Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Κακό καί καλό, ὁ Θεός τά ἀνακατεύει καί τά κάνει ὅλα καλά. Θά ἔλεγε κανείς, μεγάλο κακό αὐτό πού συνέβη πρίν κάμποσα χρόνια νά πέσει τό ἑλικόπτερο καί νά σκοτωθεῖ ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας. Ἄνθρωπος ἀκούραστος γεμάτος δραστηριότητα γιά τό καλό τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἀλλά μέσα καί σ’ αὐτό τό γεγονός, τό τόσο θλιβερό, πόσο μεγάλο δίδαγμα παίρνομε ὅλοι μας, μικροί καί μεγάλοι, σοφοί καί ἀνόητοι, ὑγιεῖς καί ἀσθενεῖς, ὅτι ὁ κόσμος εἶναι μάταιος καί κανείς δέν ξέρει ποτέ θά φύγει ἀπό τόν κόσμο αὐτό. Καί συνεπῶς ἡ μεγαλύτερη σύνεση, μυαλό καί ἐξυπνάδα στόν κόσμο εἶναι νά τρέφει μέσα του ὁ ἄνθρωπος τήν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς. Νά τήν καλλιεργεῖ. Νά τήν αὐξάνει. Καί νά φροντίζει νά εἶναι ἕτοιμος.

  • !

    Καί ἄν διαβάσει ὁλόκληρη τήν Ἁγία Γραφή καί φιλοσοφήσει ὅλα ὅσα γράφουν οἱ ἅγιοι καί φιλοσοφήσει ὅλα ἐκεῖνα πού μᾶς ἔχει πεῖ ὁ Θεός στόν καθένα μας, ὅταν μᾶς φανερώνει κάτι, καταλαβαίνει ὅτι ὁ Θεός εἶναι μιά ἀπέραντη καλωσύνη. Αὐτή τήν ἀπέραντη καλωσύνη τήν ἀκούσαμε νά περιγράφεται σήμερα στό ἅγιο εὐαγγέλιο.

  • !

    Τά λόγια τοῦ Χριστοῦ «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον…», ἔπρεπε νά τά γράφομε ὄχι μέ μελάνι καί μέ μολύβι, ἀλλά μέ χρυσάφι. Καί ὄχι σέ ἕνα κομμάτι χαρτί. Οὔτε κἄν στό μυαλό μας μόνο, ἀλλά στήν καρδιά μας. Νά τά ἔχομε πάντοτε μέσα μας ζεστά. Νά τά διαβάζομε. Νά τά μελετᾶμε ὅσο περισσότερο μποροῦμε. Ὅσο πιό ταχτικά μποροῦμε. Καί ὅσο πιό βαθειά μποροῦμε. Γιά νά ἀποτελέσουν τόν δρόμο τῆς ζωῆς μας. Γιατί τά λόγια αὐτά τοῦ Χριστοῦ εἶναι γιά τούς πικραμένους χαρά. Γιά τούς πεθαμένους, ζωή καί ἀνάσταση. Καί γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους στερέωμα, πίστη, ἐλπίδα καί κάθε καλό.

  • !

    «Θά ρθεῖ μιά μέρα πού ἡ ζωή μου θά σμπαραλιάσει. Τά πόδια δέν θά ἀντέχουν νά περπατήσω. Τά χέρια δέν θά ἀντέχουν οὔτε νά πάρω τό ψωμί, νά τό βάλω στό στόμα μου. Τά μάτια μου δέν θά βλέπουν. Τά ἀφτιά μου δέν θά ἀκοῦνε. Καί τό μυαλό μου, θά μισοσταματάει. Γιατί καί αὐτό θά ἔχει σμπαραλιάσει. Μά ἀκόμη καί τότε πού θά σβύνει ἡ ζωή μου, καί δέν θά θυμᾶμαι τίποτε ἀπό ὅλο τό Εὐαγγέλιο, πού τόσο ἀγάπησα στή ζωή μου, θά μοῦ εἶναι ἀρκετό νά θυμηθῶ τότε, ἐπάνω στό νεκρικό μου κρεβάτι, λίγο πρίν ἀφήσω τήν τελευταία μου πνοή, τά λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου, γιά νά γλυκάνει ἡ ψυχή μου, νά γεμίσει μέ ἐλπίδα καί νά πετάξει μέ χαρά κοντά στόν Πατέρα μας».

