ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
1. Ὁ πονηρός βάτραχος τῆς Κλίμακος τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου.
Ὁ ὅσιος Ἰωάννης, συγγραφέας τῆς Κλίμακος μᾶς δίνει μία θαυμάσια εἰκόνα τῆς συμπεριφορᾶς καί τῆς δράσεως τοῦ πονηροῦ λογισμοῦ στόν ἀνθρώπινο νοῦ μέ τήν ἀνύποπτη καί ἀφανῆ, γιά τόν πνευματικό ἀγωνιστή, παρέμβασή του στήν μετατροπή ἑνός ἀγαθοῦ λογισμοῦ σέ πονηρό!
Ὁ λογισμός αὐτός εἰκονίζεται στό κείμενο τῆς Κλίμακος μέ τήν μορφή τοῦ ἀθώου καί οὐσιαστικά ἀκίνδυνου, στήν πραγματική καί φυσική του εἰκόνα, γιά τήν ἀνθρώπινη ζωή βατράχου.
Γράφει λοιπόν ὁ ὅσιος Ἰωάννης:
«Μερικές φορές, καθώς ἀντλούσαμε νερό ἀπό τίς πηγές, ἀντλήσαμε μαζί μέ αὐτό, χωρίς νά τό καταλάβουμε, καί ἕναν βάτραχο. Παρόμοια πολλές φορές καθώς καλλιεργοῦμε τίς ἀρετές, ὑπηρετοῦμε καί τίς κακίες ποὺ χωρίς νά φαίνονται εἶναι συμπεπλεγμένες μαζί τους. Ἐπί παραδείγματι, μέ τή φιλοξενία συμπλέκεται ἡ γαστριμαργία, μέ τήν ἀγάπη ἡ πορνεία… μέ τή φρόνηση ἡ πονηρία, μέ τήν πραότητα ἡ ὑπουλότης καί ἡ νωθρότης καί ἡ ὀκνηρία καί ἡ ἀντιλογία καί ἡ ἰδιορρυθμία καί ἡ ἀνυπακοή. Μέ τήν σιωπή ἡ διδασκαλική ὑπεροψία. Σέ ὅλα αὐτά ἀκολουθεῖ ὡσάν κοινό κολλύριο ἤ μᾶλλον δηλητήριο, ἡ κενοδοξία» (1).
Προϋπόθεση βέβαια γιά τήν ὕπαρξη τῆς ἱκανότητος αὐτῆς τοῦ πνευματικοῦ ἀγωνιστοῦ εἶναι ἡ καθαρότητα τοῦ νοῦ του ἀπό ἐμπαθεῖς λογισμούς καί παθογόνα νοήματα, δηλαδή ἡ καθαρότητά του ἀπό τά ποικίλα πάθη.
Ὅσο περισσότερο καθαίρεται ἀπό τά πάθη ὁ πνευματικός ἀγωνιστής, τόσο καθαρότερα μπορεῖ νά ἀντιλαμβάνεται στό νοῦ του τήν παρουσία τοῦ πονηροῦ βατράχου.
Ἑπομένως τό κυνηγητό τοῦ βατράχου, στό ὁποῖο ἀποδύεται ὁ ἐν λόγῳ ἀγωνιστής, συμπίπτει μέ τήν κάθαρση τοῦ νοῦ, ἐπειδή ἡ παθογένεση τῶν πονηρῶν λογισμῶν στήν ἀνθρώπινη ψυχή δημιουργεῖται καί ἐμπεδώνεται, ὡς τρόπος προσωπικῆς ζωῆς, ἀπό τόν ἐπιδέξιο καί ἀκοίμητο μάστορα καί τεχνίτη τῆς δημιουργίας τῶν παθῶν, τόν δαιμονικό λογισμό, ἀπό τήν χορεία τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας, τά ὁποῖα ἀκούραστα κυκλώνουν συνεχῶς τόν ἀνθρώπινο νοῦ.
