Γέρων Ἀμβρόσιος Λάζαρης, ὁ Πνευματικός τῆς Μονῆς Δαδίου

Σύντομο βιογραφικό

Ὁ Ἱερομόναχος Ἀμβρόσιος Λάζαρης γεννήθηκε στὶς 21 Δεκεμβρίου 1912 στὰ Λαζαράτα Λευκάδος. Πατέρας του ἦταν ὁ Παναγιώτης Λάζαρης καὶ μητέρα του ἡ Ἐλουΐζα, τὸ γένος Γεωργάκη. Τὸ ζευγάρι ἀπέκτησε πέντε παιδιά: τὸν Πέτρο, τὴ Χρυσούλα, τὸν Δημήτριο, τὸν Σπυρίδωνα (τὸ κοσμικὸ ὄνομα τοῦ Γέροντα) καὶ τὴ Γεωργία.

Ὁ πατέρας του ὑπηρέτησε γιὰ χρόνια στοὺς Βαλκανικοὺς πολέμους καὶ τὸ θάρρος του στὶς μάχες λένε ὅτι ἦταν ξεχωριστό. Ἀργότερα, καὶ σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ Ἱστορικοῦ Πάνου Ροντογιάννη (1), ὑπηρέτησε ὡς γραμματοδιδάσκαλος κατὰ τὴν περίοδο 1926-1932 στὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο Ἀσπρογερακάτων Λευκάδος. Ἦταν στὴ ζωὴ του πολὺ αὐστηρός, ἕως καὶ σκληρός, στοιχεῖο ποὺ πῆρε ἀπὸ τοὺς δικούς του γονεῖς, μὲ τοὺς ὁποίους συγκατοικοῦσε ἡ οἰκογένεια.

Ἀντίθετα ἡ μητέρα του ἦταν ἕνας πολὺ ἤπιος καὶ γλυκὸς ἄνθρωπος, ποὺ νοιαζόταν γιὰ τὸ σπίτι της καὶ τὰ παιδιά της κι ἔκανε μεγάλη ὑπομονὴ στὶς δυσκολίες τὶς ὁποῖες ἀντιμετώπιζε. Ὁ Γέροντας τὴν ἀγαποῦσε πολὺ καὶ τῆς εἶχε ἀδυναμία.

Οἱ συνθῆκες ζωῆς στὸ χωριὸ ἦταν τότε πολὺ δύσκολες καὶ τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας, ὅπως τόσοι συγχωριανοί, πεινοῦσαν. Ἔτσι ὁ νεαρὸς Σπυρίδων στερήθηκε πολλά. Παπούτσια δὲν φόρεσε, παρὰ ὅταν πῆγε στὸν στρατό. «Τὸ πόδι μου ἀπὸ κάτω», ἔλεγε κατόπιν γελώντας, «ἦταν σὰν τσαρούχι». Γι\’ αὐτὸ καὶ ἀναγκάστηκε πολὺ νωρὶς νὰ σταματήσει τὸ σχολεῖο καὶ ν\’ ἀρχίσει νὰ βοηθᾶ τὴν οἰκογένεια ὡς ἐργάτης σὲ κτήματα τῶν συγχωριανῶν του.

Γράμματα ἔμαθε μέχρι καὶ τὴ Β\’ Δημοτικοῦ. Ὅμως χάρη στὴ μητέρα του εἶχε καλὴ τὴν ἐπαφὴ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του νωρίς. Ἐκείνη τὸν ἔμαθε νὰ πηγαίνει στὸν ναὸ ἀπὸ πολὺ μικρός, νὰ προσεύχεται καὶ ἦταν μαζὶ ποὺ ἐπισκέπτονταν τὰ ἐξωκκλήσια τῆς περιοχῆς, ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ ἀπομακρυσμένα. Τὸ ἴδιο συνέχισε νὰ κάνει καὶ ἀργότερα, ὅταν ἔβαλε τὸ ράσο, ἐκδηλώνοντας πάλι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, μοναχικά, τὴν πίστη του στὸν πνευματικὸ κόσμο.

Ἦταν πολὺ χειροδύναμος. Ἀπὸ τὰ λίγα ποὺ ἔλεγε γιὰ ἐκείνη τὴν περίοδο τῆς ζωῆς του, σταχυολογοῦμε τὸ ἀκόλουθο περιστατικό, τὸ ὁποῖο ἀφοροῦσε ἕνα παιχνίδι στὸ χωριό. Ἐκεῖνα τὰ χρόνια μαζεύονταν οἱ ἄνδρες τὶς Κυριακὲς ἔξω ἀπὸ τὸ καφενεῖο μετὰ τὴν ἐκκλησία, ἔπαιρναν μία μεγάλη πέτρα καὶ τὴν πετοῦσαν μακριά, ὅπως τὴ σφαίρα. Πῆγε λοιπὸν κι αὐτός, σὰν παιδί, καὶ τοὺς ζήτησε νὰ δοκιμάσει. Οἱ ἄλλοι τὸν περιγέλασαν, ἀλλὰ τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ ρίξει. Ἐκεῖνος ἐπίασε τὴν πέτρα, τῆς ἔδωσε μιὰ καὶ τὴν ἐξαφάνισε.

Λίγο ἀργότερα, στὸν στρατό, ἐπειδὴ ἦταν ἀρκετὰ ψηλὸς καὶ εἶχε ὡραῖο παράστημα, ἦταν φυσικὸ νὰ τὸν ἐπιλέξουν στοὺς εὐζώνους. Σύμφωνα μὲ τὸ Στρατολογικὸ Γραφεῖο τῆς Λευκάδας μαθαίνουμε ὅτι στὶς 21 Σεπτεμβρίου 1933 κατετάγη ὡς κληρωτὸς στὸ 24ο Σύνταγμα Πεζικοῦ καὶ στὶς 4 Ὀκτωβρίου 1933 πῆγε στὴ δύναμη τοῦ Προτύπου Τάγματος Εὐζώνων, ὅπου παρέμεινε μέχρι τὶς 6 Ἰανουαρίου 1935. Τότε ἀπολύθηκε ἀπὸ τὸ Τάγμα Εὐζώνων ὡς ὁπλίτης, στὶς 5 Μαρτίου 1935 κατετάγη στὸ 24ο Σύνταγμα Πεζικοῦ καὶ στὶς 16 Μαρτίου 1935 πῆρε τὸ ἀπολυτήριό του.

