Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    — Εἶναι ἀκόμη τὸ καφενεῖο τοῦ Ταζέδικου;
    — Δὲν ἔχω ἀκούσει τέτοιο καφενεῖο, Ἀλὴ-μπέη. Ἴσως δὲ θυμᾶσαι καλά.
    Ὁ ἕνας ἔρριχνε τὸ «λάθος» στὸν ἄλλο —ἐνῶ κι οἱ δύο εἴμαστε ἀθῶοι. Μοιραία κατάληξη τῶν μακρῶν χωρισμῶν…

Ἀπὸ τὸν Τσεσμὲ πρὸς τὴ Σμύρνη [1961]

Ἡ Χίος —ὅπου φιλοξενηθήκαμε ἀπὸ τὸν Νομάρχη Μανόλη Γαλανάκη, ποὺ εἶχεν ὀργανώσει καὶ τὴν ἐκδρομὴ στὴν Τουρκία— εἶναι γνωστὴ στοὺς πολλοὺς γιὰ τὴ μαστίχα της, γιὰ τὰ περβόλια της καὶ γιὰ τοὺς ἐφοπλιστές της, ὄχι ὅμως καὶ γιὰ τὶς «ρεγκλόττες» καὶ τὰ χταπόδια της. Λένε πὼς ἡ ἰδιαίτερη χαρακτηριστικὴ αἴσθηση, ποὺ ἀφήνει ἕνας τόπος, δὲν εἶναι ὀπτική, ἀλλὰ γευστική. (Σὲ μένα ἡ λέξη Ξάνθη, φέρνει ἀμέσως τὴν αἴσθηση ἑνὸς ἀηδιαστικοῦ γλυκίσματος.) Ἡ Χίος ἀφήνει τὴ γλυκύτατη γεύση τῆς ρεγκλόττας —ἑνὸς εἴδους μπουρνέλλας, πού, ὅσο ξέρω, δὲν ὑπάρχει ὅμοια σὲ κανένα ἄλλο μέρος τῆς χώρας μας— καὶ τοῦ χταποδιοῦ, ποὺ σερβίρεται κάθε βράδυ στὰ παραθαλάσσια κέντρα της. Ἔτσι, καθὼς φεύγομε ἀπὸ τὴν προκυμαία της μὲ τὴν «Ἀφροδίτη» τοῦ Καπετὰν-Μινιώτη, τὸ κομψὸ λευκὸ βαποράκι, ποὺ ἐκτελεῖ δύο φορὲς τὴ βδομάδα τὴ συγκοινωνία Χίου-Τσεσμέ, δὲν ἀναζητῶ οὔτε τὰ ὡραῖα τοπία της —τὸν «Κάμπο», τοῦ «Πασᾶ τὴ βρύση», τὸν «Ἅγιο-Μηνᾶ», τὸν «Ἅη-Γιώργη τὸ Συκούση (ὁ τόπος λέγεται ἔτσι, γιατί βγάζει πολλὰ σύκα) οὔτε τὰ μνημεῖα της, οὔτε τὴν πλουσιώτατη βιβλιοθήκη της. Μία γεύση ρεγκλόττας καὶ χταποδιοῦ ἀποδιώχνει ὅλες τὶς ἄλλες μνῆμες. Τὸ σῶμα, φαίνεται, θυμᾶται πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ψυχή…

Ἡ ἀπόσταση ἀπὸ τὴ Χίο στὸν Τσεσμὲ εἶναι 9 μίλια. Καθὼς πλησιάζομε πρὸς τὸ τουρκικὸ λιμάνι, καὶ ἡ ἀκουστικὴ εἰκόνα «Τσεσμὲς» —ἡ λέξη— πρόκειται νὰ γίνει ὀπτικὴ —πράγμα—, θυμοῦμαι πὼς σὲ τοῦτα τὰ νερά, πρὶν ἀπὸ 191 ἀκριβῶς χρόνια, τούτη τὴν ἴδια μέρα —τὶς 6 Ἰουλίου— ὁ Ὀρλὼφ κατέστρεψε τὸν τουρκικὸ στόλο καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν τὸν Μοριὰ καὶ τὴν Κρήτη, πού, μάταια, ἀναφτερώθηκαν ἀπὸ τὴ νίκη… Θυμοῦμαι ἀκόμη, πὼς τὰ παλιὰ χρόνια ὁ Τσεσμὲς λεγόταν Κρήνη, ἦταν ἕδρα Μητροπολίτη κι εἶχε 17.000 κατοίκους, ὅλους ἑλληνόφωνους, γιατί κι οἱ 2.000 Τοῦρκοι, ποὺ κατοικοῦσαν ἐκεῖ, ἦσαν μετανάστες ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο —γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς ἔλεγαν «Μοραΐτες».

