Τὸ βάπτισμα

 
\"\"

Τὸ βάπτισμα εἶναι κορυφαῖο μυστήριο, διότι ἀποτελεῖ τὴ θύρα ποὺ εἰσάγει στὸ κράτος τῆς χάριτος καὶ δι’ αὐτοῦ γίνεται ὁ ἄνθρωπος ἐπίσημα μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἐνσωματούμενος στὸ μυστικὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔχει τὸ δικαίωμα συμμετοχῆς του καὶ στὰ ὑπόλοιπα μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι μυστήριο ποὺ δὲν ἐπαναλαμβάνεται, διότι ἡ πνευματικὴ γέννηση ποὺ χορηγεῖ μία μόνο φορὰ γίνεται, ὅπως μία φορὰ συντελεῖται καὶ ἡ φυσικὴ γέννηση τοῦ ἀνθρώπου. Ἀναβαπτισμὸς γίνεται μονάχα στὶς περιπτώσεις αἱρετικῶν ποὺ προσέρχονται στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας, διότι τὸ βάπτισμα ποὺ ἔλαβαν στὴν αἵρεση θεωρεῖται ὡς μὴ ὑπάρχον.

Στὸ βάπτισμα ποὺ γίνεται στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας καὶ ζωοποιοῦ Τριάδος συμβαίνουν δύο τινά• πρῶτον, ἀφανίζεται ἀπὸ τὸν βαπτισθέντα τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας καὶ δεύτερον, δημιουργεῖται σ’ αὐτὸν μία νέα πνευματικὴ γέννηση. Διὰ τοῦ ἱεροῦ βαπτίσματος ἐκριζώνεται ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ βαπτισθέντος τόσο τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα ὅσο καὶ οἱ προσωπικές του ἁμαρτίες. Ἐξακολουθεῖ βέβαια νὰ παραμένει στὴν ψυχή του ἡ ἁμαρτητικὴ ὁρμὴ καὶ μετὰ τὸ βάπτισμα, πράγμα ποὺ διαπιστώνεται ἐμπειρικὰ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Τοῦτο φαίνεται ν ἀποτελεῖ δογματικὴν ἀνακολουθία ποὺ δύσκολα μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ. Ἀφοῦ ἐκριζώνεται σύρριζα τὸ Δέντρο τῆς ἁμαρτίας, πῶς ἐξακολουθοῦν νὰ φύονται ἀποσπάδες αὐτοῦ; Ἴσως νὰ μὴ βρισκόμαστε μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, ἂν λέγαμε ὅτι ὁ Θεὸς παραχωρεῖ παιδαγωγικῶς τὴν παρουσία τῆς ἁμαρτητικότητος στὴν ἀναγεννηθεῖσα φύση τοῦ βαπτισθέντος, διὰ νὰ ἔχει οὗτος ἐρέθισμα νὰ παλαίει κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ τελειοποιεῖται στὴν ἀρετὴ μὲ τὴ βοήθεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Παράλληλα στὸν πιστὸ δημιουργεῖται διὰ τοῦ βαπτίσματος μία νέα ἄφθαρτη ζωή, μία καινούργια γέννηση, μία ἀναγέννηση.

Γι’ αὐτὸ τὸ βάπτισμα καλεῖται «λουτρὸν παλιγγενεσίας» (= νέας γενέσεως). Ἡ φύση διὰ τοῦ βαπτίσματος ἀνατρέχει στὴν πρώτη της προπτωτικὴν εὐγένεια, ἀστράφτει τὴν ὀμορφιὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, θάλλουν σ’ αὐτὴν ζωηροὶ οἱ θεοειδεῖς χαρακτῆρες τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ. Ἀνακτίζεται στὸ βάπτισμα ἡ φύση καὶ ἀναδημιουργεῖται μὲ τὴν τελειωτικὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀποθέτει τὰ αἴσχη τῆς φθορᾶς, ὅ,τι σαπρὸ στιβάχτηκε σ’ αὐτὴν ἀπὸ τὴν προγονικὴ παράβαση καὶ ἀστράφτει τὴ δόξα καὶ τὴν ἀφθαρσία τῆς θεότητος. Τὸ βάπτισμα εἶναι μυστήριο θεοποιητικό. Σ’ αὐτὸ ὁ πιστὸς ντύνεται τὸν Χριστο (1). Τὰ ἀποτελέσματά του συνεπῶς εἶναι τόσο ἀρνητικὰ ὅσο καὶ θετικά• ἀρνητικά, ἡ ἀποβολὴ τοῦ αἴσχους τῆς ἁμαρτίας στὴν ὁποιαδήποτε μορφὴ της θετικά, ἡ ἀνάκτιση τῆς φύσεως σὲ μία νέα ἔνθεη ὕπαρξη καὶ ζωή.

