Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐγκράτεια ἐλευθερώνουν τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὰ πάθη, ἡ ἀνάγνωση καὶ ἡ θεωρία ἅπαλασσουν τὸ νοῦ ἀπὸ τὴν ἄγνοια, ἐνῶ ἡ κατάσταση τῆς προσευχῆς ὁδηγεῖ αὐτὸν μπροστὰ στὸν ἴδιο τὸ θεό.

  • !

    Ἐκεῖνος ποὺ ἀπαρνήθηκε τὰ κοσμικὰ πράγματα, ὅπως τὴ γυναίκα, τὰ χρήματα, καὶ τὰ παρόμοια, ἔκανε μοναχὸ μόνο τὸν ἐξωτερικὸ ἄνθρωπο, ἐνῶ τὸν ἐσωτερικὸ δὲν τὸν ἔκανε ἀκόμη. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἀπαρνήθηκε τὰ ἐμπαθῆ νοήματα αὐτῶν, αὐτὸς ἔκανε μοναχὸ καὶ τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, ποὺ εἶναι ὁ νοῦς. Τὸν ἐξωτερικὸ ἄνθρωπο εὔκολα τὸν κάμνει κανεὶς μοναχό, ἀρκεῖ μόνο νὰ θελήσει, δὲν χρειάζεται ὅμως λίγος ἀγώνας γιὰ νὰ κάνει μοναχὸ καὶ τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο.

Περὶ Ἀγάπης, ἑκατοντὰς Τετάρτη

 

1. Μόλις ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου κατανοήσει τὴν θεία ἀπειρία καὶ τὸ χωρὶς τέλος ἐκεῖνο καὶ τόσο πολὺ ποθητὸ πέλαγος τοῦ Θεοῦ, κατὰ πρῶτον κυριεύεται ἀπὸ θαυμασμό, στὴ συνέχεια νιώθει ἔκπληξη γιὰ τὸ πῶς ὁ Θεὸς ἔφερε στὴν ὕπαρξη ἀπὸ τὸ μηδὲν τὰ ὄντα. Ἀλλ\’ ὅπως ἀκριβῶς δὲν ὑπάρχει τέλος τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ, ἔτσι δὲν εἶναι δυνατὴ οὔτε ἡ ἀνεύρεση τῆς σοφίας αὐτοῦ.
 

2. Πράγματι πῶς δὲν θὰ νιώσει θαυμασμὸ θεωρώντας τὸ ἀμέτρητο ἐκεῖνο πέλαγος τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ ποὺ βρίσκεται πάνω ἀπὸ κάθε ἔκπληξη;. Ἡ πῶς δὲν θὰ κυριευθεῖ ἀπὸ ἔκσταση, σκεπτόμενος πῶς καὶ ἀπὸ ποῦ δημιουργήθηκε ἡ λογικὴ καὶ νοερὴ οὐσία καθὼς καὶ τὰ τέσσερα στοιχεῖα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦνται τὰ σώματα, τὴ στιγμὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχε καμιὰ ὕλη πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία αὐτῶν; Ποιὰ εἶναι ἡ δύναμη ἐκείνη ποὺ τέθηκε σὲ ἐνέργεια καὶ ἔφερε στὴν ὕπαρξη αὐτά; Ἀλλ\’ οἱ Ἕλληνες δὲν παραδέχονται αὐτό, ἀγνοώντας τὴν παντοδύναμη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴ δραστήρια σοφία καὶ γνώση αὐτοῦ, ποὺ ὑπερβαίνει κάθε ἀνθρώπινο νοῦ.
 

3. Ὑπάρχοντας ὁ Θεὸς αἰώνιος δημιουργός, ὅταν θέλει δημιουργεῖ ἐξ αἰτίας τῆς ἄπειρης ἀγαθότητάς του μαζὶ μὲ τὸν ὁμοούσιο Λόγο του καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ μὴ πεῖς, \’Για ποιὸ λόγο δημιούργησε τώρα τὰ ὄντα, ἀφοῦ πάντοτε ἦταν ἀγαθός; Διότι καὶ ἐγὼ θὰ σοῦ πῶ, ὅτι ἡ ἀνεξερεύνητη σοφία τῆς ἄπειρης οὐσίας τοῦ Θεοῦ δὲν γίνεται κατανοητὴ ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ.
 

