Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξε τό κατ’ ἐξοχήν καλό Ἄγγελμα, γιατί ἦταν ἡ ἀνάσταση Ἐκείνου πού, ὄντας ἄνθρωπος, ἦταν καί Θεός καί ὡς Θεός μπορεῖ νά μᾶς κάνει μετόχους στήν ἀνάστασή Του. Γιατί ἡ δική μας μελλοντική ἀνάσταση, θεμελιωμένη πάνω στή δική Του, θά εἶναι μετοχή στήν ἀνθρώπινη ζωή Του, ὑψωμένη ὡς τή ζωή τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ἑπομένως στόν ὕψιστο καί ἀπόλυτο βαθμό της.

  • !

    Οἱ γυναῖκες φεύγουν ἀπ’ τό μνῆμα ὄχι μόνο γεμάτες χαρά, ἀλλά καί τρέμοντας ἀπό φόβο. Γιατί ἡ χαρά τους συνέχεται ἀπό τήν αἴσθηση τοῦ μυστηρίου, ἀπό τήν αἴσθηση ὅτι μέσα στήν κατάσταση τῆς ὕπαρξής μας, ξεπηδάει μία ἐντελῶς διαφορετική κατάσταση. Ἡ χαρά τους δέν εἶναι μιὰ συνηθισμένη χαρά, μιὰ χαρά πού ἀφήνει τόν ἄνθρωπο μέσα στά ὅρια τῆς συνηθισμένης ζωῆς του.

  • !

    Ἡ χαρά πού ἔνιωσαν οἱ γυναῖκες στό ἄγγελμα τῆς ἀνάστασης τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνάμεικτη μ’ ἕνα τέτοιο τρόμο, πού τίς ἔθετε μπροστά σέ μία κατάσταση τῆς ὕπαρξης πέρα ἀπό τά ὅρια τοῦ κόσμου. Ἀλλά αὐτός ὁ τρόμος δέν τίς συνέθλιψε, γιατί δέν προερχόταν ἀπό ἕνα αἴσθημα κενοῦ, χάους, ἀλλά ἦταν τρόμος μέσ’ στή χαρά, γιατί τόν προξενοῦσε ἡ αἴσθηση πώς μιὰ ἄλλη ὕπαρξη ἀναβλύζει, πού ἡ πληρότητά της ξεπερνᾶ τή συνηθισμένη ὕπαρξη.

  • !

    Ἀλλά ἡ ὕπαρξη στήν πληρότητά της δέν κλείνει μέσα της μόνο μιὰ πληρότητα χαρᾶς, ἀλλά καί μιὰ πληρότητα φωτός. Μιὰ ὕπαρξη πού ἔχει ὅρια, περιορίζει τή γνώση τοῦ νοήματός της. Ἐξάλλου, ἕνας τρόπος ὕπαρξης περιορισμένος, δέν μπορεῖ νά ξεπεράσει τά ὅριά του, προοδεύοντας σταδιακά• δέν μπορεῖ ἑπομένως νά φθάσει οὔτε στή γνώση τοῦ πλήρους νοήματός της, οὔτε στό πλῆρες φῶς μέ μιὰ τέτοια πρόοδο. Δέν φθάνει κανείς στό ἄπειρο προσθέτοντας ἀριθμούς. Δέν μποροῦμε νά φθάσουμε τήν πληρότητα ζωῆς καί ἑπομένως τήν πληρότητα χαρᾶς καί φωτός, παρά μόνο μ’ ἕνα ἅλμα, πού ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά τό πραγματοποιήσουμε ἀλλά πού τό πραγματοποιεῖ ὁ Θεός, πού κάνει τήν ὕπαρξή μας νά μετέχει διά τῆς χάριτος στή ζωή Του.

Δέν φθάνουμε στό ἄπειρο προσθέτοντας ἀριθμούς!

 

Στό λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, πού διαβάζουμε τή νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, ἀκοῦμε: «Μηδείς θρηνήτω πτωχείαν, ἐφάνη γάρ ἡ κοινή Βασιλεία. Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα, συγγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον, ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος».