Ἀπὸ τὴν περίοδο τῆς στράτευσής του μένει μέχρι σήμερα μία ὑπέροχη φωτογραφία, ἡ ὁποία δείχνει τὸν νέο εὔζωνα νὰ κοιτάζει μπροστὰ μὲ τὸ καθάριο καὶ ἁγνὸ γαλάζιο βλέμμα του, ἕνα βλέμμα ποὺ σὲ μαγνητίζει καὶ κάνει τὴν καρδιά σου νὰ σκιρτᾶ ἀνεξήγητα. Αὐτὴ τὴν ὀμορφιά, αὐτὰ τὰ νιάτα, αὐτὴ τὴ δύναμη κι αὐτὴ τὴν ἀθωότητα πρόσφερε πρόθυμα στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ὁ φτωχὸς νέος, γιατί ἦταν ἄλλος ὁ πλοῦτος ποὺ τὸν ἔνοιαζε.

Ἀμέσως μετὰ τὸν στρατὸ ὁ Σπυρίδων πῆγε στὸ Ἅγιον Ὅρος. Μὲ τὸ ποὺ ἔμεινε στὸ Μοναστήρι, δὲν ἐνδιαφέρθηκε διόλου γιὰ τοὺς δικούς του. Δὲν εἶχε καμιὰ ἐπαφὴ οὔτε μὲ τοὺς γονεῖς οὔτε μὲ τ\’ ἀδέλφια του. Ὁ πατέρας του, σὰν ἔμαθε μετὰ ποὺ βρισκόταν, πῆγε καὶ τὸν συνάντησε. Ἐπίσης τὰ ἀνίψια του τὸν ἐπισκέφθηκαν κάποιες φορές. Τοὺς δέχτηκε ὅπως ὅλους, ὄχι σὰν κάτι ἰδιαίτερο. Τοὺς ἀγαποῦσε, ὅπως ἀγαποῦσε κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη καὶ τοὺς βοηθοῦσε μέσα ἀπὸ τὶς προσευχές του.

Τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὸ παρελθόν του στὸ νησὶ δὲν τὸν ἀπασχολοῦσαν διόλου. Μάλιστα, ὅταν μία πενταμελὴς οἰκογένεια ζοῦσε σὲ ἕνα σπίτι ποὺ ὁ Γέροντας εἶχε κληρονομήσει στὸ νησὶ καὶ δὲν πλήρωνε ἐνοίκιο, ἐκεῖνος ποτὲ δὲν ἀπαίτησε, ποτὲ δὲν διεκδίκησε. Στὶς προτροπὲς ἑνὸς πνευματικοῦ του παιδιοῦ νὰ τὸ ζητήσει, καὶ πάλι ἀρνήθηκε. Δὲν ἤθελε νὰ τοὺς δυσκολέψει. Ἡ ξενιτεία του ἦταν πλήρης. Ἄλλα καὶ τὸ πατρικό του σπίτι, ὅταν τὸ εἶδε πολὺ μετὰ ἀπὸ φωτογραφίες τελείως κατεστραμμένο καὶ ἀκατοίκητο, δὲν τὸν ἐνόχλησε στὸ παραμικρό. Γύρευε ἀλλοῦ τὴν κατοικία του.

Βγαίνοντας ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος (9-11-1950), μὲ προτροπὴ τοῦ παραδέλφου καὶ ἀγαπημένου φίλου του Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου (τοῦ γνωστοῦ Γέροντος, ποὺ ἔζησε κι αὐτὸς στὸν κόσμο καὶ ἐπὶ χρόνια λειτουργοῦσε στὸν Ί. Μ. τοῦ Ἁγίου Γερασίμου μέσα στὴν Πολυκλινικὴ τῶν Ἀθηνῶν), πῆγε στὴν Ί. Μ. τῆς Παναγίας τῆς Γαυριώτισσας στὸ Δαδί. Ἡ ἡγουμένη τῆς Μονῆς, Γερόντισσα Παρθενία, εἶχε ζητήσει ἀπὸ τὸν Γέροντα Πορφύριο, ποὺ πολὺ ἐκτιμοῦσε, κάποιον καλὸ Πνευματικὸ καὶ ἐκεῖνος πρότεινε τὸν Γέροντα Ἀμβρόσιο.

Ὁ τότε Μητροπολίτης Φθιώτιδος Ἀμβρόσιος τὸν χειροτόνησε πρῶτα Ἱεροδιάκονο στὶς 8 Σεπτεμβρίου 1954 στὸν Ί. Ν. τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου τῆς Ί. Μ. Δαμάστας μετονομάζοντάς τον σὲ Ἀμβρόσιο, καὶ στὶς 12 Σεπτεμβρίου 1954 πρεσβύτερο μὲ τὸν τίτλο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου στὸν Ί. Ν. τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου τῆς Ί. Μ. Δαδίου, ἐνῶ τὴν 1η Αὐγούστου 1955 τοῦ ἔδωσε τὴν εὐλογία γιὰ «τὸ τῆς πνευματικῆς ἀξίας λειτούργημα» (τοῦ Πνευματικοῦ).

Ὅμως, ἐπειδὴ ἡ Μονὴ Δαδίου ἦταν πολὺ φτωχὴ καὶ τὰ χρόνια δύσκολα, πῆγε γιὰ λίγο καιρὸ ὡς ἐφημέριος σὲ διαφόρους ναοὺς (στὸν Ί. Ν. Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στὰ Γλυκὰ Νερὰ Παιανίας Ἀττικῆς, στὸν Ί. Μ. τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν Ἄνω Καισαριανῆς, ἐπὶ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου στὸν Ί. Ν. Ἁγίου Κωνσταντίνου καὶ Ἁγίας Ἑλένης στὸ Σεβαστό τῆς Παραμυθίας καὶ ἀλλοῦ). Ἔτσι, ἐνίσχυε τὸ πενιχρὸ εἰσόδημα τῆς Μονῆς.

Στὴν Ί. Μ. Δαδίου ὁ Γέροντας ἦταν ἀπὸ τὸ 1954 ὁ Πνευματικὸς καὶ ἐκεῖ βασικὰ ἔζησε, προσευχήθηκε, βοήθησε μὲ τὴ Γερόντισσα νὰ φτιαχτεῖ ἐκ νέου τὸ Μοναστήρι, στήριξε πλῆθος ἀνθρώπων στὶς ποικίλες δυσκολίες τους, φανερώθηκε ἀπὸ τὸν θεὸ στὸν κόσμο κυρίως κατὰ τὰ τελευταῖα 20 χρόνια τῆς ζωῆς του καὶ κοιμήθηκε πλήρης ἡμερῶν στὶς 2 Δεκεμβρίου 2006. Ὁ τάφος του, ὅπως τὸ εἶχε ζητήσει, βρίσκεται στὴν αὐλὴ τῆς Μονῆς, δίπλα ἀκριβῶς καὶ λίγο ψηλότερα ἀπὸ τὸν τάφο τῆς πρώτης ἡγουμένης τοῦ Μοναστηρίου, τῆς Γερόντισσας Παρθενίας.

