Μόλις ὁ Χαδζῆ-Γιάννης ἤνοιξε τὸ στόμα διὰ νὰ τονίση τὴν ἐπῳδὸν τοῦ ᾄσματός του καὶ ἡ κολοσσιαία χεὶρ τοῦ Μηνᾶ τοῦ ἔφραξε τὰ χείλη διὰ φοβεροῦ κινήματος.
Τὸ πρᾶγμα συνέβαινεν ἐν Κ…, μιᾷ τῶν Σποράδων, περιφήμῳ διὰ τὸ ναυτικόν της.
Ἐν τῶν ὑψίστων προνομίων, ὅπερ κατεῖχον αἱ ὑπὸ τὴν Τουρκικὴν δεσποτείαν τελοῦσαι αὖται νῆσοι, ἀπολαύουσαι ὅμως τὸ πάλαι δημοτικῆς τίνος αὐτονομίας, πολυτίμου διὰ τοὺς κατοίκους των, ἦτο τὸ δικαίωμα τοῦ κωμάζειν ἐν ταῖς ὀδοῖς τὴν νύκτα, ὅπερ δὲν ἀνεγράφετο μὲν ἐν τῷ ἀστικῷ κώδικι, ἐκυροῦτο ὅμως διὰ τῆς ἀνοχῆς, ἣν ἐδείκνυεν ἡ ἐγχώριος πολιτοφυλακὴ πρὸς τοὺς ἐκ μακρῶν θαλασσοποριῶν ἐπιστρέφοντας τολμηροὺς ναυβάτας.
Ἡ λέξις «γεμιδζῆς» (ναύτης) καὶ αἱ λέξεις «ντερτιλῆς» καὶ «μερακλῆς» ἦσαν πάλαι ποτὲ καὶ αἱ τρεῖς συνώνυμοι.
Νὰ ἐπιστρέφῃ τις ἐκ μακροῦ διάπλου ἀνὰ τὸν Εὔξεινον καὶ τὸν Ἀδρίαν, νὰ ἔχη διέλθη ἀνάστρους καὶ ζοφερὸς νύκτας παρὰ τοὺς ἱστοὺς καὶ τὸ πηδάλιον ἄγρυπνος, χωρὶς μήτε ζεῦγος ὀφθαλμῶν νὰ φαίνεται κάπου λαμπυρίζον εἰς τὴν ἔρημον παραλίαν, μήτε ἀνήσυχον οὖς νὰ ἀκούη τοὺς διὰ περιπαθῶν φθόγγων διερμηνευομένους στεναγμοὺς τοῦ ἔρωτος, μετὰ τὸ τελευταῖον ᾄσμα τοῦ ἀπόπλου, τοῦ ὁποίου τοὺς τόνους ψιθυρίζουσιν ἀκόμη αἱ θαλάσσιαι αὖραι περὶ τὴν ἀκτήν:
Ἄναψε τὸ φαναράκι καὶ κατέβα στὸ γιαλό,
Λύσε μας τὸ παλαμάρι, κι ἄιντε κόρη μ᾿ στὸ καλό…
καὶ νὰ μὴ ἔχη τὸ δικαίωμα νὰ τραγουδήση ὑπὸ τὰ παράθυρα τῆς φίλης του;
Αὐτὸ τοῦτο ἤθελε νὰ πράξη καὶ ὁ Χαδζῆ-Γιάννης, νέος εἰκοσαετής, ὅστις ἐτήρει μὲν ἐκ προγόνων τὴν προσωνυμίαν τοῦ Χαδζῆ, ἦτο δὲ καὶ ὁ ἴδιος προσκυνητὴς τῶν Ἁγίων Τόπων.
Ἀλλ᾿ ὁ ἐξάδελφος Μηνᾶς, αὐστηρότερος εἰς τὸ περὶ κοσμιότητος κεφάλαιον, ἐζήτει νὰ τὸν παρεμπόδιση. Ὁ νεαρὸς ὅμως Χαδζῆ-Γιάννης, ἔκδοτος ὅλος εἰς τὸν ἔρωτα, ἐξέφραζε τὸ παράπονόν του διὰ δευτέρας στροφῆς, ὡς ἑξῆς:
Ὡς καὶ τὰ παραθύρια της, ξάδερφε Μηνᾶ, ἀμάχη μου βαστοῦνε·
Ὅταν γυρίσω καὶ τὰ ἰδῶ, ξάδερφε Μηνᾶ, χωρὶς ἀέρα κλειοῦνε.
