Α. Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ
Ἀντίθεση καὶ ἀλληλεπίδραση
Τὸ πρόβλημα τῶν ἱστορικῶν καταβολῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ σὰν ἐρώτημα ἀπόλυτο, ἀλλὰ μόνο στὴ σχέση τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ τὸν Ἑλληνισμὸ στοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες. Ἔτσι τὸ ἐρώτημα τῶν ἱστορικῶν καταβολῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ παίρνει γιὰ μᾶς συγκεκριμένα τὴν ἀκόλουθη σειρά: ποιὸς ἦταν ὁ ρόλος ποὺ διαδραμάτισε ὁ Ἑλληνισμὸς στὴν πρώτη ἱστορικὴ ἐμφάνιση τοῦ Χριστιανισμοῦ; Ὑπῆρξε ἄραγε κάποια παρουσία τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος στὸ ἱστορικὸ αὐτὸ ὑπέδαφος, ποὺ ἔφερε στὸ φῶς τῆς Ἱστορίας τὶς πρῶτες χριστιανικὲς κοινότητες μαζὶ μὲ τὴν πίστη τους στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ; Ποιὰ εἶναι ἡ σχέση Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ στὶς ἱστορικὲς καταβολὲς τοῦ τελευταίου;
Μετὰ τὴ δύση τῆς λεγόμενης «Θρησκειολογικῆς Σχολῆς», ποὺ εἶχε τονίσει μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση τὴ σχέση τοῦ ἀρχικοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ τὶς μυστηριακὲς θρησκεῖες τῆς ἐποχῆς του καὶ ἰδιαίτερα μὲ τὸν Ἑλληνισμό, ἡ σύγχρονη ἔρευνα ἔχει πλέον πεισθῆ ὅτι οἱ ἱστορικὲς ρίζες τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν πρέπει νὰ ἀναζητηθοῦν πρωταρχικὰ στὸν Ἑλληνισμὸ καθαυτὸ ἢ γενικὰ στὸ ἐξωβιβλικὸ θρησκειακὸ περιβάλλον τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀλλὰ στὸν Ἰουδαϊσμὸ τῶν χρόνων ἐκείνων. Ἡ ἀναγνώριση τῶν πρώτων καταβολῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔγινε κυρίως μὲ τὴν ἀνακάλυψη τοῦ ἐσχατολογικοῦ χαρακτῆρος, ποὺ φέρει ὁ ἀρχικὸς Χριστιανισμὸς καὶ ἰδιαίτερα ἡ μορφὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως μᾶς παρουσιάζεται στὰ Εὐαγγέλια. Ἡ πεποίθηση αὐτὴ τῆς σύγχρονης ἔρευνας, ποὺ ξεκινᾶ μὲ τὰ ἔργα κυρίως τῶν J.Weiss καὶ Α. Schweitzer, ἔχει πλέον τόσο βαθιὰ ἑδραιωθῆ, ὥστε κάθε προσπάθεια κατανοήσεως τοῦ προσώπου, τῶν λόγων καὶ τοῦ ἔργου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ συναρτᾶται αὐτομάτως μὲ τὴν ἔρευνα τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ τῶν χρόνων ἐκείνων. Ἡ πεποίθηση ὅτι o Ἰησοῦς Χριστὸς ἦταν «Ἰουδαῖος», ὅτι «ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστι» καὶ ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς ξεπήδησε στὴν Ἱστορία σὰν μία μορφὴ ἐκπληρώσεως τῶν προσδοκιῶν τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἔχει σχεδὸν πλήρως ἐκτοπίσει κάθε παλαιότερη προσπάθεια συσχετισμοῦ τοῦ ἀρχικοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ τὸν Ἑλληνισμό.
Τὸ ἄμεσο, λοιπόν, ὑπέδαφος ποὺ ἐξέθρεψε τὸν ἀρχικὸ Χριστιανισμὸ πρέπει νὰ ἀναζητηθῆ στὸν Ἰουδαϊσμὸ καὶ ὄχι στὸν Ἑλληνισμὸ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Σημαίνει ἄραγε τοῦτο ὅτι πρέπει νὰ ἀποκλεισθῆ κάθε παρουσία καὶ σημασία τοῦ Ἑλληνισμοῦ στὶς ἱστορικὲς καταβολὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ;
Ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτὸ δὲν εἶναι ἀπλή· ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ περιπλοκώτερα προβλήματα τῆς Ἱστορίας. Ἡ αἰτία τῆς δυσκολίας συνίσταται σὲ τοῦτο: Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ὁ Ἰουδαϊσμὸς καὶ ὁ Ἑλληνισμὸς ἀντιπροσωπεύουν γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δυὸ πνευματικὰ καὶ πολιτιστικὰ μεγέθη τόσο ἀσυμβίβαστα μεταξύ τους, ὥστε ἀρκεῖ νὰ διαπιστωθῆ ἡ παρουσία τοῦ ἑνὸς γιὰ νὰ ἀποκλεισθῆ αὐτόματα ἡ παρουσία τοῦ ἄλλου. Ἡ ἀντίθεση μεταξὺ Ἰουδαϊσμοῦ καὶ Ἑλληνισμοῦ ὑπῆρξε τόσο σφοδρή, ὥστε νὰ ὁδηγήση σὲ σκληρούς, μακροχρόνιους καὶ πολλὲς φορὲς αἱματηροὺς ἀγῶνες ἀλληλοεξοντώσεως. Ἀπὸ τὸ ἄλλο ὅμως μέρος, μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐξοντωτικὴ πάλη πραγματοποιόταν μιὰ σταθερὴ καὶ βαθιὰ διείσδυση τοῦ Ἑλληνισμοῦ στὸν Ἰουδαϊσμὸ καὶ ἀντίστροφα. Ὁ Ἑλληνισμὸς ποὺ κυριαρχοῦσε πολιτιστικὰ στὸν ἱστορικὸ χῶρο τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης προκαλοῦσε τὴν ἀντίδραση τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, ἀκριβῶς γιατὶ μὲ τὴν ἀναπόφευκτη διείσδυσή του γινόταν ἀπειλητικὸς γιὰ τὴν ἴδια τὴν ὑπόσταση τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Ἔτσι ἀντίθεση καὶ ἐπίδραση ἐνεργοῦν ταυτόχρονα καὶ κάνουν τὴν ἱστορικὴ εἰκόνα πιὸ πολύπλοκη ἀπὸ ὅσο ἐμφανίζεται συνήθως στὰ μάτια ἐπιπόλαιων ἐρευνητῶν.
Ἡ ἱστορικὴ πραγματικότητα ἐμφανίζεται μάλιστα ἀκόμη πιὸ πολύπλοκη, ἂν σκεφθῆ κανεὶς ὅτι οἱ παράγοντες ποὺ συγκροτοῦν τὸ θρησκευτικὸ περιβάλλον τοῦ ἀρχικοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν εἶναι μόνον ὁ Ἰουδαϊσμὸς καὶ ὁ Ἑλληνισμός, ἀλλὰ καὶ οἱ διάφορες ἀνατολικὲς θρησκεῖες τῆς Αἰγύπτου κ.λπ., καθὼς καὶ ἡ περσικὴ θρησκεία, ποὺ διαδραματίζει ἀποφασιστικότατο ρόλο στὴ διαμόρφωση τόσο τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, ὅσο καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἀπὸ τὴν ἄποψη, λοιπόν, τουλάχιστον τῆς θρησκευτικῆς καταστάσεως τῆς ἐποχῆς ἐκείνης οἱ ὅροι «Ἰουδαϊσμός» καὶ «Ἑλληνισμός» ἀποτελοῦν γενικεύσεις, ποὺ μποροῦν νὰ ἀποδειχθοῦν παραπλανητικές, ἂν δὲν προσέξη κανεὶς πολύ. Ὁπωσδήποτε ὅμως παραμένει γεγονὸς ὅτι, παρὰ τὶς ἀλληλεπιδράσεις μεταξὺ τῶν διαφόρων αὐτῶν θρησκευτικῶν ρευμάτων, δὲν παύει νὰ ἰσχύη μία οὐσιαστικὴ διάκριση τόσο μεταξὺ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὅσο καὶ τῶν ἄλλων παραγόντων, ποὺ ἀναφέραμε προηγουμένως. Ἡ διάκριση αὐτὴ ἐπιτρέπει νὰ γίνη λόγος γιὰ ἕνα ἱστορικὸ καὶ θρησκευτικὸ περιβάλλον, ποὺ εἶναι βασικὰ «Ἰουδαϊκό» καὶ ποὺ σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τοὺς ἄλλους παράγοντες, καὶ ἰδιαίτερα μὲ τὸν Ἑλληνισμό, ἀποτελεῖ τὸ περιβάλλον ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἐμφάνιση τοῦ ἀρχικοῦ Χριστιανισμοῦ.