4. Τὴ γνώμη λοιπὸν τῶν ὄντων, ποὺ προϋπῆρχε αἰώνια στὸ Δημιουργό, ὅταν αὐτὸς θέλησε τὴν οὐσιωσε καὶ τὴν προέβαλε, καὶ εἶναι παράλογο ν\’ ἀμφιβάλλει κανεὶς γιὰ τὸν παντοδύναμο θεό, ἐὰν μπορεῖ νὰ φέρει στὴν ὕπαρξη κάτι, ὅταν αὐτὸς θέλει.
 

5. Γιὰ ποιὰ αἰτία δημιούργησε ὁ Θεὸς τὰ ὄντα, ἐρεύνα το, διότι ἡ γνώση αὐτὴ εἶναι δυνατή, μὴ ψάχνεις νὰ βρεῖς ὅμως, τὸ πῶς τὰ δημιούργησε καὶ γιατί αὐτὸ τὸ ἔκανε πρόσφατα, διότι ἡ γνώση αὐτὴ δὲν εἶναι δυνατὴ ἀπὸ τὸ νοῦ σου. Καθόσον ἀπὸ τὰ θεῖα, ἄλλα εἶναι κατανοητὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἄλλα εἶναι ἀκατανόητα. Διότι «ἡ ἀχαλίνωτη ἔρευνα θὰ μποροῦσε νὰ σπρώξει τὸν ἄνθρωπο καὶ σὲ γκρεμούς» ὅπως εἶπε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἁγίους.
 

6. Μερικοὶ λένε ὅτι τὰ δημιουργήματα συνυπάρχουν αἰώνια μὲ τὸ Θεό, πράγμα ποὺ εἶναι ἀδύνατο. Διότι πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ συνυπάρχουν αἰώνια μὲ τὸν κατὰ πάντα ἄπειρο Θεὸ τὰ κατὰ πάντα πεπερασμένα ὄντα; ἤ πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ εἶναι δημιουργήματα, ἐὰν εἶναι συναιώνια μὲ τὸ Δημιουργό; Ἀλλ\’ αὐτὴ ἡ σκέψη εἶναι τῶν Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι δὲν παραδέχονται τὸ Θεὸ μὲ κανένα τρόπο δημιουργὸ οὐσιῶν, ἀλλὰ μόνο δημιουργὸ ποιοτήτων. Ἐμεῖς ὅμως ποὺ γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι παντοδύναμος, δεχόμαστε ὅτι αὐτὸς εἶναι δημιουργὸς ὄχι ποιοτήτων, ἀλλ\’ οὐσιῶν, ποὺ ἔλαβαν τὴν ὕπαρξη ἀπ\’ αὐτόν. Ἐφόσον αὐτὸ ἔχει ἔτσι, τὰ δημιουργήματα δὲν συνυπάρχουν αἰώνια μὲ τὸ Θεό.
 

7. Ὁ Θεὸς καὶ τὰ θεῖα κατάτι εἶναι γνωστά, κατάτι ἄγνωστα. Καὶ γνωστὸς εἶναι ὁ Θεὸς ὡς πρὸς τὶς θεωρούμενες ἐνέργειές του, ἐνῶ ἄγνωστος ὡς πρὸς ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν οὐσία του.
 

8. Μὴ ψάχνεις νὰ βρεῖς διάφορες καταστάσεις καὶ ἀνάγκες στην ἁπλὴ καὶ ἄπειρη οὐσία τῆς ἁγίας Τριάδος, γιὰ νὰ μὴ κάνεις αὐτὴν σύνθετη, ὅπως ἀκριβῶς εἶναι τὰ κτίσματα, πράγμα ποὺ εἶναι παράλογο καὶ ἀσέβεια νὰ τὸ σκεφθεῖς γιὰ τὸ Θεό.
 

9. Ἢ ἄπειρη οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἡ παντοδύναμη καὶ δημιουργικὴ τῶν πάντων, εἶναι ἡ μόνη ἁπλὴ καὶ μονοειδὴς καὶ ἄμορφη καὶ εἰρηνικὴ καὶ χωρὶς ἀντιθέσεις. Ὁλόκληρη ἡ κτίση εἶναι σύνθετη, ἀποτελούμενη ἀπὸ οὐσία καὶ συμβεβηκότα, καὶ ἔχει πάντοτε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ὑπόκειται σὲ μεταβολές.
 

