Τὸ πείραμα ἔκανε ἡ «Οὐάσιγκτον Πόστ». Ὁ βιολιστὴς ἦταν ὁ 39χρονος Τζόσουα Μπέλ, διεθνοῦς φήμης βιρτουόζος ποὺ τρεῖς μέρες νωρίτερα εἶχε γεμίσει τὴ μεγαλοπρεπῆ Αἴθουσα Συμφωνικῆς Μουσικῆς τῆς Βοστώνης. Τὸ βιολί του, ἕνα πολύτιμο Στραντιβάριους. Στὶς 7.51 π.μ. τῆς Παρασκευῆς 12 Ἰανουαρίου, τὴν ὥρα τῆς πρωινῆς αἰχμῆς, σ\’ ἕναν σταθμὸ ποὺ ἐξυπηρετεῖ κυρίως ἐργαζομένους σὲ κυβερνητικὰ γραφεῖα, ὁ Μπέλ, ντυμένος μὲ τζίν, μπλουζάκι καὶ καπέλο τοῦ μπέιζμπολ, ἐκτέλεσε μέσα σὲ 43 λεπτά τῆς ὥρας ἕξι ἀριστουργήματα τῆς κλασικῆς μουσικῆς – ξεκίνησε μὲ τὸ «Chaconne» ἀπὸ τὴν παρτίτα ἀρ. 2 τοῦ Μπάχ. Μπροστὰ του εἶχε ἀνοιχτή τή θήκη τοῦ βιολιοῦ, μὲ μερικὰ δολάρια γιὰ «μαγιά».
Τρία λεπτὰ πέρασαν χωρὶς νὰ συμβεῖ τὸ παραμικρό. Ἑξήντα τρεῖς ἄνθρωποι εἶχαν ἤδη περάσει ὅταν ἕνας μεσήλικας κοντοστάθηκε γιὰ κλάσμα τοῦ δευτερολέπτου καὶ ἔστρεψε τὸ κεφάλι πρὸς τὸν μουσικό. Μισὸ λεπτὸ ἀργότερα, μιά γυναίκα ἔριξε ἕνα δολάριο στὴ θήκη καὶ ἀπομακρύνθηκε. Χρειάστηκε νὰ περάσουν ἕξι λεπτὰ γιὰ νὰ σταματήσει κάποιος, νὰ ἀκουμπήσει στὸν τοῖχο καὶ νὰ ἀκούσει.
Στὰ τρία τέταρτα ποὺ ἔπαιξε ὁ Μπὲλ πέρασαν ἀπὸ μπροστὰ τοῦ 1.097 ἄνθρωποι. Ἑπτὰ σταμάτησαν τουλάχιστον ἕνα λεπτὸ γιὰ νὰ ἀπολαύσουν τὴ μουσική. Εἴκοσι ἑπτὰ ἔδωσαν χρήματα, οἱ περισσότεροι χωρὶς νὰ ἐπιβραδύνουν – συγκεντρώθηκαν 32 δολάρια καὶ κάτι ψιλά. Ἀπομένουν 1.070 ἄνθρωποι ποὺ πέρασαν χωρὶς νὰ καταλάβουν τίποτε, πολλοὶ μόλις ἕνα μέτρο μακριὰ ἀπὸ τὸν βιρτουόζο, οἱ περισσότεροι χωρὶς κἄν νὰ γυρίσουν τὸ κεφάλι. Καὶ στὶς τρεῖς ὁμάδες ὑπῆρχαν λευκοί, μαῦροι καὶ ἀσιάτες, νέοι καὶ ἡλικιωμένοι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες.
Μιά μόνο δημογραφικὴ ὁμάδα εἶχε ἀπολύτως συνεπῆ συμπεριφορά. Κάθε φορὰ ποὺ περνοῦσε ἕνα παιδί, προσπαθοῦσε νὰ σταματήσει γιὰ νὰ δεῖ καὶ νὰ ἀκούσει. Καὶ κάθε φορὰ ἕνας γονιὸς τὸ ἔσπρωχνε μακριά.
Ὅλα βιντεοσκοπήθηκαν μὲ μία κρυφὴ κάμερα. Στὴν ταινία βλέπεις ἀνθρώπους νὰ περνοῦν κατὰ κύματα, μὲ χάρτινα ποτήρια καφὲ στὸ χέρι καὶ κινητὰ στὸ αὐτί, σ\’ ἕναν θλιβερὸ χορὸ ἀδιαφορίας, ἀδράνειας καὶ βιασύνης. Ὁ βιολιστὴς μοιάζει ἀποκομμένος ἀπὸ τὸ κοινό του, ποὺ δὲν τὸν βλέπει καὶ δὲν τὸν ἀκούει – ἕνα φάντασμα. Ὅμως εἶναι ὁ μοναδικὸς ποὺ βρίσκεται πραγματικὰ ἐκεῖ – τὰ φαντάσματα εἶναι οἱ ἄλλοι.
Ἂν δὲν μποροῦμε νὰ βροῦμε λίγο χρόνο στὴ ζωή μας γιὰ νὰ ἀκούσουμε ἕναν ἀπὸ τοὺς καλύτερους μουσικοὺς στὸν κόσμο νὰ παίζει μερικὰ ἀπὸ τὰ καλύτερα μουσικὰ κομμάτια ποὺ ἔχουν γραφτεῖ ποτέ, σχολιάζει ἡ «Πόστ», ἂν ἡ πίεση τῆς σύγχρονης ζωῆς μας κατακυριεύει σὲ σημεῖο νὰ γινόμαστε κωφοὶ καὶ τυφλοὶ σὲ κάτι τέτοιο, τότε τί ἄλλα πράγματα μπορεῖ νὰ χάνουμε χωρὶς νὰ τὸ ἀντιλαμβανόμαστε;