Στὰ κεφάλαια ποὺ ἀκολουθοῦν γίνεται μιὰ προσπάθεια προσέγγισης τῆς προσωπικότητας τοῦ Γέροντα, ἡ ὁποία στηρίχθηκε στὶς πάρα πολλὲς μαρτυρίες ἀνθρώπων ποὺ ἦλθαν κοντά του. Ὅλοι ὁμολογοῦν ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, στὸ πέρασμά του πάνω στὴ γῆ, βοήθησε καὶ ἀνέπαυσε χιλιάδες ψυχές. Ἡ περίοδος κατὰ τὴν ὁποία βιογραφεῖται εἶναι κυρίως οἱ 2-3 δεκαετίες πρὶν τὴν κοίμησή του, τότε ποὺ ἀποκαλυπτικὰ μίλησε πολὺ γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὸν πνευματικὸ κόσμο, ἐνῶ ἔδειξε τὸν δρόμο ποὺ πρέπει νὰ πάρουμε γιὰ νὰ πλησιάσουμε τὸν Κύριο, καθὼς καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ σωθοῦμε.

1. Ροντογιάννης, Π.Γ., Ἡ ἐκπαίδευση στὴ Λευκάδα(1613-1950), Ἀθῆναι, 1994,σ.341.

Τὸ διορατικὸ χάρισμα

Τὸ διορατικὸ χάρισμα εἶναι ἡ δυνατότητα ποὺ δίνει ὁ Θεὸς σὲ ὁρισμένους ἀνθρώπους εἴτε νὰ βλέπουν τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τῶν ἄλλων, εἴτε νὰ βλέπουν σὲ ἀπόσταση ἀντικείμενα ἤ γεγονότα, νὰ βλέπουν τί γίνεται πίσω ἀπὸ τὸν τοῖχο, ἢ πίσω ἀπ\’ τὸ βουνό…

Κι΄ αὐτό, ὄχι μόνο ἐπὶ γῆς σὲ ὁποιαδήποτε ἀπόσταση καὶ στὴν πιὸ μακρινή, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλον πλανήτη!

Τὰ περιστατικὰ ποὺ ἀκολουθοῦν φανερώνουν ὅτι ὁ Θεὸς εἶχε δώσει αὐτὸ τὸ χάρισμα στὸν Γέροντα Ἀμβρόσιο.

1) Μία μέρα, ξεκίνησαν γιὰ τὸ Μοναστήρι ἀπὸ τὴν Ἀθήνα δύο γυναῖκες. Ἡ μία γνώριζε τὸν Γέροντα. Ἡ ἄλλη τὸν ἐπισκεπτόταν γιὰ πρώτη φορὰ Καὶ εἶχε στὸ πορτοφόλι τὶς φωτογραφίες τῶν δύο ἀγοριῶν της. Εἶχε τὴ μεγάλη ἐπιθυμία νὰ τὶς εὐλογήσει ὁ Γέροντας. Μόλις μπῆκαν στὸ κελί του, μετὰ τὸν χαιρετισμὸ γύρισε καὶ τῆς εἶπε, χωρὶς ἄλλη κουβέντα:

– Δῶσε μου, νὰ σοῦ σταυρώσω τὰ κλαδάκια σου ! ( τὰ παιδάκια σου )…

2) Μία Κυριακή, ὁ Γέροντας ἦταν στὸ Μοναστήρι καὶ λειτουργοῦσε. Ἀπὸ τὸ μέρος αὐτὸ ἔβλεπε τὴ χειροτονία σὲ διάκονο ἑνὸς πνευματικοῦ του παιδιοῦ στὴν Κρήτη. Καὶ τὴν ὥρα ποὺ τελείωνε ἡ χειροτονία καὶ φώναξε ὁ Ἐπίσκοπος «Ἄξιος!», βγῆκε καὶ ὁ Γέροντας ἀπὸ τὸ Ἱερό, στάθηκε μπροστὰ στὴν Ὡραία Πύλη καὶ εἶπε δυνατά:

– Ἄξιος! Ἄξιος! Ἄξιος! Οἱ ἄνθρωποι στὸ ἐκκλησίασμα ξαφνιάστηκαν, δὲν ἤξεραν τί νὰ ὑποθέσουν, ἀλλὰ ἐκεῖνος μετὰ τοὺς καθησύχασε:

Αὐτὴ τὴν ὥρα χειροτονεῖται ἕνα δικό μου παιδὶ καὶ φώναξα κι ἐγώ, ἦταν τὰ λόγια του.

3) Ἕνας ἄνδρας ἀπὸ τὴ Ρόδο συνήθιζε νὰ γονατίζει ἀπὸ σεβασμό, ὅταν ἐπικοινωνοῦσε τηλεφωνικῶς μὲ τὸν Γέροντα. Ἀλλὰ μία μέρα ποὺ τὸν εἶχε πάρει τηλέφωνο γιὰ νὰ ζητήσει εὐχὴ γιὰ τὸν ἴδιο καὶ γιὰ τὸ παιδί του, τὸν ἄκουσε νὰ ρωτᾶ:

– Δὲν μοῦ λές, ποιὸς εἶναι πίσω σου, στὸ δεξιὸ μέρος; Ὁ ἄνθρωπος κοίταξε, ἀλλὰ δὲν εἶδε κάποιον.

– Κανένας, Γέροντα.

– Κανένας, ἔ; Δὲν εἶναι ὁ Κύριος;

Ὁ ἄλλος τότε πρόσεξε. Ὑπῆρχε ὄντως στὸν τοῖχο μία εἰκόνα τοῦ Κυρίου Ἐσταυρωμένου.

– Ναί, Γέροντα, ψέλλισε.

-Ἔ, ἀπ\’ Αὐτὸν νὰ ζητᾶς τὴν εὐχὴ καὶ τὴν προστασία, καὶ σ\’ Αὐτὸν νὰ γονατίζεις καὶ νὰ προσεύχεσαι, τοῦ ἀπάντησε ἀπὸ τὸ Δαδὶ ἐκεῖνος, χωρὶς ποτὲ του νὰ ἔχει ἰδεῖ πῶς εἶναι διαμορφωμένο τὸ ἐσωτερικό τοῦ σπιτιοῦ του.

4) Κάποτε ἐπισκέφτηκε τὸ Μοναστήρι μία συντροφιὰ ἀπὸ τὴ Χαλκίδα. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ μιὰ γυναίκα, ἡ ὁποία πολὺ εὐλαβεῖτο τὸν Γέροντα. Κάποια στιγμὴ μπῆκαν στὸ κελί του, περιγελώντας καὶ ἀμφισβητώντας τον, ὁ ἄνδρας της κι ἕνας φίλος του. Ἡ γυναίκα περίμενε ἀπ\’ ἔξω μὲ μεγάλη ἀνυπομονησία. Ὅπως μπῆκαν, ἔτσι καὶ βγῆκαν. Γελοῦσαν καὶ εἰρωνεύονταν…

Αὐτὴ ἀπόρησε καὶ μπῆκε μέσα, νὰ δεῖ τί εἶχε συμβεῖ. Ὁ Γέροντας τῆς εἶπε:

– Μὴ στενοχωριέσαι, παιδί μου. Ἦρθαν χωρὶς διάθεση. Κούτσουρα ἦρθαν καὶ κούτσουρα ἔφυγαν…

5) Μία μέρα τὸν ἐπισκέφθηκαν τέσσερις νέοι, τρεῖς Ἕλληνες Καὶ ἕνας κατὰ τὸ ἥμισυ Ἕλληνας καὶ κατὰ τὸ ἄλλο ἥμισυ Γάλλος. Μπῆκε πρῶτος στὸ κελὶ του ὁ ἕνας Ἕλληνας, στὸν ὁποῖο ὁ Γέροντας εἶχε μεγάλη ἀγάπη.

