«… Τοῦτο µοῦ ἐνθύµισε µίαν ἄλλην κορασίδα, τὴν Κοῦλαν (Ἀγγελικήν) τοῦ φίλου µου Νικόλα τοῦ Μπούκη. Ἁπλοῦς µανάβης, ἤ ὀπωροπώλης, ἦτον ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ’ εἶχε λάβει θεόθεν διὰ τὴν φιλοξενίαν του τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἀβραάµ.
Ἡ µικρὰ οἰκία ἦτο ξενὼν διά τοὺς φίλους καὶ τοὺς διαβατικούς, διά τούς τυχόντας. Εἶχεν ἀπολύσει ἡ λειτουργία µετὰ τὴν παννυχίδα εἰς τὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου, καὶ τὴν ὥραν τοῦ ἀντιδώρου, ἡ γυνὴ τοῦ Μπούκη τοῦ φίλου µου, ἀκολουθουµένη ἀπὸ τὴν µικράν κόρην της τὴν Ἀγγελικοῦλαν, µ’ ἐπλησίασεν εἰς τὸ στασίδι, διὰ νὰ µοῦ ὑποµνήση, ὡς συνήθως, ὅτι ἔπρεπε νὰ ὑπάγω εἰς τὸ γεῦµα. Τότε ἡ µικρὰ παιδίσκη (ἦτο ὡς ἐννέα ἐτῶν, ροδίνη καὶ καστανή, καὶ τὴν εἶχαν υἱοθετήσει ἀπὸ τὸ βρεφοκοµεῖον, ὡς ἄτεκνον ὁπού ἦτο τὸ ἀνδρόγυνον, ἀλλ’ αὐτὴ τὸ ἠγνόει), µ’ ἐχαιρέτησε, καὶ µοῦ λέγει :
— Ἐσύ, µπάρµπ’ Ἀλέξανδρε, ψέλνεις τὰ τραγούδια τοῦ θεοῦ !
…Ἔκτοτε ἡ µικρὰ µὲ ἤκουε νὰ ψάλλω συνεχῶς «τραγούδια τοῦ θεοῦ», εἰς τὸν πενιχρὸν ναΐσκον, ὅπου ἐσύχναζε τακτικὰ µὲ τὴν µητέρα της… Ἠσθάνετο (τὰ τροπάρια) καί τὰ ἐπόθει καὶ τὰ ἐχαρακτήριζε µὲ ἀγγελικόν αἴσθηµα, ὡς τραγούδια τοῦ θεοῦ…».
Αὐτὸς ὁ Νικόλας ὁ Μπούκης, ποὺ ἀναφέρει ὁ κύρ’ Ἀλέξανδρος Παπαδιαµάντης, στάθηκε ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος καὶ ἥρωας µιᾶς θαυµαστῆς ἱστορίας. Ἄγνωστο γιατί, δὲν θέλησε νὰ τὴ γράψει ὁ Παπαδιαµάντης, ὁ µόνος ποὺ ἄξιζε νὰ τό κάνει. Τὴν ἄκουσα ἀπό τό στόµα ἑνὸς κοινοῦ φίλου τους, καὶ τὴν ἔβαλα νὰ διασωθεῖ µέσα στὴν «Κιβωτό». Ὁ κοινὸς αὐτὸς φίλος τοῦ Παπαδιαµάντη καὶ τοῦ Μπούκη δὲν εἶναι ἄλλος ἀπό τὸν σεπτὸ ἡγούµενο τῆς Λογγοβάρδας τῆς Πάρου, τὸν πάτερ Φιλόθεο Ζερβάκο.
Ὁ Νικόλαος ὁ Μπούκης ἤτανε σπάταλα χαριτωµένος ἀπὸ τὸν θεό. Ἁπλοϊκὸς στὴν καρδιά, ταπεινός, εὐσεβέστατος, γεµᾶτος συµπόνοια στοὺς φτωχούς, πήγαινε ταχτικὰ στό ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου ὅπου γνωρίστηκε µὲ τὸν Παπαδιαµάντη καὶ τὸν πατέρα Φιλόθεο, ποὺ ἤτανε τότε λαϊκὸς ἀκόµα κι ἔκανε τὸν ψάλτη.