Δὲν ἔτυχε νὰ γνωρίσω ποτὲ Τούρκους, γι’ αὐτὸ μὲ χτυποκάρδι περίμενα ν’ ἀγκυροβολήσει ἡ «Ἀφροδίτη», ἐνῶ ἀπέναντί μας παρατασσόταν ἀμφιθεατρικὰ μία παραθαλάσσια πολίχνη, μᾶλλον πενιχρή, μ’ ἕνα μεγάλο δεσποτικὸ φρούριο στὴν κορφή της. Πῶς χωρεῖ —σκεφτόμουνα— τόσες χιλιάδες λαό;

Μόλις σταμάτησε τὸ βαποράκι μας, ἦρθαν μὲ μία βάρκα, ὅπου φρέσκη-φρέσκη ἐκυμάτιζε μία τουρκικὴ σημαία, 5-6 Τοῦρκοι στρατιῶτες. Ἀνέβηκαν εὐγενεῖς καὶ σοβαροὶ καί, ἐνῶ ἔκαναν τὸν ἔλεγχο μιλώντας τουρκικὰ μὲ τὸν καπετάνιο μας, ἄκουγα συχνὰ τὶς λέξεις «Σακὶζ-βαλεσὶ» καὶ «ταμάμ». Θυμήθηκα τὸ «Ρουμελὶ-βαλεσὶ» —προσωνυμία τοῦ Κιουταχῆ— θυμήθηκα ἀκόμη πὼς στὴν Κρήτη τὴ μαστίχα τὴ λέμε «σακίζι». Κι ἐφωτίστηκα.
— Ξέρετε, πῶς λένε τὴ Χίο τουρκικά; Ρωτῶ τὸν κ. Γαλανάκη.
— Ὄχι.
— Νὰ σᾶς πῶ ἐγώ: Σακίζ! Καὶ σεῖς εἶστε ὁ Σακὶζ-βαλεσί…
— Ταμάμ! εἶπεν ἕνας Τοῦρκος στρατιώτης, ποὺ φαίνεται νὰ παρακολούθησε τὸ διάλογο.
— Ντεμέκ; (=δηλαδή;) Ρώτησα, ἀντλώντας τὴν τουρκομάθειά μου ἀπό… ἕνα τουρκοκρητικὸ διήγημα τοῦ Μαράντη.
— Ἐν τάξει! Ἐτσὰ ποὺ τὸ λές.

Ὁ Τοῦρκος στρατιώτης μιλοῦσε τὰ Κρητικά: Ἔνιωσα ἀμέσως νὰ σπᾶ τὸ φράγμα ποὺ μᾶς ἐχώριζε. Ἴσως κι αὐτὸς νὰ ’νιωσε τὸ ἴδιο…

Οἱ τουρκικὲς τελωνειακὲς ἀρχὲς ἔκαμαν μὲ πολλὴν εὐγένεια τὸν ἔλεγχο τῶν διαβατηρίων καὶ τῶν ἀποσκευῶν μας. Ἐν τῷ μεταξὺ δύο ἄνδρες συμπαθητικώτατοι μᾶς ὑποδέχτηκαν μὲ χαρὲς καὶ διαχύσεις. Ὁ Χασᾶν Γιουροὺκ —ἕνας πανύψηλος Στειακός— καὶ ὁ Μεχμὲτ Ἀλημπεγάκης Τσινάρ, Καστρινός, ἀπόφοιτος τοῦ Λυκείου. Εἶχαν πληροφορηθεῖ τὸν ἐρχομό μας κι ἦλθαν μὲ δύο κοῦρσες, γιὰ νὰ μᾶς μεταφέρουν στὴ Σμύρνη. Νιώσαμε πιὰ πώς, πραγματικά, βρισκόμαστε σὲ μία φιλικὴ χώρα. Τὴν αἴσθηση τούτη τῆς οἰκειότητας ἐνίσχυσε ὕστερα καὶ μία μικρὴ βόλτα στὴν ἀγορὰ τοῦ Τσεσμέ. Εἴχαμε καθίσει σ’ ἕνα καφενεῖο. Μιλούσαμε —πῶς ἀλλιῶς;— ἑλληνικά. Ἕνας γέρος ποὺ περνοῦσε, μόλις μᾶς ἄκουσε, σταμάτησε κι ἦρθε κοντά μας :
— Σάικα χωριανάκια εἴσατε. Καλῶς ὡρίσετε!
— Καλῶς σᾶς ἐβρήκαμε! Ντὰ ποιὸς εἶσαι τουλόγου σου;
— Ἐγὼ ’μαι ἀπὸ τὴν Ἀλιτζανή…
Σὲ λίγο πυκνὸς ὅμιλος Κρητικῶν μας εἶχε περικυκλώσει. Φαίνεται πὼς οἱ Τουρκοκρητικοὶ εἶναι ἡ πλειοψηφία στὸν Τσεσμέ. Νιώθαμε σὰ νὰ ’μαστε σὲ χωριὸ τῆς Κρήτης. Ἡ ἴδια γλώσσα, τὸ ἴδιο φοβερὸ θέμα —ἡ σταφίδα—, ἡ ἴδια λυρικὴ διάθεση γιὰ τὸ «νάκλι».

