Μπορεῖ νά δώσει ἡ Ψυχολογία ἀπαντήσεις σέ ἕνα φαινόμενο πού ταλανίζει καί τρομάζει τό κοινό ἀφήνοντάς το ἔκθετο στήν ἀνασφάλεια καί τήν παρανόηση; Στό θέμα τῆς βίας τά ἀνοιχτά ἐρωτήματα καί οἱ στρεβλώσεις ὑπερτεροῦν τῶν πειστικῶν ἀπαντήσεων.
Ἡ ἀπορία πού γεννᾶ ἡ βία δύσκολα συγκαλύπτεται. Θυμίζει τήν ἀπορία πού γέννησε στόν Προύστ μία νεαρή κοπέλα κατά τή διάρκεια μιᾶς γιορτῆς, ἡ ὁποία παρέμενε ξαπλωμένη στόν καναπέ ἀδιαφορώντας γιά τήν παρουσία τρίτων. Ἄραγε, ἀναρωτιέται, ἡ στάση της αὐτή «ὀφειλόταν σέ κάποια πάθηση τῶν νεύρων της, σέ μία φλεβίτιδα, σέ ἕναν ἐπικείμενο τοκετό ἤ ἀκόμα σέ μία ἐπικείμενη ἀποβολή; Ἤ μήπως ἁπλῶς καί μόνο ξαπλωμένη στόν καναπέ της ἤθελε νά ἐμφανίζεται σάν ἕνα εἶδος κυρίας Ρεκαμιέ;».
Θά μποροῦσε κάποιος νά προσθέσει ἕνα σωρό ἀκόμα λόγους. Ὅπως π.χ. ὅτι ἡ κοπέλα αὐτή κρύβει μία βουβή ὀργή, δέν θέλει νά εἶναι ἐκεῖ πού εἶναι, ὀνειρεύεται δρόμους καί ἐξοχές ἐνῶ εἶναι ἐγκλωβισμένη σέ «εὐπρεπεῖς» γιορτές.
Τί ἀπ΄ ὅλα; Ἄν κάθε συμπεριφορά συναρτᾶται μέ μία πολλαπλότητα ἐκδοχῶν ποὺ τήν προσδιορίζουν, τί μποροῦμε νά ἀφηγηθοῦμε γιά τή βίαιη συμπεριφορά; Θά ἔλεγα τά πάντα. Καθώς ἡ ἰδεολογία παίζει καθοριστικό λόγο στή διατύπωση θεωριῶν, ἕνα πλῆθος ἀπό αὐτές ἔχει ἑστιαστεῖ ἐπίμονα καί καταχρηστικά στήν ἔννοια τῆς «προσωπικότητας».
Ἔτσι, ἐκτός ἀπό τή βιολογία, μία σειρά γνωρισμάτων τῆς προσωπικότητας ἐπιστρατεύτηκαν γιά τήν ἀνάλυση τῆς βίαιης προσωπικότητας (ἐγωκεντρισμός, ἀνωριμότητα, ἔλλειψη ἐμπάθειας, συναισθηματική ἀδιαφορία).
Ἡ Ψυχολογία ὅμως ἐθελοτυφλεῖ ὅταν μένει ἀγκιστρωμένη στήν ἔννοια τῆς προσωπικότητας. Ὅταν ἀντιλαμβάνεται τήν προσωπικότητα σάν ἕνα σύνολο σταθερῶν καί λίγο πολύ ἀναλλοίωτων γνωρισμάτων, πού κινητοποιοῦν συνεπεῖς πρός αὐτά καί προβλέψιμες στό μέλλον συμπεριφορές.
Ἄν πράγματι ἡ βία ἦταν τό ἀποτέλεσμα σταθερῶν καί ἀναλλοίωτων γνωρισμάτων τῆς προσωπικότητας, τότε ἡ πρόβλεψη καί συνακόλουθα ὁ ἔλεγχος τῆς βίας θά ἦταν ἐφικτός. Οἱ τεχνολόγοι τῆς συμπεριφορᾶς θά μποροῦσαν τότε νά ἐπεξεργαστοῦν μία σειρά μέτρων «κοινωνικῆς ἄμυνας» καί προστασίας τοῦ κοινοῦ. Ὡστόσο, ἡ πρόβλεψη τῆς βίας ἀνήκει στόν χῶρο τῆς οὐτοπίας. Καμία μέθοδος δέν ἔχει μπορέσει μέχρι σήμερα νά ἐγγυηθεῖ τήν ὕπαρξη κριτηρίων ἱκανῶν νά προβλέψουν, μέ σχετική ἔστω ἀσφάλεια, τή μελλοντική βία ἑνός ἀνθρώπου. Κοντολογίς, ἡ ἀνθρώπινη συμπεριφορά δέν προβλέπεται. Σημαντικός εἶναι ὁ ρόλος πού διαδραματίζουν τυχαῖα συγκυριακά γεγονότα. Ποὺ τήν καθιστοῦν ἀπρόβλεπτη, μή ἐντάξιμη σέ στενάχωρες κατηγοριοποιήσεις καί ἐξισώσεις. Στό μέτρο πού ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νά δράσει, δηλαδή ἐλεύθερος νά ἐπιλέξει ἀνάμεσα σέ διαφορετικούς τρόπους δράσης, ἡ συμπεριφορά του εἶναι ἀπρόβλεπτη. Μέσα ἀπό τήν προσωπική του πράξη ὁ ἄνθρωπος ἔχει τή δυνατότητα νά διαψεύσει κάθε πρόβλεψη.
