Ἀληθινὴ ἐλεημοσύνη
16. Σπεῖρε τὴν ἐλεημοσύνη μὲ ταπείνωση καὶ θὰ θερίσεις τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ σὲ κρίνει. Ποιὰ ἁμαρτήματα σὲ ἔκαναν νὰ χάσεις τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ; ἀπ’ αὐτὰ νὰ θεραπευθεῖς γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήσεις. Ἔχασες τὴ σωφροσύνη; Δὲν δέχεται ἀπὸ σένα ὁ Θεὸς τὴν ἐλεημοσύνη ἐνόσω ἐπιμένεις στὴν πορνεία. Διότι ὁ Θεὸς ἀπὸ σένα θέλει τὸν ἁγιασμὸ τοῦ σώματος. (20).
Ὁ πραγματικὸς ἐλεήμων
17. Ὁ ἐλεήμων νὰ δίνει ἐλεημοσύνη ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ὁ ἴδιος ἀπέκτησε, μὲ τὸ δικό του μόχθο καὶ πόνο, καὶ ὄχι ἀπ’ αὐτὰ ποὺ κέρδισε μὲ τὸ ψέμα καὶ τὴν ἀδικία καὶ μὲ πονηριές. Ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος εἶπε: Ἂν θέλεις νὰ σπείρεις τὴν ἀγάπη σου στοὺς φτωχούς, νὰ σπείρεις ἀπὸ τὰ δικά σου. Ἂν πάλι θέλεις νὰ σπείρεις ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τῶν ξένων, ποὺ ἀπέκτησες ἄδικα, νὰ γνωρίζεις ὅτι θὰ γίνουν γιὰ σένα πιὸ πικρὰ ἀπὸ τὰ ἀγριόχορτα. Σᾶς λέω λοιπὸν ἐγώ, ὅτι ἂν ὁ ἐλεήμων δὲν ξεπεράσει τὰ ὅρια τῆς δικαιοσύνης, δὲν εἶναι ἐλεήμων. Γιατί πρέπει ὄχι μόνο ἀπὸ τὰ δικά του νὰ δίνει ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ καὶ μὲ χαρὰ νὰ ὑπομένει τὶς ἀδικίες ποὺ τοῦ γίνονται ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ νὰ ἐλεεῖ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀδικοῦν. Ὅταν νικήσει τὴ δικαιοσύνη μὲ τὴν ἐλεημοσύνη, τότε στεφανώνεται, ὄχι μὲ τὰ στεφάνια τῶν δικαίων τοῦ ἰουδαϊκοῦ νόμου, ἀλλὰ μὲ τὰ στεφάνια τῶν τελείων, ποὺ ἀναφέρει τὸ εὐαγγέλιο. Γιατί τὸ νὰ δίνει κανεὶς στοὺς φτωχοὺς ἀπὸ τὰ δικά του, καὶ νὰ ντύνει τὸ γυμνό, καὶ νὰ ἀγαπάει τὸν πλησίον του σὰν τὸν ἑαυτό του, καὶ νὰ μὴν ἀδικεῖ, οὔτε νὰ λέει ψέματα, αὐτὰ καὶ ὁ παλιὸς νόμος τὰ ἀπαιτοῦσε. Ὅμως ἡ τελειότητα τῆς οἰκονομίας τοῦ εὐαγγελίου ἔτσι προστάζει: «Ἀπ’ αὐτὸν ποὺ ἁρπάζει τὰ πράγματά σου μὴν τὰ ζητᾶς πίσω, καὶ νὰ δίνεις σ’ ὅποιον ζητάει ἀπὸ σένα, χωρὶς διάκριση», ἂν εἶναι συγγενὴς σου ἢ ξένος κ.λ.π. (Λουκ. 6, 30). Καὶ ὄχι μόνο ὅταν ἁρπάζουν τὰ πράγματά σου, ἀλλὰ καὶ τὰ ἄλλα δυσάρεστα πού σοῦ ἔρχονται ἀπέξω, πρέπει νὰ τὰ ὑπομένεις μὲ χαρά, καὶ νὰ θυσιάζεις ἀκόμη καὶ τὴ ζωὴ σου γιὰ τὸν ἀδελφό σου. Αὐτὸς εἶναι ὁ πραγματικὸς ἐλεήμων, καὶ ὄχι αὐτὸς ποὺ δίνει ἁπλῶς μὲ τὸ χέρι του ἐλεημοσύνη στὸν ἀδελφό του.
Ὅποιος λοιπὸν ἀκούσει ἢ δεῖ μὲ τὰ μάτια του ὅτι κάτι στεναχωρεῖ τὸν ἀδελφό του καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀναπαύσει μὲ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ τὸν συμπονεῖ καὶ καίεται ἡ καρδιὰ του γι’ αὐτόν, καὶ αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ ἐλεήμων. Τὸ ἴδιο εἶναι ἐλεήμων καὶ ὅποιος δεχθεῖ ράπισμα ἀπὸ τὸν ἀδελφό του καὶ δὲν τοῦ ἀντιμιλήσει μὲ τὴν κοσμικὴ
ἀδιαντροπιὰ καὶ δὲν προκαλέσει λύπη στὴν καρδιά του. (91 – 2).
Ἡ ἀγάπη δὲν γνωρίζει τὴν ντροπὴ οὔτε τὰ μέτρα της
18. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δὲν γνωρίζει τὴν ντροπή. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲ γνωρίζει τὴν τυποποιημένη κοσμιότητα. Ἡ ἀγάπη ἔχει τὸ φυσικὸ ἰδίωμα νὰ μὴ γνωρίζει σὲ ποιὰ μέτρα βρίσκεται. Εὐτυχὴς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ βρῆκε ἐσένα, ποὺ εἶσαι τὸ λιμάνι κάθε χαρᾶς! (236).