Κυνηγώντας λοιπόν τόν βάτραχο, τόν πονηρό λογισμό, ὁ πνευματικός ἀγωνιστής κάνει οὐσιαστικά βήματα πρός τήν καθαρότητα τοῦ νοῦ γιά τήν κατάκτηση τῆς νήψεως. Προλαμβάνει ἔτσι τόν σκοτασμό τοῦ νοῦ, τήν καταλυτική αἰχμαλωσία καί ὑποδούλωσή του στήν κυριαρχία τῶν παθῶν.
– Γιατί ἄραγε ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ὁ συγγραφέας τῆς Κλίμακας, ὀνομάζει ἤ χαρακτηρίζει τόν πονηρό λογισμό βάτραχο;
Ἐπειδή φρονεῖ βέβαια ὅτι τό μικροσκοπικό αὐτό ζωάκι, ὁ βάτραχος, ἔχει χαρακτηριστικά κινήσεως καί δράσεως, τά ὁποῖα συμπίπτουν κατά ἕνα μεγάλο μέρος μέ τίς δόλιες συμπεριφορές τοῦ πονηροῦ λογισμοῦ! Ὅπως λ.χ.,
1) Τό πηδηχτό περπάτημα τοῦ βατράχου ποὺ τοῦ ἐπιτρέπει νά κάνει αἰφνίδιες κινήσεις καί ἀπρόβλεπτες, ὡς πρός τήν κατεύθυνσή τους, γιά ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπο ποὺ θά ἤθελε νά τόν συλλάβει.
2) Καθώς τό δέρμα τοῦ βατράχου εἶναι συνήθως ὑγρό καί γλοιῶδες ἀπό τόν βυθισμό του στήν ἑλώδη κατοικία του, προσθέτει τό γεγονός αὐτό μία ἀκόμη δυσκολία πιασίματος τοῦ βατράχου. Τόν βάτραχο δέν τόν πιάνεις εὔκολα! Ὅπως ἀκριβῶς τόν πονηρό λογισμό!
3) Ἰδιαίτερα ὁ ὑγροβάτραχος (2) ἔχει τήν δυνατότητα νά ἐξαφανίζεται ἀπρόοπτα στά βαθειά λασπώδη ὕδατα τῆς κατοικίας του αὐτῆς. Κρύβεται αἰφνίδια καί αἰφνίδια ἐμφανίζεται. Βυθίζεται καί ἀναδύεται, κυριαρχεῖ μέ ἄνεση στόν ὑγρό ὄγκο τοῦ ἕλους του. Καί τέλος,
4) Μέ τήν ἀπεχθῆ καί ἀποκρουστική, γιά τά ἀνθρώπινα μάτια, εἰκόνα του, ἄλλα καί γιά τόν φόβο τυχόν μολύνσεως, ὁ ἄνθρωπος δέν γίνεται ποτέ οἰκεῖος μέ τό μικρό αὐτό καί ἄφιλο ἀπό τή φύση του ζωάκι. Τόν βάτραχο οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι τόν ἀπεχθάνονται, τόν «συχαίνονται»! Ἔτσι βέβαια πρέπει νά συμπεριφέρονται καί στόν πονηρό λογισμό.
Ἤδη λοιπόν αὐτά καί μόνο τά χαρακτηριστικά τοῦ βατράχου, κατά ἕνα μεγάλο μέρος, ἀντιστοιχοῦν καί στόν πονηρό λογισμό. Τό «περπάτημα» τοῦ πονηροῦ λογισμοῦ εἶναι «πηδηχτό»! Ἀκόμα κι ἄν ἔχεις μάτι νηπτικό, μόλις τόν βλέπεις μέσα σου, τόν χάνεις γρήγορα ἀπό τό ὀπτικό πεδίο τοῦ νοῦ σου, γιά νά σέ αἰφνιδιάσει κάποια ἄλλη στιγμή, μέ μία ἄλλη παρόμοια συμπεριφορά του καί μέ τή δαιμονική μάσκα κάποιων ἄλλων δόλιων, πιθανῶς «ἀγαθῶν», λογισμῶν.