10. Κάθε νοερὴ καὶ αἰσθητὴ οὐσία, ποὺ ἔλαβε τὴν ὕπαρξή της ἀπὸ τὸ Θεό, προικίσθηκε ἀπ\’ αὐτὸν μὲ δυνάμεις μὲ τὶς ὁποῖες κατανοεῖ τὰ ὄντα, ἡ νοερὴ οὐσία ἔλαβε τὶς νοήσεις, ἐνῶ ἡ αἰσθητὴ τὶς αἰσθήσεις.
 

11. Ὁ Θεὸς μετέχεται μόνο, ἐνῶ ἡ κτίση καὶ μετέχει καὶ μεταδίδει. Μετέχει τοῦ Θεοῦ ὡς πρὸς τὴν ὕπαρξη ποὺ ἔχει ἀπ\’ αὐτὸν καὶ τὴν ἀγαθότητα, μεταδίδει ὅμως μόνο τὴν ἀγαθότητα-ἀλλὰ διαφορετικὰ μεταδίδει αὐτὴν ἡ σωματικὴ οὐσία, καὶ διαφορετικὰ ἡ ἀσώματη οὐσία.
 

12. Ἡ ἀσώματη οὐσία μεταδίδει τὴν ἀγαθότητα καὶ μὲ τὸ λόγο, καὶ μὲ τὶς πράξεις, καὶ παρατηρούμενη, ἐνῶ ἡ σωματικὴ μεταδίδει αὐτὴν μόνο παρατηρούμενη.
 

13. Ἡ αἰώνια ἤ μὴ ὕπαρξη τῆς λογικῆς καὶ νοερὴς οὐσίας ἐξαρτᾶται ἀπό τη θέληση τοῦ Θεοῦ, ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα καλά, τὸ νὰ εἶναι ὅμως αὐτὰ καλὰ ἤ κακὰ κατὰ προαίρεση, αὐτὸ ἐξαρτᾶται ἀπό τη θέληση τῶν δημιουργημάτων.
 

14. Τὸ κακὸ δὲν ὑπάρχει στὴν οὐσία τῶν δημιουργημάτων, ἄλλα στὴν ἐσφαλμένη καὶ ἀσυλλόγιστη ἐνέργεια αὐτῶν.
 

15. Ἡ ψυχὴ ἐνεργεῖ ὀρθά, ὅταν τὸ ἐπιθυμητικὸ της ἔχει ἄσκηθεῖ μὲ τὴν ἐγκράτεια, τὸ θυμικὸ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ ἀποστρέφεται τὸ μίσος, καὶ τὸ λογιστικό της εἶναι προσηλωμένο στὸ Θεὸ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν πνευματικὴ θεωρία.
 

16. Ἐκεῖνος, ποὺ κατὰ τὸν καιρὸ τῆς δοκιμασίας δὲν δείχνει μακροθυμία γιὰ τὰ λυπηρὰ ποὺ τοῦ συμβαίνουν, δὲν ἔχει ἀκόμη τέλεια ἀγάπη, οὔτε γνώρισε κατὰ βάθος τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, μὲ ἀποτέλεσμα ν\’ ἀποκόπτει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῶν πνευματικῶν ἀδελφῶν.
 

17. Σκοπὸς τῆς θείας πρόνοιας εἶναι νὰ συνενώνει μὲ τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ τὴν πνευματικὴ ἀγάπη ἐκείνους ποὺ ἐξ αἰτίας τῆς κακίας εἶναι διαιρημένοι σὲ διάφορες ὁμάδες. Διότι γι\’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔπαθε ὁ Σωτήρας Χριστός, «γιὰ νὰ συγκεντρώσει σὲ ἕνα τὰ διασκορπισμένα τέκνα τοῦ Θεοῦ». Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ δὲν ὑπομένει τὰ δυσάρεστα, οὔτε ὑποφέρει τὰ λυπηρά, οὔτε ὑπομένει τὰ ἐπίπονα, αὐτὸς περπατεῖ ἔξω ἀπό τη θεία ἀγάπη καὶ τὸ σκοπὸ τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ.
 

