Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Δὲν ἔδειχναν ἀδιαφορία γιὰ τὰ δημόσια πράγματα, οὔτε τὰ ἐκμεταλλεύονταν σὰ νὰ ‘ταν δικά τους οὔτε τὰ παραμελοῦσαν σὰ νὰ ‘ταν ξένα, ἀλλὰ τὰ πονοῦσαν σὰν δικά τους καὶ δὲν τ’ ἄγγιζαν, ὅπως ἀκριβῶς εἶναι σωστὸ γιὰ πράγματα ποὺ δὲν μᾶς ἀνήκουν. Οὔτε μετροῦσαν τὴν εὐτυχία μὲ τὸ χρῆμα, ἀλλὰ ἀντίθετα νόμιζαν ὅτι τὸν πιὸ σίγουρο καὶ ὡραῖο πλοῦτο ἔχει ἐκεῖνος ποὺ κάνει πράξεις ἀπ’ τὶς ὁποῖες κι αὐτὸς πρόκειται νὰ ἀποκτήση ἐξαιρετικὴ φήμη καὶ στὰ παιδιά του νὰ κληρονομήση πολὺ μεγάλη δόξα.

  • !

    Αἰτία αὐτῶν τῶν ἀντιλήψεων ἦταν τὸ ὅτι πρόσεχαν πῶς νὰ ἐφαρμόζωνται πιστὰ καὶ μὲ ἀκρίβεια οἱ νόμοι, ὄχι τόσο αὐτοὶ ποὺ ἀναφέρονταν στὶς ἰδιωτικές τους συναλλαγές, ὅσο αὐτοὶ ποὺ ἀφοροῦσαν τὴν καθημερινή τους διαγωγή· γιατί γνώριζαν καλὰ ὅτι οἱ καλοὶ καὶ ἐνάρετοι ἄνθρωποι καθόλου δὲν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ πολλοὺς γραπτοὺς νόμους, ἀλλὰ μὲ λίγες συμφωνίες μποροῦν νὰ συμβιβαστοῦν εὔκολα καὶ γιὰ τὰ ἰδιωτικὰ καὶ γιὰ τὰ δημόσια ζητήματα.

Οἱ ἀξίες πού ὁδήγησαν στήν νίκη στά Μηδικά


ΙΣΟΚΡ 4. 75-81

Ἀναζητώντας τὴν ἑρμηνεία τῶν κατορθωμάτων στὰ Μηδικά: οἱ ἀξίες καὶ ὁ τρόπος ζωῆς τῆς προηγούμενης γενιᾶς.

(Ἀνατρέχοντας στὸ ἀπώτερο παρελθὸν στὸ πρῶτο μέρος τοῦ λόγου του, τὸ ἐπιδεικτικό, ὁ ρήτορας ἀναφέρθηκε στὶς εὐεργεσίες τῆς Ἀθήνας πρὸς τοὺς Ἡρακλεῖδες καὶ τὸ Ἄργος, ἀλλὰ καὶ στὶς ὑπηρεσίες τῆς πόλης πρὸς τοὺς ὑπόλοιπους Ἕλληνες μὲ τὴν ἀντιμετώπιση Θρακῶν, Σκυθῶν καὶ Ἀμαζόνων. Πρὶν μιλήσει γιὰ τοὺς Περσικοὺς πολέμους, σημείωσε ὅτι ἐπιδίωξή του δὲν ἦταν νὰ ἀποσιωπήσει τὴ συνεισφορὰ τῶν Λακεδαιμονίων σὲ αὐτούς· ἄλλωστε, αὐτὴ ἀνέδειξε ἀκόμη περισσότερο τὴν ἀξία καὶ ὑπεροχὴ τῶν Ἀθηναίων. Καὶ συνεχίζει:)