Ὅπως, λοιπόν, πρίν ἀπό τήν Ἀνάσταση ἡ ζωή ὅλων εἶχε ἕνα ἀνολοκλήρωτο νόημα, ἔτσι τώρα ἡ Ἀνάσταση γεμίζει τούς πάντες καί τά πάντα μέ φῶς καί χαρά, γιατί, ὅταν ἕνα μόνο μέρος τοῦ κόσμου ἀποκτᾶ τό πλῆρες νόημά του, αὐτό τό πλῆρες νόημα ἐκπέμπεται στά πάντα.

Μέ τήν Ἀνάσταση μιᾶς μονάχα ὕπαρξης -τοῦ ἀνθρώπου Χριστοῦ- ὁ χρόνος, πού ξετυλίγεται μέσα στά σκοτάδια τῆς ἐπανάληψης τῆς σύνθεσης καί τῆς χωρίς νόημα ἀποσύνθεσης, ἔγινε χρόνος, πού ὁδεύει πρός τήν ἀνάσταση καί τήν αἰώνια ζωή• τό φῶς πού ἔφερε στήν ἀνθρωπότητα ὁ Χριστός δείχνει τό στόχο, πρός τόν ὁποῖο ὁ χρόνος ὁδηγεῖ ὅλα ὅσα ζοῦν μέσα στό χρόνο. Ὁλόκληρος ὁ χρόνος κι ὁλόκληρος ὁ κόσμος δέν φαντάζουν πιά σάν ἀδιάκοπη ροή ἀνάμεσα στίς γεννήσεις καί στούς θανάτους, ἀλλά σάν μιὰ πραγματικότητα φωτισμένη ἀπό νόημα, σάν μιὰ ὁδός πρός τήν ἀνακεφαλαίωση τῶν πάντων μέσα στήν Ἀνάσταση καί τήν αἰώνια καί πλήρη ζωή, σάν παραμονές τῆς μεγάλης δίχως τέλος γιορτῆς.

Ὅλες οἱ μέρες τοῦ χρόνου, τῆς χρονιᾶς ὁλόκληρης ἀποτελοῦν γιορτές ἤ σταθμούς μιᾶς πορείας πού φέρνει προοδευτικά στή μεγάλη γιορτή, τήν τελική καί αἰώνια. Τό φῶς τῆς αἰώνιας γιορτῆς ρίχνει τίς ἀκτίνες του σ’ ὅλες τίς μέρες. Ἤ μ’ ἄλλα λόγια, ὅλες οἱ μέρες τοῦ χρόνου ἀποτελοῦν προεόρτια, πού μᾶς προετοιμάζουν προοδευτικά γιά τήν ἔσχατη Κυριακή, γιά τήν αἰώνια ζωή μέσα στό φῶς, πού ἀποκαλύφθηκε μέ τήν Ἀνάσταση, ἔτσι ὅπως οἱ μέρες τῆς ἑβδομάδας, οἱ μέρες οἱ ἀφιερωμένες στούς ἁγίους, ἀποτελοῦν προπαρασκευαστικές γιορτές γιά τή συνάντηση μέ τό Χριστό, πού συμβολίζει καί προεικονίζει ἡ Κυριακή ἡμέρα.