Ὅταν, λοιπόν, ὁ Νικόλας ἔφτασε στὰ τριανταεφτὰ του χρόνια, ἀποφάσισε νὰ παντρεφτεῖ. Τί ποιό φυσικό, νὰ σκεφτεῖ νὰ πάρει γιὰ σύντροφο τῆς ζωῆς του µιά κόρη ποὺ θὰ τοῦ ταίριαζε, εὐσεβῆ, σεµνὴ καὶ προκοµένη. Ὅµως ὁ νοῦς του δὲν πῆγε ἐκεῖ.
Μὲ τὴν εὐκολία ποὺ ἔχουν οἱ ἀληθινοὶ ἅγιοι, ὁ µακάριος ἐκεῖνος σηκώθηκε καὶ πῆγε σ’ ἕνα σπῆτι τῆς ἁµαρτίας καὶ εἶπε στὴν πρώτη ποὺ ἀντίκρυσεν ἐκεῖ µέσα ἁµαρτωλὴ :
— Σήκω κι ἔλα µαζί µου. Ἔταξα στὸν θεὸ νὰ γλυτώσω µιά ψυχὴ ἀπό τή λάσπη. Ἔλα νὰ σὲ κάνω γυναῖκα µου.
Ἐκείνη σάστισε στὴν ἀρχή, µὰ οὔτε στιγµὴ δὲν τῆς πέρασε ἀπὸ τὸ µυαλὸ πὼς ἤτανε κάποιο ἄσπλαχνο πείραγµα. Κι ὕστερ’ ἀπό λίγο, τὸν ἀκολούθησε.
Ὁ Μπούκης σκεφτότανε µέσα του τὸ χαµένο πρόβατο τῆς παραβολῆς κι εὐχαριστοῦσε ἀπὸ τὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς τὸν Κύριο γιατί ἀξιωνότανε νὰ τὸν µιµηθεῖ.
Τὴν ἔβαλε κι ἐξοµολογήθηκε κι ἀφοῦ µεταλάβανε µαζὶ τὸ Σάββατο, στεφανωθήκανε τὴν Κυριακή.
«Ἡ πρώην ἄσωτος γυνή» ἤτανε τώρα στὸ πλευρὸ τοῦ Μπούκη σὰν ἁγνότατο ρόδο. Φρόνιµη καὶ χαµηλοβλεποῦσα, µὲ τὰ εἴκοσι-δυὸ χρόνια της δροσᾶτα, σὰν καὶ νὰ τὴν εἶχε µόλις δρέψει ἀπὸ τὸν κόρφο τῆς µάνας της.
Τό µάθανε καὶ τ’ ἀδέρφια της κι ἤρθανε ἀπὸ τὸ Μενίδι — ὅπου ἤτανε τὸ πατρικό τους — καὶ τὴν καµάρωσαν µ’ ὅλο τὸν ἄλλο κόσµο.
Ὕστερα, πέρασε κάµποσος καιρός, ἀνέφελα κι εὐλογηµένα.
Ἀλλά ἡ ἁµαρτία εἶναι δυνατὴ καί δὲν παρατάει εὔκολα τὰ πλάσµατα ποὺ δουλέψανε σ’ αὐτή.
Κι ἔτσι — κατὰ τὸν Σολοµῶντα ποὺ λέγει «ὥσπερ κύων ἐπὶ τὸν ἑαυτοῦ ἔµετον», ἡ γυναῖκα τοῦ Μπούκη κύλισε ξαφνικὰ ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου ἡ χάρη τοῦ θεοῦ τὴν εἶχε τραβήξει κι ἔγινε µοιχαλίδα.