Τόν πονηρό λογισμό δέν μπορεῖς, μόλις τόν ἰδεῖς μέσα σου, νά τόν «πιάσεις»! Δηλαδή νά κατανοήσεις καί νά συγκρατήσεις τό ἰδιαίτερο νόημά του γιά τήν προσωπική πνευματική σου ζωή. Ἀπό τή φύση του εἶναι ἐπιδεκτικός πολλῶν ἑρμηνειῶν καί ἐκτιμήσεων. Γι\’ αὐτό ἐξάλλου τόν λόγο, συσκοτίζει πολλές φορές τό ἰδιαίτερο νόημά του, γιά νά σοῦ προκαλέσει ἀπορίες καί ἐρωτήσεις, χωρίς διαφωτιστικές ἀπαντήσεις γιά τή δική σου προσωπική πειρασμική προσβολή.
Στόν νυκτερινό οὐράνιο θόλο τοῦ σύμπαντος ὑπάρχουν κάποιες φορές διάττοντες ἀστέρες! Μᾶς δείχνουν γιά κλάσμα δευτερολέπτου τήν τροχιά τους, γιά νά χαθοῦν ἀμέσως ἀπό τό ἀνθρώπινο μάτι στό βαθύ καί χαῶδες ἀπέραντο νυκτερινό σκοτάδι!
Δέν ὑπάρχουν ὅμως διάττοντες ἀστέρες μόνο στόν φυσικό οὐρανό. Ὑπάρχουν καί διάττοντες πειρασμικοί λογισμοί στήν ἀνθρώπινη ψυχή, ποὺ τήν αἰφνιδιάζουν καί τήν προβληματίζουν, πολύ περισσότερο βέβαια ἀπό τό αἰφνίδιο πήδημα τοῦ βατράχου μέσα στό σκοτεινό νερό τοῦ ἕλους!
«Ὁμιλοῦν, παρατηρεῖ ὁ ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακας, οἱ πιό ἀκριβολόγοι ἀπό τούς γνωστικούς Πατέρας καί γιά μία ἄλλη ἔννοια, λεπτότερη ἀπό τίς προηγούμενες, ἡ ὁποία σύμφωνα μέ ὁρισμένους ἀποκαλεῖται παραρριπισμός τοῦ νοός (σ.σ.: ἔντονο καί αἰφνίδιο δαιμονικό φύσημα στό νοῦ). Αὐτή ἡ ἔννοια παρευθύς, χωρίς νά μεσολαβήσει χρόνος ἤ λόγος ἤ εἰκόνα, παρουσιάζει μέ περισσότερη ὀξύτητα τό πάθος στόν ἄνθρωπο. Ἀνάμεσα στά πνεύματα τοῦ κακοῦ τίποτε δέν ὑπάρχει πιό ταχὺ καί πιό ἀδιόρατο. Μέ μόνη τήν λεπτή καί ἁπλή ἐνθύμηση, ἀχρόνως, ἀφθάστως, σέ πολλούς δέ καί ἀγνώστως παρουσιάζεται μέσα στήν ψυχή. Ἐάν δέ κάποιος μπόρεσε διά μέσου τοῦ πένθους νά κατανοήσει τήν λεπτότητα αὐτοῦ τοῦ πνεύματος, αὐτός μπορεῖ νά μᾶς διδάξει πῶς γίνεται μέ μόνη τήν δράση, μέ ἕνα ἀνεπαίσθητο βλέμμα καί ἄγγιγμα χεριοῦ καί ἄκουσμα μελωδίας, χωρίς καμμιά ἔννοια καί σκέψη, νά πορνεύσει ἐμπαθῶς ἡ ψυχή» (3).
