ΦΩΝΑΞΕ τί νὰ φωνάξω;
Χορτάρι ἡ κάθε σάρκα; συμπεριλαμβανομένων
Τῶν Ἑταίρων τὸν Λουτροῦ, τῶν Ἱπποτῶν τῆς Βρεταννικῆς Αὐτοκρατορίας, τῶν Ἱπποτῶν,
Ὢ Ἱππότες! τῆς Λεγεῶνος τῆς Τιμῆς,
Τοῦ Τάγματος τὸν Μέλανος Ἀετοῦ (α\’καὶ β\’τάξεως). Καὶ τοῦ Τάγματος τοῦ Ἀνατέλλοντος Ἡλίου.
Φώναξε φώναξε τί νὰ φωνάξω;
Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ γίνει πρῶτα εἶναι νὰ σχηματιστοῦν οἱ ἐπιτροπές:
Τὰ γνωμοδοτικὰ συμβούλια, διαρκεῖς ἐπιτροπές, εἰδικὲς ἐπιτροπὲς καὶ ὑποεπιτροπές.
Ἕνας γραμματέας φτάνει γιὰ πολλὲς ἐπιτροπές.
Τί νὰ φωνάξω;
Ὁ Ἄρθουρ Ἔντουαρ Κύριλ Πάρκερ διορίστηκε τηλεφωνητής.
Μὲ μισθὸ μιάμιση λίρα τὴ βδομάδα ποὺ μὲ πέντε σελίνια ἐτήσια αὔξηση
Γίνεται δυόμιση λίρες τὴ βδομάδα·
Κι ἕνα ἐπίδομα τριάντα σελίνια τὰ Χριστούγεννα
Καὶ μιὰ βδομάδα τὸ χρόνο ἄδεια.
Μιὰ ἐπιτροπὴ ἔχει διοριστεῖ γιὰ νὰ ὑποδείξει ἕνα συμβούλιο μηχανικῶν
Νὰ ἐξετάσει τὴν Ὕδρευση.
Μιὰ ἐπιτροπὴ ἔχει διοριστεῖ
Γιὰ τὰ Δημόσια Ἔργα, πρωτίστως γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τῶν ὀχυρωματικῶν.
Μιὰ ἐπιτροπὴ ἔχει διοριστεῖ
Νὰ διαπραγματευθεῖ μὲ μιὰ Βολσκιανὴ ἐπιτροπὴ
Τὴν αἰωνία εἰρήνη· οἱ βιομήχανοι βελῶν καὶ ἀκοντίων καὶ οἱ σιδηρουργοὶ
Ὅρισαν μιὰ μικτὴ ἐπιτροπὴ νὰ διαμαρτυρηθεῖ γιὰ τὴ μείωση τῶν παραγγελιῶν.
Ὡστόσο οἱ φυλακὲς στὰ σύνορα παίζουνε ζάρια Καὶ στοὺς βάλτους (ὦ Μαντοβάνε) κοάζουν τὰ βατράχια.
Πυγολαμπίδες λάμπουν στὶς ἀνήμπορες πάνω ἀστραπὲς τῆς νύχτας τοῦ Ἰουλίου.
Τί νὰ φωνάξω;
Μάνα, μάνα
Νὰ τὰ οἰκογενειακὰ πορτραῖτα γραμμή, σκοῦρες προτομές, ὅλες μὲ ὕφος ἀξιοπρόσεχτα ρωμαϊκό.
Ὅλες ἀξιοπρόσεχτα ἴδιες φωτισμένες διαδοχικὰ ἀπ\’ τὴν ἀνταύγεια
Ἑνὸς ἱδρωμένου λαμπαδοφόρου ποὺ χασμουριέται.
Ὢ χωμένοι κάτω ἀπό… Χωμένοι κάτω ἀπό… Ἐκεῖ ποὺ τὸ πόδι τοῦ περιστεριοῦ πάτησε μὲ μιὰ σύσπαση μιὰ στιγμή,
Μιὰ ἀκίνητη στιγμή, μεσημερνὴ ἀνάπαυλα, βολεμένη κάτω ἀπὸ τὰ ψηλότερα κλαδιὰ τοῦ πλατύτερου δέντρου τοῦ μεσημεριοῦ.
Κάτω ἀπ\’ τὰ φτερὰ τὸν στήθους ποὺ ἔπαιζαν μὲ τ\’ ἀγεράκι τ\’ ἀπογευματινὸ
Ἡ κυκλαμιὰ ἐκεῖ πέρα ἀνοίγει τὰ φτερούγια, ἐκεῖ τ\’ ἁγιόκλημα σκύβει στ\’ ἀνώφλι.
Ὢ μάνα (ὄχι κάποια προτομὴ ἀπὸ τοῦτες μ\’ ἐπιγραφὴ ἀξιοπρεπή)
Ἐγώ ἕνα κουρασμένο κεφάλι ἀνάμεσα σὲ τοῦτα τὰ κεφάλια
Γεροὶ τράχηλοι γιὰ νὰ τὰ βαστάζουν
Γερὲς μύτες γιὰ νὰ σκίζουν τὸν ἄνεμο
Μάνα
Δὲ θὰ μπορούσαμε κάποτε, ἴσως τώρα, νὰ εἴμασταν μαζί.
Ἂν οἱ θυσίες, παιδεμοί, ἀσκητισμοί, ἐξιλασμοὶ
Ἔχουνε τώρα τηρηθεῖ
Δὲ θὰ μπορούσαμε τάχα νὰ εἴμασταν χωμένοι
Χωμένοι μέσα στὴ γαλήνη τοῦ μεσημεριοῦ, μέσα στὴ σιωπὴ τῆς νύχτας ποὺ κοάζει.
Ἔλα μὲ τὸ φτερούγισμα τῆς μικρῆς νυχτερίδας, μὲ τὸ μικρὸ λαμπύρισμα τῆς πυγολαμπίδας ἢ κωλοφωτιᾶς
Πετώντας, πέφτοντας, στεφανωμένα σκόνη, τὰ μικρὰ πλάσματα.
Τὰ μικρὰ πλάσματα τσιρίζουν ἀχαμνὰ μέσα στὴ σκόνη, μέσα στὴ νύχτα,
Ὦ μάνα
Τί νὰ φωνάξω;
Ἀπαιτοῦμεν μίαν ἐπιτροπήν, μίαν ἀντιπροσωπευτικὴν ἐπιτροπήν, μίαν ἐπιτροπὴν ἐλέγχου
ΠΑΡΑΙΤΗΣΙΣ! ΠΑΡΑΙΤΗΣΙΣ! ΠΑΡΑΙΤΗΣΙΣ!