– Γέροντα, εὐλογεῖτε. Ἔχω ἔλθει μὲ κάποιους φίλους μου. Νὰ περάσουν;

– Ὄχι, νὰ φέρεις τὸν Στέφανο πρῶτα.

-Ποιὸν Στέφανο; εἶπε ὁ ἄνθρωπος ἀπορώντας καὶ βγῆκε νὰ βεβαιωθεῖ. Ἐπέστρεψε σὲ λίγο.

-Δὲν ὑπάρχει Στέφανος, Γέροντα.

-Βρέ, φέρε τὸν Στέφανο μέσα, ἔκανε χαμογελώντας ὁ παππούς…

Καὶ μπῆκε τελικὰ ὁ Ἐτιὲν (ἔτσι λέγεται ὁ Στέφανος στὰ Γαλλικά), ἔμεινε γιὰ ὥρα μόνος του μὲ τὸν Γέροντα καὶ βγῆκε ἔπειτα κλαίγοντας.

– Μοῦ ἀνέλυσε ὅλη μου τὴ ζωή, ἀπὸ τότε ποὺ γεννήθηκα μέχρι τώρα, πρόλαβε νὰ πεῖ ὁ ἄνθρωπος κι ἀπομακρύνθηκε νὰ μείνει μόνος μὲ τὶς ἀποκαλύψεις ποὺ τοῦ εἶχαν γίνει…

6) Ἦταν κάποια γυναίκα πάμφτωχη σ\’ ἕνα μικρὸ χωριὸ τῆς Αἰτωλοακαρνανίας Καὶ εἶχε τρία παιδιά. Κατάφερε νὰ τὰ μεγαλώσει μὲ ἀπίστευτες στερήσεις καὶ δυσκολίες, ὅμως μὲ μία μοναδικὴ ἀξιοπρέπεια. Ἦταν ἡ κυρὰ-Βασιλική.

Πέθανε παραμονὴ τῆς Παναγίας τοῦ 1998. Τὴν ἑπόμενη μέρα, 15 Αὐγούστου, τὸ φτηνὸ φέρετρο μὲ τὴ σορὸ της ἦταν πάνω στὴν καρότσα τοῦ μικροῦ ἀγροτικοῦ ἡμιφορτηγοῦ τοῦ ἱερέα καὶ κατευθυνόταν πρὸς τὸ κοιμητήριο. Ἀκολουθοῦσαν μερικοὶ συγχωριανοί της καὶ συζητοῦσαν γιὰ τὰ βάσανα ποῦ εἶχε περάσει, ὅταν ξάφνου εὐωδίασε ὁ τόπος. Ἀκόμη καὶ χιλιάδες ἄνθη καὶ λουλούδια νὰ ὑπῆρχαν, δὲν θὰ μύριζαν τόσο. Παραξενεύτηκαν καὶ ἀπόρησαν. Δὲν εἶχαν ἐξήγηση.

Ἀνάμεσα σ\’ ἐκείνους ποὺ τὴ συνόδευαν ἦταν κι ἕνα πνευματικὸ παιδὶ τοῦ Γέροντα Ἀμβρόσιου, ποὺ λίγες μέρες μετὰ πῆγε καὶ τοῦ ἀνέφερε τὸ γεγονός. Τοῦ εἶπε μόνο πῶς μία γυναίκα πέθανε καὶ εὐωδίασε ὁ τόπος. Ἐκεῖνος στὴν ἀρχὴ ἔμεινε σιωπηλός. Ἔπειτα μπῆκε στὸ δωμάτιό του, ἔμεινε γιὰ λίγο καὶ ἐπέστρεψε.

– Αὐτὴ ἁγίασε, ἀπάντησε. Καὶ ξέρεις τὸν λόγο; Γιατί ποτὲ στὴ ζωή της δὲν παραπονέθηκε. Τέτοιους ἀνθρώπους θέλει ὁ Θεός, γιὰ νὰ γεμίσει τὸν Παράδεισο καὶ νὰ κάνει τὴ Δευτέρα Παρουσία Του. Κατάλαβες;

7) Ἕνας γιατρός, μετὰ ἀπὸ κάποια ἐπίσκεψή του στὸ Μοναστήρι, ὅπου εἶχε ἀκούσει τὸν Γέροντα νὰ τοῦ λέει πολλὰ γιὰ τὴ ζωή του, ἀναρωτιόταν ἂν αὐτὰ ἦταν ἀληθινά, ἢ τοῦ τὰ ἔλεγε γιὰ εὐχές… Βγῆκε ἔξω ζαλισμένος. Συνάντησε μία μοναχὴ καὶ τῆς ἐξέφρασε ψιθυριστὰ τὴν ἀμφιβολία του:

– Ἀδελφή, ὁ Γέροντας τὰ λέει αὐτὰ προφητικά, ἢ τὰ λέει γιὰ νὰ τὰ πεῖ;

– Μά, τί εἶναι αὐτὰ ποὺ ἀκούω; ἀναπήδησε ξαφνιασμένη ἡ μοναχή.

– Συγγνώμη, ἀλλὰ καμιὰ φορὰ μπαίνει μέσα μας ἡ ἀμφιβολία, εἶπε αὐτὸς καὶ ἐπέστρεψε σὲ λίγο νὰ πάρει τὴν εὐχὴ του πρὶν φύγει.

– Γειά σου, Γέροντα, ἦρθα νὰ σὲ χαιρετίσω καὶ νὰ φύγω.

– Ποιὸς εἶσαι ἐσύ; τὸν ἄκουσε τότε νὰ τοῦ λέει.

– Τί ποιὸς εἶμαι, Γέροντα; Ὁ γιατρὸς εἶμαι, ποὺ μιλάγαμε πρὶν ἀπὸ λίγο, εἶπε ὁ ἄνθρωπος καὶ σκέφτηκε πὼς ὁ παπποὺς εἶναι κουρασμένος, ἢ πὼς ἄρχισε νὰ «πέφτει» Καὶ δὲν θυμᾶται.

– Καὶ τί ἦρθες νὰ κάνεις ἐδῶ; ἐπέμενε ὁ Γέροντας.

