Νά ’σαι εἴκοσι δύο χρονῶν καί νά ’σαι θανατοποινίτης! Νά περιμένεις νά σέ κρεμάσουν! Ἡ ζωή μπροστά γεμάτη ὀμορφιά καί νειάτα καί ’σένα νά θέλουν νά σέ σκοτώσουν;
Καί γιατί τέλος πάντων; Γιατί θέλησες νά ὑπάρχει ἰσότητα καί σωστό στήν κοινωνία! Νά μήν ὑπάρχουν ἀφεντάδες καί…δοῦλοι. Νά ’μαστε ὅλοι ἴσοι. Καί νά ’ναι ὅλα ἴσια. Ὄχι στραβά κι ἀνάποδα.
Καί νά ’χεις κι αὐτές τίς κυροῦλες ἐδῶ τώρα στό τρένο πού σέ πάει στήν ἐξορία! Τσιμπούρια:
– «Πάρε ἀδερφέ ἕνα εὐαγγέλιο».
Δῶρο στό δίνουν! Νά τίς προσβάλλεις; Ρίξτο στήν τσέπη, πές «εὐχαριστῶ» καί φεύγα. Αὐτό καί κάνεις. Φεύγοντας ὅμως ἔμεινες μόνος σου στήν φυλακή! Ἐσύ πολιτικός κατάδικος θανατοποινίτης καί οἱ ἄλλοι ποινικοί κατάδικοι…κάθε καρυδιᾶς καρύδι.
Ἐδῶ καταλαβαίνεις στό πετσί σου τήν μοναξιά τοῦ πλήθους. Ἐδῶ ζεῖς τό ὅτι, τήν ἀποξένωση δέν τήν δημιουργοῦν τά χιλιόμετρα, ἀλλά ἡ διάθεση. Ὅτι ὁ ἄνθρωπος γίνεται δικός σου ὅταν ἔχετε τό ἴδιο περιεχόμενο καρδιᾶς ὄχι τήν ἴδια…στέγη. Ὅτι ἡ ζωή καί στά εἴκοσι, γεμάτη νειάτα κι ὀμορφιά, εἶναι ἀνυπόφορη χωρίς ἀγάπη.
Τά καταλαβαίνεις…θυμώνεις…καί καπνίζεις! Γιά νά καθαρίσεις τό τσιμπούκι σου κόβεις σελίδες ἀπό τό εὐαγγέλιο! Ἔτσι κι ἀλλιῶς ἄχρηστο σοῦ φαίνεται. Παπαδοκουβέντες!! Χά-χά! Νά πού σέ κάτι φάνηκε χρήσιμο τό δῶρο τῶν γυναικῶν!
Μαζεύουν οἱ μέρες καί σὺ ἔχεις «σκίσει» ὅλο τό κατά Ματθαῖον καί κατά Μάρκον καθώς καί δεκατέσσερα κεφάλαια ἀπό τόν Λουκᾶ. Ἔχεις πλαντάξει. Μονοτονία, προσμονή θανάτου, τσιγάρο καί…μαυρίλα. Βαριεστημένος ἀφόρητα: «Δέ διαβάζω νά δῶ τί λέει;» σκέφτεσαι καί τό ἀνοίγεις.
Κι «ἀνοίγει» ἡ ζωή σου.
Ἕνας πατέρας ποὺ δέν ρωτάει «γιατί τό ’κανες;». Μιὰ ἀγκαλιά πού ἀνοίγει πρίν τῆς τό ζητήσεις. Μιὰ ἀγάπη χωρίς ὅρους καί ὅρια. Μιὰ θυσία πού βλέπει μέ στοργή τόν ἄλλον.
Τό δεκαπέντε κεφάλαιο τοῦ κατά Λουκᾶν εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ ἄσωτου υἱοῦ ἤ μᾶλλον τοῦ εὔσπλαγχνου πατέρα. Τό ὅτι εἶμαι ἄσωτος τό ξέρω. Ἀξία ἔχει πού μαθαίνω ὅτι Αὐτός δέν εἶναι ἀστυνόμος τῆς ζωῆς μου, ἀλλά πατέρας πού μέ ἀγαπᾶ.
Ἀλλάζουν ὅλα. Ἀποχτοῦν νόημα. Τελειώνει ἡ «ὀρφάνια». Δέν τρέχω καί ζῶ, τζάμπα! Ἡ ζωή γίνεται ὄμορφη ὄχι μόνο ἀπό τά νειάτα (ὑπῆρχαν καί πρίν), ἀλλά κι ἀπό τό νόημα πού ἀπόχτησε. Σέ λίγο θά μᾶς πεῖς: Ὁ ἄνθρωπος δέν θέλει μονάχα νά ζεῖ μά θέλει καί νά ξέρει γιατί ζεῖ.