«Ὁ κόσμος κυριαρχεῖται ἀπό τό πάθος τῆς κακίας καί δέν τό γνωρίζει. Δυστυχῶς ὑπάρχει πῦρ ἀκάθαρτο (πονηρό), τό ὁποῖο φλογίζει τήν καρδιὰ καί ἀπό ἐκεῖ διατρέχει ὅλα τά μέλη καί προτρέπει τούς ἀνθρώπους σέ πράξεις ἀσέλγειας καί σέ μύρια κακά. Αὐτοί λοιπόν ποὺ ἐρεθίζονται («γαργαλίζονται») καί ἡδονίζονται, πράττουν τήν πορνεία μέσα στήν καρδιά τους πρῶτα καί, ὅταν τό κακό μεγαλώσει, φτάνουν στήν φανερή πορνεία. Ἔτσι γίνεται καί μέ τά ἀλλά πάθη τῆς φιλαργυρίας, τῆς κενοδοξίας, τῆς οἰήσεως, τοῦ ζήλου καί τοῦ θυμοῦ. Λοιπόν ἡ ἁμαρτία (ὁ πονηρός λογισμός) προκαλεῖ ὅλα αὐτά τά πάθη καί ἡ ψυχή εὐφραινομένη βαρύνεται μέ τό κακό τῆς μεγάλης αὐτῆς ἁμαρτίας» (4).
Ἄλλα πότε καί ἀπό ποιό χῶρο ξεκίνησε τό ἔργο του ὁ πονηρός λογισμός καί μέ ποιό τρόπο ἀπεκάλυψε τή δόλια καί καταστροφική του παρουσία γιά τήν ἀνθρώπινη ψυχή;
2. Ἡ πρώτη παρέμβαση τοῦ πονηροῦ λογισμοῦ, τοῦ βατράχου, στόν ἀνθρώπινο νοῦ.
Ὁ διάλογος τοῦ ὄφεως μέ τούς πρωτόπλαστους, στόν παράδεισο, παρουσιάζεται ὡς μεθοδική παρέμβαση τοῦ βατράχου, τοῦ πονηροῦ λογισμοῦ, στόν ἀνθρώπινο νοῦ, προκειμένου νά ἐξουδετερωθεῖ ὁ ἀγαθός λογισμός τῆς Εὔας, ἡ ἔμμονή της στήν τήρηση τῆς παραδείσιας ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ καί νά διολισθήσει ἐκείνη, μέσῳ τῆς δαιμονικῆς αὐτῆς παρεμβάσεως, στήν παρακοή καί τήν ἀθέτηση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ.
Οἱ πρωτόπλαστοι κατά τήν παραλαβή τῆς συμβουλῆς πρός αὐτούς τοῦ Θεοῦ, νά μή φάγουν τόν καρπό τοῦ δένδρου τοῦ καλοῦ καί πονηροῦ, ἐπειδή τό ἀποτέλεσμα θά εἶναι γι’ αὐτούς ὀλέθριο καί καταστροφικό, εἶχαν τήν ἀπαραίτητη νήψη γιά νά συλλάβουν τήν νοηματική καθαρότητα τοῦ μηνύματος τοῦ Θεοῦ. Φρόντισαν δέ νά τό διαφυλάξουν στόν νοῦ τους τό μήνυμα αὐτό, νά μή τό λησμονήσουν, ὥστε νά εἶναι σέ θέση νά πραγματοποιήσουν τήν συμβουλή τοῦ Θεοῦ.
Ὅμως ὁ ὄφις μέ ἁπλότητα καί ἀφέλεια μεστή πονηρίας δαιμονικῆς καί μέ ὑποκριτική φιλική διάθεση, ἡ ὁποία ἐκάλυπτε στεγανά τήν ἐπικίνδυνη ἀπειλή τῆς ἐπιχειρούμενης ἀπό αὐτόν παραπλανήσεως, διευκολύνει τόν βάτραχο νά εἰσέλθει ἀνύποπτα στόν νοῦ τῆς Εὔας.
