληψη τῆς Μονῆς καὶ διότι οἱ Τοῦρκοι τῆς φρουρᾶς τῶν Καλαβρύτων τὸν ἀπέτρεψαν, ἀλλὰ καὶ διότι ὁ ἴδιος ἐσχημάτισε τὴ γνώμη ὅτι ἡ κατάληψη τοῦ Μ. Σπηλαίου ἦταν μία τρομερὰ δύσκολη πολεμικὴ ἐπιχείρηση.
Περὶ τὰ μέσα Ἰουνίου 1827 ὁ πανίσχυρος Ἰμπραήμ, ἐστρατοπεδευσε στὸν κάμπο Καλαβρύτων, εἰς Σάλμαιναν, κοντὰ στὴ Βυσωκά, τὸ σημερινὸ Σκεπαστό, μὲ ἰσχυρὲς δυνάμεις καλῶς ἐξοπλισμένες, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω.
Οἱ Μοναχοὶ τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου ἀντιληφθέντες τὸν κίνδυνον, ἀπέστειλαν εἰς Βόχαν Κορινθίας, ὅπου εὑρίσκετο ὁ Κολοκοτρώνης, τὸν Νικόλαον Πετμεζᾶ καὶ τοὺς Μοναχοὺς Ἰωάννην Κανελλόπουλον καὶ Παγκράτιον Πολυζωγόπουλον νὰ ζητήσουν βοήθεια.
Ὁ Κολοκοτρώνης ἀντιλαμβανόμενος ἀμέσως τὸν κίνδυνο ποὺ διέτρεχε ἡ Μονὴ ἀπὸ τὸν αἱμοβόρον Ἰμπραήμ, ἔστειλε ἀμέσως δύναμη ἀποτελούμενη ἀπὸ τμῆμα τῆς σωματοφυλακῆς του καὶ ἄλλους μὲ ἀρχηγὸ τὸν ὑπασπιστή του, Φωτάκον…
… Στὶς 21 Ἰουνίου ὁ Ἰμπραὴμ ἀπέστειλε ἔγγραφον ἐπιστολὴ μὲ Ἕλληνα ἀγγελιοφόρο, στὸν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς. Σ᾿ αὐτὴν ἀνέφερε τὴν ἑτοιμασία του γιὰ τὴν πολιορκία τῆς Μονῆς καὶ ζητοῦσε, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, τὴν παράδοσή της δελεάζοντας μάλιστα τοὺς Μοναχούς μὲ διαφόρους ὑποσχέσεις, ἢ ἀλλοιῶς ἐὰν δὲν δεχθοῦν, θάκαταστρεψη τὸ Μοναστήρι.
Εὐγενέστατε ἡγούμενε καὶ ἐπίλοιποι παπάδες καὶ καλόγεροι Μεγάλου Σπηλαίου.
Σὰς σημειώνω ὅτι εἴμεθα φερμένοι μὲ τὸν ὑψηλότατον Ἰμβραὴμ Πασὰν ἀφέντη μας εἰς κάμπον Καλαβρύτων ἐδῶ καὶ τέσσαρες ἡμέρες προτηνότερα καὶ ἔχομεν μεγάλας ὀρδινίας καὶ ἑτοιμασίας διὰ τὴν πολιορκίαν μοναστηρίου Μεγάλου Σπηλαίου. Καὶ ὡς τάχυ προσμένομεν νὰ μᾶς ἔλθουν καὶ τόπια καὶ αἱ μπόμπες καὶ ἀρκετὰ σύνεργα διὰ μῆνες καὶ ἔπειτα ἀπὸ μία ἡ καὶ δυὸ ἡμέρας νὰ ρίξωμεν τὰ ὀρδιά μας περὶ πολιορκίας τοῦ μοναστηρίου, εἰς αὐτὰ τὰ μέρη διὰ τοῦτο σᾶς φανερώνω ὅτι νὰ λυπηθῆτε τὸ μοναστήρι σας νὰ μὴν τύχῃ καὶ χαλάσῃ καὶ ὅ,τι εἰς τὸν ἄλλον καιρὸν δὲν ἐχάλασε μὴν τύχη καὶ χαλάση: καὶ τώρα μάλιστα οἱ πλέον ἄγνωστοι (οἱ ἀμαθέστεροι) ἀπὸ λόγου σας ἦρθαν καὶ προσεκύνησαν τὸν ἀφέντη μας καὶ ἐγλύτωσαν τὰ χωριά τους καὶ τόσον λαὸ καὶ τὴν ζωήν τους καὶ τὸ πράγμα τους. Λοιπὸν τοῦ λόγου σας εἶσθε γνωστικότεροι ἀπὸ ἐκείνους καὶ θέλει στοχασθῆτε τὸ κάθε πράγμα καλλίτερα. Παρὰ πάνω δὲν σᾶς γράφω, θέλει πληροφορηθῆτε καὶ ἀπὸ τὸ γράμμα τοῦ φίλου μου τοῦ Φωτήλα, θέλει σᾶς συμβουλεύση ὁ ἴδιος.
