Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Καθώς ἔβγαιναν ἀπό τήν θεία Λειτουργία οἱ πιστοί ἔδειχναν μεταμορφωμένοι, καθαρισμένοι ἀπό κοσμικές ἔγνοιες, ἁγιασμένοι. Καί κάτι περισσότερο ἀπό ἁγιασμένοι, θεωμένοι… Ἤξερα τό γιατί. Γιατί τά πρόσωπά τους ἦταν ἔτσι ὡραῖα, γιατί τά βλέμματα τόσο φωτεινά, γιατί οἱ ἄσχημες γυναῖκες ὀμόρφαιναν, τά μέτωπα τῶν σκληροτράχηλων ξυλοκόπων ἄστραφταν φῶς, λές καί φόρεσαν φωτοστέφανο, τά παιδάκια θύμιζαν ἀγγέλους.

  • !

    Βγαίνοντας ἀπό τή θεία Λειτουργία, ἄντρες καί γυναῖκες, μεταμορφώθηκαν σέ Θεοφόρους, ἔφεραν δηλαδή τόν Θεό. Εἶχαν κοινωνήσει καί μέσα στίς φλέβες τους ἔρρεε τό αἷμα τοῦ Θεοῦ.

  • !

    Καί μέ τή θεία Μετάληψη ὁ Θεός εἶχε εἰσέλθει «ὑπό τήν στέγην» κάθε ψυχῆς μέσα σέ ὅλες τίς ψυχές τῶν συχωριανῶν μας, πού βγαίνοντας ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία ἔφεραν πιά τόν Θεό ἐντός τους, καί βημάτιζαν προσεχτικά ὅπως βηματίζουμε ὅταν μεταφέρουμε ἕνα πράγμα πολύτιμο. Θεοφόροι, φορεῖς Θεοῦ.

  • !

    Δέν εἶδα ποτέ μου δέρμα, σῶμα, ὡραιότερα ἀπό ἐκεῖνα τῶν θεοφόρων ἀνθρώπων, πού κουβαλοῦσαν τήν ἐκθαμβωτική λάμψη Θεοῦ. Ἀποκτοῦσαν σάρκα θεωμένη, ἀνάλαφρη, δίχως ὄγκο, ἀλλοιωμένη ἀπό τήν ἀνταύγεια τοῦ θείου Πνεύματος.

  • !

    Ὅλοι οἱ χωρικοί, ἀκτινοβολώντας σάν διαμάντια, βάδιζαν καί πλησίαζαν τόν πατέρα μου, ἔστεκαν μπροστά του, λίγα βήματα πιό πίσω, ἔσκυβαν καί προσκυνοῦσαν, ὅπως τό κάνουμε μπροστά στίς εἰκόνες, κι αὐτό μοῦ φαινόταν ἀπολύτως φυσιολογικό. Γιατί ὁ πατέρας μου ἦταν εἰκόνα.

Θεοφόροι, φορεῖς Θεοῦ

Ἦταν λοιπόν Κυριακή, καί ὕστερα ἀπό τήν θεία Λειτουργία. Καθόμουν καί παρατηροῦσα τούς χωρικούς, ὅπως ἔβγαιναν ἀπό τό ναό. Ὁ πατέρας μου στεκόταν στά σκαλοπάτια καί χαιρετοῦσε τόν καθένα τους.

Ὅλο τό χωριό βρισκόταν ἐκεῖ, γιατί τίς Κυριακές κανείς δέν χάνει τήν θεία Λειτουργία. Ἐκκλησιάζονταν καί γέροντες βουνίσιοι μέ πάλλευκη γενειάδα, πού θύμιζαν πατριάρχες τῆς Βίβλου, γυναῖκες, ἄνδρες, παιδιά, μέ κυριακάτικες στολές, λινές ἤ μάλλινες, κατάλευκες πάντα, ὅπως τό γάλα ἤ ὅπως τό χιόνι.

Λευκό εἶναι τό ἐθνικό χρῶμα τῆς Πετροντάβα. Λευκό πάντα, γιά ὅλες τίς ἡλικίες, γιά ὅλα τά φύλα. Λευκό στά ροῦχα πού ὅμως ἡ καθαρότητά του δέν συγκρινόταν μέ τήν καθαρότητα τῶν βλεμμάτων τῶν πιστῶν πού τά φοροῦσαν.

Καθώς ἔβγαιναν ἀπό τήν θεία Λειτουργία οἱ πιστοί ἔδειχναν μεταμορφωμένοι, καθαρισμένοι ἀπό κοσμικές ἔγνοιες, ἁγιασμένοι. Καί κάτι περισσότερο ἀπό ἁγιασμένοι, θεωμένοι… Ἤξερα τό γιατί. Γιατί τά πρόσωπά τους ἦταν ἔτσι ὡραῖα, γιατί τά βλέμματα τόσο φωτεινά, γιατί οἱ ἄσχημες γυναῖκες ὀμόρφαιναν, τά μέτωπα τῶν σκληροτράχηλων ξυλοκόπων ἄστραφταν φῶς, λές καί φόρεσαν φωτοστέφανο, τά παιδάκια θύμιζαν ἀγγέλους.