Οἱ παρατηρήσεις αὐτὲς ὁδηγοῦν στὸ συμπέρασμα ὅτι, γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὴ σχέση Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ στὶς ἱστορικὲς καταβολὲς τοῦ τελευταίου, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀρχίσουμε ἀπὸ τὴ σχέση Ἑλληνισμοῦ καὶ Ἰουδαϊσμοῦ στὰ χρόνια ποὺ προηγοῦνται τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ φθάσουμε στὴ σχέση Ἑλληνισμοῦ καὶ ἀρχικοῦ Χριστιανισμοῦ ὄχι ἀπευθείας, ἀλλὰ διὰ μέσου τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, ποὺ ἀναγνωρίζεται πιὰ ὡς τὸ ἄμεσο ἱστορικὸ περιβάλλον ποὺ γέννησε τὸν Χριστιανισμό.
Οἱ ἑλληνικὲς ἐπιδράσεις στὸν ἑβραϊκὸ χαρακτήρα τοῦ ἰουδαϊσμοῦ
Ὁ Ἑλληνισμὸς ἐπιδρᾶ στὸν Ἰουδαϊσμὸ τῶν ἑλληνιστικῶν χρόνων σὲ ὅλα σχεδὸν τὰ ἐπίπεδα (πολιτικό, οἰκονομικό, στρατιωτικό, πολιτιστικό, φιλοσοφικὸ καὶ θρησκευτικὸ) τόσο σὲ περιόδους θρησκευτικῆς ἀνοχῆς κυρίως τότε, ὅσο καὶ σὲ περιόδους συγκρούσεων καὶ διωγμοῦ. Ἡ γνώμη ὅτι ὁ Ἰουδαϊσμὸς τῆς Παλαιστίνης (ἀπὸ τὸν ὁποῖο γεννᾶται ἱστορικὰ ὁ Χριστιανισμός) σὲ σύγκριση μὲ αὐτὸν τῆς Διασπορᾶς παρέμεινε οὐσιαστικὰ ἀνέπαφος ἀπὸ τὸν Ἑλληνισμό, ἀποδεικνύεται ἐσφαλμένη. Μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ κυοφοροῦνται στοὺς χρόνους ποὺ ἐξετάσαμε ἀλλοιώσεις τοῦ παραδοσιακοῦ ἑβραϊκοῦ χαρακτῆρος τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ μεγάλης σημασίας γιὰ ὅ,τι θὰ συμβῆ ἀργότερα. Οἱ βασικότερες ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀλλοιώσεις σχετίζονται μὲ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς συστηματικῆς καὶ θεωρητικῆς σκέψεως στὸν Ἰουδαϊσμὸ μὲ τὴ συστηματικὴ θεώρηση τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας, ποὺ συνεπάγεται μία διεύρυνση τοῦ πνευματικοῦ ὁρίζοντος πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς ἑνότητας καὶ παγκοσμιότητας τῆς Ἱστορίας, μιὰ κατεύθυνση ποὺ ἦταν ἤδη δυναμικὰ παροῦσα στὴ βιβλικὴ ἔννοια τῆς δημιουργίας.
Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ θὰ ἦταν λάθος νὰ νομισθῆ ὅτι ἡ διείσδυση αὐτὴ τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐξαφάνισε ἐντελῶς τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Ἡ συσπείρωση γύρω ἀπὸ τὴν torah καὶ τὴν προφητικὴ παράδοση ἦταν τόσο ἰσχυρή, ἰδιαίτερα μετὰ τὴν προσπάθεια τοῦ βίαιου ἐξελληνισμοῦ τῶν Ἰουδαίων ἀπὸ τὸν Ἀντίοχο Δ´, ὥστε ἡ ἐπάνοδος στὰ ἀρχικὰ οὐσιαστικὰ συστατικὰ τῆς ἑβραϊκῆς θρησκείας νὰ εἶναι δυνατὴ ἀκόμη καὶ κάτω ἀπὸ τὶς πιὸ ἀντίξοες συνθῆκες. Ἔτσι νέες μορφὲς θεωρήσεως τοῦ κόσμου, ὅπως ἡ Ἀποκαλυπτική, ἀντὶ νὰ ἐξαλείψουν τελικά, διαιωνίζουν τὴν ἀρχαία ἑβραϊκὴ νοοτροπία. Στὶς ἡμέρες τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ ἡ ἐσχατολογικὴ προσδοκία, ποὺ εἶχε καλλιεργήσει ἡ Ἀποκαλυπτική, δίνει τὴ βάση γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς νέας πίστεως σὲ καθαρὰ ἑβραϊκὰ προφητικὰ σχήματα σκέψεως. Ἡ θεώρηση τοῦ κόσμου κάτω ἀπὸ τὸ πρίσμα τῆς Ἱστορίας καὶ ὄχι τοῦ ἀφηρημένου θρησκευτικοῦ στοχασμοῦ ἢ τῆς κοσμολογίας παραμένει τὸ σημεῖο συνδέσεως τῆς νέας πίστεως, ποὺ θὰ ἀναπτυχθῆ γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸν παραδοσιακὰ ἑβραϊκὸ Ἰουδαϊσμὸ μᾶλλον παρὰ μὲ τὸν Ἑλληνισμό.