[75] Νομίζω λοιπὸν ὅτι πρόσφεραν πάρα πολλὲς ὑπηρεσίες καὶ ἀξίζουν κάθε ἔπαινο αὐτοὶ ποὺ ριψοκινδύνεψαν στὴν πρώτη γραμμὴ τῆς μάχης προτάσσοντας τὰ στήθη τους γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Δὲν εἶναι ὅμως σωστὸ νὰ ξεχνοῦμε κι αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπ\’ αὐτὸν τὸν πόλεμο καὶ κατεῖχαν τὴν ἐξουσία στὴν κάθε μία ἀπ\’ αὐτὲς τὶς δυὸ πόλεις· ἐπειδὴ ἐκεῖνοι ἦταν ποὺ προγύμνασαν τοὺς μεταγενέστερους, ὁδήγησαν τὸ λαὸ στὴν ἀρετὴ καὶ δημιούργησαν φοβεροὺς ἀνταγωνιστὲς τῶν βαρβάρων.

[76] Διότι δὲν ἔδειχναν ἀδιαφορία γιὰ τὰ δημόσια πράγματα, οὔτε τὰ ἐκμεταλλεύονταν σὰ νὰ \’ταν δικά τους οὔτε τὰ παραμελοῦσαν σὰ νὰ \’ταν ξένα, ἀλλὰ τὰ πονοῦσαν σὰν δικά τους καὶ δὲν τ\’ ἄγγιζαν, ὅπως ἀκριβῶς εἶναι σωστὸ γιὰ πράγματα ποὺ δὲν μᾶς ἀνήκουν. Οὔτε μετροῦσαν τὴν εὐτυχία μὲ τὸ χρῆμα, ἀλλὰ ἀντίθετα νόμιζαν ὅτι τὸν πιὸ σίγουρο καὶ ὡραῖο πλοῦτο ἔχει ἐκεῖνος ποὺ κάνει πράξεις ἀπ\’ τὶς ὁποῖες κι αὐτὸς πρόκειται νὰ ἀποκτήση ἐξαιρετικὴ φήμη καὶ στὰ παιδιά του νὰ κληρονομήση πολὺ μεγάλη δόξα.

[77] Οὔτε συναγωνίζονταν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο στὸ θράσος οὔτε ἐπέβαλλαν στοὺς ἄλλους τὰ τολμήματά τους, ἀλλὰ ἀντίθετα νόμιζαν πὼς εἶναι πιὸ φοβερὸ νὰ τοὺς κατακρίνουν οἱ συμπολίτες τους ἀπ\’ τὸ νὰ πεθάνουν μὲ δόξα γιὰ τὴν πατρίδα τους κι ἔνοιωθαν περισσότερη ντροπὴ γιὰ τὰ σφάλματα πάνω στὶς δημόσιες ὑποθέσεις ἀπ\’ ὅ,τι ντρεπόμαστε σήμερα γιὰ τὰ προσωπικά μας παραπτώματα.

[78] Αἰτία αὐτῶν τῶν ἀντιλήψεων ἦταν τὸ ὅτι πρόσεχαν πῶς νὰ ἐφαρμόζωνται πιστὰ καὶ μὲ ἀκρίβεια οἱ νόμοι, ὄχι τόσο αὐτοὶ ποὺ ἀναφέρονταν στὶς ἰδιωτικές τους συναλλαγές, ὅσο αὐτοὶ ποὺ ἀφοροῦσαν τὴν καθημερινή τους διαγωγή· γιατί γνώριζαν καλὰ ὅτι οἱ καλοὶ καὶ ἐνάρετοι ἄνθρωποι καθόλου δὲν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ πολλοὺς γραπτοὺς νόμους, ἀλλὰ μὲ λίγες συμφωνίες μποροῦν νὰ συμβιβαστοῦν εὔκολα καὶ γιὰ τὰ ἰδιωτικὰ καὶ γιὰ τὰ δημόσια ζητήματα.