Ἡ στροφὴ αὕτη δὲν ἦτο ἡ σκανδαλίζουσα τὸν ἐξάδελφον Μηνᾶν, ἀλλ᾿ ἡ πρώτη, καὶ μάλιστα διὰ τῆς ἐν εἴδει ἐπῳδοῦ ἐπικλήσεώς της:
Ἔβγα νὰ ἰδῶ τὸν ἴσκιο σόν, χήρα παππαδιά! κι ἐγὼ τόνε γνωρίζω.
Τὸ νόστιμο σὸν τὸ κορμί, χήρα παππαδιά, ὁποὺ τὸ λαχταρίζω.
Συνέβαινε δὲ τὴ στιγμὴ ἐκείνη νὰ διέρχονται ὑπὸ τὰ παράθυρα τῆς «χήρας παππαδιᾶς», πρὸς ἣν ἐγίνετο ἡ φλογερὰ ἐπίκλησις.
Β´
Ὅλοι οἱ νέοι τῆς νήσου, ἐπανακάμπτοντες ἐκ τῶν συνεχῶν θαλασσοποριῶν των, ἐφρόντιζον νὰ κομίσωσι δῶρα καὶ κοσμήματα διὰ τὰς ἐκλεκτὰς τῆς καρδίας των.
Ὅλοι οἱ νέοι δὲν ἀπηξίουν νὰ κωμάζωσιν ἐνίοτε ὑπὸ τὰ παράθυρα τῆς ἀγαπητῆς των. Ὅλοι εἶχον ἐκλέξει ἀνὰ μίαν ἕκαστος νεανίδα, ἣν προώριζεν ὡς μέλλουσαν σύντροφον τοῦ βίου του. Μόνον ὁ Χαδζῆ-Γιάννης προείλετο νὰ ἐρωτευθῆ τὴν «χήρα παππαδιά». Ὁ Χαδζῆ-Γιάννης ἦτο μία τῶν μελαχροινῶν ἐκείνων καὶ περιπαθῶν φύσεων, εἷς τῶν ἐρωτύλων ἐκείνων νέων, οἵτινες δὲν θέλουσι νὰ ἀκούσωσιν ἄλλό τι παρὰ τὸ πάθος των καὶ μόνον. Ὁ νεαρὸς ναυτικὸς οὔτε ἤξευρεν οὔτ᾿ ἐφρόντισε νὰ μάθη ἂν ἐπιτρέπεται ὁ δεύτερος γάμος εἰς τὰς χήρας τῶν ἱερέων. Ἓν μόνον ἥξευρεν, ὅτι τὴν ἠγάπα καὶ ἤθελε νὰ τὴν νυμφευθῆ.
Ἡ νέα γυνὴ ἦτο πράγματι ἀνταξία του διαπύρου αἰσθήματος, ὅπερ ἄκουσα ἐνέπνεεν. Ὀφείλομεν νὰ ὁμολογήσωμεν ὅτι δὲν ἠδυνήθη νὰ ἐννοήση καὶ αὐτὴ πῶς ἔγεινε παππαδιὰ αἴφνης καὶ πῶς δεκαοκταετὴς ἔμεινεν ἐν χηρείᾳ. Τὴν ὑπάνδρευσαν δεκατετραετή, χωρὶς νὰ ἐρωτήσωσιν ἂν ἔστεργε τὸν σύζυγον, ὃν τῇ ἔδιδον, καὶ ἂν συγκατετίθετο νὰ γείνη παππαδιά. Μετὰ ἓν ἔτος ὁ σύζυγός της ἐχειροτονήθη ἱερεύς, χωρὶς αὐτὴ νὰ νομίση ὅτι εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ δώση ἢ ν᾿ ἀποποιηθῆ τὴν συναίνεσίν της. Μετὰ ἓν ἄλλο ἔτος, ὁ νεαρὸς λειτουργὸς τοῦ Κυρίου, ἀσθενήσας, ἀπέθανε, καὶ οὕτως αὕτη ἐντὸς διετίας ὑπέστη τόσας σχεδὸν μεταμορφώσεις, ὄσας καὶ ὁ μεταξοσκώληξ- ἐγένετο ἀπὸ κόρης γυνή, ἀπὸ γυναικὸς παππαδιά, καὶ ἀπὸ παππαδιᾶς χήρα· χήρα διὰ βίου.
Γ´
Καὶ ὅμως ὁ «ξάδερφος Μηνᾶς» δὲν ἦτο τόσον αὐστηρός, ὅσον ἠδύνατο τὶς ἐκ πρώτης ἀφετηρίας νὰ ὑπόθεση. Συνεπάθει μάλιστα τόσον πολὺ εἰς τὸ νεανικὸν πάθος τοῦ ἐξαδέλφου του, καὶ τόσον ἀφελὴς ἦτο, ὥστε, ὅταν τὸ πρᾶγμα ἐπροχώρησε κάπως, καὶ λόγος ἐγένετο εἰς διαφόρους ὁμίλους περὶ τοῦ ἔρωτος τοῦ Χαδζῆ-Γιάννη, ἐφαντάσθη διὰ παραδόξου τρόπου νὰ θέση ἑκποδὼν πᾶν πρόσκομμα ἐπιπροσθοῦν εἰς τὸν γάμον.