Ἡ ἐλεημοσύνη μᾶς κάνει ὅμοιους μὲ τὸ Θεὸ
19. Θέλεις νὰ ἔχεις πνευματικὴ κοινωνία μὲ τὸ Θεὸ καὶ νὰ ἀπολαύσεις ἐκείνη τὴν ἡδονὴ ποὺ εἶναι ἐλεύθερη ἀπὸ τὶς σωματικὲς αἰσθήσεις; Ἀκολούθησε τὴν ἐντολὴ τῆς ἐλεημοσύνης. Αὐτὴ ἡ ἐλεημοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὅταν βρεθεῖ μέσα στὴν καρδιά σου, εἰκονίζει μέσα σου ἐκεῖνο τὸ ἅγιο κάλλος τοῦ Θεοῦ, ὡς πρὸς τὸ ὁποῖο ἤδη ἔγινες ὅμοιος μὲ αὐτόν.
Νὰ ἐξισώσεις ὅλους τοὺς ἀνθρώπους στὴν ἐλεημοσύνη καὶ στὴν τιμὴ
20. Ἀδελφέ μου ἀσκητή, ἄν σοῦ περισσεύει κάτι ἀπ’ αὐτὰ πού σοῦ χρειάζονται γιὰ σήμερα, δῶσ’ το στοὺς φτωχοὺς καὶ πήγαινε νὰ προσφέρεις τὶς προσευχές σου στὸ Θεὸ μὲ παρρησία. Μίλησε δηλ. μὲ τὸ Θεὸ σὰν γιὸς μὲ πατέρα. Τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ φέρει τὴν καρδιά μας κοντὰ στὸ Θεό, ὅσο ἡ ἐλεημοσύνη. Καὶ τίποτε δὲν προκαλεῖ στὸ νοῦ τόσο γαλήνη, ὅση ἡ θεληματικὴ φτώχεια. Καλύτερα νὰ σὲ λένε οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι ἀμαθῆ γιὰ τὴν ἁπλότητα τῶν τρόπων σου, παρὰ νὰ δοξάζεσαι ὡς σοφὸς καὶ πανέξυπνος. Ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος εἶναι πάνω σὲ ἄλογο καὶ ἁπλώσει πρὸς τὸ μέρος σου τὸ χέρι του γιὰ νὰ πάρει ἐλεημοσύνη, μὴν τὸν ἀφήσεις νὰ φύγει μὲ ἄδεια χέρια, διότι ὁπωσδήποτε ἐκείνη τὴν ὥρα εἶναι ἐνδεής, ὅπως ἕνας φτωχός. Ὅταν λοιπὸν δίνεις, νὰ δίνεις μεγαλόψυχα, καὶ μὲ ἱλαρὸ πρόσωπο, καὶ νὰ δίνεις περισσότερο ἀπ’ ὅσο σοῦ ζητᾶνε. Διότι λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: «Στεῖλε τὸ ψωμί σου στὸ φτωχὸ καὶ σὲ λίγο θὰ βρεῖς τὴν ἀνταπόδοση».
Μὴν ξεχωρίσεις τὸν πλούσιο ἀπὸ τὸ φτωχὸ καὶ μὴ θέλεις νὰ μάθεις ποιὸς εἶναι ἄξιος καὶ ποιὸς ἀνάξιος, ἀλλὰ νὰ εἶναι γιὰ σένα ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἴσοι, προκειμένου νὰ τοὺς κάνεις τὸ καλό. Γιατί μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο θὰ μπορέσεις νὰ ἑλκύσεις στὸ καλὸ καὶ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἀξίζουν νὰ τοὺς ἐλεήσεις. Διότι ἡ ψυχὴ γρήγορα ἕλκεται ἀπὸ τὶς σωματικὲς εὐεργεσίες στὸ φόβο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος καθόταν καὶ ἔτρωγε στὰ τραπέζια μὲ τοὺς τελῶνες καὶ τὶς πόρνες, καὶ δὲν ξεχώριζε τοὺς ἀνάξιους, γιὰ νὰ τοὺς ἑλκύσει ὅλους, μὲ τὸ ἔλεός του, στὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, καὶ γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ πλησιάσουν στὰ πνευματικὰ μέσω τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, στὴν ἐλεημοσύνη καὶ στὴν τιμή, ἐξίσωσε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, εἴτε εἶναι κάποιος Ἰουδαῖος, εἴτε ἄπιστος, εἴτε φονιάς, καὶ μάλιστα διότι εἶναι ἀδελφός σου καὶ ἔχει τὴν ἴδια ἀνθρώπινη φύση μὲ σένα καὶ πλανήθηκε ἀπὸ τὴν ἀλήθεια χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει. Ὅταν κάνεις ἕνα καλὸ σὲ κάποιον, μὲν περιμένεις ἀνταμοιβὴ ἀπὸ μέρους του καί, ἔτσι, θὰ λάβεις ἀμοιβὴ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὰ δύο: καὶ γιὰ τὸ καλὸ ποὺ ἔκανες καὶ γιατί δὲ ζήτησες ἀναγνώριση. Καὶ ἄν σοῦ εἶναι δυνατό, οὔτε γιὰ τὴ μέλλουσα ἀνταμοιβὴ νὰ κάνεις τὸ καλό, γιατί ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δὲ γνωρίζει τί θὰ πεῖ ἀνταμοιβή. (99 –100).