Ἐν τούτοις ὁ Ἑλληνισμὸς διαδραμάτισε ἕναν καίριο διπλὸ ρόλο σὲ ὅλη τὴν ἐξέλιξη αὐτὴ ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊσμὸ στὸν Χριστιανισμό. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος μὲ τὴν ἀπειλητικὴ παρουσία του καὶ τὴ διείσδυσή του στὸν Ἰουδαϊσμὸ συνετέλεσε στὸ νὰ στενέψη ἡ καρδιὰ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ σὲ μία ἀποκλειστικότητα ἐθνικιστική, ποὺ ταύτιζε τὸν Νόμο μὲ τὸ γράμμα τῶν διατάξεών του καὶ τὴν ἐσχατολογικὴ προσδοκία μὲ τὰ στενὰ πολιτικὰ καὶ ἐθνικὰ συμφέροντα τῶν Ἰουδαίων, ἦταν μία στάση αὐτοάμυνας καὶ αὐτοπροστασίας, ποὺ ἀναπτύχθηκε φυσικὰ μετὰ τὶς διεισδυτικὲς ἐπιτυχίες τοῦ Ἑλληνισμοῦ, καὶ ὁδήγησε στὴν κατάσταση, στὴν ὁποία βρίσκουμε τὸν Ἰουδαϊσμὸ στὰ χρόνια του Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ τὴν κατάσταση αὐτή, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὶς ἀπέραντες προσηλυτιστικὲς δυνατότητες ποὺ εἶχε ὁ Ἰουδαϊσμὸς στὸν ἑλληνορωμαϊκὸ χῶρο, ὕστερα ἀπὸ τὸ κύρος ποὺ τοῦ ἔδωσαν οἱ ἐπιτυχίες τοῦ Μακκαβαϊκοῦ πολέμου καὶ ἡ ὑπεροχὴ καὶ ἕλξη τῆς μονοθεϊστικῆς καὶ ἠθικῆς διδασκαλίας του, δημιουργήθηκε τὸ δίλημμα τῆς ἰουδαϊκῆς θρησκείας μεταξὺ ἑνὸς ἀνοίγματος πρὸς τὰ «ἔθνη» καὶ μιᾶς συντηρητικῆς αὐτοπροστασίας τῆς ἐθνικῆς του ταυτότητος. Ὁ μεγάλος ἀριθμὸς τῶν «προσηλύτων» στὰ χρόνια του Ἰησοῦ, ποὺ διστάζουν νὰ κάμουν τὸ τελικὸ βῆμα τῆς πλήρους ἐντάξεώς τους στὸν Ἰουδαϊσμό, μαρτυρεῖ τὴν τραγικότητα τοῦ διλήμματος αὐτοῦ, ποὺ δημιούργησε ὁ Ἑλληνισμὸς στὸν Ἰουδαϊσμὸ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἀπὸ αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν ἀδυναμία τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ ξεπήδησε ἡ δυνατότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Παρεξηγημένος σὰν μία ἀπειλὴ κατὰ τοῦ Νόμου καὶ τῆς ἰουδαϊκῆς αὐτοσυνειδησίας, ὁ Χριστιανισμός, μὲ τὸ προφητικό του πνεῦμα ἀνοίγεται πρῶτα πρὸς τοὺς μισητοὺς Σαμαρεῖτες καὶ ἔπειτα στοὺς μὴ Ἰουδαίους γενικά. Ἡ ἱστορικὴ εὐκαιρία τοῦ Χριστιανισμοῦ προπαρασκευάζεται ἔτσι ἀπὸ τὸν διχασμὸ ποὺ δημιουργεῖται στὴν καρδιὰ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ ἀνάμεσα στὶς οἰκουμενικὲς δυνατότητες ποὺ ἔκρυβε ἡ βιβλικὴ πίστη του καὶ στὴν ἀνάγκη τῆς αὐτοπροστασίας καὶ ἐπιβιώσεώς του ὡς ἐθνικῆς ὁμάδος. Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγάλη συμβολὴ (ἀρνητικά) του Ἑλληνισμοῦ στὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστιανισμοῦ: ἡ πρόκληση μιᾶς γόνιμης «κρίσεως συνειδήσεως» στὸν Ἰουδαϊσμό, μιᾶς κρίσεως ποὺ θὰ προκαλέση ἀργότερα καὶ στὸν Χριστιανισμὸ τὸ ἴδιο «προκλητικὸ» ἑλληνικὸ πνεῦμα. Ἔτσι, ὅπως θὰ δοῦμε, οἱ πρῶτοι ποὺ θὰ ἀναγνωρίσουν καὶ θὰ ἐγκολπωθοῦν τὶς δυνατότητες τοῦ Χριστιανισμοῦ θὰ εἶναι οἱ Ἑλληνιστὲς Ἰουδαῖοι, αὐτοὶ δηλαδὴ ποὺ πιὸ πολὺ ἀπὸ κάθε ἄλλον ζοῦν τὸν ἐσωτερικὸ αὐτὸ διχασμὸ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ.
Ἀλλὰ ἡ συμβολὴ αὐτὴ τοῦ Ἑλληνισμοῦ στὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστιανισμοῦ συνοδεύεται, σὰν τὴν ἄλλη ὄψη τοῦ ἴδιου νομίσματος, ἀπὸ κάτι πολὺ πιὸ θετικό. Εἴδαμε πόσο σημαντικὴ ὑπῆρξε γιὰ τὸν Ἰουδαϊσμὸ ἡ τάση ποὺ ἀπέκτησε κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος νὰ σκέπτεται «Ὀντολογικά», νὰ συνδυάζη δηλαδὴ τὰ πρακτικὰ καὶ ἱστορικὰ διαφέροντα, ποὺ τοῦ κληροδότησε ἡ ἑβραϊκὴ σκέψη, μὲ τὸ ἐρώτημα τοῦ ὄντος, τοῦ σταθεροῦ σημείου ἀναφορᾶς τῆς πραγματικότητος. Χάρη στὸ νέο αὐτὸ στοιχεῖο ποὺ εἰσάγει ὁ Ἑλληνισμός, δυὸ τουλάχιστον θεμελιακὲς προϋποθέσεις δημιουργοῦνται γιὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστιανισμοῦ: α) ἡ ἑνότητα καὶ παγκοσμιότητα τῆς Ἱστορίας, ποὺ θὰ χρησιμεύση ὡς ὑπέρβαση τῆς ἐθνικιστικῆς στενότητος, ποὺ εἶχε κυριεύσει τὸν Ἰουδαϊσμό, καὶ ὡς ἀξιοποίηση τῆς βιβλικῆς ἐννοίας τῆς δημιουργίας μὲ ἀπέραντες δυνατότητες ἱεραποστολῆς γιὰ τὸν Χριστιανισμό, καὶ β) ἡ Χριστολογία, ποὺ χάρη στὴν ἑλληνικὴ αὐτὴ προεργασία θὰ ἀντικαταστήση τὴν Ὀντολογία τοῦ Νόμου, τοῦ σταθεροῦ αὐτοῦ σημείου ἀναφορᾶς τῆς ἰουδαϊκῆς συνειδήσεως, μὲ τὴν Ὀντολογία ἑνὸς προσώπου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ ταυτιζόμενος μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ θὰ γίνη τὸ σταθερὸ σημεῖο ἀναφορᾶς ὅλης τῆς Ἱστορίας. Ἔτσι ἡ παρουσία τῆς ἑλληνικῆς σκέψεως στὶς ἱστορικὲς διεργασίες, ποὺ ὁδηγοῦν στὴν πρώτη Χριστολογία, ἀντιπροσωπεύει τὸ βασικότερο θέμα ποὺ πρέπει νὰ ἑλκύση τὴν προσοχή μας.