Εἶνε βέβαιον, φαίνεται, ὅτι ἐν τῷ Πηδαλίῳ δὲν ἀναγράφεται κανών τις ἀπαγορεύων τὸν δεύτερον γάμον εἰς τὰς ἐν χηρείᾳ πρεσβυτέρας. Ἀλλ᾿ ἡ πρόληψις καὶ ἡ παράδοσις, τὰ δυὸ ὁμοῦ συντιθέμενα, ἰσοδυναμούσι τὸ κάτω-κάτω μὲ ἕνα ἀποστολικὸν ἢ συνοδικὸν κανόνα, καὶ ἔπειτα ὁ λαὸς οὐδέποτε ἔλαβεν ἀνὰ χεῖρας τὸ Πηδάλιον διὰ νὰ ἴδη πόσους καὶ ποίους περιέχει κανόνας. Τινὲς τῶν ἱερέων, ὀλίγιστοι, ἀνεγίγνωσκον ἐνίοτε τὸ βιβλίον τοῦτο ἐν τῷ παρελθόντι.
Ὁ ἐρωτικώτατος Χαδζῆ-Γιάννης οὐδὲν ἤκουεν οὔτε ἐνόει περὶ τοιαύτης ἀπαγορεύσεως καί, ἂν τῷ ἔλεγέ τις ὅτι οἱ κανόνες ἀπαγορεύουσι νὰ νυμφευθῆ τὴν παππαδιάν, ἤνοιγε μεγάλους ὀφθαλμοὺς καὶ ἔσειεν ἁπλῶς τοὺς ὤμους. Ὁ συνετὸς ὅμως Μηνᾶς ἐλάμβανε τὸ πρᾶγμα ὑπὸ σπουδαίαν ἔποψιν, καὶ λοιπὸν ἐσοφίσθη ἁπλούστατα νὰ δώση δῶρα πολύτιμα, λαχούρι καὶ ψέλλια εἰς τὴν γειτόνισσάν του τὴν πρεσβυτέραν τοῦ Παππᾶ Μανώλη, διὰ τὰς δυὸ ἀγάμους θυγατέρας της, καὶ τὴν παρεκάλεσε νὰ ὑποκλέψη ἐκ τῆς πενιχρᾶς βιβλιοθήκης τοῦ αἰδεσιμωτάτου αὐτὸ τὸ Πηδάλιον, τὸ περιέχον ὅλους τοὺς νόμους καὶ τοὺς κανόνας, καὶ νὰ τὸ δανείση εἰς αὐτὸν μίαν ἡμέραν. Ὁ ἁπλοϊκὸς ἐξάδελφος τοῦ Χαδζῆ-Γιάννη ἐφαντάζετο ὅτι τόσον θὰ ἤρκει διὰ νὰ φυλολογήση αὐτὸ τὸ βιβλίον, νὰ εὕρη τὴν σελίδα ἐν ᾑ περιέχεται ὁ σχετικὸς πρὸς τὴν ἀπαγόρευσιν τοῦ δευτέρου γάμου εἰς τὰς χήρας τῶν ἱερέων κανών, νὰ ἀποσπάση τὴν σελίδα ταύτην, νὰ τὴν σχίση καί… πάει λέγοντας. -Καὶ τί τὸ θέλεις αὐτὸ τὸ βιβλίο; τὸν ἠρώτησεν ἡ Παππαμανώλαινα. -Ἔννοιά σου, καλέ, ἀπήντησεν ὁ Μηνᾶς, κάτι θέλω νὰ διαβάσω καὶ θὰ σοῦ τὸ δώσω πίσω εὐθύς. -Αὐτὸ τὸ βιβλίο δὲν εἶναι ποὺ ἔχει τὸν νόμο-κάνονα; ἠρώτησεν αὔθις ἡ δύσπιστος πρεσβυτέρα. – Ναί, εἶπε μορφάζων ὁ ἐξάδελφος Μηνᾶς.
Ὁ Παππᾶς μου λέγει πῶς δὲν κάνει νὰ τὸ πιάση κανεὶς ποὺ νὰ μὴν εἶναι ἱερωμένος.