Ἀλλὰ πλησίαζε πιὰ μεσημέρι, κι ἔπρεπε νὰ ξεκινήσομε γιὰ τὴ Σμύρνη. Ἀποχαιρετήσαμε μὲ ἀληθινὴ συγκίνηση τὰ «χωριανάκια», τὶς ἀρχὲς —τὸν Καϊμακάμη, τὸν Τελώνη, τοὺς ἀξιωματικοὺς καὶ τὶς εὐγενέστατες «στρατιωτίνες», ποὺ κάνουν τὸν ἔλεγχο τῶν γυναικῶν— καί, τέλος, τὴν «Ἀφροδίτη» μας, ποὺ λικνιζόταν λευκὴ καὶ ὄμορφη στὰ γαλάζια νερὰ τῆς Κρήνης…

Ὁ Μεχμὲτ-Ἀλής, ποὺ μὲ πῆρε στ’ αὐτοκίνητό του, εἶναι ἕνας πολὺ εὐγενικὸς καὶ μορφωμένος Τοῦρκος. Ἔχει ὅλη τὴ διάθεση νὰ μὲ πληροφορήσει γιὰ τὸ κάθε τί. Ἐνῶ διατρέχομε τὰ 90 χιλιόμετρα, ποὺ χωρίζουν τὸν Τσεσμὲ ἀπὸ τὴ Σμύρνη, τὸ τοπίο —ἀσπροχώματα, χαρουπιές, ἐλιές, συκιές, ἀμπέλια, λόφοι μὲ ἀστιβίδες— μοῦ δίδει τὴν ἴδια αἴσθηση τῆς εὐγένειας καὶ τῆς οἰκειότητας. Ἀριστερά μας προβάλλεται ὁ ὄγκος τοῦ Μπὸζ-Ντάγ, τοῦ ψηλότερου βουνοῦ τῆς Ἐρυθραίας. Αὐτὴ ἡ μεγάλη χερσόνησος, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὸ Κουσάντασι —τὴν Ἔφεσο— καὶ τελειώνει στὸ Καραμπουροῦν —τὴ Μέλαιναν Ἄκραν τῶν Ἑλλήνων— εἶχε τ’ ἀρχαῖα χρόνια ἐπιφανεῖς πόλεις: Κολοφών, Τέως, Ἐρυθραί, Κλαζομεναί, Λέβεδος. Ταιριάζει ὅμως νὰ ζητῶ ἀπὸ τὸν συνοδό μου νὰ μὲ πληροφορήσει γι’ αὐτές; Ἔπειτα τοῦτος ὁ δρόμος ποὺ περνοῦμε, ὁ πλημμυρισμένος ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Πλαστήρα, δὲν εἶναι χῶρος κατάλληλος γιά… ἱστορικὲς συζητήσεις μὲ τὸν φίλο μου Τοῦρκο. Ρίχνω τὴν κουβέντα σὲ ἀνώδυνα θέματα.
— Ἔχει πέρδικες ἐδῶ, Ἀλὴ-μπέη;
— Ἀνέφαλο κάνουνε! Μοῦ ἀπάντησε λακωνικὰ καὶ μὲ κοίταξε μ’ ἕνα βλέμμα, ποὺ ἔδειχνεν ἔκπληξη κι ἐπιτίμηση. Ἴσως δὲν ἐπερίμενε τέτοια… πτερόεντα λόγια ἀπὸ τοὺς διαδόχους τῶν καθηγητῶν του στὸ Λύκειο, ποὺ μὲ πολλὴν εὐλάβεια ἀναφέρει τὰ ὀνόματά τους: Γραμματικάκης, Τζοβενής, Ρές, Τζολάκης… Καὶ σὰν νὰ μὲ ξανάφερνε στὴν τάξη, μοῦ ἔδειξε δεξιά μας πρὸς τὸ Νότο, καὶ μοῦ εἶπε:
— Καθηγητά μου, ἐδῶ πέφτουν τὰ Ἀλάτσατα.
Θυμήθηκα τὴν εὔρωστη πόλη μὲ τὶς 15 χιλιάδες τῶν κατοίκων της, τὶς περίφημες ἐκκλησίες καὶ τοὺς πολλοὺς κληρικούς. Ἀποτόλμησα μία ἐρώτηση.
— Πόσους κατοίκους ἔχουν;
— Τρεισήμισυ χιλιάδες. Ἀπάντησεν ἥσυχα κι ἀνυποψίαστα ὁ Ἀλὴ-μπέης.
Ἄρχισαν πάλι οἱ ἀναδρομὲς καὶ οἱ πικρὲς σκέψεις. Ἀλλὰ γρήγορα μ’ ἐλευθέρωσεν ἀπὸ αὐτὲς ὁ φίλος μου μὲ μία σχεδὸν θριαμβευτικὴ «ἐκφώνηση».
— Νὰ τὰ Λίτζα!

