Τὴν ἐκάλουν κοινῶς Σαραντανοῦ, καὶ πολλοὶ ὑπέθετον ὅτι τὸ ἐπίθετον τοῦτο τῇ ἀπεδόθη, διότι δῆθεν εἶχεν ἴσον μὲ σαράντα γυναικῶν νοῦν, ὅπερ δὲν ἐνομίζετο ὑπερβολή. Ἄλλοι ὅμως ἔλεγον ὅτι ἡ λέξις ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ Σαραντανοννοῦ ἤτοι νοννὰ μὲ σαράντα βαπτιστικούς.
Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι, ἂν δὲν εἶχε φθάσει εἰς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον, δυὸ ἢ τρεῖς μονάδες τῆς ἔλειπον καὶ ἤλπιζε προσεχῶς νὰ συμπληρώση τὴν τεσσαρακοντάδα. Ὁμολογητέον δέ, ὅτι αὐτὴ κατ᾿ ἀρχὰς εἶχε βαπτίσει οἰκειοθελῶς πέντε ἢ ἓξ νήπια τῶν γειτόνων της, ὅσα καὶ πᾶσα ἄλλη καλὴ οἰκοκυρὰ βαπτίζει. Ἀλλ᾿ ὅταν ἅπαξ ἐγνώσθη καὶ ἀπεδείχθη ὅτι εἶχε καλὸ χέρι, τότε ὅλαι αἱ γειτόνισσαι, συγγενεῖς, παρασυγγενεῖς, κολλήγισσαι, ἤρχισαν νὰ τὴν πολιορκοῦν.
Εἶχε πάρει καλὸ ὄνομα ὅτι τῆς ἐζοῦσαν τὰ παιδιά, ὅσα ἀνεδέχετο ἐκ τῆς κολυμβήθρας. Εἶνε δὲ τόσον σπουδαῖον νὰ εὑρεθῆ νοννὰ «νὰ τῆς ζοῦν τὰ παιδιά», ὅσον καὶ ἱερεὺς «νὰ πιάνη τὸ διάβασμά του».
Ἡ Θεία-Σοφούλα ὅμως ὑπέφερε μετὰ χάριτος τὴν αγγαρείαν ταύτην. Εἶνε ἀληθὲς ὅτι τὰ φωτίκια εἰς τὴν ἐποχὴν ἐκείνην, χιτὼν καὶ κουκούλιον μετὰ σταυροῦ, καθὼς καὶ τὰ μαρτυριάτικα, ἐαρινὴ βροχὴ λεπτῶν καὶ διλέπτων διὰ τοὺς ἀγυιόπαιδας, ἐκόστιζον ἐν ὅλῳ δέκα γρόσια.
Ἡ Θεία-Σοφούλα ὠμοίαζε μὲ τὴν ἐπιμελῆ ἀνθοκόμον, ἥτις δὲν ἀρκεῖται νὰ φυτεύη μόνον τὰ ἄνθη της, ἀλλὰ τὰ περιθάλπει καὶ τὰ καταρδεύει. Ἠγάπα τὰ πνευματικά της τέκνα ὡς τέκνα τῆς ἐγκαρδιακά, τὰ ἐθώπευε, τὰ ἐφίλευε καὶ τὰ ἐπαιδαγώγει.
Ὁ μπάρμπα-Κωνσταντής, ὁ πρῶτος γρινιάρης του χωρίου, δὲν συνεμερίζετο τὴν ἀδυναμίαν ταύτην τῆς συζύγου του.
-Ἄ, μπράβο! φίλευέ τα τ᾿ ἀναδεξίμια σου, μουρή!… ἐγόγγυζεν ἑκάστοτε, ὁσάκις τὴν ἔβλεπε μεριμνώσαν περὶ τῶν ἀναδεκτῶν της· -ηὖρες κι ἁλωνίζεις, μουρή! Ἡ Θεία-Σοφούλα ὀλίγον ἀνησύχει περὶ τῆς ἰδιοτροπίας ταύτης τοῦ συζύγου της, ὅστις ἦτο ἀγαθὸς ἄνθρωπος εἰς τὰς καλάς του ὥρας.