  • !

    -Ὥστε ὅλα αὐτά πού λές, ὅτι ἔγινε ὁ Θεός ἄνθρωπος καί γεννήθηκε στό σπήλαιο καί ἔκανε ἐκεῖνα τά μεγάλα ἔργα καί σταυρώθηκε γιά μᾶς εἶναι ἀληθινά; -Ἀληθινά εἶναι! -Καί ἔχεις τό θάρρος καί μπορεῖς καί τά διηγεῖσαι χωρίς νά κλαῖς;

  • !

    Νά τί φταίει. Δέν μιλᾶνε μέσα στήν ψυχή μας πολύ, γιατί δέν φροντίσαμε νά τά καταλάβομε καλά. Καί ὅταν τά καταλαβαίνομε λίγο μέ τό μυαλό, δέν τά κατεβάζομε στήν καρδιά, νά τά ἀγαπήσομε ὅπως πρέπει. Οὔτε τά κάνομε πόνο καί κόπο τῆς ζωῆς μας. Οὔτε ἀγωνιζόμαστε νά τά κάνομε πραγματικότητα.

Ὁμιλία πρὸ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ

Ἡ κιθάρα

Κακό καί καλό, ὁ Θεός τά ἀνακατεύει καί τά κάνει ὅλα καλά. Θά ἔλεγε κανείς, μεγάλο κακό αὐτό πού συνέβη πρίν κάμποσα χρόνια νά πέσει τό ἑλικόπτερο καί νά σκοτωθεῖ ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας. Ἄνθρωπος ἀκούραστος γεμάτος δραστηριότητα γιά τό καλό τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

Ἀλλά μέσα καί σ’ αὐτό τό γεγονός, τό τόσο θλιβερό, πόσο μεγάλο δίδαγμα παίρνομε ὅλοι μας, μικροί καί μεγάλοι, σοφοί καί ἀνόητοι, ὑγιεῖς καί ἀσθενεῖς, ὅτι ὁ κόσμος εἶναι μάταιος καί κανείς δέν ξέρει ποτέ θά φύγει ἀπό τόν κόσμο αὐτό. Καί συνεπῶς ἡ μεγαλύτερη σύνεση, μυαλό καί ἐξυπνάδα στόν κόσμο εἶναι νά τρέφει μέσα του ὁ ἄνθρωπος τήν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς. Νά τήν καλλιεργεῖ. Νά τήν αὐξάνει. Καί νά φροντίζει νά εἶναι ἕτοιμος.

Σήμερα θά ποῦμε λίγα λόγια, ὄχι γιά τόν πατριάρχη Ἀλεξανδρείας, ἀλλά γιά τόν Χριστό. Εἶναι μεγαλύτερος ὁ Χριστός καί μεγαλύτερη ἡ ὠφέλεια ἀπό τά λόγια του πού θά εἶναι παρμένα ἀπό τό Εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε σήμερα.

Θά ξεκινήσομε μέ μιά μικρή ἱστορία.

Κάποια φορά, ἕνας πονόψυχος ἄνθρωπος ἐπισκέφθηκε μιά οἰκογένεια πού εἶχε ἕνα παιδί ἑτοιμοθάνατο. Ἦταν Χριστούγεννα. Κοιτάζει ὁ ἐπισκέπτης καί βλέπει ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέν εἶχαν τίποτε. Οὔτε γλυκά οὔτε φαγητό ἑορτάσιμο, ὅπως περιμένομε ἐκείνη τήν ἡμέρα.

-Τί γίνεται, τούς λέει. Χριστούγεννα σήμερα.

Τοῦ εἶπε ὁ πατέρας:

-Κοίταξε νά σοῦ πῶ. Τό παιδί μου φεύγει. Καί χθές τό βράδυ, χαϊδεύοντάς το, τό ρώτησα:

-Τί θέλεις παιδί μου; Θέλεις κάποιο δῶρο;

-Θά ἤθελα πατέρα νά μοῦ πάρεις μιά κιθάρα.

Τοῦ ἄρεσε ἡ μουσική τοῦ παιδιοῦ.

