Βαθεῖαν θυελλώδη νύκτα, πρὸς ὄρθρον βαθύν, ὁ ὄμβρος ἐκόπασεν αἴφνης, καὶ δαιμονιώδης τυφών, κραταιὸς ἄνεμος ἐφύσησε, κ᾿ ἔπαυσεν ὁ κατακλυσμὸς τοῦ νεροῦ, ἀφοῦ ἐπὶ τρεῖς ὥρας εἶχε κάμη νὰ πλεύσῃ ὅλον τὸ χωρίον εἰς τὴν κοιλάδα τὴν παράλιον. Ὁ μέγας χείμαρρος εἰς τὸ μέσον τῆς ὡραίας λεκάνης, ἐξεχείλισε, παρέσυρε δυὸ γέφυρας, ἐπλημμύρησεν εἰς ὅλα τὰ χαμόγεια καὶ τὰ σπιτάκια τῶν πτωχῶν, κ᾿ ἔκαμε νὰ κολυμβοῦν γυναῖκες καὶ παιδία, καὶ κτήνη εἰς τὸν καταρράκτην τὸν βαθύν. Τὸ νερὸν ὑψώθη ἕως τὰ πατώματα τῶν πτωχικῶν οἰκιῶν, οἱ περισσότεροι τῶν κατοίκων ἐπρόφθασαν νὰ φύγουν εἰς τὰ ὑψηλὰ καὶ τὰ μετέωρα. Ὅ,τι ἠδύνατο νὰ διακρίνῃ τις εἰς τὸ στίλβον ἐκεῖνο σκότος, ἦτο μόνον ἓν χάος πλωτόν. Δὲν ἐφαίνετο πλέον ἄστρον οὔτε πούλια, οὔτε πετεινὸς ἐλάλει, οὔτε ὡρολόγι ἐσήμαινεν. Ἐφαντάζετό τις ὅτι ἡ νύκτα ἐκείνη τοῦ φθίνοντος Νοεμβρίου δὲν ἔμελλε ποτὲ νὰ τελειώσῃ. Αἴφνης, περὶ τὰ μεσάνυχτα, ἠκούσθη μεγάλη, ἐξωτικὴ κραυγή:
– Πί πί πί ! πί πί ! πί ! πί !
Ἡ φωνὴ ἐκείνη ἦτο ἀνεξήγητος. Καμμία πτωχὴ γραῖα δὲν θὰ ἦτο ἱκανὴ νὰ φωνάξῃ, τέτοιαν ὥραν, τὶς πάπιες της, αἵτινες, ἄλλως, θὰ εἶχον εὑρεῖ τὴν χαράν των, καί, καθὼς ἐβεβαίωνεν εἷς χωρικός, ὅστις ἔλεγεν ὅτι ἠξεύρει ἀπ᾿ αὐτά, βεβαίως «ἐκοιμῶντο πλέουσαι εἰς τὸ νερόν». Ἡ φωνή, ἐκτάκτως ὀξεῖα, ἦτο ἴση με τὸν ἦχον δέκα συρίγγων, καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ εἶνε ἀνθρωπίνη. Κατὰ τὴν λογικωτέραν φανεῖσαν τότε ἐξήγησιν, αὐτὸς ὁ ἄρχων τοῦ σκότους εἶχε τολμήσει νὰ προβάλῃ τὸ ἄσχημον ρύγχος του ἀπὸ καμμίαν θυρίδα τοῦ ζοφεροῦ ἀγνώστου, μέσα εἰς τὸ ὑγρὸν ἐκεῖνο ἔρεβος, καὶ μὴ δυνάμενος νὰ κρύψῃ τὴν μαύρην χαιρεκακίαν του, διότι ἔβλεπε τοὺς ἀνθρώπους νὰ πλέουν, ὡς νὰ εἶχον μεταμορφωθεῖ εἰς τὸ γένος τῶν νησσῶν, ἔρρηξε τὴν κραυγὴν ἐκείνην τοῦ πικροῦ σαρκασμοῦ πρὸς τὴν ταλαίπωρον ἀνθρωπότητα.