Ὁρατὸ σημεῖο τοῦ βαπτίσματος εἶναι ἡ τέλεσή του στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος διὰ τριπλῆς καταδύσεως καὶ ἀναδύσεως σὲ ἁγιασμένο ὕδωρ. Ἡ τριπλῆ αὐτὴ κατάδυση καὶ ἀνάδυση συμβολίζει τὴν τριήμερη ταφὴ καὶ ἔγερση τοῦ Κυρίου. Ὅπως δηλαδὴ ὁ Σωτὴρ ἀποθανὼν ἐνταφιάστηκε στὸ μνῆμα καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἀναστήθηκε ἐκ τῶν νεκρῶν, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος στὸ βάπτισμα διὰ μὲν τῆς καταδύσεώς του θάπτει τὴ φθαρμένη φύση του στὰ νερὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, συνθαπτόμενος μυστικὰ μὲ τὸν Χριστό, διὰ τῆς ἀναδύσεώς του δὲ συνανίσταται μαζί του σὲ μία νέα ζωή, ἀνακαινισμένη καὶ ἄφθαρτη. Τὴν τριπλῆ κατάδυση καὶ ἀνάδυση σὲ ἁγιασμένο ὕδωρ ποὺ γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθόδοξους εἶναι τόσο σημαντικὴ καὶ ἀπαραίτητη διὰ τὴν ἐγκυρότητα τοῦ μυστηρίου, ἀθετοῦν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐν χρήσει τὸ δι’ ἐπιχύσεως ἢ ραντισμοῦ βάπτισμα.

Τὸ βάπτισμα αὐτὸ βέβαια ἦταν ἐν χρήσει καὶ στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία. Ἦταν ὅμως βάπτισμα ἔκτακτο, τὸ ὁποῖον ἐφαρμοζόταν σὲ ἀσθενεῖς ποὺ ἦσαν ἀκίνητοι στὸ κρεβάτι (βάπτισμα κλινικῶν) καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ κατέβουν στὸ βαπτιστήριο. Αὐτό, λοιπόν, τὸ ἔκτακτο βάπτισμα ἀνάγκης οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἀπὸ τοῦ ΙΔ\’ αἰῶνος ἀνήγαγαν σὲ τακτικὸ θεσμό, παραθεωροῦντες τὴν ἀρχαιοπαράδοτη τάξη τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ λόγοι ποὺ συνήθως προσάγονται γιὰ νὰ δικαιολογηθεῖ ἡ πράξη τους αὐτὴ (ἡ τρυφερὴ ἡλικία τοῦ νηπίου τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ βλάψει ἡ κατάδυση, τὸ ἄτοπο γυμνώσεως τοῦ βαπτιζομένου, τὰ βόρεια ψυχρὰ κλίματα ποὺ δὲν εὐνοοῦν τὴ γύμνωση κ.ἄ.), μπορεῖ μὲν νὰ ἔχουν κάποια βάση πρακτική, ὅμως εἶναι πολὺ ἀφελεῖς γιὰ νὰ στηρίξουν μία τόσο κραυγαλέα παρέκκλιση ἀπὸ τὰ παραδεδομένα.