Ξέρετε πόσο ἀξίζει ἡ κιθάρα; Πολλά λεφτά. Δύο μισθοί καί δέν φτάνουν νά τήν ἀγοράσεις. Μά ὁ πατέρας ξέροντας ὅτι τό παιδί του φεύγει, μάζεψε ὅλα ὅσα εἶχε, πουλήθηκε θά ἔλεγε κανείς, δανείστηκε κι’ ὅλας καί τοῦ ἔφερε τήν κιθάρα.

Τό παιδί, ὅσο ἦταν ξύπνιο, τήν χάιδευε καί ἔπαιζε μέ τά δάχτυλά του καί μέ τήν πέννα.

Ρωτᾶ ὁ πατέρας τόν ἐπισκέπτη:

-Τί ἤθελες νά κάνω; Καλύτερα νά πεινάω ἕνα μήνα καί νά φύγει τό παιδί μου μέ χαρά, ἀπό αὐτό τόν κόσμο καί μέ τήν αἴσθηση τῆς στοργῆς τοῦ πατέρα του. Αὐτό καί στήν ψυχή του θά μείνει καί σέ μένα θά μείνει. Τό φαΐ δέν θά μείνει πουθενά.

Ποιός ἔχει ἀντίθετη γνώμη;

-Καί τότε, ἔλεγε ὁ ἐπισκέπτης, θυμήθηκα τά λόγια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ:

«Ἄν σεῖς πού εἴσαστε (ὄχι πάντοτε καί ὅλοι, ἀλλά λίγο-πολύ ὅλοι εἴμαστε) παληάνθρωποι, στά παιδιά σας, ξέρετε νά κάνετε καλά δῶρα, χωρίς νά ὑπολογίζετε θυσίες, πόσο μᾶλλον, ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος»;

Πόσο περισσότερο ὁ Πατέρας μας ὁ οὐράνιος; Πού δέν ἔχει μέσα του κακία ἀλλά εἶναι πανάγαθος. Πού τόν ἐσωτερικό του κόσμο, δέν τόν μολύνει κανένα πάθος, καμία κακία.

«Πόσο μᾶλλον, πόσο περισσότερο»;

Μόνιμη εὐεργεσία

Ὅσο καί νά στίψει κανείς στό νοῦ του καί νά προσπαθήσει νά τό σκεφθεῖ, ποτέ δέν θά μπορέσει νά καταλάβει αὐτό τό «πόσο περισσότερο».

Καί ἄν διαβάσει ὁλόκληρη τήν Ἁγία Γραφή καί φιλοσοφήσει ὅλα ὅσα γράφουν οἱ ἅγιοι καί φιλοσοφήσει ὅλα ἐκεῖνα πού μᾶς ἔχει πεῖ ὁ Θεός στόν καθένα μας, ὅταν μᾶς φανερώνει κάτι, καταλαβαίνει ὅτι ὁ Θεός εἶναι μιά ἀπέραντη καλωσύνη. Αὐτή τήν ἀπέραντη καλωσύνη τήν ἀκούσαμε νά περιγράφεται σήμερα στό ἅγιο εὐαγγέλιο.

Μιλώντας στούς μαθητές του ἔλεγε ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός: «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενή ἔδωκεν ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον».

Τόσο ἀγάπησε ὁ Θεός τόν κόσμο, ὥστε ἔδωσε ἀπό καλωσύνη του, ὄχι μιά κιθάρα, ὄχι ἕνα δένδρο, ὄχι ἕνα ποτάμι, ὄχι κάτι ἀπό κεῖνα πού ἔχει στήν τσέπη του, ὅπως ὁ πατέρας ἐκεῖνος στό παιδί του, ἀλλά «τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενή ἔδωκεν ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον».

Καί τόν ἔδωσε νά εἶναι ἕνα εὐεργέτημα μόνιμο γιά ὅλο τόν κόσμο. Ὅποιος πιστεύει σ’ αὐτόν νά μήν κινδυνεύει ποτέ νά πάει στήν κόλαση, νά χαθεῖ, ἀλλά νά ἔχει ζωήν αἰώνιον.