Τέλος, μετὰ μακρὰς ὥρας, μέγας ἄνεμος τυφὼν μανιωδῶς ἐφύσησεν. Ἐσίγησεν ὁ μονότονος ροῖβδος τῆς βροχῆς, ὁ βαθὺς ρόχθος τῶν κυμάτων ἀντήχει τώρα ἀπὸ τὸν λιμένα, καὶ ὁ φρενιαστικὸς συριγμὸς τῶν τροχαλιῶν, καὶ ἡ βάναυσος κλαγγὴ τῶν ἁλύσεων, τὰς ὁποίας ἐξέσυρε κ᾿ ἔπαιζεν ἡ τρικυμία. Σιμὰ εἰς πέντε ἢ ἓξ ὀγκώδη σκάφη, ἀσφαλῶς ἀραγμένα, ἕνα μικρὸν κόττερο, νέο σκαρί, ἐφαίνετο νὰ σαλεύῃ εἰς τὸν γνόφον τὸν βαθύν, ἀνάμεσα εἰς τὸ Δασκαλειό, τὸ βραχῶδες χθαμαλὸν νησίδιον, καὶ εἰς τὸν παλαιὸν Μῶλον, δίπλα εἰς τὰ ρηχά, τὰ ἁπλούμενα ἐκεῖθεν τῶν ἐκβολῶν τοῦ χειμάρρου. Στιγμὴν τινα, ὅταν ὁ ἄνεμος εἶχε φθάσει εἰς τὸ ἔπακρον τῆς λύσσης του, κρότος ὀξὺς ἠκούσθη ἀπὸ τὸ κόττερον, ὅστις ἐξεχώριζε καὶ ἀπὸ τὸν ρόχθον τῶν κυμάτων, καὶ ἀπὸ τοὺς συριγμοὺς τῶν τροχαλιῶν. Ἦτον ὡς κραυγὴ ἀγωνίᾳς.
Δυὸ ἢ τρεῖς θαλασσινοὶ κατοικοῦντες εἰς τὸ παραθαλάσσιον, σιμὰ εἰς τὴν προκυμαίαν, εἶχον ἀνοίξει τὰ παράθυρά των, κ᾿ ἐκύτταζαν ἀνήσυχοι τὰ χειμαζόμενα πλοῖα. Οὔτε ἐνόησαν τί ἐσήμαινεν ἡ κραυγὴ ἢ ὁ κρότος αὐτός. Ὁ εἷς τότε ἐφώναξε πρὸς τὸν γείτονά του:
– Ποιὸς νὰ πάῃ, καπετὰν Στέργιο, νὰ φωνάξῃ αὐτὸν τὸν Μῆτρο, τὸν νειόγαμπρο; Δὲν τὸ βλέπω καλὰ τὸ κόττερο.
– Ποιὸς νὰ πάῃ, καπετὰν Νικόλα; ἀπήντησεν ἀπαθὴς ὁ Στέργιος.
– Ἀλοί-ἄ στὸν καϋμένον τὸν Φραγκούλα! εἶπεν ὁ πρῶτος ὁμιλήσας.
Οἱ δυὸ ναυτικοὶ ἦσαν μὲ τὰ νυκτικά των. Ἄλλως ἤξευραν ὅτι ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ μικροῦ σκάφους εἶχε συνήθειαν νὰ κοιμᾶται κατ᾿ οἶκον, ἡ δὲ οἰκία του δὲν εἶχε τὸ πλεονέκτημα νὰ εἶνε παραθαλασσία. Τὸ κόττερο ἦτον «νέο σκαρί», καὶ ὁ καπετάνιος του ἦτον «νειόγαμπρος». Μόνον ὑπῆρχεν ἐντὸς τοῦ πλοίου ὁ σύντροφός του, γέρων ναυτικός, ὁ Κώστας Φραγκούλας, ὅστις εἶχεν ἔργον νὰ φυλάγῃ τὸ πλοῖον.
Μόλις ἐξέφερεν ὁ ὀνομασθεὶς Καπετὰν Νικόλας τὸν ἐλαφρὸν ἐκεῖνον ταλανισμόν, καὶ ὡς ἀπάντησις εἰς τὸ ἀλλοὶ ἐκεῖνο, φοβερὸς τριγμὸς καὶ κρότος μετὰ ὀξέος συριγμοῦ ἀντήχησε. Ἦτον ὡς καγχασμὸς θαλασσίου δαίμονος εἰς τὸ σκότος. Μέσα εἰς τὴν πάλην τῶν στοιχείων, καὶ εἰς τὸν ποικίλον ὀρυμαγδόν, ἄπειρον ὄμμα καὶ μὴ ἐξησκημένον ὠτίον, τίποτε δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ διακρίνει. Μόνον οἱ δυὸ πλοίαρχοι, ἀπὸ τὰ παράθυρά των, πάραυτα ἐνόησαν καὶ ἀφήκαν διπλῆν κραυγήν.
– Πάει τὸ κόττερο! εἶπε μετ᾿ ἀληθοῦς πόνου ὁ Νικόλας. Κρῖμα ῾στο! κρῖμα ῾ς!