Β. Η ΠΑΥΛΕΙΑ ΣΥΝΘΕΣΗ
Ἡ θέση τοῦ Παύλου στὸ θέμα τῆς σχέσεως Ἑλλήνων καὶ Ἰουδαίων
Ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν ἐπιχειρηματολογία ποὺ ἀναπτύσσει στὴν «Πρὸς Γαλάτας» ἐπιστολή του, ἡ διαμόρφωση τῆς θέσεως τοῦ Παύλου στὸ θέμα τῆς σχέσεως Ἑλλήνων καὶ Ἰουδαίων στὸν Χριστιανισμὸ ἀρχίζει ἀπὸ τὴ ριζικὴ ἀναθεώρηση τῆς ραββινικῆς θεολογίας τῶν Φαρισαίων, τὴν ὁποία εἶχε μελετήσει καὶ στὴν ὁποία ἀνῆκε καὶ ὁ ἴδιος πρὶν γίνη χριστιανὸς («κατὰ νόμον Φαρισαῖος»). Προσεκτικὴ μελέτη τῆς ἐπιχειρηματολογίας του αὐτῆς δείχνει ὅτι τὸ καίριο σημεῖο διαφωνίας του μὲ τὴ θεολογία τῶν Φαρισαίων ἀφοροῦσε τὴν ἰδέα τους ὅτι ὁ ἄνθρωπος δικαιώνεται ἔναντι τοῦ θεοῦ μόνον ἂν τηρήση τὸν Νόμο καὶ μάλιστα ἂν τὸν τήρηση ὁλόκληρο. Ἡ ἰδέα αὐτὴ ἔφερε αὐτόματα σὲ σύγκρουση τὸν Χριστιανισμὸ μὲ τὸν Ἰουδαϊσμὸ τῶν Φαρισαίων, γιατὶ οἱ Ἰουδαῖοι ποὺ ἔγιναν Χριστιανοὶ μετέθεσαν τὴ βάση τῆς δικαιώσεώς τους ἀπὸ τὸν Νόμο στὸ πρόσωπο τοῦ Μεσσία, τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ καὶ ὄχι μόνον ὁ Παῦλος ἀνοίγουν πιὰ τὸν δρόμο γιὰ τὴ δικαίωση ἔναντι τοῦ θεοῦ σὲ ὅλους ὅσοι δὲν γνωρίζουν ἢ δὲν τηροῦν τὸν Νόμο, ὁλικὰ ἢ μερικά. Αὐτὸ ἐπιτρέπει στὸν Παῦλο νὰ θέση τὸ καίριο ἐρώτημα (στὸν Πέτρο ἀλλὰ κατ᾿ επέκταση καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανούς): «εἰ σὺ Ἰουδαῖος ὑπάρχων ἐθνικῶς καὶ οὐχὶ ἰουδαϊκῶς ζῆς, πῶς τὰ ἔθνη ἀναγκάζεις ἰουδαΐζειν;» (Γαλ. 2, 14). Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται τὸ ἀποφασιστικὸ σημεῖο στὴ σχέση Χριστιανισμοῦ καὶ ἐθνικῶν. Ἐφόσον ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου στηρίζεται πιὰ στὴν πίστη στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι στὴν τήρηση τοῦ Νόμου, ἡ πόρτα ἀνοίγει ἀναπόφευκτα καὶ σὲ ὅσους δὲν τηροῦν ἢ δὲν γνωρίζουν κὰν τὸν Νόμο.
Αὐτὸ φαίνεται νὰ δημιουργῆ μία πλήρη ἐξίσωση Ἰουδαίων καὶ Ἑλλήνων ἔναντι τοῦ θεοῦ. Ἔτσι μπορεῖ νὰ διακήρυξη ὁ Παῦλος ὅτι «οὐκ ἔστι διαστολὴ Ἰουδαίου τε καὶ Ἕλληνος» καὶ ὅτι στὴν κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην… πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἔστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Ὡστόσο ὑπάρχει πάντοτε, γιὰ τὸν Παῦλο τουλάχιστον, μιὰ διάκριση. Ἡ διάκριση αὐτὴ βρίσκεται στὸ γεγονὸς ὅτι, ἐνῶ ὅλοι Ἰουδαῖοι καὶ Ἕλληνες εἶναι πιὰ δικαιωμένοι καὶ ἴσοι ἔναντι τοῦ Θεοῦ, οἱ ἐπαγγελίες καὶ ὁ ἴδιος ὁ Μεσσίας προῆλθαν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ ὄχι ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες. Μὲ ἀλλὰ λόγια οἱ Ἰουδαῖοι προηγοῦνται στὸν Χριστιανισμὸ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, ὄχι μόνο χρονικὰ ἀλλὰ καὶ οὐσιαστικά, ἀφοῦ μὲ τὸ νὰ γίνουν χριστιανοὶ οἱ Ἕλληνες γίνονται οὐσιαστικὰ «σπέρμα τοῦ Ἀβραάμ», ὅπως βιάζεται νὰ προσθέση ὁ Παῦλος ἀμέσως μετὰ τὴ διακήρυξη ὅτι εἶναι πιὰ ἴσοι ἐν Χριστῷ. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ ἀρχίση πρῶτα ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους («Ἰουδαίῳ τε πρῶτον καὶ Ἕλληνι»). Γι᾿ αὐτὸ θὰ εὐχόταν ὁ ἴδιος νὰ γίνη ἀνάθεμα, ἀρκεῖ νὰ σωθοῦν οἱ Ἰουδαῖοι (Ρωμ. 9, 3). Γι᾿ αὐτό, γιὰ τὸν Παῦλο τουλάχιστον, ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ὁλοκληρωμένη ὡσότου εἰσέλθη καὶ ὁ Ἰσραὴλ σ᾿ αὐτήν. Τὶς ἰδέες αὐτὲς τὶς ἀναπτύσσει ὁ Παῦλος διεξοδικά, στὰ κεφάλαια 9-11 τῆς «Πρὸς Ρωμαίους» ἐπιστολῆς του. Ἀπευθυνόμενος ἐκεῖ στοὺς ἐθνικοὺς ποὺ ἔγιναν χριστιανοὶ βλέπει μπροστά του ἕνα συγκλονιστικὸ «μυστήριο» τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ: ἡ ἀπείθεια τῶν Ἰουδαίων στὸ κήρυγμα περὶ Χριστοῦ ἀνοίγει τὸν δρόμο στοὺς μὴ Ἰουδαίους νὰ γίνουν δεκτοὶ στὶς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ ποὺ δόθηκαν στοὺς Ἰουδαίους. Τώρα ὅμως ἐδῶ εἶναι ἕνα βαρυσήμαντο σημεῖο, ὁ Ἰσραὴλ θὰ σωθῆ πιὰ μόνο περνώντας ἀπὸ τοὺς ἐθνικοὺς («τῷ ὑμετέρῳ ἐλέει ἵνα καὶ αὐτοὶ Ἰουδαῖοι ἐλεηθῶσι», Ρωμ. 11, 31). Γιὰ κάποιον ποὺ πίστευε, ὅπως ὁ Παῦλος, σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου βρίσκεται μόνο στὸν Ἰουδαϊσμό, εἶναι συγκλονιστικὸ νὰ σκεφθῆ ὅτι ὁ Ἰσραὴλ τελικὰ θὰ σωθῆ περνώντας ἀπὸ μία κοινωνία, τὴν Ἐκκλησία, ποὺ βασικὰ πιὰ τὴν ἀποτελοῦν οἱ Ἕλληνες ἐθνικοί: «Ὢ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ! ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ», ἀναφωνεῖ στὸ τέλος τοῦ 11ου κεφαλαίου. Τὸ γεγονὸς τῆς παρουσίας τῶν Ἑλλήνων καὶ μάλιστα κατὰ πλειονότητα στὴν Ἐκκλησία εἶναι γιὰ τὸν Παῦλο ἡ ἀνατροπὴ κάθε λογικῆς καὶ κάθε σοφίας, ὅπως τὴν εἶχε μάθει στὴ θρησκευτική του διαπαιδαγώγηση. Γι᾿ αὐτό, ὅταν γράφεται ἡ «Πρὸς Ἐφεσίους» ἐπιστολή, σὲ μιὰ ἐποχὴ (ἀρχὲς ἴσως τοῦ 60 μ.Χ.), ποὺ πιθανὸν νὰ εἶχε γίνει ἤδη σαφὲς ὅτι βασικὰ ἡ Ἐκκλησία συνδέεται πιὰ ἱστορικὰ μὲ τὸν Ἑλληνισμό, τὸ ὅλο θέμα τῆς θέσεως τῶν Ἑλλήνων μέσα στὴν Ἐκκλησία, δηλαδὴ τῆς ἑνότητος Ἰουδαίου καὶ Ἕλληνος σὲ ἕνα σῶμα, χαρακτηρίζεται ὡς ἀνεξερεύνητο μυστήριο, ὡς ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν ἀπόδειξη τῆς ἐπεμβάσεως τοῦ Θεοῦ στὴν Ἱστορία.
