Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Τότε, πάτερ μου, συνειδητοποίησα μέσα μου, μοῦ ἦρθε κάτι σὰν φωτισμός, ὅτι δὲν εἶμαι γιὰ τὸν κόσμον αὐτόν. Τέτοιο θαῦμα μοῦ ἔκανε ἡ Παναγία μας καὶ ἐγὼ κάθομαι στὸν κόσμο; Ποῦ νὰ πάω, ὅμως; Μοῦ λέει, καλὴ ὥρα ὁ παπάς, ἂν θὲς νὰ εὐχαρίστησης τὸν Θεὸ καὶ νὰ σώσης τὴν ψυχή σου, νὰ πᾶς στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, σ’ αὐτὴ ποὺ σὲ ἔσωσε. Ἔτσι, ἀδελφέ μου, ἦρθα στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ δοξάζω τὸν Θεὸ γιὰ τὴν πανάγαθη Πρόνοιά Του. Θὰ μποροῦσα νὰ πῶ κι ἐγώ, μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, «οὐκ ἐγενόμην ἀπειθής τῆ οὐρανίῳ ὀπτασίᾳ» (Πράξ. 26, 19).

Νά πῶς ἔγινα μοναχός!


«Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων πατέρων ἡμῶν… ἐλέησον ἡμᾶς», εἶπε ὁ ἱερεὺς καὶ τελείωσε ἡ Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία. Προσκυνήσαμε τὶς εἰκόνες, πήραμε ἀντίδωρο καὶ βγήκαμε στὴν αὐλὴ τῆς Μονῆς, περιμένοντας νὰ κτυπήσει ἡ καμπάνα γιὰ τὴν Τράπεζα.

Ἤμασταν ἀρκετοὶ ἐπισκέπτες στὴ Μονὴ παρ\’ ὅλο ποὺ ἦταν ἀρχὴ ἀνοίξεως. Ὁ καιρὸς εἶχε μιά ἐλαφριὰ ψυχρὰ καὶ ἕναν πλούσιο ἥλιο. Μοῦ ἄρεσε νὰ βλέπω μέσα στὴν πρωινὴ δροσιὰ τὴ θάλασσα στὰ πόδια μου καὶ πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου, τὸν γηραιὸ Ἄθωνα, ποὺ μὲ τὶς βαθειὲς καὶ ἀπάτητες χαράδρες του κατέβαινε μέχρι τὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ λειτουργηθῆ κι αὐτός.

Κοίταξα γύρω μου καὶ προτίμησα μιά θέση δίπλα σ\’ ἕνα γηραιὸ μοναχό, ποὺ καθόταν κάτω ἀπὸ τὸν ἀνοιξιάτικο ἥλιο περιμένοντας τὴν ὥρα τῆς Τραπέζης. Ὅλα ἐδῶ ἔχουν τὸν δικό τους χρόνο.

Κάθησα σιωπηλός, προσεκτικά, γιὰ νὰ μὴν ταράξω τὴν ἡσυχία τοῦ παπποῦ, ποὺ μὲ κλειστὰ τὰ μάτια κάτι σιγανομουρμούριζε. Βυθίστηκα καὶ ἐγὼ στὶς σκέψεις μου, γιὰ τὰ ὡραῖα πού μᾶς χαρίζει ἡ κυρία Θεοτόκος μέσα στὸ Περιβόλι της. Μοῦ ἦταν ὅμως πρόκληση τὸ παρατεινόμενο ψαλμομουρμουρητὸ τοῦ παπποῦ. Ἔστησα αὐτὶ λοιπὸν καὶ σιγά-σιγὰ μπῆκα καὶ ἐγὼ στὸν ἐπαναλαμβανόμενο ρυθμό του. «Ἁγίω Πνεύματι, πᾶσα ἡ κτίσις καινουργεῖται, παλινδρομοῦσα εἰς τὸ πρῶτον…». Ἦταν ὁ πρῶτος ἦχος καὶ ἡ «βελόνα» εἶχε «κολήσει» στοὺς Ἀναβαθμούς. Ὡραῖο «κόλημα», σκέφθηκα.