Σὰν ὁ ἄντρας της τὴν ἔπιασε, δὲν τῆς εἶπε κανένα πικρὸ λόγο. Μὰ τώρα πιὰ δὲν βάσταγε νὰ τὴν κρατήσει. Τὴν εἶδε νὰ φεύγει ἀπὸ τό σπῆτι τους, χωρὶς νὰ τὴν προφτάξει καὶ νὰ τῆς πεῖ: «Γυναῖκα, δὲ σοῦ κρατάω κακία». Ἐκείνη πῆγε κι ἔµεινε σὲ µιά συγγένισσά της. Φοβότανε καὶ τ’ ἀδέρφια της καὶ καθότανε ἐκεῖ κρυµένη.
Ὁ Νικόλας εἶπε τότε µὲ τὸ νοῦ του: «Ἄλλο πιὰ δὲν µοῦ µένει παρὰ νὰ πάω στ’ Ἁγιονόρος ν’ ἀσκητέψω».
Μπῆκε στὸ βαπόρι, παρατῶντας σπῆτι καὶ µαγαζί, καὶ ἦρθε στ’ Ἁγιονόρος.
Ἐκεῖ ρώτησε ποιὸς ἤτανε ὁ καλύτερος πνευµατικός, γιὰ νὰ τοῦ ἐµπιστευθεῖ τὸν πόνο του καὶ τὴν ἀπόφασή του.
Τοῦ εἴπανε:
— Νὰ πᾶς στὸν πάτερ Σάββα.
Ὁ πάτερ Σάββας δὲν καθότανε σὲ µοναστῆρι, παρὰ σὲ µία βραχότρυπα. Ἤτανε βαθύγερος καὶ διαβόητος πνευµατικός. Ἤξερε, ἀνάλογα µὲ τὴν ψυχὴ ποὺ ἐρχότανε σ’ αὐτόν, νὰ φέρνεται. Ἄλλοτε ἔβαζε βαριούς κανόνες, γιατί ἔβλεπε πὼς τοὺς ἄντεχε ὁ ἁµαρτωλός. Κι ἄλλοτε διάβαζε µονάχα τὴν εὐχὴ κι ὕστερα σιγὰ – σιγὰ ἔβαζε νηστεῖες καὶ µετάνοιες κι ἀγρυπνίες.
Κάποια φορά ἕνας φοβερὸς ληστὴς εἶχε πάει σ’ αὐτὸν νὰ ξοµολογηθεῖ. «Βαρέθηκα, τοῦ εἶπε, νὰ σκοτώνω. Λέω νὰ σώσω τὴν ψυχή µου. Ἂν θέλεις διάβασέ µου τὴν εὐχή, ἀλλά κανόνα µὴ µοῦ βάζεις, γιατί δὲν βαστάω τέτοια». Ὁ πάτερ Σάββας τὸν κοίταξε µὲ ἱλαρή µατιὰ καὶ τοῦ ἀποκρίθηκε:
«Ἕνα κανόνα σοῦ βάζω. Νὰ µὴν ξαναβλάψεις ἄνθρωπο». Ὁ ληστὴς ἀπόρεσε: «Καλά, αὐτὸ τ’ ἀποφάσισα», εἶπε. «Ἔ, αὐτό φτάνει». «Καὶ τίποτε ἄλλο;» «Τίποτε ἄλλο. Ἂν θέλεις, νηστεύεις µονάχα Τετράδη καὶ Παρασκευή. Καὶ νὰ λὲς ποῦ καὶ ποῦ: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν µε τὸν ἁµαρτωλόν». Βουρκώσανε τὰ µάτια τ’ ἀνθρώπου. Ὕστερα ἀπὸ κάµποσες µέρες ξανᾶρθε. «Γέροντα— λέει— αὐτα ποὺ µοὖπες τὰ κάνω. Θέλω καὶ κανέναν ἄλλο κανόνα». Ὁ πάτερ Σάββας τότε τοῦ λέει: «Ἂν βαστᾶς, νήστευε καὶ τὴ Δευτέρα. Κάνε καὶ σαράντα µετάνοιες κάθε βράδι πρὶν πλαγιάσεις». Ὕστερα ἀπὸ κάµποσες µέρες ἦρθε πάλι στὸν γέροντα ὁ ληστής. «Λέω νὰ νηστεύω καὶ τὴν Τρίτη καὶ τὴν Πέµπτη. Καὶ νὰ πουλήσω ὅλα µου τὰ ὑπάρχοντα καὶ νὰ καθίσω ἐδῶ γιὰ πάντα». Καὶ πρόσθεσε µὲ λυγµούς. «Πῶς ξεπλερώνεται ὁ Θεὸς;» Ἡ καρδιὰ του εἶχε µαλακώσει ὁλότελα.