Καί εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί, τί ὅτι εἶπεν ὁ Θεός, οὐ μή φάγητε ἀπό παντός ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ; (5)
Ἡ Εὔα, στήν ὁποία ἀπευθύνεται ὁ ὄφις, καθώς ἔχει ἀκόμη καθαρό τό νοῦ της ἀπό σκέψεις καί ἰδέες πονηρές, τελοῦσε σέ ἐγρήγορση καί νήψη καί γιά τό λόγο αὐτό, ἔσπευσε νά διορθώσει τό λάθος (τό ψεῦδος) τοῦ ὄφεως, προκειμένου νά ἀποκαταστήσει τήν ἀλήθεια τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ.
Καί εἶπεν ἡ γυνή τῷ ὄφει, ἀπό καρποῦ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου φαγούμεθα, ἀπό δέ τοῦ καρποῦ τοῦ ξύλου, ὅ ἐστίν ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου, εἶπεν ὁ Θεός, οὐ φάγεσθε ἀπ\’ αὐτοῦ, οὐ δέ μή ἅψησθε αὐτόν, ἵνα μή ἀποθάνητε. (6)
Τό τελευταῖο τμῆμα τῶν λόγων τῆς Εὔας οὐ μή ἅψησθε αὐτοῦ, δείχνει τήν ἀθωότητα καί τήν καθαρότητα τοῦ νοῦ καί τῆς σκέψεως τῆς Εὔας, ἐφόσον οἱ λόγοι αὐτοί δέν περιέχονται στήν ἀπαγορευτική ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ἡ Εὔα δέν ἀντιλαμβάνεται τήν πονηρία τοῦ ὄφεως καί ἐκλαμβάνει προφανῶς τόν διάλογο μαζί του μέσα στό πνεῦμα τῆς παραδείσιας, ἀπό κάθε ἄποψη, καθαρότητας. Φαίνεται νά εἶναι «παγιδευμένη» στήν παραδείσια ἀθωότητα. Γιά τόν λόγο αὐτό, ἐξάλλου, ὁ ὄφις ἐπιμένει!
Ὕστερα ἀπό τό ψεῦδος τῆς ἀπολυτοποιήσεως τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ὅτι δῆθεν αὐτή ἀφοροῦσε σέ ὅλα τά δένδρα τοῦ παραδείσου, προκειμένου νά κλονίσει μέ ἰσχυρότερο ἐπιχείρημα, τήν ἀντίσταση τῆς Εὔας στήν ἀνυπακοή, διαψεύδει ἄμεσα πλέον καί μέ ἀπόλυτο, καθησυχαστικό τρόπο γι\’ αὐτήν, τήν ἀπειλή τοῦ «δῆθεν» ἐπικρεμάμενου θανάτου, στήν κεφαλή τῶν πρωτόπλαστων, στήν περίπτωση τῆς παρακοῆς.
Καί εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί, οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε· ἤδει γάρ ὁ Θεός, ὅτι ἐν ᾗ ἄν ἡμερᾳ φάγητε ἀπ\’ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοί καί ἔσεσθε ὡς θεοί, γινώσκοντες καλόν καί πονηρόν. (7)
Μέ τούς λόγους του αὐτούς ὁ ὄφις καθησυχάζει τήν Εὔα, ὅτι, ἄν φάγουν τόν ἀπαγορευμένο καρπό, ὄχι μόνο δέν θά πεθάνουν, ἀλλά ἀντίθετα θά ἀνοίξουν τά μάτια τους καί θά ἰδοῦν μία νέα εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ τους τόσο λαμπρή καί μεγαλειώδη, ποὺ θά μοιάζουν μέ θεούς. Ἀκόμη δέ, θά πλουτισθεῖ ἡ γνώση τους καί θά γνωρίσουν καλύτερα ὄχι μόνο τό καλό ποὺ ἤδη ξέρουν ἄλλα καί τό πονηρό, τό ὁποῖο δέν γνωρίζουν. Θά ἀποκτήσουν μία νέα γνώση καί θά γευθοῦν μία νέα ἐμπειρία, τήν ὁποία μόνο οἱ θεοί γεύονται καί γνωρίζουν.