Τὸ σιγόψαλλα καὶ ἐγὼ μερικὲς φορές. Γύρισε τότε ὁ παπποὺς καὶ μὲ κύταξε. Χαμογέλασε καὶ μὲ ρώτησε: – Ἀπὸ ποῦ εἶσαι ἐσύ;

– Ἀπὸ τὶς Καρυές, Γέροντα.

– Πάτερ μου, εἶναι τιμὴ γιὰ μᾶς πού μᾶς ἔφερε ἡ Κυρὰ ἡ Παναγιὰ στὸ Περιβόλι της, καὶ μᾶς τὰ χαρίζει ὅλα ἁπλόχερα. Νὰ προσέχουμε νὰ μὴ τὴν στενοχωροῦμε, καὶ ἐσεῖς οἱ μικρότεροι μὲ τὶς ἀταξίες σας, καὶ ἐμεῖς οἱ γεροντότεροι μὲ τὴν ξεροκεφαλιά μας. Ἔχεις χρόνια μοναχός;

– Τί νὰ σᾶς πῶ Γέροντα, δὲν τὰ μετράω, ἄκουσα, καλὴ ὥρα, ἕναν ἄλλον παλαιὸ μοναχό, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν τὰ μετράει τὰ χρόνια τοῦ μοναχοῦ, παρὰ μόνον τὰ ζυγίζει, καὶ ἔτσι ἔκοψα τὸ μέτρημα καὶ φροντίζω νὰ παίρνω βάρος.

Χαμογέλασε ὁ Γέροντας.
– Σοφὸς ὁ λόγος ποὺ ἄκουσες. Θέλεις ν\’ ἀκούσης καὶ ἀπὸ ἐμένα κάτι γιὰ τὴν σοφία τῆς Παναγίας μας; Πῶς μὲ ἔφερε ἐδῶ στὸ Περιβόλί της;

– Ἂν θέλω λέει. Διψάω γιὰ ν\’ ἀκούσω, ἀπάντησα, αὐξάνοντας τὴν προσοχή μου.

– Ἡ καταγωγή μου εἶναι ἀπὸ τὸ Ἄργος Ὀρεστικὸν -ἄρχισε ὁ παππούς- καὶ ἔγινα μοναχὸς στὰ 22 μου χρόνια. Ὑπηρετοῦσα τότε, παιδί μου, στὴν Μ.Ο.Μ.Α., ἂν τὴν ξέρης; Ἦταν μιά τεχνικὴ ὑπηρεσία τοῦ στρατοῦ, στὴν ὁποία δούλευαν καὶ πολίτες. Ἐγὼ ἤμουν ὁδηγός. Βέβαια, ἡ ζωή μου δὲν εἶχε καμμία σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία. Καταλαβαίνεις, μιά ζωὴ κοσμική, καφενεῖα, σφαιριστήρια, γλέντια καὶ ὅλα τὰ συνακόλουθα.

