Καπνίζω χωρὶς νὰ σταματήσω ἀπ᾿ τὸ πρωὶ
ἂν σταματήσω τὰ τριαντάφυλλα θὰ μ᾿ ἀγκαλιάσουν
μ᾿ ἀγκάθια καὶ μὲ ξεφυλλισμένα πέταλα θὰ μὲ πνίξουν
φυτρώνουν στραβὰ ὅλα μὲ τὸ ἴδιο τριανταφυλλὶ
κοιτάζουν· περιμένουν νὰ ἰδοῦν κάποιον· δὲν περνᾶ κανεὶς·
πίσω ἀπ᾿ τὸν καπνὸ τῆς πίπας μου τὰ παρακολουθῶ
πάνω σ᾿ ἕνα κοτσάνι βαριεστισμένο χωρὶς εὐωδιά,
στὴν ἄλλη ζωὴ μιὰ γυναίκα μοῦ ἔλεγε μπορεῖς νὰ γγίξεις αὐτὸ τὸ χέρι
κι εἶναι δικό σου αὐτὸ τὸ τριαντάφυλλο εἶναι δικό σου μπορεῖς νὰ τὸ πάρεις
τώρα ἢ ἀργότερα, ὅταν θελήσεις.
Κατεβαίνω καπνίζοντας ὁλοένα, τὰ σκαλοπάτια
τὰ τριαντάφυλλα κατεβαίνουν μαζί μου ἐρεθισμένα
κι ἔχουνε κάτι στὸ φέρσιμό τους ἀπ᾿ τὴ φωνὴ
στὴ ρίζα τῆς κραυγῆς ἐκεῖ ποὺ ἀρχίζει
νὰ φωνάζει ὁ ἄνθρωπος: «μάνα» ἢ «βοήθεια»
ἢ τὶς μικρὲς ἄσπρες φωνὲς τοῦ ἔρωτα.
Εἶναι ἕνας μικρὸς κῆπος ὅλο τριανταφυλλιὲς
λίγα τεραγωνικὰ μέτρα ποὺ χαμηλώνουν μαζί μου
καθὼς κατεβαίνω τὰ σκαλοπάτια, χωρὶς οὐρανὸ·
κι ἡ θεία της ἔλεγε: «Ἀντιγόνη ξέχασες σήμερα τὴ γυμναστική σου
στὴν ἡλικία σου δὲ φοροῦσα κορσὲ στὴν ἐποχή μου».
Ἡ θεία της ἦταν ἕνα θλιβερὸ κορμὶ μ᾿ ἀνάγλυφες φλέβες
εἶχε πολλὲς ρυτίδες γύρω στ᾿ αὐτιὰ μιὰ ἑτοιμοθάνατη μύτη
ἀλλὰ τὰ λόγια της ἦταν γεμάτα φρόνηση πάντα.
Τὴν εἶδα μιὰ μέρα νὰ γγίζει τὸ στῆθος τῆς Ἀντιγόνης
σὰν τὸ μικρὸ παιδὶ ποὺ κλέβει ἕνα μῆλο.
Τάχα θὰ τὴ συναπαντήσω τὴ γριὰ γυναίκα ἔτσι ποὺ κατεβαίνω;
Μοῦ εἶπε σὰν ἔφυγα: «Ποιὸς ξέρει πότε θὰ ξαναβρεθοῦμε;»
κι ἔπειτα διάβασα τὸ θάνατό της σὲ παλιὲς ἐφημερίδες
τὸ γάμο τῆς Ἀντιγόνης καὶ τὸ γάμο τῆς κόρης τῆς Ἀντιγόνης
χωρὶς νὰ τελειώσουν τὰ σκαλοπάτια μήτε ὁ καπνός μου
ποὺ μοῦ δίνει μιὰ γέψη στοιχειωμένου καραβιοῦ
μὲ μιὰ γοργόνα σταυρωμένη τότες ποὺ ἦταν ὄμορφη, πάνω στὸ τιμόνι.
Κορυτσά, καλοκαίρι ’37