Ἔπειτα ὁ μπάρμπα-Κωνσταντὴς σπανίως ἐφαίνετο ἐν τῇ πολίχνῃ. Ἀφ᾿ ὅτου ἔπαυσε τὰ θαλάσσια ταξείδια ἠσχολεῖτο ἀποκλειστικῶς εἰς τὴν καλλιέργειαν τῶν κτημάτων του. Κατὰ πᾶσαν πρωίαν ἴππευεν ἐπὶ τοῦ εὐρώστου ἡμιόνου του, ἐτρέπετο εἰς τοὺς ἀγροὺς καὶ ἐπανήρχετο μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου.
Κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, περὶ τὰ 184…, ἡ Θεία-Σοφούλα εἶχε φθάσει εἰς τὸ τριακοστὸν ἔνατον βαπτιστικόν. Ἓν μόνον τῆς ἔλειπε διὰ νὰ τὰ κάμη σαράντα πρὸς ἀνάπαυσιν τῆς συνειδήσεώς της.
Ἐβάπτιζεν ἀδιακρίτως ἄρρενα καὶ θήλεα, ἀλλ᾿ ἐφρόντιζε νὰ δίδη ἀκριβεῖς σημειώσεις εἰς τοὺς ἱερεῖς καὶ πνευματικούς, διὰ νὰ μὴ τυχὸν γίνη κανὲν συνοικέσιον εἰς τὸ μέλλον μεταξὺ ἑτερόφυλων ἀναδεκτῶν καὶ κολασθῆ ἡ ψυχή της.
Κατ᾿ ἔτος, τὴν Μεγάλην Πέμπτην, μεγίστη κίνησις ἐγίνετο ἐν τῇ εὐρυχώρῳ αὐλὴ τῆς οἰκίας. Ἡ Θεία-Σοφούλα ἀνεσφουγγώνετο μέχρις ἀγκώνων καὶ ἐζύμωνε μόνη τῆς τὰς τριάκοντα ἐννέα αὐγοκουλούρας διὰ τοὺς τοσούτους βαπτιστικούς της… Ἀλλὰ πλὴν τῶν βαπτιστικῶν ὑπῆρχον καὶ τὰ ἐγγόνια καὶ τὰ δισέγγονα καὶ ταῦτα δὲν ἦσαν ὀλιγάριθμα.
Ἐν συνόλῳ ἐχρειάζετο ἑβδομήκοντα καὶ πλέον κοκκώναις, δηλ. παιδικὰς κουλούρας διὰ τοὺς βαπτιστικούς, διὰ τοὺς ἐγγονοὺς καὶ τὰ δισέγγονα. Εἰς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον δὲν συμπεριλαμβάνονται αἱ μεγαλείτεραι κουλοῦραι, τὰς ὁποίας παρεσκεύαζε διὰ τὰς συντεκνίσσας, διὰ τὰς ἀνεψιὰς καὶ δισεξαδέλφας της.
Μέγας δὲ ἐβόμβει ὁ ἑσμὸς τῶν ἀναδεκτῶν καὶ δισεγγόνων περὶ τοὺς ἀνθώνας τῆς αὐλῆς κατ᾿ ἐκείνην τὴν ἡμέραν. Ἀπὸ τῆς τρίτης ὥρας τοῦ δειλινοῦ, καθ᾿ ἣν ὁ μπάρμπα-Κωνσταντὴς ἐξηγείρετο τοῦ μεσημβρινοῦ ὕπνου, μὲ δριμείαν ἐπικαθημένην τῆς ρινὸς τὴν χολήν, καὶ ἐφόρει τὸ τσόχινον βρακίον, ἐπύργωνεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς μεγαλοπρεπὲς τὸ τυνησιακὸν φέσι του, ἐλάμβανεν ὡς σκῆπτρον τὴν μεγάλην ἠλεκτρόστομον τσιμπούκαν του, ἀνήρτα ἀπὸ τῆς ὀσφύος βαθύκολπον τὴν μεταξωτὴν καπνοσακκούλαν καὶ κατήρχετο εἰς τὸ καφενεῖον νὰ εἰσπνεύση τὴν θαλασσίαν αὔραν, ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης ἡ εὐρεία καὶ τετράγωνος αὐλὴ παρεδίδετο ἐξ ἑφόδου εἰς τὴν λεηλασίαν τῶν βαπτιστικῶν καὶ τῶν δισέγγονων.