Μία μέρα, λοιπόν, ὁδηγώντας τὸ φορτηγὸ μὲ γεμάτο φορτίο, κατέβαινα ἀπὸ τὸ Ἄργος Ὀρεστικὸν καὶ εἶχα στὸ δεξί μου χέρι τὸν γκρεμό. Ἤμουν μόνος, χωρὶς συνοδηγό. Καθὼς ἦταν κατηφόρα μὲ στροφές, θέλησα νὰ μειώσω τὴν ταχύτητα γιὰ νὰ ἐλέγχω τὸ ὄχημα. Πατώντας τὰ φρένα, βλέπω ὅτι δὲν λειτουργοῦσαν. Μὲ ἔπιασε πανικός. Προσπαθοῦσα, ἀλλὰ τίποτε. Προχώρησα μερικὲς στροφὲς τοῦ βουνοῦ, προσπαθώντας νὰ μειώσω τὴν ταχύτητα, ἀλλὰ εἰς μάτην. Ἡ ταχύτητα αὐξανόταν. Ὁ δρόμος ἦταν χωματένιος, εἶχε λακκοῦβες, πέτρες ἀπ\’ τὸ βουνό. Σὲ μιά μεγάλη λακκούβα, ποὺ δὲν μπόρεσα νὰ ἀποφύγω, ἔγινε αὐτὸ ποὺ φοβόμουν. Χάνω τὸν ἔλεγχο τοῦ τιμονιοῦ καὶ στρέφεται τὸ φορτηγὸ πρὸς τὸν γκρεμό. Μὲ τὸ ποὺ βλέπω τὶς μπροστινὲς ρόδες στὸν ἀέρα, κλείνω μὲ τὰ χέρια τὰ μάτια μου, γιὰ νὰ μὴ δῶ τὸν θάνατό μου καὶ μὲ κραυγὴ ἀπελπισίας, φωνάζω: «Παναγία μου». Ἐκεῖ ποὺ εἶχα τὰ μάτια μου σφαλισμένα μὲ τὰ χέρια, πάτερ μου, πῶς συνέβη δὲν ξέρω, αἰσθάνομαι ἕνα τράνταγμα. Κατεβάζω τὰ χέρια μου καὶ τί λὲς ὅτι βλέπω; Βλέπω τὸ φορτηγὸ σταματημένο στὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ δρόμου μὲ κατεύθυνση πρὸς τὰ πάνω.

Ἔτρεμα ὁλόκληρος. Δὲν μπόρεσα νὰ τὸ συνειδητοποιήσω. Ἔκατσα λίγη ὥρα νὰ συνέλθω. Μὲ τὰ πολλά, ἔλεγξα τὸ φορτηγὸ καὶ ὅλα λειτουργοῦσαν μιά χαρά. Εἶπα τὸ γεγονὸς σὲ μερικοὺς συναδέλφους, ἄλλοι μοῦ εἶπαν «φοβερὸ πρᾶγμα», ἄλλοι μισοκορόϊδευαν. Δὲν τὸ καλλιέργησα ὅμως μέσα μου περισσότερο, τὸ προσπέρασα.

Τὸ ἀπόγευμα συνάντησα ἕναν φίλο μου, ποὺ ἦταν πολὺ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ δὲν τὸν ἔκανα συχνὰ παρέα, γιατί τὸν περνοῦσα γιὰ ψιλοχαζό. Δὲν πήγαινε σὲ καφενεῖα, οὔτε σὲ ἄλλα μέρη, ὅπως ὅλοι οἱ φίλοι μας. Τοῦ εἶπα τὸ γεγονός. Μεγάλη καὶ συγκινητική, μοῦ λέει, ἡ ἱστορία σου. Ν\’ ἀνάψης ἕνα κερί, νὰ προσευχηθῆς καὶ νὰ εὐχαριστήσης τὸν Θεό. Μοῦ πρότεινε, πρὶν πᾶμε μαζὶ στὴν ἐκκλησία νὰ ἐπισκεφθοῦμε μία οἰκογένεια ποὺ εἶχε ἕνα αὐτιστικό, ἕνα καθυστερημένο παιδάκι, γιὰ νὰ δώσουμε μιά παρηγοριά. Δέχθηκα καὶ πήγαμε. Φθάσαμε καὶ κτυπήσαμε τὴν πόρτα. Τὴν εἶχα ἀκουστὰ αὐτὴ τὴν φουκαριάρα τὴ μάνα μὲ τὸ παιδί. Ἔλα, ὅμως, ποὺ τὸ παιδάκι δὲν ἦταν καθυστερημένο. Μὲ τὸ ποὺ μπήκαμε στὸ σπίτι, πρῶτος ὁ φίλος καὶ ἐγὼ πίσω του, μόλις μὲ βλέπει τὸ παιδί, σηκώνεται καὶ ἄρχισε νὰ φωνάζη μὲ μιά φωνὴ καθόλου παιδική, ἀλλὰ ἄγρια, βραχνή, μὲ βρυχηθμό.

– Φύγε ἐσύ. Ἐσὺ ἐκεῖ, φύγε ἀπὸ ἐδῶ. Ἐξαφανίσου. Φύγε ἐσὺ ποὺ κάνεις παρέα μὲ τὴν μαυροφόρα.