Μὴν τὸ πιάνης μὲ τὰ χέρια γυμνά, ἀπήντησεν ὁ ἐξάδελφος Μηνᾶς, βάλε μίαν καθαρὴ πετσέτα. Τέλος πολλὰ ἐμόχθησεν ὁ ταλαίπωρος Μηνᾶς, ἑωσοῦ πείσῃ τὴν Παππαμανώλαιναν. Ἄλλως καὶ ἡ ἐκδούλευσις αὐτῆς ἄκαρπος ἀπέβη. Λαβὼν τὸ Πηδάλιον ὁ Μηνᾶς, ὅστις μόλις ἤξευρε νὰ ἀναγινώσκη συλλαβιστὰ ὀλίγας λέξεις, ἐφυλλολόγει καὶ ἐφυλλο-λόγει, ἀλλὰ ποῦ νὰ εὕρη τὸν σχετικὸν κανόνα, ὅστις ἄδηλον ἄλλως ἂν ὑπάρχη; τὸ χειρότερον ἦτο ὅτι ἐκινδύνευε νὰ φανῆ ἐκπρόθεσμος εἰς τὴν πρεσβυτέραν, καὶ τότε τί ν᾿ ἀπολογηθῆ αὕτη εἰς τὸν Παππᾶ-Μανώλην, ἂν τυχὸν παρετήρει οὗτος τὴν ἀπουσίαν τοῦ βιβλίου;
Παρελίπομεν νὰ εἴπωμεν ὅτι ἡ χήρα παππαδιά, χάριν τῆς ὁποίας ἐν ἀγνοίᾳ της ἐγίνοντο ὅλα τὰ ἐπιλήψιμα ταῦτα, ἦτο αὐτὴ αὕτη νύμφη τῆς γηραιᾶς πρεσβυτέρας καὶ τοῦ Παππᾶ-Μανώλη. Τούτου τὸν υἱὸν εἶχε νυμφευθῆ ἡ ἀτυχὴς καὶ ἔμεινε χήρα ἐν νεαρωτάτῃ ἠλικίᾳ, ὡς εἴπομεν. Ὥστε τὸ τόλμημα τοῦ Μηνᾶ ἦτο, βλέπετε, φοβερώτερον ἢ ὅσον ἤθελεν φανῆ ἄνευ τῆς περιστάσεως ταύτης.
Δ´
Μάταιοι ἀπέβησαν ὅλοι οἱ ἀγῶνες τοῦ Μηνᾶ, ἂν καὶ τὸ βιβλίον ἐδόθη αὐτῷ καὶ δευτέραν φορὰν καὶ τρίτην. Ὅσον καὶ ἂν ἐφυλλολόγει, τὸ ζητούμενον χωρίον δὲν εὐρίσκετο. Ἀλλ᾿ ὅ,τι δὲν κατώρθωσεν οὗτος δι᾿ ὅλων τῶν νομίμων μέσων, τὰ γραΐδια τῆς γειτονιᾶς, τεθέντα εἰς κίνησιν, ἠδυνήθησαν νὰ τὸ κατορθώσωσι. Μετὰ ἓν ἀκόμῃ ταξείδιον τοῦ Χαδζῆ-Γιάννη καὶ τοῦ Μηνᾶ, οἵτινες ἦσαν συμπλωτῆρες καὶ συνιδιοκτῆται τοῦ αὐτοῦ πλοίου, τὸ πένθος τῆς νεαρᾶς παππαδιᾶς εἶχε κρυώσει ὀλίγον, ἡ συγκατάθεσίς της, τῇ μεσολαβήσει τῶν προξενητριῶν, τῆς ἀπεσπάσθη καὶ ὑπελείπετο μόνον τὸ ζήτημα τοῦ πῶς νὰ τελεσθῆ ὁ γάμος. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ γέρων Παππᾶ-Μανώλης, ἀπέθανεν, οἱ ἄλλοι ἱερεῖς δὲν εἶχον ἄμεσον συμφέρον νὰ φαίνωνται ἄκαμπτοι, καὶ κατωρθώθη, μετὰ ἢ ἄνευ ἐκκλησιαστικῆς ἀδείας, μεθ᾿ ἱεροτελεστίας ὅμως τακτικῆς, νὰ πραγματοποιηθῆ ὁ γάμος τοῦ Χαδζῆ-Γιάννη μετὰ τῆς χήρας παππαδιᾶς. Τὸ γεγονὸς τοῦτο εἶνε παλαιόν, συνέβη κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ αἰῶνος.
Ἀλλὰ μέχρι τῆς σήμερον δὲν ὑπάρχει συμπόσιον ἢ ἁπλῶς ὅμιλος εὐθυμούντων ἐν Κ… ὅπου νὰ μὴ ἀντηχήση καὶ τὸ ᾄσμα «τῆς χήρας παππαδιᾶς».