[79] Ἦταν μάλιστα τόση ἡ ἀφοσίωση στὸ κοινὸ συμφέρον, ὥστε καὶ οἱ πολιτικοί τους ἀνταγωνισμοὶ δὲν ἀφοροῦσαν τὸ ποιὸ ἀπ\’ τὰ δυὸ κόμματα θὰ ἐξοντώση τοὺς ἀντιπάλους του καὶ θὰ κυριαρχήση πάνω στοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ποιοὶ πρῶτοι θὰ προσφέρουν κάποια ὑπηρεσία στὴν πόλη. Καὶ σχημάτιζαν τὰ κόμματα ὄχι γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσουν προσωπικὰ τους συμφέροντα, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὠφελήσουν τὸ λαό.

[80] Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο μάλιστα ρύθμιζαν καὶ τὶς σχέσεις τους μὲ ἄλλα ἔθνη, ἐξυπηρετώντας τοὺς Ἕλληνες, χωρὶς νὰ φέρωνται ὑπεροπτικά, νομίζοντας πὼς πρέπει νὰ εἶναι ὄχι τύραννοί τους, ἀλλὰ ἀρχηγοί τους στὸν πόλεμο, περισσότερο ἐπιθυμώντας νὰ τοὺς λένε ἀρχηγοὺς παρὰ κυρίαρχους καὶ νὰ ὀνομάζωνται σωτῆρες καὶ ὄχι ἐκμεταλλευτές, παίρνοντας στὴ συμμαχία τους τὶς πόλεις μὲ τὸ νὰ τὶς εὐεργετοῦν καὶ ὄχι νὰ τὶς ὑποτάσσουν μὲ τὴ βία, κρατώντας τὸ λόγο τους πιὸ πιστὰ ἀπ\’ ὅ,τι σήμερα κρατᾶμε τοὺς ὅρκους, θεωρώντας ἀπαραίτητο νὰ μένουν πιστοὶ στὶς συνθῆκες,

[81] σὰν νὰ εἶναι ἀναπόφευκτοι φυσικοὶ νόμοι, χωρὶς νὰ ὑπερηφανεύωνται τόσο γιὰ τὴν ἐξουσία ποὺ εἶχαν, ὅσο καμάρωναν γιὰ τὴ συνετή τους ζωή, βρίσκοντας σωστὸ νὰ ἔχουν γιὰ τοὺς κατώτερους τή γνώμη ποὺ θὰ \’θελαν νὰ ἔχουν οἱ ἀνώτεροι γι\’ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους, θεωρώντας τὶς πόλεις τους ἰδιαίτερα κέντρα θρησκευτικὰ καὶ πολιτικά, ἀναγνωρίζοντας ὅμως σὰν κοινὴ πατρίδα τὴν Ἑλλάδα.


Πρωτότυπο κείμενο:

[75] Πλείστων μὲν οὖν ἀγαθῶν αἰτίους καὶ μεγίστων ἐπαίνων ἀξίους ἡγοῦμαι γεγενῆσθαι τοὺς τοῖς σώμασιν ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος προκινδυνεύσαντας· οὐ μὴν οὐδὲ τῶν πρὸ τοῦ πολέμου τούτου γενομένων καὶ δυναστευσάντων ἐν ἑκατέρᾳ τοῖν πολέοιν δίκαιον ἀμνημονεῖν· ἐκεῖνοι γὰρ ἦσαν οἱ προασκήσαντες τοὺς ἐπιγιγνομένους καὶ τὰ πλήθη προτρέψαντες ἐπ’ ἀρετὴν καὶ χαλεποὺς ἀνταγωνιστὰς τοῖς βαρβάροις ποιήσαντες.

[76] οὐ γὰρ ὠλιγώρουν τῶν κοινῶν, οὐδ’ ἀπέλαυον μὲν ὡς ἰδίων, ἠμέλουν δ’ ὡς ἀλλοτρίων, ἀλλ’ ἐκήδοντο μὲν ὡς οἰκείων, ἀπείχοντο δ’ ὥσπερ χρὴ τῶν μηδὲν προσηκόντων· οὐδὲ πρὸς ἀργύριον τὴν εὐδαιμονίαν ἔκρινον, ἀλλ’ οὗτος ἐδόκει πλοῦτον ἀσφαλέστατον κεκτῆσθαι καὶ κάλλιστον, ὅστις τοιαῦτα τυγχάνοι πράττων ἐξ ὧν αὐτός τε μέλλοι μάλιστ’ εὐδοκιμήσειν καὶ τοῖς παισὶν μεγίστην δόξαν καταλείψειν.