Ὁ Παῦλος καὶ οἱ ἑλληνικὲς κατηγορίες σκέψεως
Ἂν ἐπιχειρήσουμε, τολμηρότατο μέσα σὲ λίγες γραμμές, νὰ δώσουμε μία εἰκόνα τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο ἀφομοιώνονται καὶ ἀλλοιώνονται στὴ σκέψη τοῦ Παύλου τόσο οἱ ἑβραϊκές, ὅσο καὶ οἱ ἑλληνικὲς κατηγορίες σκέψεως, γιὰ νὰ βγῆ ἀπὸ αὐτὲς τὸ νέο, τὸ καθαρὰ χριστιανικὸ ἢ Παύλειο, θὰ πρέπει νὰ θυμηθοῦμε τὰ γενικὰ πλαίσια τῆς θεολογικῆς σκέψεως τοῦ Παύλου καὶ νὰ τοποθετήσουμε μέσα σ᾿ αὐτὰ τὶς εἰδικὲς περιπτώσεις τῶν ὅρων ἢ νοημάτων ποὺ ὑφίστανται τὴν ἀλλοίωση. Βασικὰ ὁ Παῦλος βλέπει τὸν ἄνθρωπο καὶ γενικὰ τὸ θέμα τῆς ἀλήθειας μέσα στὰ βιβλικὰ πλαίσια τῆς δημιουργίας καὶ τῆς ἱστορίας τῆς σωτηρίας, ὅπως αὐτὰ πραγματοποιοῦνται στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στὴν Ἐκκλησία. Κάθε ἔννοια, εἴτε ἑβραϊκὴ εἴτε ἑλληνικὴ εἶναι ἡ προέλευσή της, περνᾶ μέσα ἀπὸ τὸ διυλιστήριο αὐτό, ὅπου ἀποκτᾶ τὴ νέα σημασία της. Αὐτὸ συμβαίνει π.χ. μὲ τὴ χρήση τοῦ ὅρου «συνείδησις» (καὶ τοῦ ρηματικοῦ τύπου «σύνοιδα»), ποὺ τὸν συναντοῦμε πολὺ συχνὰ στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου. Ἡ ἑλληνικὴ σκέψη ἀρχίζει, χρονολογικὰ καὶ οὐσιαστικά, ἀπὸ τὴν ἀντίληψη τοῦ ἀνθρώπου ὡς σκεπτομένου ὄντος ποὺ ἀποκτᾶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο «συνείδηση» τοῦ κόσμου ἀλλὰ καὶ τοῦ ἑαυτοῦ του, μαζὶ μὲ ὅλες τὶς πολώσεις ποὺ περιλαμβάνονται στὸν τελευταῖο καὶ ποὺ ὁδηγοῦν στὰ ἠθικὰ διλήμματα καὶ στοὺς «ἐλέγχους». Ἀπὸ ἐκεῖ ὁδηγεῖται ἡ ἑλληνικὴ σκέψη στὴν ἠθικὴ ἔννοια τῆς συνειδήσεως, ποὺ ἐπικρατεῖ ἰδιαίτερα στοὺς χρόνους λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη. Στὴν ἑβραϊκὴ νοοτροπία, ἀντίθετα, ἡ βάση τῆς γνώσεως γενικὰ βρίσκεται στὸν θεὸ καὶ στὸν λόγο του, ὁ ὁποῖος δημιουργεῖ τὴ συνείδηση ὄχι πιὰ στὸν ἀνθρώπινο νοῦ, ἀλλὰ στὴν «καρδίαν» τοῦ ἀνθρώπου, στὸν χῶρο τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς ἀγάπης. Ὁ Παῦλος μὲ ἕναν τρόπο δημιουργικὸ συνθέτει τὶς δυὸ αὐτὲς ἔννοιες καὶ τὶς ἀλλοιώνει τοποθετώντας τες σὲ νέο φῶς: ἡ συνείδηση εἶναι βέβαια καὶ γι᾿ αὐτὸν γνώση καὶ αὐτογνωσία, ποὺ περιλαμβάνει «ἔλεγχον», δὲν πηγάζει ὅμως ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὶς νοητικές του ἱκανότητες, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει μόνο γιατὶ γνωρίζεται ἀπὸ τὸν Θεό. Κάτοπτρο αὐτῆς τῆς συνειδήσεως εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ οἱ σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στὴν Ἐκκλησία. Ἔτσι φθάνει νὰ πῆ ὁ Παῦλος τὸ πρωτότυπο αὐτό, ὅτι ἡ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου ἀξιολογεῖται οὐσιαστικά, πραγματώνεται ὄχι ἀπὸ τὸν ἴδιο οὔτε ἁπλῶς ἀπὸ τὸν θεό, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, μέσα στὴν κοινότητα τῆς Ἐκκλησίας (βλ. π.χ. Α´ Κορ. 8, 7-13, Β´ Κορ. 5, 11, καὶ ἰδιαίτερα Α´ Κορ. 10, 29). Ἔτσι ἡ ὅλη γνωσιολογία μεταφέρεται στὸν χῶρο τῆς ἀγάπης (Α´ Κορ. 8,2-3) καὶ ἡ ἀγάπη ἀπὸ «πρακτικὴ» καὶ «συναισθηματικὴ» κατηγορία γίνεται γνωσιολογικὴ ἔννοια. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ ἑλληνικὴ σκέψη δὲν ἀπορρίπτεται: πρόκειται καὶ πάλι γιὰ μία «συνείδηση» μὲ γνωσιολογικὸ καὶ κριτικὸ περιεχόμενο, ποὺ ἐπιτρέπει τὴ χρήση τοῦ ὅρου καὶ γιὰ τοὺς ἐθνικοὺς (μὲ τὴν ἔννοια ποὺ βρίσκουμε στὴν ἐπιστολὴ πρὸς Ρωμαίους 2, 15). Ὑφίσταται ὅμως μία βασικὴ ἀλλοίωση ποὺ τῆς ἀφαιρεῖ τὴν ἀνθρωποκεντρικότητα καὶ κάθε δυνατότητα αὐτονομίας, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τῆς προσδώση πραγματικὰ καὶ τῆς προσέδωσε ἡ ἑλληνικὴ σκέψη. Τῆς ἀφαιρεῖ ἐπίσης κάθε ἀδιέξοδο καὶ ἀρνητικότητα, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τῆς προσδώση ἡ ἑβραϊκὴ ἀντίληψη περὶ θείας κρίσεως. Διαμορφωμένη στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλαδὴ τῆς χριστιανικῆς κοινότητος, ἡ «συνείδηση» ἀποκτᾶ κάτι τὸ λυτρωτικὸ ποὺ βρίσκεται στὴν ἀγάπη.