Τί εἶναι ἡ αἰώνια ζωή; Καί πόσο ἀξίζει;

Ἄν γι’ αὐτή τή ζωή τήν ἐπίγεια, ἀγωνιζόμαστε καί ἀγωνιᾶμε καί κοπιάζομε καί ἱδρώνομε…

Καί φτάνομε ἀκόμη καί παληανθρωπιές νά κάνομε, γιατί τήν νομίζομε τόσο καλή καί τόσο ὄμορφη. (Καί ἀφοῦ εἶναι δωρεά τοῦ Θεοῦ εἶναι ὄμορφη. Ἡ ἁμαρτία τήν βρωμίζει καί τήν χαλάει)…

…Πόσο μᾶλλον ἐκείνη ἡ ζωή πού μᾶς δίνει ὁ Θεός; Καί πόσο μᾶλλον ἐκείνη ἡ ζωή πού μᾶς δίνει ὁ Θεός, εἶναι ὀμορφότερη καί ἀξίζει νά μᾶς δημιουργεῖ μόνιμο προβληματισμό νά κάνομε κάτι, γιά νά εἴμαστε ἄξιοι τῆς ζωῆς ἐκείνης;

Ἡ καρδιά τοῦ Εὐαγγελίου

Ἄς ἀκούσομε τί λένε μερικοί μεγάλοι ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας γιά τά λόγια αὐτά τοῦ Χριστοῦ.

• Λέγει ἕνας μεγάλος ἅγιος:

Τά λόγια τοῦ Χριστοῦ «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον…», ἔπρεπε νά τά γράφομε ὄχι μέ μελάνι καί μέ μολύβι, ἀλλά μέ χρυσάφι. Καί ὄχι σέ ἕνα κομμάτι χαρτί. Οὔτε κἄν στό μυαλό μας μόνο, ἀλλά στήν καρδιά μας. Νά τά ἔχομε πάντοτε μέσα μας ζεστά. Νά τά διαβάζομε. Νά τά μελετᾶμε ὅσο περισσότερο μποροῦμε. Ὅσο πιό ταχτικά μποροῦμε. Καί ὅσο πιό βαθειά μποροῦμε. Γιά νά ἀποτελέσουν τόν δρόμο τῆς ζωῆς μας. Γιατί τά λόγια αὐτά τοῦ Χριστοῦ εἶναι γιά τούς πικραμένους χαρά. Γιά τούς πεθαμένους, ζωή καί ἀνάσταση. Καί γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους στερέωμα, πίστη, ἐλπίδα καί κάθε καλό.

• Ἕνας ἄλλος λέει:

Ἔχετε δεῖ τήν μαγνητική βελόνα πού τήν κρεμᾶμε κάπου; Καί αὐτή γυρίζει ἀπό μόνη της καί δείχνει τόν βορρᾶ. Ἐάν ἐξετάσομε ὅλη τή ζωή τοῦ κόσμου καί τῆς Ἐκκλησίας καί ἄν διαβάσομε ὅλη τήν Ἁγία Γραφή, θά δοῦμε ὅτι ὅλα τά λόγια τοῦ Θεοῦ Πατέρα καί τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ δείχνουν μέ τό δάχτυλό τους ὅτι: «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενή ἔδωκεν ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον».

• Καί ἕνας τρίτος ἔλεγε:

«Θά ρθεῖ μιά μέρα πού ἡ ζωή μου θά σμπαραλιάσει. Τά πόδια δέν θά ἀντέχουν νά περπατήσω. Τά χέρια δέν θά ἀντέχουν οὔτε νά πάρω τό ψωμί, νά τό βάλω στό στόμα μου. Τά μάτια μου δέν θά βλέπουν. Τά ἀφτιά μου δέν θά ἀκοῦνε. Καί τό μυαλό μου, θά μισοσταματάει. Γιατί καί αὐτό θά ἔχει σμπαραλιάσει. Μά ἀκόμη καί τότε πού θά σβύνει ἡ ζωή μου, καί δέν θά θυμᾶμαι τίποτε ἀπό ὅλο τό Εὐαγγέλιο, πού τόσο ἀγάπησα στή ζωή μου, θά μοῦ εἶναι ἀρκετό νά θυμηθῶ τότε, ἐπάνω στό νεκρικό μου κρεβάτι, λίγο πρίν ἀφήσω τήν τελευταία μου πνοή, τά λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου, γιά νά γλυκάνει ἡ ψυχή μου, νά γεμίσει μέ ἐλπίδα καί νά πετάξει μέ χαρά κοντά στόν Πατέρα μας».