18. Ἐὰν «ἡ ἀγάπη δείχνει μακροθυμία καὶ καλοσύνη», ἐκεῖνος ποὺ δείχνει ὀλιγοψυχία στὰ λυπηρὰ ποὺ συμβαίνουν, καὶ γι\’ αὐτὸ τρέφει κακία ἐναντίον ἐκείνων ποὺ τὸν λύπησαν, ἀποκόπτοντας ἔτσι τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς αὐτούς, πῶς αὐτὸς δὲν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ σκοπὸ τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ;
 

19. Πρόσεχε τὸν ἑαυτό σου, μήπως ἡ κακία, ποὺ σὲ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν ἀδελφό σου, βρίσκεται ὄχι στὸν ἀδελφό σου, ἀλλὰ σὲ σένα, καὶ τρέξε νὰ συμφιλιωθεῖς μ\’ αὐτόν, γιὰ νὰ μὴ ἐκπέσεις ἀπὸ τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης.
 

20. Μὴ περιφρονήσεις τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, διότι μ\’ αὐτὴν θὰ γίνεις υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία παραβαίνοντας θὰ βρεθεῖς νὰ εἶσαι υἱὸς τῆς γέεννας.
 

21. Ἐκεῖνα ποὺ ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῶν φίλων εἶναι αὐτά, τὸ νὰ φθονεῖ κανεὶς ἤ νὰ φθονεῖται, τὸ νὰ ζημιώνει ἤ νὰ ζημιώνεται, τὸ νὰ περιφρονεῖ ἤ νὰ περιφρονεῖται, καὶ οἱ λογισμοὶ ποὺ δημιουργοῦνται ἀπὸ ὑπόνοιες. Μήπως λοιπὸν ἔκανες κάτι παρόμοιο ἤ ἔπαθες καὶ γι\’ αὐτὸ ἔχεις ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ φίλου;
 

22. Σοῦ συνέβηκε κάποιος πειρασμὸς ἐκ μέρους τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ ἡ λύπη σὲ ὁδήγησε σὲ μίσος. Μὴ νικιέσαι ἀπὸ τὸ μίσος, ἄλλα νίκα μὲ τὴν ἀγάπη τὸ μίσος, θὰ τὸ νικήσεις μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο, ἐὰν προσεύχεσαι γι\’ αὐτὸν πρὸς τὸ Θεὸ μὲ καθαρότητα καρδιᾶς, καὶ δέχεσαι τὴν ἀπολογία αὐτοῦ, ἤ καὶ ἐὰν καταφεύγεις καὶ σὺ σὲ ἀπολογία ἐνώπιον αὐτοῦ, θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου αἴτιο τοῦ πειρασμοῦ, καὶ δείχνεις μακροθυμία μέχρι νὰ περάσει τὸ σύννεφο.
 

23. Μακρόθυμος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ περιμένει τὸ τέλος τοῦ πειρασμοῦ καὶ κερδίζει τὸν ἔπαινο τῆς ὑπομονῆς.
 

24. «Ὁ μακρόθυμος ἄνθρωπος διακρίνεται γιὰ τὴ μεγάλη σύνεσή του», διότι σ\’ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τοῦ συμβαίνουν ἀποβλέπει στὸ τέλος, καί, περιμένοντας ἐκεῖνο, ἀνέχεται τὰ λυπηρά. «Τὸ τέλος», κατὰ τὸν Ἀπόστολο, «εἶναι ἡ αἰώνια ζωή». «Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, γιὰ νὰ γνωρίσουν ἐσένα τὸν μόνον ἀληθινὸ Θεό, καὶ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν ὁποῖον ἔστειλες στὸν κόσμο».
 

25. Μὴ γίνεσαι εὔκολος στὴν ἀπομάκρυνση τῆς πνευματικῆς ἀγάπης, διότι ἄλλη ὁδὸς σωτηρίας δὲν ἀπομένει γιὰ τοὺς ἀνθρώπους.
 

26. Μὴ θεωρεῖς κακὸ καὶ πονηρὸ τὸν μέχρι χθὲς πνευματικὸ καὶ ἐνάρετο ἀδελφό, ἐξ αἰτίας τοῦ μίσους πρὸς αὐτὸν πού σοῦ δημιουργήθηκε σήμερα ἀπὸ τὴν κακὴ ἐπενέργεια τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ μὲ τὴ γεμάτη ἀπὸ μακροθυμία ἀγάπη, σκεπτόμενος τὰ χθεσινὰ καλά, ἀπομάκρυνε τὸ μίσος ἀπὸ τὴν ψυχή σου ποὺ δημιουργήθηκε σήμερα.
 