– Τύφλα! εἶπεν ἀνάλγητος, αὐστηρὸς τιμητὴς ὁ Στέργιος.
Τὸ πρωί, ὅλοι ἔμαθαν ὅτι ἡ τρικυμία ἐξέσυρε τὰς ἀγκύρας τοῦ μικροῦ κοττέρου, καὶ τὸ πλοῖον ἔγινεν ἄφαντον, μαζὶ μὲ τὸν Κῶτσον τὸν Φραγκούλαν, τὸν μόνον ἐπ᾿ αὐτοῦ ναυβάτην. Εὑρέθησάν τινες διὰ νὰ ὑπάγουν νὰ κράξουν τὸν πλοίαρχόν του, τοῦ ὁποίου ἡ οἰκία εὑρίσκετο ἕνα δρομίσκον παραμέσα ἀπὸ τὴν προκυμαίαν ἀλλ᾿ ἦτο ἀργὰ πλέον. Ἀπόπειρα εἶχε γείνη, μὲ μίαν μεγάλην σκαμπαβίαν, μὲ ἓξ κωπία, νὰ πλεύσωσι πρὸς τὸ νότιον μέρος, εἰς τὸ στόμιον τοῦ λιμένος, μὲ τὸν λυσσῶντα ἄνεμον τὸν πνέοντα ἀπὸ τῆς ξηρᾶς, ἀλλὰ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ «μπουκάρουν», ἤτοι νὰ κατευθυνθῶσι πρὸς τὰ ἐκεῖ. Τὸ πλοῖον εἶχε γίνῃ ἄφαντον.
Τὴν ἐπαύριον, εἶχε γίνῃ εὐδία. Δὲν ὑπῆρχε πλέον ἡ μικρὰ φουσκοθαλασσιὰ κ᾿ ἐλαφρὰ πνοή, ὁμοία με τὸν πείσμονα γρυσμὸν τοῦ μετὰ κόπου κατασιγασθέντος σκύλου. Ὅλοι ἐσυλλυποῦντο τὸν νεαρὸν καπετὰν Μῆτρον, καὶ ὅλοι ἔκαμνον, ὅπως συνειθίζουν οἱ ναυτικοί, ἢ κατὰ πρόσωπον, ἢ ὄπισθεν τῶν νώτων, τὰς ἀμειλίκτους ἐκ τῶν ὑστέρων ἐπικρίσεις των. Βέβαια, ὁ Μῆτρος ἦτο νέος κυβερνήτης. Ἕως τότε εἶχε ταξιδεύσει ἐπὶ χρόνους ὡς ναύτης εἰς μεγάλα πέλαγα, μὲ τὴν σκούναν τοῦ πατρός του. Ἑπόμενον ἦτο νὰ εἶνε «ἀτζαμής», καὶ νὰ μὴν εἰξεύρη καλὰ οὔτε ἀπὸ ἀκτοπλοΐαν, οὔτε πῶς νὰ «σιγουράρῃ» τὸ πλοῖον του εἰς τὸν λιμένα, ἀφοῦ μάλιστα ἐκοιμᾶτο κατ᾿ οἶκον. Νιόγαμβρος, νέο σκαρί. Ἀλλοί-ἄ! στὸν Φραγκούλα.
Ναί, ὁ Φραγκούλας, ἦτον γέρος, καὶ ἠμπορεῖ νὰ ἦτον σχεδὸν ἀνίκανος. Παράξενος, στραβός, μισοπάλαβος. Ἀλλοίθωρος, ἡ γυναῖκα του. Ἐπὶ τινα χρόνον ἔμενεν εἰς ἕνα κατώγι, διὰ ψυχικόν. Ἐπήγαινε μὲ τὶς βάρκες, εἰς ψάρευμα ἢ μικροὺς ναύλους, ἀλλὰ συνήθως ἐξενυχτοῦσε στὸ κατώγι. Τέλος, ὅταν ἔφτιασε τὸ κόττερο ὁ Μῆτρος, ὅστις ἦτο δεύτερος ἀνεψιός του, τὸν προσέλαβεν ὡς τακτικὸν συμπλωτήρα, ἅμα καὶ νηοφύλακα. Πρὸς τί νὰ ὑποχρεώνεσαι, τοῦ εἶπε, «μπάρμπα», νὰ κοιμᾶσαι στὸ ξένο κατώγι; ἀφοῦ, «καλλίτερα γιὰ σένα» σ᾿ ἔδιωξεν ἡ γυναῖκα σου; ἔλα νὰ κοιμᾶσαι μέσ᾿ τὸ κόττερο, κάτω στὴν πλώρη, ποὺ κάνει μεγάλη ζέστη, ζέφκι, καὶ καλοπερασιά.