Σ’ αὐτὸν τόν ἅγιο γέροντα πῆγε κι ὁ Νικόλας.
Σὰν τὸν ἄκουσεν ἐκεῖνος, πῆρε αὐστηρὴ ὄψη καὶ τοῦ ἀποκρίνεται:
— Δὲν ἔχεις καµµιὰ δουλειὰ ἐδῶ πέρα. Ἁµαρτάνεις µ’ αὐτὰ ποὺ σκέφτεσαι. Ἂν εἶχες µιά γίδα καὶ σοὔφευγε, θὰ τὴν παράταγες; Δὲν θὰ πήγαινες νὰ τὴ βρεῖς καὶ νὰ τὴ φέρεις σπῆτι σου; Τὰ ἴδιο εἶναι καὶ µὲ τὴ γυναῖκα σου. Ἔταξες νὰ τὴν σώσεις. Νὰ σηκωθεῖς καὶ νὰ πᾶς πίσω καὶ νὰ τὴν πάρεις µὲ τὸ στανιὸ σπῆτι σου.
Ὁ Νικόλας στενοχωρέθηκε. Τοῦ φάνηκε βαριὰ ἡ συµβουλὴ τοῦ γέροντα, µὰ καταλάβαινε πὼς εἶχε δίκιο.
Ἔφυγε ἀναποφάσιστος ἀπὸ τὸν ἀναχωρητή. Δὲν ἤξερε τί νὰ κάνει.
Ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσε,τοῦ ἔρχεται µιά ἰδέα.
— Μπορεῖ καὶ νὰ µὴν εἶναι ἔτσι, συλλογίσθηκε. Ἂς πάω καὶ σὲ κανέναν ἄλλο πνευµατικό.
Ρωτάει καὶ τόν στέλνουνε τώρα στὸν πάτερ Δανιήλ, ἄλλον αἰωνόβιο ἀσκητή. Τοῦτος ἤτανε ἀπό τη Σµύρνη κι ἤξερε καὶ γράµµατα πολλά, ἅγιος ὅπως ὁ πρῶτος. Ἔπεσε στὰ γόνατα ὁ Νικόλας καὶ τοῦ λέει τὴν ἱστορία του. Μὰ ξαφνιασµένος ἀκούει ἀπὸ τὸ στόµα τοῦ πάτερ Δανιὴλ τὰ ἴδια ποὺ τοῦ εἶχε πεῖ κι ὁ πάτερ Σάββας. Τὰ ἴδια ἀκριβῶς.
Χωρὶς νὰ τὸ θέλει γυροφέρνει τὰ µάτια µέσα στό κελλί, µὴν ἤτανε κανένα τηλέφωνο. Ἀλλοιῶς δὲν µποροῦσε νὰ ἐξηγήσει πῶς ἤτανε τόσο ἀπαράλλαχτη ἡ δεύτερη ἀπόκριση µὲ τὴν πρώτη. Ἐκεῖνο τόν καιρὸ τὰ τηλέφωνα ἤτανε σπάνια, ἀλλά πῶς νὰ τὸ χωρέσει ὁ νοῦς τοῦ Νικόλα αὐτὸ τὰ θαῦµα; Νὰ ἀκούει τὰ ἴδια λόγια καὶ τώρα, σὰν καὶ νἄχανε πρὶν συνεννοηθεῖ οἱ δυὸ πνευµατικοί.