Ἐγὼ τάχασα. Δὲν καταλάβαινα τίποτε. Δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω, γιὰ ποιὸ λόγο ξαφνικὰ οἱ φωνές, καὶ γιὰ ποιὰ μαυροφόρα λέει. Στεκόμουν μὲ ἀπορία. Γιατί φωνάζει αὐτὸ τὸ μικρὸ ἔξαλλο;

Ἄρχισε τότε ὁ μικρὸς νὰ μοῦ πετάη ἀντικείμενα. Ὅ,τι ἔβρισκε μπροστά του. Μπῆκε στὴ μέση ὁ φίλος μου καὶ φύγαμε βιαστικά. Ἐγὼ ἤμουν ἀμήχανος.

– Τί ἤρθαμε ἐδῶ, τοῦ λέω, καὶ μὲ βρίζει αὐτὸ τὸ μικρό; Ποῦ μὲ ξέρει καὶ γιὰ ποιὰ μαυροφόρα λέει;
Φύγαμε, λοιπόν, καὶ πήγαμε στὴν ἐκκλησία.

Ἄναψα τὸ κερί μου, εἶπα ὅτι θυμόμουν ἀπὸ προσευχή, χαιρέτησα τὸν παπὰ καὶ κίνησα γιὰ τὸ σπίτι μου, γιατί εἶχε βραδυάσει. Μέσα μου, ὅμως ἀναλογιζόμουν: – Τί εἶναι ὅλα αὐτά; Γιὰ ποιὰ μαυροφόρα λέει; Ἔτσι προβληματισμένος καθὼς πλησίαζα σπίτι μου, ἀπὸ τὴν πλάγια μεριὰ ποὺ ἦταν ὅλο τοῖχος, ἐνῶ ἦταν νύχτα προχωρημένη -ὑπ\’ ὄψη ὅτι αὐτὰ ἔγιναν πρὶν τὴν κατοχή, ποὺ δὲν ὑπῆρχαν οὔτε τηλεοράσεις, οὔτε στὰ χωριὰ κινηματογράφοι- πάνω σ\’ αὐτὸν τὸν τοῖχο, λοιπὸν ἀνοίγει ἕνα φῶς δυνατὸ καὶ βλέπω. Τί λὲς νὰ βλέπω; Βλέπω σὰν σὲ κινηματογράφο ἕνα φορτηγὸ νὰ κατεβαίνη ἀπὸ τὸ βουνό, τὸν ἑαυτό μου νὰ ὁδηγῆ, νὰ προσπαθῆ νὰ ἐλέγξη τὸ ὄχημα, αὐτὸ νὰ τρέχη, νὰ πέφτη στὴ λακκούβα, νὰ χάνω τὸν ἔλεγχο, νὰ στρέφεται τὸ φορτηγὸ πρὸς τὸν γκρεμό, νὰ κλείνω τὰ μάτια μου, φωνάζοντας «Παναγία μου»… καὶ ξαφνικά, στὸν οὐρανὸ ψηλά, πάνω ἀπὸ τὸν γκρεμό, βλέπω μιά πανύψηλη γυναίκα, μὲ μαῦρα ροῦχα, νὰ πιάνη τὸ φορτηγὸ στὸν ἀέρα, ὅπως πιάνουμε ἐμεῖς ἕνα σπιρτόκουτο, νὰ τὸ γυρνάη καὶ νὰ τὸ βάζη στὴν ἀντίθετη κατεύθυνση τοῦ δρόμου. Ἦταν, ἀδελφέ μου, ἡ Κυρά μας ἡ Παναγία. Τότε ἀναγνώρισα τὸ περιστατικὸ πού μοῦ συνέβη μὲ τὸ φορτηγό. Ἔπεσα κάτω ἀμέσως, συγκλονισμένος καὶ ἄρχισα νὰ κλαίω μὲ λυγμούς. Τότε κατάλαβα τὸ φοβερὸ πού μοῦ συνέβη.