– Νὰ πάρω τὴν εὐχή σου.

-Ὅμως γιατί ἦρθες σ\’ ἕνα Γέροντα ποὺ τὰ λέει στὴν τύχη; εἶπε κοιτάζοντάς τον κατευθείαν στὰ μάτια. Νὰ ξέρεις ὅμως πὼς ὅσα λέω δὲν εἶναι δικά μου ἀλλὰ Αὐτός μοῦ τὰ λέει. (Καὶ τοῦ ἔδειξε τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου.) Δὲν τὰ λέω ἐγώ.

8) Ὁ Γέροντας ἀγαποῦσε πολὺ τὰ παιδιὰ καὶ λυπόταν, ἐὰν κάποιο πονοῦσε, ἢ ὑπῆρχε περίπτωση νὰ χαθεῖ…

Ἔτσι, ὅταν τὸν ἐπισκέφθηκε κάποτε μία οἰκογένεια, γύρισε στὸν 12χρονο γιὸ καὶ τοῦ εἶπε:

– Καλὸς εἶσαι. Πᾶς στὴν ἐκκλησία;

– Πάω.

– Ἐξομολογεῖσαι;

– Ἐξομολογοῦμαι.

– Ἄ, καλά. Ἀλλὰ στὰ μπαράκια μὴν ξαναπᾶς.

–Μὰ δὲν πάει, εἶπε ὁ πατέρας.

–Πῶς δὲν πάει; ἐπέμενε ὁ Γέροντας. Ἔχει πάει δύο φορὲς κι ἑτοιμάζεται νὰ ξαναπάει. Κι ὅπως στράφηκε πρὸς τὸ παιδί, ἐκεῖνο τότε εἶπε μὲ συστολή:

-Ἔ… Γέροντα, μὲ πῆγαν, ἐγὼ δέν…

Ὁπότε ἄρχισε αὐτὸς νὰ τοὺς νουθετεῖ καὶ νὰ λέει γιὰ τὰ νυχτερινὰ κέντρα, πὼς εἶναι ὁ τόπος ταφῆς τῶν νέων…

«Ἐκεῖ ὁ διάβολος εἶναι ἀκράτητος καὶ σκορπᾶ τὸν θάνατο», τόνισε χαρακτηριστικά…

9) Κάποια γυναίκα στὸ Ἡράκλειο τῆς Κρήτης ἐξομολογεῖτο στὸν Πνευματικό της καὶ συχνά τοῦ ἐξέφραζε μία μεγάλη ἐπιθυμία:

– Πῶς θὰ γίνει, πάτερ, ν\’ ἀγαπήσω τὸν πλησίον μου, ὅπως τὸν ἑαυτό μου; Αὐτὸ εἶναι δύσκολο πράγμα. Προσπαθῶ, ἀλλὰ δὲν τὰ καταφέρνω.

Καὶ ἐκεῖνος τὴ συμβούλευε σχετικὰ γιὰ τὸν τρόπο ποὺ ἔπρεπε ν\’ ἀκολουθήσει, ὥστε νὰ φτάσει σ\’ αὐτὸ τὸ σημεῖο.

Ἀλλὰ μιὰ φορά, ποὺ εἶχε πάει μὲ τὸν ἄντρα της καὶ τὸν ἀδελφό της στὸ Δαδί, ἀφοῦ εἶδαν τὸν Γέροντα, μίλησαν ἀρκετὰ καὶ ἦρθε ἡ ὥρα νὰ φύγουν, τὸν ἄκουσε νὰ τὴν ἀποχαιρετᾶ, σχεδὸν στὸ αὐτί, μὲ τὰ ἑξῆς λόγια:

– Ἄντε, καὶ σοῦ εὔχομαι ὁ Θεὸς νὰ σὲ βοηθήσει ν\’ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου, ὅπως τὸν ἑαυτό σου…

10) Ἕνα ποῦλμαν μὲ ἐκδρομεῖς κατευθυνόταν πρὸς τὶς κατασκηνώσεις τοῦ Παρνασσοῦ.

Περνώντας ἀπὸ τὴ Μονὴ Δαδίου, ἔκαναν μία σύντομη στάση καὶ ἐκεῖ συνάντησαν τὸν Γέροντα.

Ἀφοῦ προσκύνησαν τὴν Παναγία, τὸν πλησίασαν κι ἐκεῖνος τοὺς μίλησε.

Ἐπέμενε πολὺ στὴ μετάνοια, στὴν ἐξομολόγηση, καὶ στὴ θεία Κοινωνία.

Κάποιος ὅμως ἀπ\’ τοὺς ἐπισκέπτες ἄρχισε νὰ βρίζει τοὺς ἱερεῖς καὶ νὰ λέει μεταξὺ ἄλλων:

– Ἐσεῖς οἱ παπάδες πρέπει νὰ ἐξομολογεῖστε καὶ νὰ μετανοεῖτε, ποὺ κάνετε τόσα…

Ἀλλὰ τότε ὁ Γέροντας γύρισε πρὸς τὸ μέρος του, χτύπησε τὴ μαγκούρα ποὺ κρατοῦσε στὸ ἔδαφος, καὶ τοῦ εἶπε ἔντονα:

– Ἐσὺ τολμᾶς νὰ μιλᾶς ἔτσι γιὰ τοὺς παπάδες, ποὺ πέθανε ὁ ἀδελφός σου καὶ ἀδίκησες τὴν οἰκογένειά του;

Ὁ ἄνθρωπος ταράχτηκε, κοκκίνισε, δὲν ἄνοιξε πάλι τὸ στόμα του καὶ βγαίνοντας ἀπ\’ τὸ Μοναστήρι πῆγε στὴν πηγὴ μὲ τὸ κρύο νερὸ ποὺ τρέχει καὶ δροσίζει τοὺς περαστικούς, γιὰ νὰ βρέξει τὸ πρόσωπό του καὶ νὰ συνέλθει…

Στὸ μεταξύ, ὁ Γέροντας πλησίασε κάποιον ἄλλον ἐπισκέπτη, τὸν ἀγκαλίασε καὶ τοῦ εἶπε:

-Ἐσὺ εἶσαι καλὸς ἄνθρωπος. Ἔλα ὅμως νὰ σοῦ πῶ κάτι, νὰ τὸ διορθώσεις. Καὶ τὸν πῆρε παράμερα καὶ τὸν συμβούλεψε…

11) Πῆγε ὁ Γέροντας σὲ κάποιο Μοναστήρι μ\’ ἕνα νέο ἱερέα, πνευματικό του παιδί, γιὰ νὰ προσκυνήσουν.

Στὸ ἀρχονταρίκι ποὺ κάθισαν, ὑπῆρχε μία παλιὰ φωτογραφία μοναχῶν τῆς Μονῆς.