Γενικὰ ὅλοι οἱ ἀνθρωπολογικοὶ ὄροι, ὅπως οἱ συναφεῖς μεταξύ τους σῶμα-σάρξ-νοῦς-πνεῦμα κλπ., ὑφίστανται παρόμοιες ἀλλοιώσεις στὴ σκέψη τοῦ Ἀποστόλου. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ὁρίζεται πιὰ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶναι καθαυτός, ἀπὸ τὴν οὐσία του (τὴν ὑλικὴ ἢ τὴν πνευματική), ἀλλὰ ἀπὸ τὴ σχέση του μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τοὺς ἄλλους. Πρόκειται γιὰ μία ἀλλοίωση τῆς ὅλης Ὀντολογίας πού, ὅπως θὰ δοῦμε ἀργότερα, διαδραματίζει βασικὸ ρόλο στὴ φιλοσοφία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Μιὰ τέτοια ἀλλοίωση ἐπιτρέπει στὸν Παῦλο νὰ χρησιμοποιῇ ἑλληνικὰ ἀνθρωπολογικὰ σχήματα, ὅπως οἱ ἀντιθέσεις «σὰρξ πνεῦμα» κλπ., χωρὶς νὰ δέχεται ἢ νὰ δημιουργῇ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ὀντικὲς κατηγορίες καὶ δυαλιστικὰ σχήματα (νέο)πλατωνικῆς ἢ ἄλλης φύσεως. Ἔτσι μιὰ ἔννοια, ὅπως τὸ «σῶμα», γίνεται γι᾿ αὐτὸν τὸ «σκῆνος» ἀπὸ τὸ ὁποῖο «εὐδοκοῦμεν μᾶλλον ἐκδημῆσαι… καὶ ἐνδημῆσαι πρὸς Κύριον» κάτι ποὺ τόσο εὔκολα μπορεῖ νὰ παρεξηγηθῇ νεοπλατωνικὰ ἀλλὰ συγχρόνως καὶ ἡ πιὸ ἱερὴ καὶ θετικὴ ὀντολογικὴ κατηγορία, τὸ νῆμα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Εὐχαριστίας, τοῦ κάθε πιστοῦ, δηλαδὴ ὁ ὅρος ποὺ ἐκφράζει ὄχι μόνο τὴν ἀδιαίρετη ἀκεραιότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ σωτηρία του.
Ἡ διεργασία αὐτὴ ποὺ ὑφίσταται ἡ ἑλληνικὴ «σοφία» στὴ σκέψη τοῦ Παύλου ἐπεκτείνεται οὐσιαστικὰ σὲ ὅλη τὴ θεολογία του καὶ εἶναι ἀνάλογη πρὸς ἐκείνη ποὺ πραγματοποιεῖται γενικὰ στὶς πρῶτες χριστιανικὲς κοινότητες.
Γ. Η ΑΛΛΗΛΟΠΕΡΙΧΩΡΗΣΗ
Ἐκχριστιανισμὸς τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ ἐξελληνισμὸς τοῦ χριστιανισμοῦ
Ὁ 2ος αἰ. ἦταν κρίσιμος γιὰ τὶς σχέσεις Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ. Εἶχε γίνει πιὰ σαφὲς ὅτι ἡ ἱστορικὴ πορεία τοῦ Χριστιανισμοῦ ἦταν δεμένη ὁριστικὰ μὲ τὸν Ἑλληνισμό. Ὁ δεσμὸς ὅμως αὐτὸς δὲν ἦταν χωρὶς κινδύνους γιὰ τὸν Χριστιανισμό. Ὁ πιὸ μεγάλος κίνδυνος ἦταν νὰ ἐξελληνισθῇ τόσο πολὺ ὁ Χριστιανισμός, ὥστε νὰ ἀποτελέση οὐσιαστικὰ ἕνα παρακλάδι, μίαν «αἵρεση» τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Στὶς αἱρέσεις ὁ κίνδυνος αὐτὸς δὲν ἀποφεύχθηκε. Κοσμοθεωριακὰ στοιχεῖα τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀντικατέστησαν βασικὲς θέσεις τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀλλάξῃ ριζικὰ ὁ χαρακτήρας τοῦ τελευταίου. Στὴν περίπτωση τῶν Ἀπολογητῶν ἡ ἀντικατάσταση αὐτὴ ἦταν μόνο μερική. Χάρη στὴν ἐκλεκτικότητα τῶν χριστιανῶν αὐτῶν στοχαστῶν, πολλὲς ἀπὸ τὶς βασικὲς κοσμοθεωριακὲς θέσεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ δὲν βρῆκαν τὸν δρόμο τους στὸν Χριστιανισμό. Οἱ Ἀπολογητὲς ἐπέμεναν στὴ διατήρηση βασικῶν ἄρθρων τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπέρριπταν κάθε ἑλληνικὴ διδασκαλία ποὺ ἦταν ἀντίθετη σ᾿ αὐτά. Ἀλλὰ ἡ ἑλληνικὴ σκέψη δὲν ἦταν κάτι ποὺ μποροῦσε νὰ περιορισθῇ σὲ συγκεκριμένα «θέματα» ἢ ἄρθρα πίστεως. Διαπερνοῦσε τὰ πάντα καὶ ἀποτελοῦσε σὲ τελευταῖα ἀνάλυση ὑπόθεση μεθοδολογίας, ἀφοροῦσε δηλαδὴ στὴ στάση ποὺ παίρνει ὁ ἄνθρωπος γενικὰ ἀπέναντι στὸν κόσμο καὶ στοὺς θεούς. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτό, ὅπως εἴδαμε, οἱ Ἀπολογητές, στὴν προσπάθειά τους νὰ ἐναρμονίσουν τὸν Χριστιανισμὸ μὲ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ἄφησαν τὸν Ἑλληνισμὸ νὰ διαπεράσῃ τὴ χριστιανικὴ στάση ἀπέναντι στὸν κόσμο κατὰ ἕνα τρόπο ἐπικίνδυνο. Τὸ φαινόμενο αὐτὸ τὸ ὀνομάσαμε ἤπιο ἐξελληνισμὸ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Οἱ Ἀπολογητὲς δὲν ἦταν οἱ ἴδιοι αἱρετικοὶ – καὶ αὐτὸ χάρη στὴν ἐκλεκτικότητά τους. Ἔριξαν ὅμως τὰ σπέρματα τρομερῶν αἱρέσεων ποὺ ταλαιπώρησαν τὴν Ἐκκλησία στὸν 3ο καὶ τὸν 4ο αἰ.
Ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιμετώπισε ἢ Ἐκκλησία τόσο τὶς πρῶτες αἱρέσεις ποὺ ἐξετάσαμε ὅσο καὶ αὐτὲς ποὺ προέκυψαν ἀργότερα ἀπὸ τὸν «ἤπιο ἐξελληνισμὸ» τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπὸ τοὺς Ἀπολογητές, συνδέεται οὐσιαστικὰ μὲ τὸ ὅλο πρόβλημα τῆς σχέσεως Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ τὸν 2ο αἰ. Παράλληλα μὲ τὴν κίνηση τόσο τοῦ ἀκραίου ὅσο καὶ τοῦ ἤπιου ἐξελληνισμοῦ τοῦ Χριστιανισμοῦ, γιὰ τοὺς ὁποίους ἀναφέραμε παραπάνω, ἀναπτυσσόταν τὸν 2ο αἰ. καὶ μία ἀντίστροφη πορεία στὴ σχέση Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ. Ἦταν ἡ προσπάθεια τοῦ Χριστιανισμοῦ νὰ κατακτήσῃ αὐτὸς οὐσιαστικὰ τὸν Ἑλληνισμό, νὰ γίνῃ δηλαδὴ ἕνας ἐκχριστιανισμὸς τοῦ Ἑλληνισμοῦ ὄχι στὴν ἐπιφάνεια ἀλλὰ στὴν οὐσία.