Ἡγούμενε, θέλει στοχαστῇς ἐτοῦτο τὸ κίνημα τῶν Ρωμαίων δὲν θέλει εὔγει σὲ κεφάλι. Λοιπὸν σὰν φρόνιμος ὁποῦ εἶσαι στοχάσου βαθειὰ πῶς δὲν εὑρίσκεις καλὸ τέλος καὶ θὰ εἶσαι νικημένος θέλεις ἐξεύρη ὅτι αὐτὸ ὅπου σᾶς γράφω, τὸ γράφω μὲ τοῦ ὑψηλοτάτου ἀφέντη μας τὸν ὁρισμὸν καὶ νὰ μὲ ἀποκριθῆτε εἰς τὰ ὅσα σᾶς γράφω.
Σάμη Ἐφέντης.
τῇ 21ῃ Ἰουνίου 1827
Σεγνεζτὶπ ἐφέντης (Τ.Σ.)»
Πότε; Ὅταν τὸ ἔτος αὐτό, τὸ Ἔθνος μας ἠγωνίζετο τὸν ὑπὲρ πάντων Ἀγώνα καὶ τὸ Μέγα Σπήλαιον φάνταζε γιὰ τοὺς Ἕλληνες ὡς καθαρτήριον ψυχῆς ἀπὸ τὰ πάθη τῆς ἀβάστακτης τυραννίας, στὸ μακρὺ χρόνο τῆς Ὄθωμανικης κυριαρχίας.
Ἐδῶ! Στὸ Μέγα Σπήλαιο σκίρτησεν ἀμέσως ἡ ἐπιταγὴ τῆς ἱστορίας! Στὶς φλόγες τῆς θυσίας, παρέδωσαν ὅλοι τὴν ψυχή τους, ἀνύψωσαν τὸ εἶναι τους, γιὰ νὰ συνομιλοῦν αἰώνια μὲ τὸ Θεὸν καὶ τὴν ἀξιοπρέπεια! Μετὰ ἀπὸ μακρὰ σύσκεψη ἐδόθη ἡ ἀπάντηση ἀμέσως τὴν ἑπομένη, στὶς 22 Ἰουνίου δηλαδή!
Ἐλάβαμεν τὸ γράμμα σου καὶ εἴδομεν τὰ ὅσα γράφεις, ἠξεύρομεν πὼς εἶσαι εἰς τὸν κάμπον τῶν Καλαβρύτων πολλὰς ἡμέρας καὶ ὅτι ἔχεις ὅλα τὰ μέσα τοῦ πολέμου. Ἡμεῖς διὰ νὰ προσκυνήσωμεν εἶναι ἀδύνατον, διότι εἴμεθα ὁρκισμένοι εἰς τὴν πίστιν μας, ἢ νὰ ἐλευθερωθῶμεν ἢ νὰ ἀποθάνωμεν πολεμοῦντες καὶ κατὰ τὸ χαΐνι μας δὲν γίνεται νὰ χαλάση ὁ ἱερὸς ὅρκος τῆς πατρίδος μας. Σὲ συμβουλεύουμε ὅμως νὰ ὑπάγης νὰ πολεμήσῃς σὲ ἄλλα μέρη, διότι, ἂν ἔλθης ἐδῶ νὰ μᾶς πολεμήσῃς καὶ μᾶς νικήσῃς, δὲν εἶναι μεγάλον κακόν, διότι θὰ νικήσης παπάδες, ἂν ὅμως νικηθῆς, τὸ ὁποῖον ἐλπίζομεν ἄφευκτα, μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ, διότι ἔχομεν καὶ θέσιν δυνατὴν καὶ θὰ εἶναι ἐντροπή σας καὶ τότε οἱ Ἕλληνες θὰ ἐγκαρδιωθοῦν καὶ θὰ σὲ κυνηγοῦν πανταχοῦ. Ταῦτα σὲ συμβουλεύομεν καὶ ἡμεῖς, κᾶμε ὡς γνωστικὸς τὸ συμφέρον σου, ἔχομεν καὶ γράμματα ἀπὸ τὴν βουλὴν καὶ ἀπὸ τὸν ἀρχιστράτηγον Θεόδωρον Κολοκοτρώνην, ὅτι εἰς πάσαν περίπτωσιν πολλὴν βοήθειαν θὰ μᾶς στείλη, παλληκάρια καὶ τροφὰς καὶ ὅτι ἢ θὰ ἐλευθερωθῶμεν τάχιστα ἢ θὰ ἀποθάνωμεν κατὰ τὸν ἱερὸν ὅρκον τῆς Πατρίδος μας.
ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ
Ὁ Ἡγούμενος καὶ σὺν ἐμοὶ παπάδες καὶ καλόγεροι
τῇ 22ᾳ Ἰουνίου 1827, Μέγα Σπήλαιον»
Ὅταν ὁ Ἰμπραὴμ ἐπείσθη ὅτι ἡ Μονὴ τοῦ Μ. Σπηλαίου δὲ δέχεται ὑποταγή, ἀπεφάσισε ὅπως ἦταν φυσικὸ τὴν ἐπίθεση….
… Τὸ πρωὶ τῆς 24ης Ἰουνίου ἡ μάχη ἄρχισε ἀπὸ τὸν Ψηλὸ Σταυρό, ἀνατολικὰ τῆς Μονῆς. Ἡ μάχη εἶναι λυσσώδης. Τὸ πυροβολικὸ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰμπραὴμ ποὺ ἡγεῖται τῆς ἐπιχειρήσεως, μαίνονται ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρὲς τῆς Μονῆς, χωρὶς ὅμως καταστρεπτικὰ ἀποτελέσματα. Ὅλες οἱ ἐπιθέσεις του ἀποκρούονται καὶ οἱ ἀπώλειές του εἶναι μεγάλες στὸν ἀριθμό. Ἐπιτιθέμενοι καὶ ἀμυνόμενοι ἔρχονται πολλὲς φορὲς σῶμα μὲ σῶμα, χέρια μὲ χέρια. Κάθε προσπάθεια ὅμως ἀποτυγχάνει.
Ὁ Ἰμπραὴμ γιὰ ἀντιπερισπασμὸ διέταξε καὶ 500 ἱππεῖς νὰ κινηθοῦν ἀπὸ Δυτικὰ τῆς Μονῆς, περνώντας τὸν Βουραϊκὸ ποταμό, παρὰ ταῦτα ὅμως βλέπει ὅτι δὲν κατορθώνει νὰ προχωρήσῃ οὔτε μία σπιθαμή.
Οἱ εὑρισκόμενοι στὴ Μονή, γονυκλινεῖς προσεύχονται ἐνώπιον τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνος τῆς Παναγίας γιὰ τὴ διάσωση τῆς Μονῆς.
Καὶ νά, ποὺ τὸ Μεγάλο Θαῦμα ἔγινε στὸν ἱερὸ τόπο Αὐτῆς τῆς Μονῆς. Ὁ Νικ. Πετμεζᾶς, ὁ ἀρχηγὸς τῶν Ἑλλήνων μαχητῶν, μόλις διεπίστωσε τὴν κάμψη ποὺ ὑπέστη ὁ Ἰμπραήμ, διατάσσει ἐπίθεση μὲ ἡγέτες τοὺς Φωτᾶκον, Μέλλιον καὶ Σαρδελιᾶνον, ἐπίθεση φοβερὰ δύσκολη, ἡ ὁποία ὅμως πολὺ γρήγορα κερδίζει ἔδαφος καὶ μετὰ ἀπὸ ἕναν ἀνεπανάληπτο, ἀπερίγραπτο ἐπικὸν ἀγώνα, ποὺ μόνο ἡ Θεία Δύναμις θὰ μποροῦσε νὰ ἐμψυχώσῃ καὶ νὰ ἐνθαρρύνῃ τοὺς ὀλιγαρίθμους καὶ χωρὶς τὰ μέσα τοῦ πολέμου, ὑπερασπιστὲς τῆς Μονῆς, δυὸ ὧρες περίπου πρὶν τὴ Δύση τοῦ Ἡλίου, τὶς ἀπογευματινὲς ὧρες τῆς 24ης Ἰουνίου 1827, καὶ ὕστερα ἀπὸ μάχη 13 ὠρῶν, οἱ Τοῦρκοι ἄρχισαν νὰ κάμπτονται, ἐνῷ οἱ ἀπώλειές τους ἀνήρχοντο στοὺς 650 νεκροὺς καὶ πλείστους τραυματίες, ἀπὸ δὲ τοὺς Μοναχοὺς ὑπῆρξαν μόνο τρεῖς νεκροὶ καὶ κατ᾿ ἄλλους μάλιστα μόνον ἕνας, αὐτὸς ὁ ἐκ Κερπινὴς ἀγωνιστὴς Ἀνδρέας Σαρδελλιάνος. Ὁ Ἰμπραὴμ ἀναγνωρίζει