Μεγίστην εὐτυχίαν καὶ ἀνήκουστον ἡδονὴν ἐνόμιζον τότε τὰ παιδία τῆς γειτονιᾶς, ἂν κατώρθωνον νὰ παρεισδύσωσιν εἰς τὸ προαύλιον τῆς Θεία-Σοφούλας, ὅπερ ἐθεωρεῖτο ὡς μυθῶδές τι. Πολλὰ αὐτῶν προέτεινον τὰς κεφαλὰς διὰ τῶν σχισμῶν τῆς κλειστῆς αὐλείου θύρας, ἥτις ἐμοχλεύετο ἔσωθεν ὑπὸ τῶν ζηλοτύπων βαπτιστικῶν διὰ τοὺς μὴ ἔχοντας ἔνδυμα γάμου. Ἄλλα παιδία τολμηρότερα ἀνεῖρπον εἰς τὸν θριγκὸν τοῦ τοίχου τῆς αὐλῆς καὶ εὕρισκον τρόπον νὰ εἰσπηδήσωσιν ἐκεῖθεν εἰς τὰ ἔνδον. Ἀλλ᾿ ἀλλοίμονον ἂν παρετηροῦντο ὑπὸ τῶν ἀγρύπτων εὐνοουμένων. Ἀπεδιώκοντο μὲ τσιμπήματα καὶ μὲ δοντιαίς, ὡς ὁ κηφὴν ὑπὸ τῶν μελισσών.
Τὴν Μεγάλην Πέμπτην του ἔτους 185… ὅλοι οἱ ἀναδεκτοὶ ἦσαν συνηγμένοι ἐν τῇ αὐλῇ τῆς γραίας Σοφούλας. Ὁ πρεσβύτερος αὐτῶν ἦτο ἤδη νεανίας εἰκοσαετής, τὸ δὲ νεώτερον ἦτο κοράσιον διετές, εἰς ὃ ἡ νοννὰ εἶχε δώσει τὸ ὄνομά της. Τὸ βρέφος τοῦτο ἦτο τὸ τεσσαρακοστὸν πνευματικὸν γέννημα τῆς θεία-Σοφούλας. Εἶχε γεννηθῆ τέλος τὸ ἀπὸ πολλοῦ προσδοκώμενον τοῦτο συμπλήρωμα τοῦ προωρισμένου ἀριθμοῦ καὶ ἦτο τὸ χαδευμένον τῆς θεία-Σοφούλας. Ἡ νοννὰ ἔτρεφε φιλοδόξους σκοποὺς ὡς πρὸς τὸ μέλλον τοῦ θυγατρίου τούτου. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ μπάρμπα-Κωνσταντὴς ἐξ ὅλων τῶν ἀναδεκτῶν μόνον τὸ μικρὸν τοῦτο ἠνείχετο.
Ἡ στοργὴ ὅμως τῆς θεία-Σοφούλας πρὸς αὐτὸ ἔφθανε μέχρι παραφροσύνης.
Τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἡ θεία-Σοφούλα ἦτο κλειστῆ εἰς τὸ ἰσόγειον καὶ ἐζύμωνεν. Ἐκ τῶν παιδιῶν τινὰ τὴν ἐπολιόρκουν ἔξωθεν τῆς θύρας παραμονεύοντα. Τὰ πλεῖστα ὅμως ἔπαιζον ταραχωδῶς περὶ τὸν ὑπερμεγέθη ληνόν, πλησίον τοῦ ἐλαιοτριβείου, τὸ κρυφτάκι, καὶ ἄλλα ἐθορύβουν περὶ τὰς κιγκλίδας τοῦ κήπου καὶ πλησίον τοῦ φρέατος.