Τὸ ἐνδιαφέρον στὴν ἱστορία τῆς ἐποχῆς ποὺ ἐξετάζουμε εἶναι ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ ἔκαναν τὴν πρώτη αὐτὴ προσπάθεια ἐκχριστιανισμοῦ τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἦταν οἱ ἴδιοι οἱ Ἕλληνες. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἐκχριστιανισμὸς αὐτὸς δὲν ἦταν μία ἄρνηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἦταν μία μεταμόρφωση, στὴν ὁποία τὰ βασικὰ ἐρωτήματα καὶ ἐνδιαφέροντα τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος ἱκανοποιήθηκαν μὲ ἀπαντήσεις ποὺ δὲν ἦταν πιὰ «ἑλληνικές». Ἔτσι ἡ μεγάλη αὐτὴ μεταμόρφωση ἀπέδειξε ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς μπόρεσε νὰ κάνῃ μία βαθιὰ διάκριση ἀνάμεσα στὰ ἐρωτήματα καὶ στὶς ἀπαντήσεις τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Γιατὶ ὑπῆρχαν πραγματικὰ ἐρωτήματα ὄχι μόνο βέβαια διανοητικά, ἀλλὰ κυρίως ὑπαρξιακὰ ποὺ μόνον οἱ Ἕλληνες μὲ τὸν τρόπο τῆς σκέψεώς τους ἦταν σὲ θέση νὰ προβάλουν. Μερικὰ ἀπὸ αὐτά, ὅπως τὸ κοσμολογικό, τὸ Ὀντολογικὸ κλπ. Ἀλλὰ ἀκριβῶς τὸ ὅτι τέτοια ἐρωτήματα καὶ ἀγωνίες τυπικά, καὶ ἀποκλειστικά, ἑλληνικές, βρῆκαν ἱκανοποίηση σὲ μία κοσμοθεωρία ποὺ στὴ βάση της τὴν ἰουδαϊκὴ δὲν ἔθετε ποτὲ τέτοιου εἴδους ἐρωτήματα, αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ θαῦμα ποὺ ἐπιτέλεσαν οἱ Ἕλληνες Πατέρες. Τὸ θαῦμα αὐτό, ποὺ ἀπαιτοῦσε δημιουργικὴ σκέψη σπάνια, ὁλοκληρώθηκε βέβαια καὶ ἔδειξε τὸ μεγαλεῖο τοῦ τὸν 4ο αἰ., στὴ «χρυσὴ» αὐτὴ περίοδο τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ ἡ ἀρχή του, χωρὶς τὴν ὁποία ποτὲ δὲν θὰ ὑπῆρχε ἡ «χρυσὴ» ἐκείνη περίοδος, βρίσκεται στὸν 2ο αἰ.
Συμπεράσματα
Ὁ Χριστιανισμὸς ἔκανε πλήρη χρήση τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ στὰ μέσα της ἐκφράσεώς του. Πῆρε ἀπὸ τὸν Ἑλληνισμὸ τὴ γλώσσα καὶ τὶς μορφὲς ἐκφράσεως, ὅπως ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς ἑλληνορωμαϊκῆς οἰκουμένης στὰ χρόνια αὐτά, χωρὶς ὅμως νὰ ἐπιδοθῇ στὴν καλλιέργεια τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων. Ἡ Ὁμιλητικὴ καὶ τὸ κήρυγμα μόνο πρὸς τὸ τέλος τοῦ 2ου αἰ., καὶ αὐτὸ πολὺ δειλά, ἀρχίζουν νὰ καλλιεργοῦνται μὲ βάση τὰ ἑλληνικὰ πρότυπα. Ἡ ὑμνογραφία δὲν παρουσιάζει καὶ αὐτὴ ἀνάπτυξη σὲ σημεῖο ποὺ νὰ θεωρηθῆ συμβολὴ στὴν ἐξέλιξη τῆς ἑλληνικῆς φιλολογίας. Μόνον ἡ ἑλληνικὴ πολιτικὴ ζωὴ φαίνεται νὰ ἔχῃ κάποια σχέση μὲ τὴν ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ἔχει καίρια σημασία στὴ σχέση Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ στὰ χρόνια αὐτὰ εἶναι ἡ συνάντηση δυὸ κοσμοθεωριῶν καὶ ἡ γέννηση ἀπὸ τὴ συνάντηση αὐτὴ ἑνὸς νέου κόσμου. Ἀπὸ τὸ πρίσμα αὐτὸ προπαντὸς εἴδαμε τὴν ἱστορικὴ ἐξέλιξη τοῦ Χριστιανισμοῦ στὸν χῶρο τοῦ Ἑλληνισμοῦ, γιατὶ αὐτὸ κυρίως ἔκρινε καὶ κρίνει καὶ σήμερα ἀκόμη τὴν ἱστορικὴ πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Ἡ συνάντηση Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ στὸ ἐπίπεδο τῆς κοσμοθεωρίας δημιούργησε συγκρούσεις, ἀλληλοεπιδράσεις, ἀλλὰ καὶ ἱστορικῆς σημασίας μεταμορφώσεις τόσο στὸν Ἑλληνισμὸ ὅσο καὶ στὸν Χριστιανισμό. Ὁ Χριστιανισμός, ἔχοντας τὶς ἱστορικὲς καταβολές του στὸν Ἰουδαϊσμό, ἔφερε μαζί του μιὰ θεώρηση τοῦ κόσμου ποὺ ἐπικράτησε νὰ τὴν λέμε βιβλική. Σύμφωνα μὲ τὴ θεώρηση, αὐτὴ ὁ κόσμος δὲν εἶναι αὐθυπόστατος, οὔτε αὐτεξήγητος. Γιὰ νὰ τὸν κατανοήσῃς καὶ νὰ ζήσῃς σωστὰ σ᾿ αὐτόν, πρέπει νὰ πᾶς πίσω ἀπὸ αὐτόν, νὰ προϋποθέτῃς ἕνα ὂν ἐντελῶς ἐλεύθερο ἀπὸ τὸν κόσμο, τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος δὲν ἑρμηνεύεται ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ἑρμηνεύει αὐτὸς ὡς προϋπόθεση τὸν κόσμο. Τόσο ἐλεύθερος εἶναι ὁ Θεὸς αὐτὸς ἀπὸ τὸν κόσμο, ὥστε ἡ ἐλευθερία Του, ἡ θέληση καὶ ἡ ἐνέργειά Του νὰ δημιουργοῦν ὄντα. Ὁτιδήποτε δηλαδὴ μπορεῖ νὰ λεχθῇ ὅτι ὑπάρχει εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐλευθερίας καὶ τῶν ἐπεμβάσεων τοῦ ἐλευθέρου αὐτοῦ Ὄντος στὸν χῶρο καὶ στὸν χρόνο. Ἔτσι ἡ βιβλικὴ σκέψη ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ βλέπη τὰ πάντα ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τῆς Ἱστορίας. Τὸ ρῆμα «εἶναι» στὴ βιβλικὴ (τὴν ἑβραϊκή) γλώσσα δὲν ἀντιστοιχεῖ παρὰ στὸ «δρᾶν», «συμβαίνειν» κλπ.
Μιὰ τέτοια νοοτροπία ἦταν φυσικὸ νὰ συναντήση δυσκολίες στὸν ἑλληνικὸ χῶρο. Ὄχι γιατί ἡ ἑλληνικὴ σκέψη ἦταν «ἄθεη», κάθε ἄλλο. Ἀπὸ τὴν κλασικὴ ἀκόμη ἐποχὴ οἱ Ἕλληνες καλοῦσαν τὴ φιλοσοφία τοὺς "θεολογία", ἐνῶ στὰ χρόνια ποὺ ἐξετάσαμε ἐδῶ εἶχαν καλλιεργήσει ἀκόμη περισσότερο τὶς θεολογικὲς πλευρὲς τῆς σκέψεώς τους. Ἀλλὰ ὁ θεὸς τῶν Ἑλλήνων ἦταν πάντοτε δεμένος μὲ τὸν κόσμο. Οὐσιαστικὰ δὲν ἦταν αὐτὸς ἡ προϋπόθεση ποὺ ἑρμηνεύει τὸν κόσμο, ἀλλὰ τὸ συμπέρασμα, στὸ ὁποῖο φθάνουμε ἐξετάζοντας τὸν κόσμο (Πλάτων). Καὶ ὅταν ἀκόμη ὁ Θεὸς δημιουργῇ τὸν κόσμο ἀπὸ τὴ θέλησή του, ὅπως στὸν «Τίμαιο» τοῦ Πλάτωνος, τὸν δημιουργεῖ ἀπὸ ὕλη ποὺ προϋπάρχει. Εἶναι ἤδη γνωστὸ πὼς δημιουργὸς σημαίνει στὴν οὐσία διακοσμητής. Εἶναι ἀδιανόητο γιὰ τὸν ἀρχαῖο Ἕλληνα νὰ προϋποθέσης ἕνα Θεὸ ποὺ δὲν δεσμεύεται ἀπὸ τὸ Εἶναι. Τὸ Εἶναι εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς δράσεως καὶ τῆς ἐλευθερίας – ὄχι τὸ ἀντίστροφο ποὺ ὑποδηλώνει ἡ βιβλικὴ νοοτροπία. Πρῶτα ὑπάρχεις καὶ ὕστερα δρᾶς ἐλεύθερα. Ἡ ἐλευθερία ποὺ αὐθαιρετεῖ ἀπέναντι τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἁρμονίας του εἶναι ὕβρις ποὺ τιμωρεῖται ἀκριβά. Αὐτὸ διδάσκει μὲ συνέπεια ἡ ἀρχαία τραγωδία.