Τότε πιὰ δὲν τοῦ ἔµεινε κανένας δισταγµός. Καὶ γύρισε στὴν Ἀθήνα γρήγορα.
Πῆγε στὸ συγγενικό σπῆτι ἀπ’ ὅπου ἡ γυναῖκα του δὲν εἶχε ξεπορτίσει, γιατί τ’ ἀδέρφια της τῆς εἴχανε µηνύσει πὼς θὰ τὴ σκοτώνανε.
Πρὶν φτάσει ἐκεῖ, τοὺς συναπάντησε στὴ γωνία τοῦ δρόµου. Παραφυλάγανε ἐκεῖ, νύχτα µέρα, µὲ τὰ µαχαίρια στὰ ζουνάρια.
-Ποῦ πᾶς ; τόν ρωτήσανε ἀγριεµένοι.
-Πάω νὰ τὴν πάρω.
-Ἅµα τὸ κάνεις, θὰ σὲ βρεῖ καὶ σένα κακό, τοῦ εἶπε ὁ µικρότερος. Ἂς τηνε τὴ σκύλλα…
Ὁ Νικόλας δὲν µίλησε. Τράβηξε ἴσα στό σπῆτι, µὲ σταθερὴ περπατησιά. Ὅταν τόν εἶδε ἐκείνη, ἔρριξε κάτω τὰ µάτια. Ἔσκυψε, τῆς χάϊδεψε τὰ µαλλιά. Τὰ λόγια τῶν δυὸ πνευµατικῶν γινόντανε τώρα ζωντανὴ εἰκόνα. Ναί, ἤτανε ἡ γιδοῦλα ποὺ ἐρχότανε τώρα νὰ τὴν πάρει πίσω στό σπῆτι του.
—Ἂς τὰ ξεχάσοµε, γυναῖκα, τῆς εἶπε µὲ ραγισµένη φωνή. Ὁ θεός εἶναι µεγάλος. Μὴ ντρέπεσαι, ἔλα πᾶµε.
Κάποιος τοῦ εἶπε:
–Καθόµαστε καὶ φυλᾶµε µὴ µποῦνε τ’ ἀδέρφια της. Εἶναι στὰ δρόµο καὶ θέλουνε νὰ τὴ σκοτώσουνε.
–Δὲν θὰ τό κάνουνε, ἀποκρίθηκε ἥσυχα ὁ Νικόλας.
Ὕστερα ἀπὸ λίγο βγήκανε στὰ δρόµο. Προσπεράσανε τ’ ἀδέρφια της, ἐκείνη µὲ τὶς παλάµες στὸ πρόσωπο, ὁ ἄντρας της κυττῶντας τους µιά στιγµὴ µὲ χαµόγελο. Τὰ παλληκάρια δὲν κινηθήκανε. Ὅ,τι βλέπανε τοὺς εἶχε παραλύσει τὴν κακοῦργα θέληση.
Ἔτσι ὁ Νικόλας ἔφερε τὴ γυναῖκα του στό σπῆτι του καὶ ζήσανε κάµποσο καιρὸ πάλι ἀνέφελα. Ἐκείνη φαινότανε συντριµένη, µὰ σιγά-σιγὰ πῆρε πάλι θάρρος καὶ δὲν θυµόντανε κανένας τους ὅ,τι εἶχε συµβεῖ.
Μὰ ἡ γυναῖκα τοῦ Νικόλα ξανάπεσε. Ἔπεσε πολλὲς φορές. Τώρα ὅµως ὁ ἄντρας της δὲν λιγοψύχισε. Ὑπόµενε. Ἐγκαρτεροῦσε. Καὶ δὲν ἔπαυε νὰ τὴν ἀγαπᾶ, νὰ προσεύχεται γι’ αὐτήν.