Ἡ μικρὰ Σοφούλα, ἥτις ἦτο μόλις διετής, ὡς εἴπομεν, ἐξέπεμπε χαρμόσυνους κραυγάς, ἐψέλλιζεν ὡς νεοσσὸς χελιδόνος καὶ ἔτρεχε καὶ αὐτὴ κατόπιν τῶν ἄλλων παιδίων. Ἡ νοννὰ τῆς ἐζήτησε κατ᾿ ἀρχὰς νὰ τὴν κρατήση πλησίον της, ἀλλ᾿ ἡ μικρὰ ἐστενοχωρήθη καὶ ἀπήτησε νὰ ἐξέλθη.
-Νὰ πάω κι ἐγὼ νὰ παίξω, νοννά μου;
-Τί νὰ παίξης ἐσύ;
-Τὸ κλυφτάκι, νοννά μου! ἐτραύλισεν ἡ μικρά.
– Δὲν παίζουν τὰ κορίτσια τὸ κρυφτάκι, εἶπεν αὐστηρῶς ἡ νοννά.
Ἡ μικρὰ δὲν ἐμεμψιμοίρησε μέν, ἀλλ᾿ ἐσκυθρώπασεν. Ἰδοῦσα τοῦτο ἡ νοννά, ἔκραξε τὴν Ἀθηνιῶ, εἰκοσαετὴ τὴν ἡλικίαν, δουλεύτραν της, ἥτις ἦτο καὶ αὐτὴ μία τῶν βαπτιστικῶν της καὶ τὴ ἐνεπιστεύθη τὴν μικρᾶν, συστήσασα αὐτὴ αὐστηρὰν ἐπαγρύπνησιν.
Ἀλλ᾿ ἡ Ἀθηνιὼ ἐλησμόνησεν ἅμα ἀκούσασα τὴν σύστασιν τῆς κυρίας της, καὶ ἐπειδὴ εἰς τὰς πεζούλας ἐκάθηντο τέσσαρες ἢ πέντε γειτόνισσαι, καὶ γνωρίζομεν πόσον περισπούδαστος εἶναι ἡ συνδιάλεξις τῶν ἀέργων γυναικῶν, ἐκάθησε πλησίον αὐτῶν καὶ ἄφησε τὴν μικρὰν Σοφούλαν νὰ τρέχη.
Δὲν ἤρκεσε τοῦτο, ἀλλὰ παραγγελθεῖσα ὑπὸ τῆς κυρίας της νὰ ἀντλήση ὕδωρ ἐκ τοῦ φρέατος, ἐγέμισε μὲ τὴν στάμνον, ἀλλὰ δὲν ἐφρόντισε νὰ κλείση τὸ στόμιον τοῦ φρέατος, ὅπως τὸ εὗρε κεκλεισμένον, τὸ ἄφησε δὲ ἀνοικτόν. Ἀπροσεξία, εἰς ἣν οὐδέποτε θὰ ὑπέπιπτεν ἡ γραῖα Σοφούλα ἢ ἄλλη φρόνιμος γυνή. Μή τις δὲ ἀμφιβάλῃ ὅτι τὴν σύστασιν ταύτην ἡ γραῖα ἔκαμε χιλιάκις εἰς τὴν δουλεύτραν της, ἀλλ᾿ ἡ Ἀθηνιὼ δὲν ἦτο ἐξ ἐκείνων τῶν γυναικῶν, οἵτινες καθίστανται προσεκτικαί.
Εἰς τὴν ἀκμὴν λοιπὸν τῆς πλήρους ἐνδιαφέροντος συνδιαλέξεώς των, ἤκουσαν αἴφνης αἱ εἰς τὴν πεζούλαν καθήμεναι γυναῖκες κρότον τινά, ὡς πλατάγησιν σώματος πίπτοντος εἰς τὸ ὕδωρ καὶ συγχρόνως πεπνιγμένην κραυγὴν καὶ μετ᾿ αὐτὴν δευτέραν κραυγὴν δυνατωτέραν.