Τὴν ὥρα ποὺ ἔπιναν τὸν καφὲ ἔπιασε τὴ φωτογραφία καὶ τοῦ εἶπε στὸ αὐτί, δείχνοντας ἕνα μοναχὸ ἀπὸ τοὺς 20 περίπου ποὺ εἰκονίζονταν:

-Τοὺς βλέπεις ὅλους; Μόνο αὐτὸς σώθηκε…

12) Ἕνας ἄνδρας ἔκανε στὴ γυναίκα του γιὰ κάποια περίοδο μία ἰδιαίτερη γκριμάτσα, κοροϊδευτική, ποὺ πολλὲς φορὲς μετὰ τὸ ξεχνοῦσε. Φθάνοντας μία μέρα στὸ Μοναστήρι, πῆγε μπροστά του ὁ Γέροντας καὶ ἄρχισε συνέχεια νὰ τοῦ κάνει τὴν ἴδια γκριμάτσα, τὴν ὁποία ἔκανε αὐτὸς στὴ γυναίκα του.

– Σοῦ ἀρέσει; τὸν ρώτησε μετὰ γελώντας.

13) Τὸ 1990, στὴ διάρκεια μίας Θείας Λειτουργίας ζήτησε ἀπὸ ἕνα πνευματικό του παιδὶ ποὺ τὸν εἶχε ἐπισκεφθεῖ στὸ Μοναστήρι νὰ διαβάσει κατὰ τὴν ὥρα τῆς Προθέσεως τὰ ὀνόματα τῶν ἀνθρώπων, τοὺς ὁποίους ὁ συγκεκριμένος νέος (μετέπειτα κληρικὸς) εἶχε φέρει νὰ διαβαστοῦν καὶ εὐλογηθοῦν καὶ τοὺς γνώριζε προσωπικά. Ἄρχισε, λοιπόν, αὐτὸς νὰ τὰ διαβάζει…

Μόλις ὅμως ἔφτασε σὲ μία οἰκογένεια ποὺ εἶχε 4 παιδιὰ καὶ περνοῦσε δυσκολίες, ὁ Γέροντας, χωρὶς κανεὶς νὰ τὸν ἔχει πληροφορήσει σχετικά, εἶπε ξαφνικά:

– Τώρα ἐδῶ σταματᾶμε. Αὐτὸς ὁ πατέρας καὶ αὐτὴ ἡ μάνα ἔχουν μεγάλη ἀνάγκη. Πρέπει νὰ κάνουμε πολλὴ προσευχή. Ἄ, μεγάλη ἀνάγκη ἐδῶ!

14) Μιὰ φορά, ἕνας νέος ἐπιστήμονας ἔδωσε χρήματα ἀπὸ τὸν μισθό του, ποὺ μόλις εἶχε πάρει, σὲ κάποιον ὁ ὁποῖος εἶχε ἀνάγκη. Δὲν εἶπε πουθενὰ τὸ παραμικρὸ γιὰ τὴν ἐνέργειά του καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ Μοναστήρι. Ἐκεῖ ὁ Γέροντας, μόλις τὸν εἶδε, τοῦ εἶπε:

– Αὐτὰ ποὺ ἔδωσες, ἡ Παναγία θὰ στὰ δώσει πίσω. Ἡ Παναγία χαίρεται καὶ ὅ,τι δίνεις θὰ στὸ ἐπιστρέφει. Αὐτὸ νὰ ξέρεις στὴ ζωή σου.

Καὶ πράγματι, τὸ ἴδιο ἀκριβῶς ποσὸν ποὺ εἶχε προσφέρει ὁ ἄνθρωπος τὸ ἔλαβε πίσω μετὰ ἀπὸ δύο μέρες μ\’ ἕναν ἐντελῶς ἀναπάντεχο τρόπο ἀπὸ ἕνα «τυχαῖο» κέρδος…

15) Ὅταν νοσηλευόταν στὸν «Εὐαγγελισμό», ἕνα πρωὶ ἡ νοσηλεύτρια τοῦ ἔφερε τὰ φάρμακά του. Ὅμως ἐκεῖνος ἔβρισκε ἀφορμὴ καὶ καθυστεροῦσε νὰ τὰ πάρει. Δὲν ἔδειχνε ἀπροθυμία, ἀλλὰ μὲ γλυκὸ τρόπο τὸ ἀπέφευγε.

Ἀφοῦ πέρασε μισὴ ὥρα περίπου, ἔφθασε ἡ ἴδια νοσηλεύτρια σὲ κατάσταση πανικοῦ καὶ ρώτησε τὸ πνευματικό του παιδί, τὸ ὁποῖο βοηθοῦσε τὸν Γέροντα, ἂν πῆρε τὰ χάπια του. Ὅταν πῆρε ἀρνητικὴ ἀπάντηση, εἶπε ἀνακουφισμένη:

– Εὐτυχῶς, γιατί ἦταν ἄλλου ἀσθενοῦς. Ἔκανα λάθος καὶ αὐτὰ ποὺ τοῦ εἶχα φέρει ἦταν βαριὰ φάρμακα. Τοὺς ἔδωσε τὰ δικά του, καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ ὁ Γέροντας τὰ πῆρε ἀμέσως, χωρὶς νὰ φέρει ἐμπόδιο…

16) Κάποια φορά, ἐξηγοῦσε σὲ μία συντροφιὰ τὸ σημεῖο στὸ κατὰ Λουκᾶ Εὐαγγέλιο, ὅπου ἀναφέρει ὅτι «εἶναι ἀδύνατον, μέσα στὸν διεφθαρμένο καὶ πονηρὸ αὐτὸ κόσμο, νὰ μὴν ἔρθουν τὰ σκάνδαλα καὶ οἱ πειρασμοί». Μὲ τὸ ποὺ τὸ ἄκουσε αὐτὸ ἕνα πνευματικό του παιδί, τοῦ γεννήθηκε στὸ μυαλὸ ἡ ἀπορία «γιατί εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔρθουν τὰ σκάνδαλα;». Καὶ μάλιστα τόσο ἔντονα τὸ σκεφτόταν, ὥστε ἔπαψε νὰ παρακολουθεῖ τὴν ἐξήγηση τοῦ Εὐαγγελίου. Ἄλλα τότε ὁ Γέροντας σταμάτησε ξαφνικὰ τὸν λόγο, γύρισε πρὸς τὸ μέρος του καὶ τοῦ εἶπε μὲ ἔμφαση, ἀφοῦ εἶχε διαβάσει τὴ σκέψη του:

– Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔρθουν τὰ σκάνδαλα γι\’ αὐτοὺς καὶ γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους…

Τοὺς ὁποίους λόγους ἐξήγησε, λύνοντας ἔτσι τὴν ἀπορία του, Καὶ μετὰ συνέχισε τὴν ἑρμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου.