27. Μὴ κακολογήσεις σὰν φαῦλο καὶ κακὸ ἐξ αἰτίας τῆς μεταβολῆς ἀπὸ ἀγάπη σὲ μίσος ποὺ συνέβηκε μέσα σου, ἐκεῖνον ποὺ χθὲς ἐπαινοῦσες σὰν καλὸ καὶ τὸν ἐγκωμίαζες σὰν ἐνάρετο, προβάλλοντας σὰν δικαιολογία τοῦ πονηροῦ μίσους ποὺ ὑπάρχει μέσα σου τὴν κατάκριση τοῦ ἀδελφοῦ σου, ἀλλὰ συνέχισε τὰ ἴδια ἐγκώμια, καὶ ἂν ἀκόμη διακατέχεσαι ἀπὸ λύπη, διότι ἔτσι μὲ εὐκολία θὰ ἐπανέλθεις στὴ σωτήρια ἀγάπη.
 

28. Μὴ νοθεύσεις κατὰ τὴ συνομιλία μὲ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς σου τὸν ἔπαινο τοῦ ἀδελφοῦ σου, ἐξ αἰτίας τῆς λύπης ποὺ ἀκόμη ὑπάρχει μέσα σου κρυμμένη γι\’ αὐτόν, ἀναμειγνύοντας κρυφὰ μὲ τὰ λόγια σου τὴν κατηγορία, ἀλλὰ χρησιμοποίησε στή συνομιλία σου μὲ αὐτοὺς καθαρὴ καρδιά, σὰν νὰ πρόκειται γιὰ τὸν ἑαυτό σου, καὶ ἔτσι πάρα πολὺ γρήγορα θ\’ ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ τὸ ὀλέθριο μίσος.
 

29. Μὴ πεῖς, \’Δὲ μισῶ τὸν ἀδελφὸ\’ ἀποφεύγοντας ἀκόμη καὶ τὴν ἐνθύμησή του, ἀλλ\’ ἄκουσε τὸν Μωϋσῆ ποὺ λέγει, «μὴ μισήσεις τὸν ἄδελφό σου μέσα στὴ σκέψη σου, θὰ ἐλέγξεις μὲ τοὺς καλοπροαίρετους ἐλέγχους σου τὸν ἀδελφό σου καὶ ἔτσι δὲν θὰ ἁμαρτήσεις ἐξ αἰτίας αὐτοῦ».
 

30. Ἐὰν κάποιος ἀδελφὸς συμβεῖ, πειραζόμενος ἀπὸ τὸ διάβολο, νὰ ἐπιμένει νὰ σὲ κακολογεῖ, σὺ μὴ ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς ἀγάπης πρὸς αὐτόν, παραβλέποντας τὸν ἴδιο πονηρὸ δαίμονα, ποὺ ἐνοχλεῖ τὴ σκέψη σου. Δὲν θ\’ ἀπομακρυνθεῖς ἀπ\’ αὐτὴν ἐὰν ἐπαινεῖς αὐτόν, ἐνῶ κατηγορεῖσαι, ἐάν, ἐνῶ ἐπιβουλεύεσαι ἀπ\’ αὐτόν, δείχνεις καλωσύνη πρὸς αὐτόν. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς ἀρετῆς ποὺ εἶναι σύμφωνη μὲ τοὺς λόγους τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν βαδίζει αὐτὴν δὲν βρίσκεται κοντὰ στὸ Χριστό.
 

31. Μὴ θεωρεῖς σὰν φίλους ἐκείνους ποὺ μεταφέρουν λόγια, τὰ ὁποῖα προξενοῦν λύπη σὲ ἐσένα καὶ μίσος ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ σου, καὶ ἂν ἀκόμη φαίνονται ὅτι λέγουν τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ ν\’ ἀποστρέφεσαι αὐτοὺς σὰν φίδια ποὺ θανατώνουν, ὥστε καὶ ἐκείνους νὰ τοὺς σταματήσεις νὰ κακολογοῦν, καὶ τὴν ψυχή σου ν\’ ἀπαλλάξεις ἀπὸ τὴν κακία.
 