Αἱ γυναῖκες ἀνωρθώθησαν αὐτομάτως.
Ἀλλὰ πρὶν αὐταὶ κινηθῶσιν, ἡ θύρα τοῦ ἰσογείου ἠνοίχθη μετὰ κρότου, καὶ ἡ θεία-Σοφούλα ἔντρομος, ἀνυπόδητος, μὲ ταῖς κάλτσαις μόνον, γυμνώλενος, μὲ τὰς χεῖρας ζυμαρωμένας, ἔτρεξε πρὸς τὸ φρέαρ κράζουσα:
– Τὸ κορίτσι! Τὸ κορίτσι!
Διὰ τῆς εἰς τὴν στοργὴν ἰδιαζούσης μαντείας, ἡ θεία-Σοφούλα ἐνόησεν ἀμέσως ὅτι ἡ μικρά της βαπτιστικῆ εἶχε πέσει ἐντὸς τοῦ φρέατος. Καὶ τῷ ὄντι δὲν ἠπατᾶτο. Ενώ ἔτρεχεν ἡ Σοφούλα, ἰδοῦσα τὸ στόμιον τοῦ φρέατος ἀνοικτόν, ἐπλησίασε, προσεκολλήθη ἐπὶ τοῦ χθαμαλοῦ ξυλίνου φραγμοῦ, εἶδεν ἐπὶ τοῦ ὕδατος εἰκονιζομένην τὴν ἀγγελικὴν ξανθὴν μορφήν της, ἤρχισε νὰ τὴ προσμειδιά, ἔκυψεν ὑπερμέτρως, ὠλίσθησεν ἐπὶ τῆς στιλπνῆς ὡς ἐκ τῆς συχνῆς προστριβῆς τοῦ σχοινιοῦ σανίδος, καὶ ἔπεσε κατακέφαλα ἐντὸς τοῦ φρέατος.
Αἱ ἄλλαι γυναῖκες καὶ ἡ Ἀθηνιῶ μετ᾿ αὐτῶν, καθ᾿ ὑπερβολὴν διαστέλλουσαι τοὺς βραχίονας, ἔτρεξαν κατόπιν τῆς θεία-Σοφούλας.
-Ἕναν κουβά! ἕνα γιουρδέλι! ἐκραύγαζεν ἔκφρων ἡ γραῖα Σοφούλα.
-Ἕνα τσιγγέλι! ἔκραξε καὶ ἡ Ἀθηνιῶ σκοτισμένη· (ὡς νὰ εἶχε πέσει δηλ. εἰς τὸ φρέαρ τὸ ἰβάνιον, δι᾿ οὗ ἀντλοῦσιν ὕδωρ).
– Τὰ τσιγγέλια νὰ σὲ τραβοῦν, σκύλα! τὴ ἔκραξε μὲ κεραυνοβόλον βλέμμα ἡ Θεία-Σοφούλα. Μοῦ ἔπνιξες τὸ παιδί.
Ἡ γραῖα τῷ ὄντι δὲν ἐβράδυνε νὰ ἐννοήση ὅτι τὸ δυστύχημα ὠφείλετο εἰς τὴν ἀπροσεξίαν τῆς δουλεύτρας της.
– Νὰ καταβῶ ἐγὼ στὸ πηγάδι, νοννά, τῇ εἶπεν ἡ Ἀθηνιῶ.
Ἐπειδὴ ἐβράδυνε νὰ φανῆ πουθενὰ κουβάς, διότι εἶναι γνωστὸν πόσον οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰς δεινὰς περιπτώσεις, καὶ ἐνῷ μία τῶν γυναικῶν ἔτρεχεν ἀπ᾿ ἐκεῖ, ἄλλη ἀπ᾿ ἐδῶ, καὶ ἡ μικρὰ ἐν τῷ μεταξὺ ἐπνίγετο, ἡ Θεία-Σοφούλα ἐπέτρεψεν εἰς τὴν Ἀθηνιῶ τὴν χάριν ταύτην. Εἴξευρε δὲ ἄλλως ὅτι εἰς τοῦτο, καθὼς καὶ εἰς πᾶσαν ἄλλην ἐργασίαν εἰς τοὺς ἄνδρας μᾶλλον ἁρμόζουσαν, ἦτο ἐπιτηδεία.