Βγαίνοντας ἀπό τή θεία Λειτουργία, ἄντρες καί γυναῖκες, μεταμορφώθηκαν σέ Θεοφόρους, ἔφεραν δηλαδή τόν Θεό. Εἶχαν κοινωνήσει καί μέσα στίς φλέβες τους ἔρρεε τό αἷμα τοῦ Θεοῦ.

Τέκνα Θεοῦ τώρα, θεωμένοι. Οἱ ἄνθρωποι τοῦτοι, χωρικοί ἄξεστοι, ἐξαθλιωμένοι καί πένητες, ἤξεραν τί ἦταν, γι\’ αὐτό προσεύχονταν πρίν κοινωνήσουν καί ἔλεγαν: Κύριος, ὁ Θεός μου, οἶδα, ὅτι οὐκ εἰμί ἄξιος οὐδέ ἱκανός, ἴνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθης τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς… Καί ὡς κατεδέξω ἐν σπηλαίῳ καί φάτνῃ ἀλόγων… καί ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ… οὕτω κατάδεξαι εἰσελθεῖν εἰς τόν οἶκον τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς, τοῦ λεπροῦ καί ἁμαρτωλοῦ.

Καί μέ τή θεία Μετάληψη ὁ Θεός εἶχε εἰσέλθει «ὑπό τήν στέγην» κάθε ψυχῆς μέσα σέ ὅλες τίς ψυχές τῶν συχωριανῶν μας, πού βγαίνοντας ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία ἔφεραν πιά τόν Θεό ἐντός τους, καί βημάτιζαν προσεχτικά ὅπως βηματίζουμε ὅταν μεταφέρουμε ἕνα πράγμα πολύτιμο. Θεοφόροι, φορεῖς Θεοῦ.

Ὅταν κάποιος κρατάει ἕνα κερί ἤ μιά λαμπάδα, στό πρόσωπό του ἀντανακλᾶ ἡ φλόγα τους, ἀστράφτει. Ὅταν φέρει κάποιος ἐντός του τόν Θεό, τῶν φώτων τό Φῶς, φωτίζεται ἔσωθεν τόσο, ὥστε ἡ σάρκα του ὅλη, τό κορμί του, μεταμορφώνονται, ὀμορφαίνουν.

Οἱ ἠθοποιοί καθώς ἑρμηνεύουν τό ρόλο τους πάνω στή θεατρική σκηνή μεταμορφώνονται ἐντελῶς, τούς πλημμυρίζει τό φῶς τῶν προβολέων. Μέσα σέ τούτη τήν πλημμυρίδα φωτός δύσκολα θά ἀναγνώριζε ἀκόμα κι ὁ γονιός τόν γιό του ἤ τήν θυγατέρα του, τόσο πολύ ἀλλάζουν.

Τό ἴδιο δύσκολα κι ἐγώ ἀναγνώριζα τούς συχωριανούς μου τήν ὥρα πού βγαίνοντας ἀπό τό ναό μετέφεραν τόν Θεό «ὑπό τήν στέγην» τῆς ψυχῆς τους. Τόσο ὡραῖοι, φωτεινοί, θαυμάσιοι ἔδειχναν τώρα.

Δέν εἶδα ποτέ μου δέρμα, σῶμα, ὡραιότερα ἀπό ἐκεῖνα τῶν θεοφόρων ἀνθρώπων, πού κουβαλοῦσαν τήν ἐκθαμβωτική λάμψη Θεοῦ. Ἀποκτοῦσαν σάρκα θεωμένη, ἀνάλαφρη, δίχως ὄγκο, ἀλλοιωμένη ἀπό τήν ἀνταύγεια τοῦ θείου Πνεύματος.

Καθόμουν καί κοίταζα λοιπόν τίς κινήσεις τῶν θεοφόρων χωρικῶν ἔτσι, ὅπως κοιτάζει ὁ θεατής ἕνα θέαμα. Καί ὅμοια μέ τούς θεατές τῶν θεαμάτων, ἤμουν μαγεμένος.

Ὅλοι οἱ χωρικοί, ἀκτινοβολώντας σάν διαμάντια, βάδιζαν καί πλησίαζαν τόν πατέρα μου, ἔστεκαν μπροστά του, λίγα βήματα πιό πίσω, ἔσκυβαν καί προσκυνοῦσαν, ὅπως τό κάνουμε μπροστά στίς εἰκόνες, κι αὐτό μοῦ φαινόταν ἀπολύτως φυσιολογικό. Γιατί ὁ πατέρας μου ἦταν εἰκόνα.

Κατόπιν οἱ χωρικοί, μέ ἑνωμένες τίς δυό παλάμες σέ σχῆμα ποτηριοῦ, ἔπιαναν τό ἁπλωμένο δεξί χέρι τοῦ πατέρα μου, ὅπως ἀγγίζει κανείς ἅγιο λείψανο καί τό γλυκοφιλοῦσαν, τό ἀσπάζονταν ὅπως φιλοῦμε ἅγιο ἄρτο, τήν ἀναφορά, πρίν τήν βάλουμε στό στόμα καί τή φᾶμε. Ὁ κάθε πιστός, ἀσπαζόμενος τό δεξί του χέρι, πρόφερε:

– Εὐλόγησον, πάτερ.

Κι ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε:

– Ὁ Θεός νά σέ εὐλογεῖ, παιδί μου.