Ἂν νὰ κρατᾷς μπορεῖς τὸ λογικό σου ὅταν γύρω σου ὅλοι
τὸ χουνε χαμένο καὶ ρίχνουνε γι’ αὐτὸ τὸ φταίξιμο σὲ σένα,
Ἂν νὰ ἐμπιστεύεσαι μπορεῖς τὸν ἑαυτό σου,
ὅταν γιὰ σένα ἀμφιβάλλουν ὅλοι, ἀλλὰ νὰ βρίσκεις ἐλαφρυντικὰ ἀκόμα
καὶ γιὰ τὴν ἀμφιβολία τους αὐτή,
Ἂν νὰ προσμένεις τὸ μπορεῖς δίχως ἀπὸ τὴν προσμονὴ ἐτούτη ν’ ἀποσταίνεις,
ἤ Ἂν καὶ σὲ συκοφαντοῦν ἐσὺ νὰ μὴ βυθίζεσαι στὸ ψέμα,
ἤ Ἂν καὶ σὲ μισοῦν τὸ μῖσος μέσα σου νὰ μὴν ἀφήσεις νὰ φουντώνει,
κι ὡστόσο νὰ μὴν δείχνεσαι πάρα πολὺ καλὸς κι οὔτε μὲ πάρα πολλὴ σοφία νὰ μιλᾶς,
Ἂν νὰ ὀνειρεύεσαι μπορεῖς δίχως τὸ ὄνειρο νὰ κάνεις δάσκαλό σου,
Ἂν νὰ στοχάζεσαι μπορεῖς δίχως νὰ κάνεις τὸ στοχασμὸ σκοπό σου,
Ἂν τὸ μπορεῖς τὸ Θρίαμβο καὶ τὴν Καταστροφὴ νὰ ἀντικρίσεις
καὶ σὲ αὐτοὺς τοὺς δύο ἀγύρτες ὅμοια νὰ φερθεῖς,
Ἂν νὰ ἀκοῦς ἀντέχεις τὴν ἀλήθεια ποὺ ἐσὺ εἶχες εἰπωμένη
ἀπὸ πανούργους νοθευμένη ὥστε παγίδα γιὰ τοὺς ἄμυαλους νὰ γίνει,
ἤ νὰ θεωρεῖς ὅλα αὐτὰ ὁπού ‘χεις τῆς ζωή σου ἀφιερώσει, τσακισμένα,
καὶ πάλι ν’ ἀρχινᾶς νὰ τὰ στυλώνεις μὲ ἐργαλεῖα φαγωμένα,
Ἂν νὰ στοιβάζεις τὸ μπορεῖς σ’ ἕνα σωρὸ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ‘χεις κερδισμένα.
Καὶ ὅλα νὰ τὰ παίξεις κορόνα γράμματα μεμιᾶς,
καὶ νὰ χάσεις, καὶ κεῖθε ποὺ ἔχεις ξεκινήσει πάλι ν’ ἀρχινήσεις
κι οὔτε μπορεῖς καρδιὰ καὶ νεῦρα καὶ μυῶνες ν’ ἀναγκάσεις
πάλι νὰ σοῦ δουλέψουνε κι ἂς εἶναι ἀπὸ καιρὸ ἀφανισμένα,
κι ἔτσι ὁλόρθος νὰ κρατιέσαι μόλο ποὺ τίποτα
δὲ ἔχει μέσα σου ἀπομείνει
ἐξὸν ἀπὸ τὴ θέληση ποὺ τοὺς μηνᾶ: «Βαστᾶτε!»
Ἂν νὰ μιλᾶς μπορεῖς μὲ τὸ λαὸ κι ὡστόσο νὰ κρατᾶς τὴν ἀρετή σου,
μὲ βασιλιάδες ὄντας μὴ χάνοντας τὸ ἁπλὸ τὸ φέρσιμό σου,
Ἂν μήτε ἐχθροὶ μήτε καὶ φίλοι ἀκριβοὶ μποροῦν νὰ σὲ πληγώσουν,
Ἂν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σὲ λογαριάζουν, ὅμως πάρα πολὺ κανένας,
Ἂν τὸ μπορεῖς τὴν ὥρα ποὺ ὁ θυμός σου θέλει νὰ ξεσπάσει νὰ κρατηθεῖς νηφάλιος
καὶ τὴν γαλήνη σου τὴν πρώτη νὰ ξαναβρεῖς, δικιά σου τότε θὰ ‘ναι ἡ Γῆ
κι ὅλα ἐκεῖνα πού κατέχει, καὶ – ὅ,τι ἀξίζει πιὸ πολὺ-
Ἄντρας σωστὸς τότε θὲ νὰ ‘σαι, γιέ μου!
Πρωτότυπο Κείμενο
Rudyard Kipling – If
If you can keep your head when all about you
are losing theirs and blaming it on you,
If you can trust yourself when all men doubt you,
but make allowance for their doubting too;
If you can wait and not be tired by waiting,
or being lied about, don\’t deal in lies,
or being hated, don\’t give way to hating,
and yet don\’t look too good, nor talk too wise;
If you can dream-and not make dreams your master;
If you can think-and make thoughts your aim;
If you can meet with triumph and disaster,
and treat those two impostors just the same;
If you can bear to hear the truth you\’ve spoken
twisted by knaves to make a trap for fools,
or watch the things you gave your life to, broken,
and stoop and build \’em up with worn-out-tools;
If you can make one heap of all your winnings,
and risk it on one turn of pitch-and-toss,
and lose, and start again at your beginnings
and never breathe a word about your loss;
If you can force your heart and nerve and sinew
to serve your turn long after they are gone,
and so hold on when there is nothing in you
except the will which says to them: «Hold on!»
If you can talk with crowds and keep your virtue,
or walk with Kings-nor lose the common touch,
if neither foes nor loving friends can hurt you,
If old men count with you, but none too much;
If you can feel the unforgiving minute
with sixty seconds\’ worth of distance run,
yours is the Earth and everything that\’s in it,
and which is more- you\’ll be a Man, my son!