Ἔτσι, ὅπως ἡ χαρά τῆς Ἀνάστασης ξεπερνᾶ κάθε χαρά καί σκεπάζει κάθε λύπη, τό φῶς της ξεπερνᾶ ὅλα τά φῶτα, πού γεννᾶ ἡ σκέψη καί ἡ φυσική φαντασία τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή ὅλες οἱ φιλοσοφικές ἐξηγήσεις γιά τήν ὕπαρξη καί ὅλες οἱ ὀμορφιές, πού ἀνακαλύπτει μέσα της ἡ καλλιτεχνική φαντασία. Μά ξεπερνᾶ ἀκόμη καί τά ἀτελῆ φῶτα τῆς Ἀποκάλυψης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Στή Παλαιά Διαθήκη μία πύρινη στήλη ὁδηγοῦσε ἀπό τήν ἐπίγεια σκλαβιά σέ μία ἐπίγεια ἐξωτερική ἐλευθερία καί ὁ Μωϋσῆς γνωστοποιοῦσε τίς βουλές τοῦ Θεοῦ, πού ἔμενε κρυμμένος μέσα στό γνόφο. Μέ τήν Ἀνάσταση ὁ ἴδιος ὁ Ἥλιος τῆς ὕπαρξης φανερώθηκε ὁλόλαμπρος καί φώτισε ἄπλετα τή δημιουργία ὁλόκληρη, ὁδηγώντας ἤδη ἀπό τούτη τήν ἐπίγεια ζωή στό ξεπέρασμά της, στήν πληρότητα τῆς ζωῆς. «Ἀντί στύλου πυρός, δικαιοσύνης ἀνέτειλεν Ἥλιος• ἀντί Μωϋσέως Χριστός, ἡ σωτηρία τῶν ψυχῶν ἡμῶν» (Θεοτοκίον Κυριακῆς του Πάσχα).

Ἔχει λεχθεῖ σωστά πώς ἡ Καλή Ἀγγελία, τό Εὐαγγέλιο τῶν χριστιανῶν, συμπυκνώνεται στό ἄγγελμα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, ὡς τό θεμέλιο τῆς βεβαιότητας ὅτι καί ἐμεῖς θά ἀναστηθοῦμε. Καί μόνο αὐτό νά εἶχε φέρει στόν κόσμο ὁ χριστιανισμός, θά εἶχε προσφέρει ἄπειρα περισσότερα, ἀπ’ ὅλα ὅσα πρόσφεραν στό κόσμο ὅλες οἱ ἀνθρώπινες προσπάθειες σ’ ὅλες τίς ἐποχές. Γι’ αὐτό οἱ Ἀπόστολοι εἶδαν σάν ἀποστολή τους τή μαρτυρία γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ (Πράξ. 1,22). Ἀναμφίβολα αὐτό τό ἄγγελμα ὑπῆρξε τό κατ’ ἐξοχήν «καλό» ἄγγελμα. Ὄχι γιατί ἀναγγελλόταν ἡ ἀνάσταση ἑνός κοινοῦ ἀνθρώπου, γιατί δέν θά μποροῦσε νὰ θεμελιωθεῖ ἡ ἐλπίδα ὅλων στό γεγονός τῆς ἀνάστασης ἑνός κοινοῦ ἀνθρώπου. Μία τέτοια ἀνάσταση δέν θά ἦταν μιὰ ἀνάσταση γιά πάντα μέσα στήν πληρότητα τῆς θείας ζωῆς, ἀλλά μιὰ ἐπανάληψη τῆς ζωῆς στήν κατάσταση τοῦ παρόντος, ἤ σέ μιὰ κάπως διαφορετική κατάσταση, ἀλλά ὁπωσδήποτε σχετική. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξε τό κατ’ ἐξοχήν καλό Ἄγγελμα, γιατί ἦταν ἡ ἀνάσταση Ἐκείνου πού, ὄντας ἄνθρωπος, ἦταν καί Θεός καί ὡς Θεός μπορεῖ νά μᾶς κάνει μετόχους στήν ἀνάστασή Του. Γιατί ἡ δική μας μελλοντική ἀνάσταση, θεμελιωμένη πάνω στή δική Του, θά εἶναι μετοχή στήν ἀνθρώπινη ζωή Του, ὑψωμένη ὡς τή ζωή τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ἑπομένως στόν ὕψιστο καί ἀπόλυτο βαθμό της.