17) Στὸ ἴδιο Μοναστήρι, λίγο νωρίτερα εἶχαν συναντήσει τὴν ὥρα ποὺ πῆγαν νὰ μποῦν ἕναν ἄντρα γύρω στὰ 65 μὲ 70, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ ποὺ τὸν εἶδε τοῦ εἶπε:

– Τὴν εὐχή σου, Γέροντα.

– Ἐσὺ τί κάνεις, τί εἶσαι ἐσὺ ἐδῶ; γύρισε ἀμέσως καὶ τὸν ρώτησε.

– Ἐγὼ βοηθάω τὸ Μοναστήρι καὶ μένω ἐδῶ, ἀλλὰ δὲν εἶμαι μοναχός.

– Ὄχι, νὰ γίνεις μοναχός. Νὰ βάλεις τὸ ράσο, γιὰ νὰ σωθεῖς.

– Γέροντα, ἐγὼ τί νὰ σωθῶ; Ἐντάξει εἶμαι ἐδῶ πέρα, βοηθάω τοὺς Πατέρες κ.λπ.

– Ἀκοῦς τί σοῦ λέω; Νὰ βάλεις τὸ ράσο σου, νὰ μπεῖς στὸ Μοναστήρι, γιὰ νὰ σωθεῖς.

-Ἔ, τί νὰ βάλω ἐγὼ σὲ τέτοια ἡλικία; ἐπέμενε ὁ ἄλλος.

Ὁπότε τὸν πλησίασε καὶ τοῦ εἶπε κάνοντας μιὰ χαρακτηριστικὴ κίνηση μὲ τὴν παλάμη του, καὶ βάζοντάς την στὸν λαιμό του:

– Δὲν μοῦ λές, πόσους ἔσφαξες στὴν Κατοχή;

Ὁ ἄλλος κοκάλωσε. Ἄρχισε ν\’ ἀλλάζει χρώματα. Ἔσκυψε τὸ κεφάλι καὶ ἴσα ποὺ μπόρεσε ν\’ ἀρθρώσει:

– Καλά, Γέροντα, εὐλόγησον.

Μετὰ πῆγε πίσω ἀπὸ τὸν ἱερέα ποὺ συνόδευε τὸν Γέροντα καὶ κάποια στιγμὴ τὸν ρώτησε μὲ ἀγωνία:

– Ποιὸς εἶναι αὐτός;

– Ἄστο τώρα. Κᾶνε ὅ,τι σοῦ εἶπε καὶ ἄστο. Μὴ μιλᾶς καθόλου, τοῦ εἶπε ἐκεῖνος.

Τὸ προορατικὸ χάρισμα

Ἕνα ζευγάρι ἦταν γιὰ 3,5 χρόνια παντρεμένοι καὶ δὲν εἶχαν παιδί. Πῆγαν μία φορὰ στὸ Μοναστήρι καὶ ζητοῦσαν τὶς εὐχές του. -Ε, θὰ βοηθήσει ἡ Παναγία, θὰ κάνετε, τοὺς εἶπε στὴν ἀρχή.

Ἕνα ἀπόγευμα ὅμως, ποὺ κάθονταν ἔξω, στὴν πηγή, εἶπε χαμογελώντας στὸν ἄνδρα:

-Ἄντε, βρέ, ἐσὺ θὰ γίνεις πολύτεκνος.

Καὶ πράγματι, 14 χρόνια μετὰ τὸ ζευγάρι αὐτὸ ἔχει 4 παιδιά.

Μάλιστα, ὅταν ἦταν νὰ γεννηθεῖ τὸ πρῶτο παιδί, συνέβη τὸ ἑξῆς: Ὑπῆρχαν μεγάλες δυσκολίες στὸν τοκετὸ καὶ ὁ γιατρὸς ἑτοιμαζόταν νὰ κάνει καισαρική, ἀφοῦ δὲν εἶχε μπεῖ στὴ λεκάνη τὸ ἔμβρυο. Τότε ὁ πατέρας, μὲ εὐθύνη του, εἶπε στὸν γιατρὸ νὰ περιμένει καὶ τηλεφώνησε ἀμέσως στὸ Μοναστήρι. Τοῦ μίλησαν καὶ ὁ Γέροντας καὶ ἡ Γερόντισσα Παρθενία καὶ τὸν καθησύχασαν ὅτι ὅλα θὰ πᾶνε καλά. Στὸ εἰκοσάλεπτο ἐπάνω πῆρε θέση τὸ παιδὶ πρὸς τὴ λεκάνη καὶ ἔγινε φυσιολογικὸς ὁ τοκετός. Δὲν τὸ πίστευε κανείς.

***

Εἶπε ὁ Γέροντας σὲ μία πνευματική του κόρη:

-Κανόνισε νὰ κάνεις αὐτὸν τὸν χρόνο ἕνα παιδί. Ἂν δὲν κάνεις τώρα, μετὰ θὰ θέλεις, ἀλλὰ δὲν θὰ μπορεῖς. Ἕνα χρόνο ἔχεις περιθώριο.

Ἐκείνη δὲν ἤθελε δεύτερο παιδὶ τὴ συγκεκριμένη περίοδο, γιατί ἦταν πολὺ κουρασμένη μὲ τὸ μεγαλύτερο ποὺ εἶχε, δούλευε, καὶ ἐπὶ πλέον μετακόμιζε ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη στὴν Ἀθήνα. Ὅμως ἔκανε ὑπακοή, κι ἔτσι σὲ λίγο ἔμεινε ἔγκυος, μιὰ ποὺ καὶ ὁ ἄνδρας της δὲν εἶχε ἀντίρρηση.

Λίγο μετὰ ἀφοῦ γέννησε, τῆς παρουσιάστηκε σακχαρώδης διαβήτης, μιὰ ἀσθένεια ποὺ τὴν ταλαιπώρησε ἀρκετὰ καὶ ἄργησε πολὺ νὰ τὴ ρυθμίσει. Ἀπὸ σεβασμό, εὐγνωμοσύνη καὶ κυρίως ἀγάπη πρὸς τὸν Γέροντα, ἔδωσε στὸν δεύτερο γιὸ της τὸ ὄνομά του: Ἀμβρόσιος.

***

Κάποια φορὰ, ἐπισκέφθηκε τὸν Γέροντα στὴν Ἀθήνα μία οἰκογένεια, οἱ γονεῖς καὶ τὰ δύο παιδιά τους. Ἐκεῖνος τοὺς εὐλόγησε, τοὺς ἔδωσε συμβουλὲς πολύτιμες καὶ κάποια στιγμὴ τοὺς εἶπε:

-Νὰ κάνετε καὶ τρίτο παιδί!

Οἱ γονεῖς ξαφνιάστηκαν. Δὲν εἶχαν στὸν νοῦ τους κάτι τέτοιο. Ὁ σύζυγος ἀρνήθηκε κατηγορηματικά. Ἡ γυναίκα ρώτησε γιατί νὰ κάνουν κι ἄλλο ἕνα.