Ὁ ὄφις, προσπαθώντας νά πείσει τήν Εὔα νά παραβεῖ τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἐπιδίωξε νά φθάσει στόν σκοπό του μέσα ἀπό τήν πρόκληση καί τόν ἐρεθισμό τῶν ψυχοδυναμικῶν λειτουργιῶν τοῦ ἀδαμικοῦ ἄνθρωπου.
Ὁ πονηρός δαιμονικός λογισμός δέν μποροῦσε νά περιορισθεῖ μόνο στό διανοητικό πεδίο τοῦ προσώπου αὐτοῦ, ἐπειδή ἡ ἐπιθυμητή γιά τόν ὄφι παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ θεοῦ δέν ἦταν πρόβλημα μόνο τοῦ νοῦ τοῦ ἀδαμικοῦ ἀνθρώπου ἄλλα τῆς συνολικῆς ψυχοσωματικῆς του δυναμικῆς. Γιά τό λόγο αὐτό, ὁ πονηρός ὄφις προκάλεσε καί ἀφύπνισε τούς ἰσχυρούς ἐκείνους ψυχοσωματικούς παράγοντες τοῦ ἀδαμικοῦ προσώπου, μέσῳ τῶν ὁποίων θά μποροῦσαν νά δραστηριοποιηθοῦν καταστροφικά οἱ ποικίλες αἰσθήσεις, ποὺ οἱ δυναμικές τους ἀφετηρίες θά ἐκπορεύοντο ἀπό τήν περιοχή τοῦ ἐπιθυμητικοῦ ἄλλα καί τοῦ θυμοειδοῦς. Ἐπιθυμίες βρώσεως καί ἀπολαύσεως ὑλικῶν στοιχείων τῆς ὑπάρξεως ἀλλὰ καί συγκινήσεις καί ἐφέσεις ἡδυπαθῶν εἰκόνων καί παραστάσεων! Ὅλες οἱ ἀπαιτήσεις τῶν ὑλικῶν αἰσθήσεων τοῦ ἀδαμικοῦ προσώπου, θά ἔπρεπε νά ἀφυπνισθοῦν ἀπό τήν κατάσταση τοῦ «ὕπνου» τῆς ἀθωότητας καί τῆς ἁγνότητος, γιά νά δραστηριοποιηθεῖ τό ἀδαμικό ἀνθρώπινο πρόσωπο ἤρεμα μέν ἀλλά καταλυτικά, στήν παράνομη καταστρατήγηση τοῦ χαρίσματος τῆς ἐλευθερίας, μέ τό ὁποῖο τό προίκισε ὁ Θεός!
Καί εἶδεν ἡ γυνή, ὅτι καλόν τό ξύλον εἰς βρῶσιν καί ὅτι ἀρεστόν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καί ὡραῖον ἐστι τοῦ κατανοῆσαι, καί λαβοῦσα ἀπό τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγε. (8)
Ἡ Εὔα βλέπει πλέον τό δέντρο τοῦ καλοῦ καί πονηροῦ καί ἰδιαίτερα τόν καρπό του, ἀπό μία νέα πλέον ὀπτική γωνία, μέ τήν σύμπραξη τῆς ἐπιθυμητικῆς ἕλξεως τῶν αἰσθητῶν τῆς ὑπάρξεως! Τά μόλις πρίν ἀπαγορευμένα, γενεσιουργά θανάτου στοιχεῖα τῆς φύσεως, κοσμοῦνται τώρα, μέσα ἀπό τό κάτοπτρο τῆς νέας αὐτῆς ὀπτικῆς γωνίας, μέ ὅλες τίς «ἀρετές» τῶν αἰσθησιακῶν ἀξιῶν τῆς ὑπάρξεως. Οἱ ποικίλες παθογόνες πλέον αἰσθήσεις τοῦ ἀδαμικοῦ προσώπου, σέ μία ἀγαστή ἀλληλοπροσέγγιση, ὑπηρετοῦν ἤδη, στό σύνολό τους, τόν παράνομο καί ἀνόσιο καί ὀλέθριο γάμο τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ μέ ὅλα τά ὑλικά-παθογόνα αἰσθητά στοιχεῖα τῆς κτίσεως.