Τὸ βάπτισμα εἶναι –ὅπως προείπαμε– ἀναγκαῖον πρὸς σωτηρία. Χωρὶς αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ εἰσέλθει ὁ ἄνθρωπος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ τὴ μεγάλη ἀλήθεια δήλωσε ὁ Χριστὸς στὸ Νικόδημο κατὰ τὴ νυκτερινή τους συνάντηση• «ἂν μὴ τις γεννηθεῖ ἄνωθεν ἐξ ὕδατος καὶ πνεύματος οὐ δύναται ἰδεῖν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (2). Αὐτὸ δὲ ἦταν τὸ περισσὸν ποὺ εἶχε τὸ βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ σὲ σχέση μὲ τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου, ποὺ διακονοῦσε οὗτος στὸν Ἰορδάνη ποταμό. Τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἦταν προτύπωση τοῦ βαπτίσματος τοῦ Χριστοῦ. Ἦταν μία τελετὴ ποὺ προετοίμαζε τοὺς Ἰουδαίους νὰ λάβουν ἄφεση ἁμαρτιῶν. Τὴν ἄφεση αὐτὴ ποὺ δὲν παρεῖχε τὸ βάπτισμα ἐκεῖνο (τὴ συμβόλιζε ἁπλῶς), τὴν ἐχορήγησε τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ θὰ γινόταν μὲ τὴ φωτιὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ (3).

Τὸ βάπτισμα, ὡς ἀπόλυτα ἀναγκαῖο πρὸς σωτηρία, διακονεῖται σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ σ’ αὐτὰ ἀκόμη τὰ τρυφερὰ νήπια. Τὸ ἰδεῶδες βάπτισμα φυσικὰ εἶναι τὸ βάπτισμα τῶν ἐνηλίκων, ποὺ γίνεται ἐνσυνείδητα καὶ κατόπιν πίστεως, σύμφωνα μὲ τὴ δήλωση τοῦ Κυρίου• «ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται» (4). Καὶ μερικοὶ (Προτεστάντες) ἀπορρίπτουν τὸ βάπτισμα τῶν νηπίων, ἐπειδὴ τάχα παραθεωρεῖ τὴ βασικὴ συνθήκη τῆς πίστεως. Δὲν ἔχουν ὅμως δίκαιο. Κατὰ βασικὴ θεολογικὴ ἀρχή, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ τὰ σωτήρια ἀποτελέσματά της ἐκεῖ ὅπου δὲν ὑπάρχει προσωπικὴ ἀντίδραση στὸ ἀναγεννητικὸ ἔργο της, δηλαδὴ ἡ ἁμαρτία. Στὰ νήπια ὅμως, ποὺ λόγω τῆς ἀθωότητος καὶ τῆς ἀκακίας τους, δὲν ὑπάρχει ἡ ἀντίδραση αὐτή, μπορεῖ κάλλιστα νὰ ἐνεργήσει ἡ λυτρωτικὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Καὶ δὲν πιστεύουν στὸν Χριστὸν οὔτε καὶ αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη τοῦ βαπτίσματος, ἐπειδὴ ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴ φύση τους ἡ πνευματικὴ ὡριμότητα καὶ ἡ αὐτοσυνειδησία• δὲν ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ ἀπιστία ποὺ εἶναι ὁ κύριος συντελεστὴς τῆς κατακρίσεως, ὅπως στοὺς πιὸ πάνω λόγους τοῦ προσθέτει ὁ Σωτήρ• «ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται». Ὅπως δὲ τὸ φυσικὸ ἐμβόλιο τὸ κάνουμε στὸ παιδὶ γιὰ νὰ τὸ προφυλάξουμε ἀπὸ ἀσθένειες ποὺ θέτουν σὲ κίνδυνο τὴ ζωή του, χωρὶς αὐτὸ νὰ ἔχει ἐπίγνωση τῆς καταστάσεώς του, ἔτσι καὶ τὸ βαπτίζουμε γιὰ νὰ τὸ ἀπαλλάξουμε ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ποὺ εἶναι ἡ βαριὰ ἀσθένεια τῆς φύσεως ποὺ ἐκληρονομήσαμε ἀπὸ τὴν παράβαση τοῦ Ἀδάμ. Ὁ θεσμὸς τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ εἰσήχθη πολὺ νωρὶς στὴν Ἐκκλησία γιὰ ν’ ἀντιμετωπισθεῖ τὸ ἐνδεχόμενο πρόωρου θανάτου τῶν νηπίων, ὁπότε αὐτά, φεύγοντας μὲ τὸ ἁμάρτημα τοῦ προπάτορα στὴ φύση τους, δὲν εἶναι εὔθετα στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (5). Ἀλλὰ καὶ τὴν ἔλλειψη αὐτοσυνειδησίας στὰ νήπια φρόντισε ἡ Ἐκκλησία ν’ ἀναπληρώσει διὰ τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ θεσμοῦ τοῦ ἀναδόχου, ὁ ὁποῖος ἀναλαμβάνει ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ τὴν ὑποχρέωση νὰ κατηχήσει στὴν πίστη τὸ βαπτιζόμενο νήπιο, προϊούσης τῆς ἡλικίας του. Τέλος σὲ περίπτωση ποὺ κινδυνεύει νὰ πεθάνει ἕνα ἀβάπτιστο νήπιο, ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ ὡς ἔγκυρο τὸ βάπτισμα ἀνάγκης ποὺ διακονεῖται ἐκτάκτως σ’ αὐτὰ σὲ φυσικὸ νερό, ἀπὸ λαϊκοὺς (ἐλλείψει ἱερέων) ὀρθοδόξους, ἄνδρες ἢ γυναῖκες, διὰ τριπλῆς καταδύσεως καὶ ἀναδύσεως στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος (βαπτίζεται ὁ δοῦλος ἢ ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ… τάδε, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τρεῖς φορές). Ὁμοίως, ἐλλείψει φυσικοῦ ὕδατος τὸ βάπτισμα μπορεῖ νὰ γίνει καὶ στὸν ἀέρα. Σὲ περίπτωση δὲ ποὺ ζήσει τὸ παιδί, τὸ βάπτισμα ποὺ δέχτηκε δὲν ἐπαναλαμβάνεται, γιατί εἶναι βάπτισμα ἔγκυρο. Μόνο θὰ διαβαστοῦν στὴν Ἐκκλησία οἱ εὐχὲς ποὺ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ διαβαστοῦν κατὰ τὸ ἔκτακτο βάπτισμα τῆς ἀνάγκης.