Ποιά εἶναι τά ὡραιότερα καί γλυκύτερα λόγια; «Οὕτως γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενή ἔδωκεν ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον».

Κόσμος εἴμαστε ἐμεῖς. Ὄχι τά ξύλα καί τά κοτρώνια. Ἐκεῖνα τά ἔφτειαξε ὁ Θεός. Ἐμᾶς ἀγάπησε. Τόσο πολύ ἀγάπησε τόν κόσμο ὥστε ἔδωκε τόν Υἱό αὐτοῦ τόν μονογενή. Τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό γιά μᾶς.

Τί σημαίνει «τόν ἔδωκε»;

Ἦταν στόν οὐρανό δίπλα του. Καθόταν στό θρόνο τῆς θεότητος. Καί κατέβηκε στή γῆ. Ποῦ κατέβηκε;

Γεννήθηκε στό σπήλαιο. Σπήλαιο σημαίνει μαντρί. Πού ἦταν γεμάτο φουσκιά καί ἄχυρα. Ἀνάμεσα στά ζῶα. Γιατί;

Τήν ἀπάντηση τήν ἀκοῦμε στό σύμβολο τῆς Πίστεως: «Δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν». Γι’ αὐτό κατέβηκε στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ.

Καί μετά ξεκίνησαν μερικοί μάγοι ἀπό τήν Περσία, σοφοί ἄνθρωποι καί πῆγαν καί τόν βρῆκαν καί τόν προσκύνησαν. Στό σπήλαιο. Ἀνάμεσα στά ζῶα. Γιά νά μᾶς δείξουν, καί νά μᾶς δείξει ὁ Θεός μέ τό μεγάλο αὐτό θαῦμα, ὅτι ὁ Χριστός καί ἄν εἶναι κατεβασμένος καί κάθεται ἀνάμεσα στίς κοπριές καί στίς δυσωδίες, δέν παύει ποτέ νά εἶναι ὁ Κύριος, Βασιλέας τοῦ κόσμου, σωτήρας καί εὐεργέτης μας.

Οὔτε τότε πού τόν ἔδερναν. Οὔτε τότε πού τόν ἔφτυναν. Οὔτε τότε πού τόν ἐσταύρωναν. Καί μάλιστα τότε πού τόν ἐσταύρωναν ὁ Χριστός ἔδωσε ὅτι καλύτερο καί περισσότερο εἶχε γιά μᾶς.

Τί εἶναι τό καλύτερο καί περισσότερο;

Ἐμεῖς θέλομε ἥσυχη, ἤρεμη, εὐχάριστη καί χαρούμενη ζωή.

Ὁ Χριστός τίς τελευταῖες του ἡμέρες μέ τά πάθη του, εἶχε ὅλα τά ἀντίθετα. Ἔδωκε ὁ Πατέρας τόν Υἱό του εἰς θάνατον, ἀτιμωτικό θάνατο, γιά μᾶς, γιά νά μᾶς θυμίζει ὅτι γιά τίς ἁμαρτίες μας ἀξίζουμε νά ἐξευτελιστοῦμε. Καί νά ἐξευτελιζόμαστε αἰώνια, γιατί δέν εἶναι δυνατόν ἕνας ἄνθρωπος νά ποδοπατάει μέ καταφρόνηση τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί νά περνάει ἀπαρατήρητο.

Μά ὁ Θεός Πατέρας ἀντί νά τιμωρήσει ἐμᾶς, πού ἔχομε λίγο μυαλό, ἔδωκε θυσία γιά μᾶς τόν Υἱό του. Καί εὐδόκησε νά παίρνομε ἐμεῖς, πού τό μυαλό μας λασπώνει ἀπό τήν ἀνοησία πού μᾶς δέρνει, τό σῶμα του καί τό αἷμα του «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον».

Τά ἀκοῦμε αὐτά, καί τί κάνομε;

Ψάχνομε νά βροῦμε τρόπο, πῶς θά κοινωνοῦμε πιό τακτικά; Ποδοπατώντας ὅτι μᾶς ἐμποδίζει ἀπό τήν συχνή Θεία Κοινωνία; Ἤ συνεχίζομε νά φερνόμαστε ἀνόητα.