-θὰ εἶναι εὐλογία ἀπὸ τὸν θεό. θὰ εἶστε καλύτερα. Ὅπως ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, θὰ εἶναι τριάδα εὐλογημένη, τῆς ἀπάντησε.

Ἔφυγαν προβληματισμένοι. Λίγες μέρες μετά, μίλησε ἡ γυναίκα μαζί του ἀπ\’ τὸ τηλέφωνο. Ὁ Γέροντας ζήτησε τὸν ἄνδρα της, κάτι τοῦ εἶπε κι ἐκεῖνος, ποὺ τὸν ἀγαποῦσε καὶ τὸν σεβόταν πολύ, συμφώνησε γιὰ τὸ τρίτο παιδί.

Ἡ γυναίκα σὲ λίγο καιρὸ ἔμεινε ἔγκυος. Ἀλλὰ οἱ ἐξετάσεις ἔδειξαν πὼς ὑπάρχει μεγάλη πιθανότητα τὸ παιδὶ νὰ πάσχει ἀπὸ σύνδρομο Down καὶ πὼς θὰ πρέπει νὰ κάνει ἀμνιοπαρακέντηση. Ἐπικοινώνησαν μὲ τὸν Γέροντα.

-Τί \’ναι αὐτὰ ποὺ λές; τῆς φώναξε ἀγριεμένος. Νὰ σκίσεις τώρα ὅλα τὰ χαρτιὰ ποὺ σοῦ ἔστειλαν.

Καὶ ἀπαγόρευσε τὴν ἀμνιοπαρακέντηση.

Ἡ γυναίκα ἔκανε ὅ,τι τῆς εἶπε. Τοῦ εἶχε ἐμπιστοσύνη. Κι ὅταν κάποια μέρα τὸν ἐπισκέφθηκαν στὴν Ἀθήνα, συνέβη τὸ ἑξῆς θαυμαστό, μόλις ὁ Γέροντας τὴ σταύρωσε στὴν κοιλιά: μία ἄρρητη εὐωδία ἁπλώθηκε παντοῦ στὸν χῶρο.

Τὸ κορίτσι ποὺ γεννήθηκε σὲ λίγο καιρὸ ἦταν γερό, χαριτωμένο καὶ ὅπως τὸ εἶπε ὁ Γέροντας: «εὐλογία θεοῦ».

***

Στὸ τέλος Αὐγούστου 2001, κάποιος τὸν παρακάλεσε νὰ προσευχηθεῖ στὸν Ἅγιο Νεκτάριο, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει. Καὶ ὁ Γέροντας:

-Ἂσ\’ τον, παιδί μου, τὸν Ἅγιο. Αὐτὸς εἶναι στὴν Ἀμερική. Τρέχει νὰ σώσει ζωές.

Στὶς 11 Σεπτεμβρίου 2001 ἔπεσαν οἱ Δίδυμοι Πύργοι. Λίγους μῆνες νωρίτερα εἶχε πεῖ ὅτι ἐκεῖνο ποὺ πρόκειται νὰ συμβεῖ στὴν Ἀμερικὴ θ\’ ἀλλάξει τὸν ροῦ τῆς Ἱστορίας:

-Μεγάλο κακὸ θὰ βρεῖ τὴν Ἀμερική, καὶ ὄχι μόνο μέσα στὸν Σεπτέμβριο. Ἀλίμονο!

Αὐτὸ τὸ εἶχε προαναγγείλει ἐπίσης καὶ στὸν μακαριστὸ Ἐπίσκοπο Σισανίου καὶ Σιατίστης Ἀντώνιο σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπισκέψεις τοῦ τελευταίου, καὶ ἦταν παρόντες κι ἄλλοι, χωρὶς ὅμως νὰ δώσει ἐξηγήσεις:

-Σεβασμιώτατε, νὰ δεῖτε τί θὰ πάθουν οἱ Ἀμερικανοὶ σὲ δύο μῆνες, εἶχε πεῖ.

***

Τὴ χρονιὰ ποὺ κοιμήθηκε ὁ Γέροντας Ἀμβρόσιος, ἕνα μήνα πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα, ἐπισκέφθηκε τὸ Μοναστήρι κάποιο πνευματικό του παιδὶ ἀπὸ τὴν Ἀμφίκλεια.

– Πῶς εἶσαι, Γέροντα;

-Δὲν εἶμαι καλά, παιδί μου. Φέτος φεύγω.

Ἐκεῖνος τὰ ἔχασε. Συγκινήθηκε καὶ ἄρχισε νὰ κλαίει.

-Γέροντα, ὑποσχέθηκες νὰ φᾶμε ἀρνάκι τὸ Πάσχα…

-Καλά. θὰ φᾶμε τὸ ἀρνάκι, ἀπάντησε, θὰ σοῦ κάνω τὸ χατίρι. Ἀλλὰ μετὰ θὰ φύγω.

Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἤθελε νὰ τὸ πιστέψει.

-Πίσω πάτα, Γέροντα! Νὰ βοηθήσουμε κανέναν ἄνθρωπο. Μὴ φεύγεις!

-Δὲν γίνεται τώρα. Εἶναι ἡ τελευταία χρονιά.

-Πότε φεύγεις;

-Πέρα τὸ φθινόπωρο καὶ βλέπουμε.

-Ποιὸ μήνα;

-Ἄκου νὰ δεῖς. Τέλος Νοεμβρίου, ἀρχὲς Δεκεμβρίου. Νὰ τὸ θυμᾶσαι.

Ὁ ἄνθρωπος ἔβαλε πάλι τὰ κλάματα.

-Μὴν κλαῖς. Ἔτσι εἶναι ἡ ζωὴ καὶ πρέπει νὰ φύγω, τοῦ εἶπε καὶ ἔκλεισε τὴ συζήτηση.

***

Τὸ 1990 εἶχε πεῖ ὅτι σύντομα ὁ θεός, ἐπειδὴ θέλει νὰ στηρίξει τοὺς ἀνθρώπους, θὰ ἀποκαλύπτει τοὺς Ἁγίους Του ὀφθαλμοφανῶς. Ἐπειδὴ οἱ πειρασμοὶ θὰ εἶναι μεγάλοι καὶ τὰ βάσανα δυσβάσταχτα, θὰ παραχωρήσει ὁ Κύριος νὰ ἐμφανίζονται Ἅγιοι, καὶ μάλιστα μεγάλοι, ὅπως ὁ Ἅγιος Δημήτριος ἢ ὁ Ἅγιος Γεώργιος, θὰ ἀκοῦν οἱ ἄνθρωποι ὅτι τὴ μία ἑβδομάδα παρουσιάστηκε ὁ τάδε Ἅγιος στὴν Κρήτη, τὴν ἄλλη ὁ τάδε στὴ Μακεδονία, ἄλλος ἐδῶ, ἄλλος ἐκεῖ.