 

\"\"

Στὸ βάπτισμα, τέλος, ἐνηλίκων ἀπαιτεῖται ἀπὸ τοὺς ὑποψηφίους κάθαρση καὶ ἠθικὴ προπαρασκευή, κυρίως ὅμως πίστη στὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καὶ στὸ λυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Σὲ περίπτωση βαπτίσεως αἱρετικῶν ἢ ἀλλοθρήσκων γίνεται προηγουμένως κατήχηση σ’ αὐτοὺς ἀπὸ ὑπεύθυνα πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας.

1. «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας.
2. Ἰω. 3,3.
3. Ματθ. 3,11. Μάρκ. 1,8. Λουκ. 3,16.
4. Μάρκ. 16,16.
5. Ἂν τὰ ἀβάπτιστα νήπια, ἐπειδὴ φέρουν μέσα τοὺς τὴν ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ, κωλύονται νὰ εἰσέλθουν στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δὲν ἕπεται ἐκ τούτου ὅτι καὶ βασανίζονται στὴν κόλαση, ὡς στερούμενα προσωπικῶν ἁμαρτημάτων καὶ προσωπικῆς ἐνοχῆς, στοιχεῖα ποὺ ἀποτελοῦν τὴ βάση κάθε ποινῆς καὶ κολασμοῦ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς λέγει σχετικά• «τοὺς μὴ δυνηθέντας τυχεῖν τοῦ βαπτίσματος διὰ νηπιότητα ἢ διὰ πρόωρον θάνατον μήτε δοξασθήσεσθαι μήτε κολασθήσεσθαι παρὰ τοῦ δικαίου κριτοῦ ὡς ἀσφραγίστους μὲν πονηροὺς δέ, ἀλλὰ παθόντας μᾶλλον τὴν ζημίαν ἢ δράσαντας» (Λόγ. 40,23). Νὰ βρίσκονται, λοιπόν, σὲ ἕνα ἐνδιάμεσο τόπο ἀνάλογο μὲ τὴν ἰδιοτυπία τῆς καταστάσεὼς των; Ὁ Θεὸς μόνον γνωρίζει. Θεωρίες πάντως ὅτι τὰ ἀποθανόντα ἀβάπτιστα νήπια μποροῦν νὰ σωθοῦν διὰ τῶν προσευχῶν τῶν γονέων τους, ἢ ἀποκτώντα συνείδηση μποροῦν νὰ σωθοῦν διὰ τοῦ βαπτίσματος τοῦ πόθου πρὸς τὸ βάπτισμα, εἶναι τὸ λιγότερο ἀφελεῖς [Βλ. Χρ. Ἀνδρούτσου, Δογματικὴ (1907, σ. 328)].