Οἱ Τοῦρκοι δικαιολογημένα εἶναι περήφανοι γιὰ τὰ Λίτζα —μία λουτρόπολη ποὺ ἁπλώνεται ἀριστερά μας στὴν παραλία. Εἶναι αἱ Θέρμαι τῆς Ἐρυθραίας. (Λίτζα στὰ τουρκικὰ αὐτὸ ἀκριβῶς σημαίνει: Θερμὲς πηγές. Γιατί καὶ κοντὰ στὴ Σμύρνη τὶς Θερμές του Ἀγαμέμνονος τὶς λένε: Λίτζα. Τὸ «Ἀγαμέμνων» —Ἀγαμεμνοῦν τουρκικὰ —ἑρμηνεύεται: ὁ ἀγὰς εὐχαριστήθηκε…)

Διατρέχομεν ἀκόμη καμμιὰ τριανταριὰ χιλιόμετρα. Ἐρημιὰ καὶ ξέρα τριγύρω. Πουθενὰ «τῶν φιλοπόνων ἀνδρῶν τὰ ἔργα».
— Νὰ καὶ τὰ Βουρλά! Μὲ πληροφορεῖ ἔξαφνα ὁ Ἀλὴ-μπέης. Ἕνας μισοκαλλιεργημένος κάμπος. Κι ἕνα μικρὸ φτωχοχώρι πρὸς τὰ δεξιά μας. Θεέ μου, πόσο βίαια κατασπαράσσονται κάποτε οἱ λέξεις! Ἡ λέξη Βουρλά, ποὺ βρίσκεται στὸ χῶρο τῶν ἀρχαίων Κλαζομενῶν, τῆς πατρίδας τοῦ Ἀναξαγόρα, ἦταν δεμένη στὴ μνήμη μου μὲ μία πλούσια πόλη 40.000 κατοίκων καὶ μὲ μία σχολή, τὴν Ἀναξαγόρειο, μὲ δύο χιλιάδες μαθητὲς —καὶ μὲ τὸν Γιῶργο Σεφέρη. Κι αὐθόρμητα, χωρὶς νὰ σκεφτῶ πὼς ὁ φίλος μου, ἀφοῦ ἦρθε στὴν Τουρκία ἀργότερα, δὲν ἤξερε τίποτα ἀπ’ αὐτά, τοῦ παρατήρησα.
— Μήπως δὲν εἶναι τὰ Βουρλά;
— Αὐτὰ εἶναι. Νὰ καὶ ἡ Σκάλα! Καὶ μοῦ ἔδειξε χαμηλὰ πρὸς τὴ θάλασσα ἕνα μεγάλο συνοικισμό.
— Μὰ τὰ Βουρλὰ δὲν εἶναι πόλη;
— Ὄχι, εἶναι χωριό. Γιαγνίσι κάνεις.

Καλόπιστη καὶ δίκαιη ἀπάντηση. Μὲ τὴν ἴδια ἄλλωστε «ἐμβρίθεια» τοῦ ἀπαντοῦσα κι ἐγώ, ὅταν μὲ ρωτοῦσε γιὰ τὰ «πρὸ τριακονταετίας» τοῦ Ἡρακλείου.
— Εἶναι ἀκόμη τὸ καφενεῖο τοῦ Ταζέδικου;
— Δὲν ἔχω ἀκούσει τέτοιο καφενεῖο, Ἀλὴ-μπέη. Ἴσως δὲ θυμᾶσαι καλά.
Ὁ ἕνας ἔρριχνε τὸ «λάθος» στὸν ἄλλο —ἐνῶ κι οἱ δύο εἴμαστε ἀθῶοι. Μοιραία κατάληξη τῶν μακρῶν χωρισμῶν…

Καὶ ἡ Μουσέττα, ποὺ δὲν ἦταν πιὰ ἡ ἴδια
ἔλεγε, πὼς δὲν εἶμαι πιὰ ἐγώ.

Ὠρισμένοι «ρηχοὶ» στίχοι ἀποκτοῦν κάποτε ἀνυποψίαστο βάθος…