τὴν ἥττα του καὶ ὁ αἱμοβόρος μέχρι πρότινος παντοδύναμος πασᾶς, διατάσσει τὴν ὑποχώρηση τοῦ στρατοῦ του, ταπεινόμενος πλέον, μὲ νικητὲς τοὺς Ἕλληνες Ἀγωνιστὲς καὶ τοὺς ὑπερεκατὸν Καλόγερους ὑπὸ τὸ Μοναχὸ Γεράσιμο Τυρολό. Περιγράφοντας μάλιστα ὁ Φωτάκος τὴν ἡρωικὴ αὕτη μάχη λέει «Ἐκείνην τὴν ἡμέραν οἱ Τοῦρκοι αἰσθάνθηκαν Καλογερικὸν πόλεμον», ἐνῶ δικαιολογημένα σὲ ἐμᾶς, ἕνα ἐρώτημα πλανᾶται μέσα μας! Πῶς μπόρεσαν νὰ ἀντέξουν οἱ ὀλίγοι αὐτοὶ ἀγωνιστὲς στὴ σκέψη καὶ τὴν ἀπόφαση νὰ ἀναλάβουν ἕναν τέτοιο τιτάνιο καὶ ἄνισο ἀγώνα; Καὶ ἡ ἀπάντηση εἶναι. Τέτοιου εἴδους μεγάλες ἀποφάσεις λαμβάνονται μόνον ἀπὸ γίγαντες ἠθικῶν καὶ ψυχικῶν δυνάμεων μὲ μεγαλειώδη καὶ ἀσύλληπτη νόηση ποὺ ἀντλεῖται ἀπὸ τὴ βαθιὰ πίστη στὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ τὴν μεγάλη ἀγάπη στὴν Ἐλευθερία!
Τοῦτο δῶ τὸ Μοναστήρι, τὸ Μ. Σπήλαιο, τὸ μοναστήρι θρύλος, ἀπὸ τὴ στιγμὴ αὐτή, ἑδραιώνει τὴ θέση τῶν σκληρῶς ἀγωνιζομενων Ἑλλήνων στὴν ἐπανάσταση, ποὺ εἶχε ἀρχίσει ἀπὸ ἐδῶ κοντά μας – τὴν Ἁγία Λαύρα – ἀναπτερώνει τὸ ἠθικό τους καὶ τονώνει τὸ μαχητικὸ πνεῦμα, γιὰ νὰ ἀποτελέσῃ σήμερα ἕνα ἀκόμη φωτεινὸ παράδειγμα τῆς βοήθειας ποὺ προσέφεραν οἱ Μοναχοί, οἱ Παπάδες καὶ γενικώτερα ἡ Ἐκκλησία στὴν ἐκπλήρωση τοῦ πόθου τῶν Ἑλλήνων γιὰ τὴν Ἐλευθερία, ποὺ εἶναι βαθιὰ ριζωμένη σ᾿ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες…
…Συμβολίζει τὴν ὑλοποίηση ἑνὸς διάπυρου καὶ διαιώνιου πόθου τῶν Ἑλλήνων, τοῦ πόθου γιὰ τὴν Ἐλευθερία καὶ μαζὶ ἀποτελεῖ ἀναμφισβήτητα τὸ φωτοβόλο ἀπαύγασμα αὐτῆς τῆς ὑψηλόφρονης ἔννοιας τῆς Ἐλευθερίας.
Αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ ἑορτασμοὶ δὲν ἀποτελοῦν τὴν ἐκπλήρωση ἑνὸς τυπικοῦ καθήκοντος. Συνιστοῦν ἕνα χρέος μνήμης πρὸς τοὺς συντελεστὲς αὐτοῦ τοῦ ἀνυπέρβλητου θαύματος. Καὶ ἂς θεωρήσωμε τὸ καθῆκον αὐτὸ σὰν ἀπότιση χρέους μας, ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ ὀφείλουμε στοὺς ἀκαταδάμαστους συντελεστὲς τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος. Ἡ εὐγνωμοσύνη μας τοὺς ἀνήκει ἀμέριστη.