[77] οὐδὲ τὰς θρασύτητας τὰς ἀλλήλων ἐζήλουν, οὐδὲ τὰς τόλμας τὰς αὑτῶν ἤσκουν, ἀλλὰ δεινότερον μὲν ἐνόμιζον εἶναι κακῶς ὑπὸ τῶν πολιτῶν ἀκούειν ἢ καλῶς ὑπὲρ τῆς πόλεως ἀποθνῄσκειν, μᾶλλον δ’ ᾐσχύνοντ’ ἐπὶ τοῖς κοινοῖς ἁμαρτήμασιν ἢ νῦν ἐπὶ τοῖς ἰδίοις τοῖς σφετέροις αὐτῶν.

  
[78] Τούτων δ’ ἦν αἴτιον ὅτι τοὺς νόμους ἐσκόπουν ὅπως ἀκριβῶς καὶ καλῶς ἕξουσιν, οὐχ οὕτω τοὺς περὶ τῶν ἰδίων συμβολαίων ὡς τοὺς περὶ τῶν καθ’ ἑκάστην τὴν ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων· ἠπίσταντο γὰρ ὅτι τοῖς καλοῖς κἀγαθοῖς τῶν ἀνθρώπων οὐδὲν δεήσει πολλῶν γραμμάτων, ἀλλ’ ἀπ’ ὀλίγων συνθημάτων ῥᾳδίως καὶ περὶ τῶν ἰδίων καὶ περὶ τῶν κοινῶν ὁμονοήσουσιν.

 
[79] οὕτω δὲ πολιτικῶς εἶχον, ὥστε καὶ τὰς στάσεις ἐποιοῦντο πρὸς ἀλλήλους οὐχ ὁπότεροι τοὺς ἑτέρους ἀπολέσαντες τῶν λοιπῶν ἄρξουσιν, ἀλλ’ ὁπότεροι φθήσονται τὴν πόλιν ἀγαθόν τι ποιήσαντες· καὶ τὰς ἑταιρείας συνῆγον οὐχ ὑπὲρ τῶν ἰδίᾳ συμφερόντων, ἀλλ’ ἐπὶ τῇ τοῦ πλήθους ὠφελείᾳ.


[80] τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον καὶ τὰ τῶν ἄλλων διῴκουν, θεραπεύοντες ἀλλ’ οὐχ ὑβρίζοντες τοὺς Ἕλληνας, καὶ στρατηγεῖν οἰόμενοι δεῖν ἀλλὰ μὴ τυραννεῖν αὐτῶν, καὶ μᾶλλον ἐπιθυμοῦντες ἡγεμόνες ἢ δεσπόται προσαγορεύεσθαι καὶ σωτῆρες ἀλλὰ μὴ λυμεῶνες ἀποκαλεῖσθαι, τῷ ποιεῖν εὖ προσαγόμενοι τὰς πόλεις, ἀλλ’ οὐ βίᾳ καταστρεφόμενοι,
 

[81] πιστοτέροις μὲν τοῖς λόγοις ἢ νῦν τοῖς ὅρκοις χρώμενοι, ταῖς δὲ συνθήκαις ὥσπερ ἀνάγκαις ἐμμένειν ἀξιοῦντες, οὐχ οὕτως ἐπὶ ταῖς δυναστείαις μέγα φρονοῦντες, ὡς ἐπὶ τῷ σωφρόνως ζῆν φιλοτιμούμενοι, τὴν αὐτὴν ἀξιοῦντες γνώμην ἔχειν πρὸς τοὺς ἥττους ἥνπερ τοὺς κρείττους πρὸς σφᾶς αὐτούς, ἴδια μὲν ἄστη τὰς αὑτῶν πόλεις ἡγούμενοι, κοινὴν δὲ πατρίδα τὴν Ἑλλάδα νομίζοντες εἶναι.