Οἱ Ἀπόστολοι, μαρτυρώντας τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, μαρτυροῦσαν τήν ἀνάσταση τοῦ Θεοῦ πού ἐνανθρώπησε, γιατί μαρτυροῦσαν ὅλα τά σημεῖα καί τούς λόγους, μέ τά ὁποῖα ὁ ἴδιος ὁ Χριστός φανέρωσε τή θεότητά Του, στή διάστημα τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, ἀφοῦ ἔζησαν κοντά Του «ἐν παντί χρόνῳ ἐν ᾧ εἰσῆλθε καί ἐξῆλθε ἐφ’ ἡμᾶς» (Πράξεις 1,21). Μονάχα αὐτή ἡ ἀνάσταση μποροῦσε νά εἶναι ἡ ἀνάσταση μέσα στήν πληρότητα τῆς ζωῆς καί μονάχα αὐτή θεμελιώνει ἤ ταυτίζεται μέ τή χαρά πού πληροῖ τά πάντα.

Οἱ γυναῖκες φεύγουν ἀπ’ τό μνῆμα ὄχι μόνο γεμάτες χαρά, ἀλλά καί τρέμοντας ἀπό φόβο. Γιατί ἡ χαρά τους συνέχεται ἀπό τήν αἴσθηση τοῦ μυστηρίου, ἀπό τήν αἴσθηση ὅτι μέσα στήν κατάσταση τῆς ὕπαρξής μας, ξεπηδάει μία ἐντελῶς διαφορετική κατάσταση. Ἡ χαρά τους δέν εἶναι μιὰ συνηθισμένη χαρά, μιὰ χαρά πού ἀφήνει τόν ἄνθρωπο μέσα στά ὅρια τῆς συνηθισμένης ζωῆς του. Ὁ Χάιντεγγερ κάνει διάκριση ἀνάμεσα στό «φόβο» (furcht) γιά κάτι πού ἀνήκει στόν κόσμο, καί στόν τρόμο (angst) μπροστά στή θάνατο πού θέτει τέρμα στήν ὕπαρξή μας, μέσα στό κόσμο. Ἡ χαρά πού ἔνιωσαν οἱ γυναῖκες στό ἄγγελμα τῆς ἀνάστασης τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνάμεικτη μ’ ἕνα τέτοιο τρόμο, πού τίς ἔθετε μπροστά σέ μία κατάσταση τῆς ὕπαρξης πέρα ἀπό τά ὅρια τοῦ κόσμου. Ἀλλά αὐτός ὁ τρόμος δέν τίς συνέθλιψε, γιατί δέν προερχόταν ἀπό ἕνα αἴσθημα κενοῦ, χάους, ἀλλά ἦταν τρόμος μέσ’ στή χαρά, γιατί τόν προξενοῦσε ἡ αἴσθηση πώς μιὰ ἄλλη ὕπαρξη ἀναβλύζει, πού ἡ πληρότητά της ξεπερνᾶ τή συνηθισμένη ὕπαρξη. «Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀρχή μιᾶς νέας ἄφθαρτης ζωῆς» ψάλλει ἡ Ἐκκλησία τή Μεγάλη Πέμπτη.

Ἀλλά ἡ ὕπαρξη στήν πληρότητά της δέν κλείνει μέσα της μόνο μιὰ πληρότητα χαρᾶς, ἀλλά καί μιὰ πληρότητα φωτός. Μιὰ ὕπαρξη πού ἔχει ὅρια, περιορίζει τή γνώση τοῦ νοήματός της. Ἐξάλλου, ἕνας τρόπος ὕπαρξης περιορισμένος, δέν μπορεῖ νά ξεπεράσει τά ὅριά του, προοδεύοντας σταδιακά• δέν μπορεῖ ἑπομένως νά φθάσει οὔτε στή γνώση τοῦ πλήρους νοήματός της, οὔτε στό πλῆρες φῶς μέ μιὰ τέτοια πρόοδο. Δέν φθάνει κανείς στό ἄπειρο προσθέτοντας ἀριθμούς. Δέν μποροῦμε νά φθάσουμε τήν πληρότητα ζωῆς καί ἑπομένως τήν πληρότητα χαρᾶς καί φωτός, παρά μόνο μ’ ἕνα ἅλμα, πού ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά τό πραγματοποιήσουμε ἀλλά πού τό πραγματοποιεῖ ὁ Θεός, πού κάνει τήν ὕπαρξή μας νά μετέχει διά τῆς χάριτος στή ζωή Του.