Τὸ πρόβλημα λοιπὸν ποὺ δημιούργησε ἡ εἴσοδος τοῦ Χριστιανισμοῦ στὸν χῶρο τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἦταν βαθύτατο. Ἦταν πρόβλημα ἑρμηνείας. Γιὰ νὰ καταλάβῃ ἕνας Ἕλληνας, σύμφωνα μὲ ὅσα εἴπαμε παραπάνω, τὸ κήρυγμα περὶ Χριστοῦ, ἔπρεπε πρῶτα νὰ θέσῃ τὸ ἐρώτημα: τί εἶναι ὁ Χριστός. Γιὰ τὸν Ἰουδαῖο ποὺ γινόταν Χριστιανὸς τέτοιο ἐρώτημα ἢ δὲν ὑπῆρχε ἢ ἔπαιρνε τὴν ἀπάντησή του ἀπὸ τὴν Ἱστορία: ὁ Χριστὸς ἀντιπροσωπεύει μία ὁρισμένη ἐπέμβαση καὶ πράξη τοῦ Θεοῦ στὸν Κόσμο αὐτὸ εἶναι τὸ Εἶναι του, δηλαδὴ μία θεία πράξη καὶ συνεπῶς ὁ Θεὸς ὁ ἴδιος. Ἔτσι τὸ πρόβλημα τῆς ἑρμηνείας μεταβαλλόταν σὲ θέμα ἀλλαγῆς νοοτροπίας. Ὁ Ἕλληνας ἔπρεπε νὰ μάθῃ νὰ σκέπτεται ἱστορικὰ καὶ νὰ ἀνάγη τὸ Εἶναι στὴν ἐλευθερία, νὰ ἀναστρέψῃ δηλαδὴ τὴν κοσμοθεωρία του. Ἀλλὰ τὸ πρόβλημα εἶχε καὶ τὴν ἀντίθετη πλευρά. Μὲ τὸ νὰ θέτῃ τὸ ἐρώτημα περὶ Χριστοῦ περὶ κόσμου ὀντολογικὰ καὶ ὄχι ἱστορικὰ (μὲ τὸ νὰ ἐρωτᾷ δηλαδὴ τί εἶναι ὁ Χριστὸς ἢ κάποιο ὄν) ὁ Ἕλληνας ὑποχρέωνε τοὺς κήρυκες τοῦ Χριστιανισμοῦ νὰ βροῦν τρόπους νὰ ἐκφράσουν τὴν πίστη τους μὲ ὀντολογικὲς κατηγορίες, χωρὶς ὅμως νὰ δεχθοῦν τὴν ἑλληνικὴ νοοτροπία, ὅπως τὴν περιγράψαμε παραπάνω (χωρὶς δηλαδὴ νὰ δεσμεύσουν τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἐλευθερία στὴν ὀντολογία). Ἐδῶ ἀκριβῶς ἀρχίζει ἡ μεγάλη δυσκολία, ἀλλὰ καὶ ἡ μεγάλη δυνατότητα. Ἐδῶ γεννιέται ὁ ἐκχριστιανισμένος Ἑλληνισμός.
Στὴν ἱστορικὴ ἀναδρομὴ ποὺ κάμαμε, εἴδαμε τὶς ἀποτυχίες καὶ τὶς ἐπιτυχίες τοῦ Χριστιανισμοῦ στὸ μεγάλο αὐτὸ θέμα. Πολλοὶ χριστιανοὶ στοχαστές, στὴ συνάντηση αὐτὴ τῶν δυὸ κοσμοθεωριῶν, ἔκλιναν ὁλοκληρωτικὰ ἢ μερικὰ πρὸς τὴν πλευρὰ τῆς ἑλληνικῆς κοσμοθεωρίας. Ἄλλοι ὅμως μετέτρεψαν τὸν κίνδυνο σὲ δυνατότητα. Παρέμειναν Ἕλληνες ἐπιμένοντες νὰ ρωτοῦν γιὰ τὸ Εἶναι τοῦ κόσμου, τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ· ἀλλὰ καὶ βιβλικοὶ μὲ τὸ νὰ ἀνάγουν τὸ Εἶναι τοῦ κόσμου στὴν ἐλευθερία καὶ νὰ κρίνουν τὴν ὕπαρξη τοῦ κόσμου μὲ τὸ κριτήριο τῆς Ἱστορίας, καὶ τῶν ἐσχάτων. Καὶ ἔτσι ἔγινε τὸ θαῦμα. Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Ἱστορία ὁ Ἑλληνισμὸς ἔμαθε νὰ ταυτίζη τὸ Εἶναι μὲ τὴν ἐλευθερία καὶ μὲ τὴν πράξη καὶ νὰ κάνη τὴν προσωπικὴ σχέση καὶ τὴν ἀγάπη ὄχι ἀποτέλεσμα τοῦ Εἶναι ἀλλὰ ταυτόσημη μὲ αὐτό. Συγχρόνως ἔμαθε καὶ ὁ κόσμος ὅλος ὅτι οἱ δυὸ πολιτισμοὶ ποὺ ἐπὶ αἰῶνες ἀντιμάχονταν ἀλλήλους, ὁ Ἀνατολικὸς Συριακὸς καὶ ὁ Ἑλληνικός, καὶ ποὺ ὑποχρεώθηκαν νὰ ζήσουν κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη στὶς ἑλληνιστικὲς καὶ ρωμαϊκὲς πραγματικότητες τῆς Ἱστορίας, μποροῦσαν πιὰ ἐλεύθερα καὶ σὰν ἀποτέλεσμα μιᾶς βαθιᾶς ἐσωτερικῆς συνθετικῆς διεργασίας νὰ ζοῦν ὡς ἕνας ἄνθρωπος. Τὸ «οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ἰουδαῖος» ποὺ διεκήρυξε ὁ Παῦλος δὲν ἦταν εὔκολο νὰ γίνη ἱστορικὴ πραγματικότητα. Σήμαινε μία βαθύτατη ἀλλαγὴ στὴν Ἱστορία, τῆς ὁποίας δημιουργοὶ ἦσαν οἱ Ἕλληνες Πατέρες. Ἡ δημιουργικὴ συνάντηση Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ στὰ πρόσωπα τῶν πρώτων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἔκρινε ἔτσι ὁριστικὰ καὶ εὐεργετικὰ τὴν πορεία ὄχι μόνο της ἑλληνικῆς ἀλλὰ καὶ τῆς Παγκόσμιας Ἱστορίας.