Εἶδα χθές βράδυ στ’ ὄνειρό μου
τό γεννημένο μας Χριστό·
τά βόδια ἀπάνω του ἐφυσοῦσαν
ὅλο τό χνῶτο τους ζεστό.
Βοσκοί πολλοί καί βοσκοποῦλες
τόν προσκυνοῦσαν ταπεινά·
ξανθόμαλλοι ἄγγελοι ἐστεκόνταν
κι ἔψελναν γύρω του «Ὡσαννά!».
Τό μέτωπό του ἦταν σάν ἥλιος
καί μέσα ἡ Φάτνη ἡ φτωχική,
ἄστραφτε πιό καλά ἀπό μέρα,
μέ κάποια λάμψη μαγική.
Στά πόδια του ἔσκυβαν οἱ Μάγοι
κι ἔμοιαζε τ’ ἄστρο ἀπό ψηλά,
πὼς θά καθίσει σάν κορῶνα
στῆς Παναγίτσας τά μαλλιά.
Μά κι ἀπό ἀγγέλους κι ἀπό Μάγους
δέν ζήλεψα ἄλλο πιό πολύ,
ὅσο τῆς Μάνας Του τό στόμα
καί τό ζεστό, ζεστό φιλί.