Ἀπό τήν ἄλλη, βία ἐπιτελεῖται σέ ἕνα συγκεκριμένο πλαίσιο. Νοηματοδοτεῖται καί τροφοδοτεῖται ἀπό αὐτό. Δέν γίνεται ποτέ στό κενό. Δέν ἐνεργοποιεῖται ἄκριτα ἀπό ἕναν ἰδιάζοντα τύπο «βίαιης προσωπικότητας». Ἔξω ἀπό τό πλαίσιο αὐτό οἱ πιθανότητες ἐκδήλωσής της εἶναι μηδαμινές.
Ἔρευνες φανερώνουν πώς ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς, ὁ κάθε φιλήσυχος, φιλειρηνικός καί συγκρατημένος πολίτης, ἄν βρεθεῖ ὑπό εἰδικές συνθῆκες μπορεῖ νά μεταμορφωθεῖ σέ ἀδίστακτα βίαιο καί ἐπιθετικό ἄτομο. Ἡ Ψυχολογία διδάσκει ἀκόμα ὅτι κάθε φορὰ πού μία ἀνθρώπινη ἀνάγκη μένει ἀνικανοποίητη, κάθε φορὰ πού τό ἄτομο ἐμποδίζεται νά ἱκανοποιήσει μιὰ ζωτικῆς σημασίας ἀνάγκη, τότε ἡ βία παραμονεύει καί εἴτε κατευθύνεται πρός τά ἔξω εἴτε στρέφεται στόν ἴδιο τόν ἑαυτό (καταθλίψεις, αὐτοχειρίες, ναρκωτικά). Στή ρίζα κάθε ἐπιθετικότητας ἐνεδρεύει ἡ ματαίωση, ἡ διάψευση μιᾶς ζωτικῆς ἀνάγκης. Ἔτσι, γίνονται κατανοητές πολλές, φαινομενικά ἀναίτιες μορφές βίας.
Ὅταν νιώθεις ὅτι ὅλες οἱ ἔξοδοι κινδύνου εἶναι παγιδευμένες, ἡ βία προβάλλει σάν λύση, σάν ἕνας τρόπος ὕπαρξης. Βίος καί βία εἶναι λέξεις ὁμόρριζες.
Ἡ ἀναίτια βία εἶναι ἕνας μύθος ἀκόμα καί γιά τήν παράνοια καί τήν ψυχική διαταραχή. Τό «ἀναίτιο» ἐκφράζει τή δική μας ἀδυναμία νά προσπελάσουμε στά ἐνδότερα τῆς λογικῆς τοῦ δράστη, ἤ τοῦ φερόμενου ὡς δράστη, ἤ τοῦ φερόμενου ὡς θύματος. Ὁ χαρακτηρισμός μίας βίαιης συμπεριφορᾶς ὡς ἀναίτιας συχνά κρύβει τήν ἀπροθυμία μας νά συνδέσουμε τή βία μέ τήν περιρρέουσα κοινωνική καί θεσμική παθολογία. Εἶναι πάντα πιό βολικό καί ἀνώδυνο νά ἐπικαλεῖσαι τή βιαιότητα τῶν ἀτόμων καί ὄχι τῶν καταστάσεων.
Δέν εἶναι ἄνευ λόγου πού στίς ἡμέρες μας κάθε λεπτό αὐτοκτονεῖ καί ἕνας ἄνθρωπος, ἐνῶ τρελαίνονται ἄλλοι τρεῖς. Δέν εἶναι ἄνευ λόγου πού ἄνθρωποι σκοτώνουν ἤ σκοτώνονται. Ἡ «φτωχή» καί «ἐπιστημολογικά σαθρή» ἔννοια τῆς προσωπικότητας δέν ἐπαρκεῖ ὡς ἑρμηνευτικό σχῆμα.
Οἱ δύσκολοι καιροί ὑποθάλπουν ἄν ὄχι τήν εὐτυχία, πάντως τή γονιμότητα τῆς σκέψης. Ὁ πόλεμος καί οἱ προσωπικές του ἀπώλειες ὤθησαν τόν Φρόυντ νά ἐπεξεργαστεῖ μιὰ ἀπαράμιλλης σημασίας θεωρία γιά τήν ἐνόρμηση τοῦ θανάτου καί τόν ρόλο πού διαδραματίζει στήν ἀτομική καί συλλογική μας ὕπαρξη. Οἱ ἀδιέξοδες ἡμέρες μας εὐνοοῦν τρόπους στοχασμοῦ, ἑρμηνείας καί- ποιός ξέρει;- ἀκόμα καί ὑπέρβασης τῆς περιρρέουσας ἀθλιότητας πού, ὡς παράπλευρη ζημιά, δέν γεννᾶ παρά βία καί καταστροφή.