Σηκώνομαι μετὰ ἀπὸ ὥρα, μὲ δάκρυα καὶ τρέχω καὶ τὸ λέω τοῦ παπᾶ. Τοῦ εἶπα τὰ πάντα, καὶ εἰδικὰ τὸ τελευταῖο, ποὺ τὰ εἶδα ὅλα σὲ ταινία, καὶ εἰδικὰ γιὰ τὴν ψηλὴ καὶ ὄμορφη μαυροφόρα, ποὺ σταμάτησε τὸ φορτηγὸ στὸν ἀέρα καὶ ἤμουν ἐγὼ μέσα. Συγκλονίσθηκε ὁ παπὰς ὅταν τ\’ ἄκουσε ὅλα. Μεγάλο θαῦμα, παιδί μου, νὰ εὐχαριστήσουμε καὶ νὰ δοξάσουμε τὸν Θεὸ καὶ τὴν Παναγία μας.

Τότε, πάτερ μου, συνειδητοποίησα μέσα μου, μοῦ ἦρθε κάτι σὰν φωτισμός, ὅτι δὲν εἶμαι γιὰ τὸν κόσμον αὐτόν. Τέτοιο θαῦμα μοῦ ἔκανε ἡ Παναγία μας καὶ ἐγὼ κάθομαι στὸν κόσμο; Ποῦ νὰ πάω, ὅμως; Μοῦ λέει, καλὴ ὥρα ὁ παπάς, ἂν θὲς νὰ εὐχαρίστησης τὸν Θεὸ καὶ νὰ σώσης τὴν ψυχή σου, νὰ πᾶς στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, σ\’ αὐτὴ ποὺ σὲ ἔσωσε. Ἔτσι, ἀδελφέ μου, ἦρθα στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ δοξάζω τὸν Θεὸ γιὰ τὴν πανάγαθη Πρόνοιά Του. Θὰ μποροῦσα νὰ πῶ κι ἐγώ, μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, «οὐκ ἐγενόμην ἀπειθής τῆ οὐρανίῳ ὀπτασίᾳ» (Πράξ. 26, 19).

Μὲ συγκίνηση ἄκουσα τὴν ἱστορία τοῦ παπποῦ καὶ τὰ θαυμάσια τῆς Κυρᾶς μας τῆς Παναγίας. Θέλησα νὰ τὸν ρωτήσω γιὰ κάποιες ἀπορίες μου, ἀλλὰ ἀκούσθηκε ἡ καμπάνα τῆς Τραπέζης. Σηκωθήκαμε καὶ μαζὶ μὲ ὅλους τούς πατέρες μπήκαμε στὴν Τράπεζα. Τὸν ἀναγνώστη δὲν τὸν πολυπρόσεχα, γιατί ἔφερνα στὸ νοῦ μου ὅλο τὸ γεγονὸς ποὺ ἄκουσα καὶ μὲ εἶχε συγκλονίσει. Κρυφὰ λοξοκύταγα τὴν γαλήνια μορφὴ τοῦ παπποῦ. Περίμενα νὰ γίνη προσευχή, νὰ βγοῦμε καὶ νὰ ξανασυναντήσω τὸν Γέροντα. Τουλάχιστον νὰ μάθω τὸ ὄνομά του. Μιλάγαμε τόση ὥρα καὶ δὲν ἤξερα πῶς τὸν λένε. Κτύπησε τὸ κουδούνι ὁ ἡγούμενος, κάναμε προσευχὴ καὶ ἀρχίσαμε νὰ βγαίνουμε. Ὁ παπποὺς βγῆκε ἀπὸ τοὺς πρώτους. Μέχρι νὰ βγῶ εἶχε ἐξαφανισθεῖ. Χρόνο δὲν εἶχα νὰ τὸν ψάξω, γιατί τὸ καραβάκι ἔφευγε. Ἔτσι, πῆρα τὸν ντορβά μου καὶ κίνησα γιὰ τὴν παραλία, εὐχαριστώντας μέσα μου τὸν κτίτορα, τὸ Βασιλόπουλο ἐκεῖνο ποὺ ἁγίασε, γιὰ τὴν παρηγοριὰ πού μοῦ ἔδωσε.

Αὐτό, ἦταν ἁγίου κέρασμα.

Καρυές, Σεπτέμβριος 2008