Πᾶν

Σώπα! Ὧρες-ὧρες, δὲν ἀκοῦς, βαθιὰ ἀπ᾿ τὸ περβόλι;

Θρηνοῦν οἱ ἀγροτικοὶ θεοὶ τὴν πράσινή τους σκόλη,

γιὰ εἶν᾿ οἱ φλογέρες ποὺ γλυκὰ λαλοῦν ἡ μιὰ στὴν ἄλλη;

(Στὶς στέρνες εἶναι ἡ ὄψη σου, Χινόπωρο, καὶ πάλι!)

Ὡστόσο χτὲς -ἡ ξαστεριὰ δὲ μ᾿ εἶχε ξεπλανέσει-

τὸν εἶδα: δρόμο γύρευε στῶν ἀμπελιῶν τὴ μέση:

τὸ μαδημένο του ἔτρεμε στὴ ράχη τὸ τομάρι,

κι ἐστάθη· ἀπάνω χάραζε καλόβουλο φεγγάρι.

Ξάφνω, τ᾿ αὐτὶ ἔστησε μακριά, στὴν αὔρα ποὺ διαβαίνει,

μ᾿ ἀκοὴ καὶ μάτια μιὰν ἠχὼ ζητώντας νεκρωμένη.

Ἦταν ἡ ὥρα ποὺ ἡ νυχτιὰ στὴν παγωνιὰ μουδιάζει.

Κι εὐτὺς τὴ σύριγγά του ἁρπάει, στὰ χείλη του τὴ βάζει…

Παράτονος, μὰ γλυκερός, μῖσος πνιχτὸ στὰ γέλια,

ὁ ξωτικὸς σκοπὸς κακὸ φυσοῦσε ἀπὸ τ᾿ ἀμπέλια,

γοερὸς σκοπός, καὶ σκόρπισεν ἄγνωρη ἀνατριχίλα…

Μὰ νὰ χορέψουν σήκωσε τὰ πεθαμένα φύλλα!