Τά διηγεῖσαι χωρίς νά κλαῖς;

Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: Γιά σκεφθεῖτε. Τότε πού κατέβηκε ὁ Χριστός στόν κόσμο, ὁλόκληρος ὁ κόσμος ἐκτός ἀπό τόν Ἰσραήλ, τό πολύ ἕνα ἑκατομμύριο ἄνθρωποι τότε, ἦταν ὅλοι εἰδωλολάτρες.

Καί ὁ Θεός ἔστειλε στόν κόσμο τόν Υἱό του, γιά ὅλο τόν κόσμο. Γιά ἀσεβεῖς καί ἁμαρτωλούς καί ἀθέους. Γιατί λοιπόν σύ ἄνθρωπε, εὐλογημένο παιδί τοῦ Θεοῦ κάθε τόσο ρωτᾶς γιά τά κρίματα τοῦ Θεοῦ:

Γιατί τοῦτο; Γιατί ἐκεῖνο; Γιατί νά σκοτωθεῖ αὐτός ὁ καλός ἄνθρωπος πού ἦταν τόσο χρήσιμος; Γιατί νά τό κάνει ὁ Θεός αὐτό; Σέ μᾶς καί στήν Ἐκκλησία του;

Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος:

Ἐκεῖνος πού δέν λυπήθηκε τόν Υἱό του, καί τόν ἔδωσε γιά μᾶς, δέν τό καταλαβαίνετε ὅτι μαζί μέ τόν Υἱό του εἶναι πρόθυμος νά δώσει καί ὅλα του τά ἀγαθά;

Γιατί λοιπόν κρίνετε τί κάνει ὁ Θεός καί δυσκολεύεστε νά τό καταλάβετε καί νά τό βάλετε βαθειά μέσα σας ὅτι ἡ καλωσύνη τοῦ Θεοῦ ὅλα, ὅτι καί ἄν εἶναι, ὅτι καί ἄν φαίνονται, ξέρει νά τά στρέψει σέ καλό; Καί νά βγάλει ἀπό ὅλα ὠφέλεια;

Ἕνας ἱεραπόστολος μιλοῦσε γιά τόν Χριστό σέ μιά χώρα τῆς Ἀφρικῆς. Τοῦ λέει ἕνας ἰθαγενής:

-Αὐτά πού λές τώρα γιά τόν Χριστό εἶναι ἀληθινά;

-Βέβαια· τοῦ ἀπαντᾶ.

-Ὥστε ὅλα αὐτά πού λές, ὅτι ἔγινε ὁ Θεός ἄνθρωπος καί γεννήθηκε στό σπήλαιο καί ἔκανε ἐκεῖνα τά μεγάλα ἔργα καί σταυρώθηκε γιά μᾶς εἶναι ἀληθινά;

-Ἀληθινά εἶναι!

-Καί ἔχεις τό θάρρος καί μπορεῖς καί τά διηγεῖσαι χωρίς νά κλαῖς;

Μηδενός ἐξαιρουμένου

Τί εἶναι ἐκεῖνο πού μᾶς κάνει αὐτά πού ἀκοῦμε γιά τόν Χριστό, τόν σωτήρα καί εὐεργέτη, Θεό ἐνανθρωπήσαντα νά τά ἀκοῦμε μέ κρύα καρδιά;

Νά τί φταίει. Δέν μιλᾶνε μέσα στήν ψυχή μας πολύ, γιατί δέν φροντίσαμε νά τά καταλάβομε καλά. Καί ὅταν τά καταλαβαίνομε λίγο μέ τό μυαλό, δέν τά κατεβάζομε στήν καρδιά, νά τά ἀγαπήσομε ὅπως πρέπει. Οὔτε τά κάνομε πόνο καί κόπο τῆς ζωῆς μας. Οὔτε ἀγωνιζόμαστε νά τά κάνομε πραγματικότητα.

Ἕνας μουσικός, ἔφτειαξε μιά ὡραία μελωδία.

Ποιά ἦταν ἡ μελωδία; Τά λόγια τοῦ Χριστοῦ: «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενή ἔδωκεν». Καί ξέρετε τί ἔκανε; Τό μεγαλύτερο μουσικό «βάρος» τό ἔβαλε στίς λέξεις: «Ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν».