Ὁ καϋμένος, ὁ Κῶτσος, ὀλίγας ἡμέρας πρίν, εἶχε συμβῇ, εἰς τὴν κηδείαν ἑνὸς παλαιοῦ γείτονός του, νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν ναόν, ἐνῷ ἐψάλλετο ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία. Δὲν ἦτο τακτικὰ φιλακόλουθος. Μερικοὶ τὸν ἐπείραζαν, καὶ τὸν ἔλεγαν «φαρμασῶνον». Ἀλλ᾿ αὐτὸς ἦτο ἐξ ἰδιοσυγκρασίας σκωπτικός, ἰδιότροπος ἐν τῇ ἀσυνειδήτῳ φιλοσοφίᾳ του. Διῆλθεν ἄνωθεν τοῦ χοροῦ, πρὸ τῶν βαθμίδων τοῦ βήματος κ᾿ ἐπλησίασεν εἰς ἕνα νέον δημοδιδάσκαλον, ὅστις ἐσυνήθιζε νὰ ψάλλῃ, καὶ κατὰ τὴν κηδείαν αὐτὴν ἵστατο ἀριστερά, βοηθῶν τοὺς ἱερεῖς, εἰς τὸν στίχον: «Κύριε ἀνάπαυσον τὴν ψυχὴν τοῦ δούλου σου», τὸν ὁποῖον ἐπανελάμβανεν ἐκ περιτροπῆς ὁ ψάλτης. Ὁ Φραγκούλας ἀλλοκότως ἐγέλασε, καὶ εἶπε μὲ φωνὴν σχεδὸν ἀκουστήν:
– Ἀνάθεμα στὴν ψυχὴν τοῦ δούλου σου; Τί λὲς δάσκαλε;
Ὁ ψάλτης τοῦ ἔνευσε μόνον νὰ σιωπήσῃ. Καὶ μὲ κυκλοτερὲς βλέμμα πρὸς τοὺς ἄλλους, τοὺς ἐσύστησε νὰ μὴ δώσουν προσοχήν, διὰ νὰ μὴ γίνῃ χασμωδία.
Ὁ Φραγκούλας μετ᾿ ὀλίγον καὶ πάλιν ἐπανέλαβε:
– Τί τοὺς ψέλνετε; … Τί τοὺς κάνετε νάνι-νάνι; … Ὅλοι στ᾿ ἀνάθεμα θὰ πᾶμε!…
Ὁ διδάσκαλος καὶ πάλιν τοῦ ἔνευσεν αὐστηρῶς. Καὶ ὁ Κῶτσος ἀπεμακρύνθη.
Καὶ μετ᾿ ὀλίγας ἡμέρας ἐπέπρωτο, ὁ γέρων οὗτος ναυτικός, ὅστις, τὴν πρωΐαν ἐκείνην, –τὶς οἶδε;- μὲ τὴν πένθιμον ἐκείνην εὐθυμίαν του, ἄλλην πρόθεσιν ἴσως δὲν εἶχεν, εἰμὴ νὰ ὑποδείξῃ τὸ μάταιον, καὶ τὸ συνθηματικόν, καὶ τὸ ἀγοραῖον πάσης ἀνθρωπίνης συνηθείας, ὡς καὶ αὐτῆς τῆς νεκρωσίμου πομπῆς· ὁ γέρων οὗτος, ὅστις δὲν ἦτο εἰμαρμένον ν᾿ ἀξιωθῇ οὔτε τῆς ἐσχάτης παραμυθίας, οὔτε τῆς κηδεύσεως, ἔμελλε νὰ ἴδῃ ὅλην τὴν φοβεράν, τὴν δαιμονιώδη πομπήν, ὅλων τῶν στοιχείων τ᾿ οὐρανοῦ, τῶν ἀνέμων, τῶν κυμάτων τὴν φρικώδη συνοδίαν ὀρχουμένην μανιωδῶς περὶ τὴν γηραιὰν κεφαλήν του, γύρω εἰς τὴν λευκὴν ἀκτένιστον κόμην του· κ᾿ ἔμελλεν ἐν τριγμῷ ἁλύσεων καὶ τροχαλιῶν καὶ ἀρμένων, νὰ καταποντισθῇ εἰς τὸ κῦμα, «ἄψαλτος, ἀσαβάνωτος, ἀμοιρολόγητος». (1)
(1) . Byron. Childe Harold\’s – Pilgrimage 4, 179