Ἡ Ἀθηνιῶ λοιπὸν ἐσήκωσε τὰ φουστάνια της ὑπεράνω τοῦ γόνατος, καὶ πατοῦσα εἰς τὰς γνωστὰς αὐτῇ ἐσοχᾶς τοῦ ἐσωτερικοῦ λιθοκτίστου τοῦ φρέατος, τὰς ἐπίτηδες κατασκευαζομένας εἰς πᾶσαν ὀρυχὴν φρέατος, κατῆλθε μέχρι τῆς ἐπιφανείας τοῦ ὕδατος.
Οὐδαμοῦ ἐφαίνετο ἡ μικρά.
Τὸ βάθος τοῦ ὕδατος ἦτο τρὶς ἴσον μὲ ἀνάστημα ἀνδρὸς καὶ ἡ Ἀθηνιῶ δὲν ἠδύνατο νὰ προχώρηση κατωτέρω.
Ἐν τῷ μεταξὺ εὑρέθη καὶ ὁ κουβᾶς, καὶ κατεβιβάσθη μέχρι τῶν χειρῶν τῆς Ἀθηνιῶς. Αὕτη ἔλαβε τὸ σχοινίον καὶ ἤρχισε νὰ περιστρέφη τὸ ἰβάνιον ἐντὸς τοῦ ὕδατος.
Ἡ θεία-Σοφούλα ὠλόλυζε καὶ ἔσχιζε τὰς παρειάς της. Ἡ καρδία της δὲν ἠσθάνετο πλέον τῆς ἐλπίδος τὴν θαλπωρήν…
Τέλος τὸ ἰβάνιον προσέκοψεν εἰς σῶμά τι ἀνερχόμενον. Ἡ μικρὰ ἀνέβη εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, ἀλλ᾿ ἦτο ἤδη πτῶμα…
Ἡ κεφαλή της δεινῶς μεμωλωπισμένη. Κατενεχθεῖσα σφοδρῶς εἰς τὸ ὕδωρ εἶχε κτυπήσει ἐπὶ τοῦ λίθου, ἐζαλίσθη, κατέπιε πολὺ νερὸν καὶ δὲν ἀνῆλθε ταχέως εἰς τὴν ἐπιφάνειαν…
Ἐπὶ τῆς ζωῆς της ἐπαρηγορήθη ἡ θεία-Σοφούλα διὰ τὸ οἰκτρὸν τοῦτο ἀτύχημα. Ἴσα-ἴσα ἡ τελευταία βαπτιστική της!…
Διετήρησε δὲ τὴν πρὸς τὴν ἀθῴαν νεκρὰν στοργὴν τῆς μέχρι εὐσεβοῦς προλήψεως. Ζήσασα ἐπὶ ἱκανὰ ἔτη ἀκόμη, κατεσκεύαζεν ἀνελλιπῶς κατ᾿ ἔτος τὴ Μ. Πέμπτη τὴν κοκκώνα τῆς ἀτυχοῦς μικρᾶς, καὶ τὴν Κυριακὴν τοῦ Πάσχα, ἅμα ἐπέστρεφε τὸ πρωὶ ἀπὸ τῆς λειτουργίας τῆς Ἀναστάσεως, ἤνοιγε τότε μόνον τὸ ἄχρηστον μείναν φρέαρ καὶ ἔρριπτεν εἰς τὸ ὕδωρ τὴν κοκκώνα καὶ τὰ κόκκινα αὐγὰ τῆς μικρᾶς Σοφούλας της.
Ἐβεβαίου δὲ ἡ ἀγαθὴ γυνὴ ὅτι ἀνεξήγητος εὐωδία ἀνήρχετο τότε ἀπὸ τοῦ ὕδατος, ὡς θυμίαμα ἀθῴας ψυχῆς ἀναβαῖνον πρὸς τὸν θεάνθρωπον Πλάστην.
(1888)