Βουΐζε ὁ κόσμος, ὅταν ἔφτανε ἡ χορωδία στό «ἵνα πᾶς». Γιατί; Γιά νά τονιστεῖ ὅτι: Δέν ἐξαιρεῖται κανένας. Οὔτε ὁ βασιλιάς, οὔτε ὁ πρωθυπουργός, οὔτε ὁ πρόεδρος, οὔτε ἡ φτωχούλα γυναίκα τοῦ χωριοῦ, οὔτε τό ἀλητάκι πού γυρίζει στό δρόμο, οὔτε ὁ ληστής, οὔτε ἡ πόρνη, οὔτε ὁ τελώνης, οὔτε κανένας δέν ἐξαιρεῖται.

Ἀρκεῖ τί νά κάνει; Νά γίνει «πιστεύων».

«Ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν». Νά ἀφήσει κάθε ἄλλο τρόπο ζωῆς καί νά πιστέψει, νά καταλάβει ὅτι ἡ ζωή τοῦ κόσμου εἶναι ὁ Χριστός.

Γιατί γκρινιάζομε;

Ἄς τελειώσομε μέ μιά μικρή ἱστορία.

Ἦταν ἕνα καλό σπίτι. Ρωτάει ὁ μικρός τόν πατέρα του:

-Ἀλήθεια μπαμπά, εἶναι σωστό ὅτι ὁ Χριστός γεννήθηκε στή Βηθλεέμ καί ἔγινε ἄνθρωπος;

-Ναί, παιδί μου. Μά γιατί ρωτᾶς;

-Γιατί μερικοί φαίνονται σάν νά μήν τό καταλαβαίνουν αὐτό τό πράγμα καί νά μήν τό ξέρουν. Κάτι ἄλλοι μοῦ φαίνονται πῶς δέν ξέρουν τίποτε.

-Καί πῶς σοῦ φαίνεται ἔτσι; Ρώτησε ὁ πατέρας.

-Νά σοῦ πῶ πατέρα. Μερικοί ἄνθρωποι εἶναι ὅλο γκρίνια, ὅλο κακομοιριά, ὅλο στενοχώρια καί ὅλο θυμό. Ἐγώ νομίζω, ὅτι ὅποιος ἔχει καταλάβει ὅτι ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο γιά μᾶς, πρέπει νά ἔχει πάντα εἰρήνη καί χαρά. Κάνω λάθος;

Σοφή παρατήρηση.

Ἀλλά ἡ εἰρήνη καί ἡ χαρά δέν εἶναι στό αἷμα μας. Οὔτε ὁ θυμός καί ἡ γκρίνια. Δέν εἶναι τοῦ χαρακτήρα ἰδιώματα. Ἀλλά εἶναι καρποί πίστης καί ἀγώνα.

Τό Εὐαγγέλιο μᾶς λέγει: Δέν ἦλθε ὁ Χριστός στόν κόσμο νά τόν κρίνει καί νά τόν δικάσει. Νά τόν τιμωρήσει. Ἀλλά ἦλθε προσφέροντας τό αἷμα του φάρμακο· καί τήν πίστη του ἐλπίδα ἀνά πᾶσα στιγμή, νά μᾶς καλέσει ὅλους κοντά του.

Ὅποιος δέν ἀνταποκρίνεται σέ τέτοιες δωρεές τοῦ Χριστοῦ δέν νομίζετε, ὅτι μένει ἔξω ἀπό τήν αἰώνια ζωή μόνος του;

Ποιός τοῦ φταίει; Κανένας.

Νά μᾶς ἐλεήσει ὁ Θεός, νά μᾶς φωτίζει, νά γλυκαίνει τήν ψυχή μας. Καί ἀκόμη νά ἀτσαλώνει τά νεῦρα μας, τά νεῦρα τοῦ ψυχικοῦ μας κόσμου, νά ἀγωνιζόμαστε γιά τό ἅγιο θέλημά του. Καί γιά νά ἰσιώνομε μέ αὐτό, τό δικό μας θέλημα, τήν σκέψη μας, τό μυαλό μας καί τήν καρδιά μας. Ἀμήν.-

Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,

διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στίς 12/9/2004, στά Μελιανά