Τώρα τό δένδρο ἐκτιμᾶται στό σύνολό του ὡς καλόν, μεταποιουμένου καί τοῦ πονηροῦ δυναμικοῦ του σέ θετική ἀξία τῆς ὑπάρξεως. Τά μάτια τῆς Εὔας δέν βλέπουν πλέον τήν πραγματικότητα τοῦ πονηροῦ, ἐπειδή τό τελευταῖο αὐτό κατεπόθη στό βάθος τοῦ ψυχικοῦ της κόσμου τῷ λείω τῆς ἡδονῆς (9), καί ἔγινε στό ἑξῆς νέο πρίσμα ὁράσεως τῶν ὑλικῶν στοιχείων τῆς ὑπάρξεως.
Ἔτσι ἡ ὡραία αἰσθητή -αἰσθησιακή- ὄψη τοῦ δέντρου τῆς παρακοῆς ὠθεῖ τήν Εὔα σέ μία νέα γεύση καί μία ἐσώτερη, μέ τό δέντρο αὐτό, ἐπιθυμητική ἐπικοινωνία καί ἀλληλοπεριχώρηση. Ἀγνοεῖ ὅμως, χάρη στήν ἀνύποπτη δράση τοῦ πονηροῦ βατράχου, ὅτι ἡ ἀλληλοπεριχώρηση αὐτή εἶναι πλέον συζυγία θανάτου!
Καί διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί τῶν δύο, καί ἔγνωσαν ὅτι γυμνοί ἦσαν καί ἔρραψαν φύλλα συκῆς καί ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα». (10)
Ἄλλα στό φόντο τῆς φρικαλέας αὐτῆς ἀπορριπτέας προσωπικῆς εἰκόνας ὁ νοῦς τῆς Εὔας μπόρεσε νά ἰδεῖ τό θανατηφόρο πρόσωπο τοῦ δαιμονικοῦ ὄφεως.
Μόνο τότε ἀντιλήφθηκε τή δαιμονική πλάνη τοῦ πονηροῦ λογισμοῦ. Ἀποτέλεσμα, τό ὁποῖο στή θετική του πλευρά ἀφύπνισε τήν παγιδευμένη στόν πειρασμό τοῦ ὄφεως αὐτοσυνειδησία της. Τότε μόνο, ἄν καί ἦταν ἀργά πλέον, «ἦλθε στόν ἑαυτό της»!
Ἔτσι, ὅταν ὁ ἐλεγκτικός λόγος τοῦ Θεοῦ ἀπαίτησε ἐξήγηση τῆς αἰτίας τῆς παρακοῆς της, τὶ τοῦτο ἐποίησας, ἡ Εὔα ἦταν σέ θέση νά ἀποκαλύψει τό ὄργανο τῆς πλάνης της: ὁ ὄφις ἠπάτησέ με, καί ἔφαγον. (11)
__________________________
1. ΙΩΑΝΝΟΥ τόν ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ\’, Περί διακρίσεως, ἔκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 1978, σ. 294.
2. ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Περί τοῦ ξηροβατράχου, ΡG 43, 53200.
3. Ὅπ.π., σ. 211.
4. ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΙΓΥΠΤΙΟΥ, Ὁμιλίαι πνευματικοί, 6, ΒΕΠΕΣ, τ. 41, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1970, σ. 235.
5. Γέν. 3, 1.
6. Ὅπ.π., 3, 2.
7. Ὅπ.π., 3, 4.
8. Ὅπ.π., 3, 6.
9. τῷ κατ’ αἴσθησιν λείῳ τῆς ἡδονῆς (ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Εἰς τήν προσευχήν τοῦ Πάτερ ἡμῶν, ΡG 90, 8880).
10. Γέν. 3, 7.
11. Ὅπ.π.,3, 13.
12. Ἐφεσ. 4, 24.