Ἐρεθισµένη ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀνοχή, ἐκείνη πρόσθεσε στὴ ντροπή τὴν κακὴ συµπεριφορά. Τοῦ φερνότανε σὰν δαίµονας. Τὸν ἐξευτέλιζε µὲ τὰ λόγια της, τὸν µάτωνε καθηµερινὰ µὲ τοὺς θυµοὺς καὶ τὶς κοροϊδίες της. Πόσο θὰ µποροῦσε νὰ βαστάξει ὁ ἀνεξίκακος, ὁ ἅγιος ἐκεῖνος ἄνθρωπος;
Οἱ µέρες διαβαίνανε σκληρές, ὁ σταυρὸς του γινότανε ὁλοένα καὶ πιὸ ἀβάσταχτος.
Μιά µέρα δὲν µπόρεσε νὰ κρατηθεῖ ἄλλο. Λύγισε µπροστὰ στὴ σιωπὴ τοῦ θεοῦ, ποὺ ἔκανε πὼς δὲν τόν πρόσεχε, πὼς τόν εἶχε ἐγκαταλείψει νὰ ὑποφέρει µονάχος, ἀβοήθητος, τὴ θηριώδη κακία αὐτῆς ποὺ εἶχε εὐεργετήσει καὶ συγχωροῦσε ὁλοένα.
Ἐπῆγε κάτω ἀπὸ τό εἰκονοστάσι καὶ µὲ δάκρυα εἶπε στὰ θεὸ :
— Θεέ µου, δὲν βαστάω ἄλλο. Ἤ φώτισέ την ἤ σταµάτα µ’ ἕνα τρόπο ποὺ ἐσύ ξέρεις ἐτοῦτο τὸ βάσανό µου.
Ἡ γυναῖκα του, ποὺ ὁ Νικόλας νόµιζε πὼς ἔλειπε ἀπὸ τὸ σπῆτι, ἦρθε ἀπὸ πίσω του.
Ἄκουσε τὰ λόγια του. Τὴν πήρανε τὰ κλάµµατα. Κατάλαβε ξαφνικὰ τὴν ἄβυσσο τῶν κριµάτων της. Συνῆρθε ὁλότελα. Κεραυνωµένη ἀπό τή θεία φώτιση, σωριάστηκε στὰ πόδια του καὶ τοῦ φώναξε:
— Συχώρεσέ µε, Νικόλα. Συχώρεσέ µε. Εἶµαι µιά τιποτένια. Δὲν θέλω νὰ σὲ ξαναπικράνω.
Ὁ Χριστός, τὴν τελευταία στιγµή, ἐκεῖ πιὰ ποὺ ὁ δοῦλος του θἄσπαζε κάτω ἀπὸ τό βάρος τοῦ πειρασµοῦ, «ἐποίησε τὴν ἔκβασιν».
Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγµὴ ζήσανε µονιασµένοι. Ἐκείνη ἀφοσιώθηκε στὴ θρησκεία, γύριζε ὅλη τὴ µέρα σὲ φιλανθρωπίες καὶ συνόδευε τὸν ἄντρα της στὶς ἀγρυπνίες τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου.
Πήρανε καὶ τὴν Ἀγγελικοῦλα ἀπὸ τὸ βρεφοκοµεῖο καὶ ἡ εὐλογία τοῦ θεοῦ θρονιάστηκε στό σπητάκι τους ποὺ ἤτανε σ’ ἕνα σοκκάκι τῆς ὁδοῦ Πειραιῶς.
Μετὰ τὶς παννυχίδες τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου, ὁ Παπαδιαµάντης κι ὁ πάτερ Φιλόθεος πηγαίνανε στό σπητάκι τοῦ Μπούκη νὰ γευµατίσουνε. Ὅπως τὄγραψε στὰ «Τραγούδια τοῦ θεοῦ» ὁ Κὺρ Ἀλέξανδρος.