32. Μὴ πληγώσεις τὸν ἀδελφό σου μὲ λόγια γεμάτα ἀπὸ ὑπονοούμενα ἐναντίον του, γιὰ νὰ μὴ συμβεῖ νὰ δεχθεῖς καὶ σὺ τὰ ἴδια ἀπ\’ αὐτὸν καὶ ἔτσι ἀπομακρύνεις καὶ ἀπό τοὺς δυό τὴ διάθεση τῆς ἀγάπης, ἄλλα μὲ θάρρος γεμάτο ἀπὸ ἀγάπη πήγαινε καὶ ἔλεγξέ τον, ὥστε, ἀφοῦ διαλύσεις τὶς αἰτίες τῆς λύπης, ν\’ ἀπαλλάξεις καὶ τοὺς δυὸ ἀπὸ τὴν ταραχὴ καὶ τὴ λύπη.
 

33. Ἐρεύνησε τὴ συνείδησή σου μὲ κάθε προσοχή, μήπως καὶ ἐξ αἰτίας σου δὲν συμφιλιώθηκε ὁ ἀδελφός σου μαζί σου, καὶ μὴ κάμνεις ἐσφαλμένες σκέψεις γι\’ αὐτήν, ποὺ γνωρίζει τὶς ἀπόκρυφες σκέψεις σου, γιὰ νὰ μή σοῦ γίνει ἐμπόδιο κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, καὶ κατήγορος κατὰ τὴν ἀναχώρησή σου ἀπὸ τὴν ἐδῶ ζωή.
 

34. Μὴ φέρνεις στὴ σκέψη σου κατὰ τὸν καιρὸ τῆς εἰρήνης τὰ ὅσα λέχθηκαν ἀπὸ τὸν ἀδελφό σου ἐναντίον σου κατὰ τὸν καιρὸ τῆς λύπης πού σοῦ προξένησε, εἴτε λέχθηκαν τὰ λυπηρὰ σὲ σένα τὸν ἴδιο, εἴτε σὲ ἄλλον γιὰ σένα καὶ τὰ ἄκουσες μετά, ὥστε νὰ μὴ συμβεῖ, δείχνοντας ἀνοχὴ στοὺς λογισμοὺς τῆς μνησικακίας, νὰ ἐπιστρέψεις στὸ ὀλέθριο μίσος ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ σου.
 

35. Δὲν εἶναι δυνατὸ ψυχὴ λογική, ποὺ τρέφει μίσος πρὸς κάποιον ἄνθρωπο, νὰ εἰρηνεύει μὲ τὸ Θεό, ποὺ ἔδωσε τὶς ἐντολὲς διότι λέγει, «ἐὰν δὲν συγχωρήσετε τὰ παραπτώματα τῶν ἀνθρώπων, οὔτε ὁ Πατέρας ὁ οὐράνιος θὰ συγχωρήσει τὰ δικά σας παραπτώματα». Ἐὰν ἐκεῖνος δὲν θέλει νὰ εἰρηνεύει μαζί σου, σὺ ὅμως προφύλαξε τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὸ μίσος, προσευχόμενος μὲ καθαρὴ καρδιὰ γι\’ αὐτὸν καὶ μὴ κακολογώντας τον σὲ κανένα.
 

36. Ἡ ἀνέκφραστη εἰρήνη τῶν ἁγίων ἀγγέλων διατηρεῖται μὲ τὶς δυὸ αὐτὲς διαθέσεις, μὲ τὴν ἀγάπη δηλαδὴ πρὸς τὸ Θεό, καὶ μὲ τὴν ἀγάπη ἀναμεταξύ τους. Τὸ ἴδιο πράγμα γίνεται καὶ μὲ τοὺς ἁγίους ὅλων τῶν αἰώνων. Πάρα πολὺ ὀρθὰ λοιπὸν λέχθηκε ἀπὸ τὸ Σωτήρα μας, ὅτι «ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆτες κρέμονται ἀπὸ αὐτὲς τὶς δυὸ ἐντολές»
 

37. Μὴν εἶσαι αὐτάρεσκος, καὶ δὲν θὰ γίνεις μισάδελφος, καὶ μὴ εἶσαι φίλαυτος, καὶ θὰ γίνεις φιλόθεος.
 

38. Παίρνοντας τὴν ἀπόφαση νὰ ζήσεις μαζὶ μὲ πνευματικοὺς ἀδελφούς, ἀπομάκρυνε κατὰ τὴν εἴσοδό σου σ\’ αὐτοὺς τὰ θελήματά σου- διότι δὲν θὰ μπορέσεις μὲ ἄλλο τρόπο νὰ εἰρηνεύσεις οὔτε μὲ τὸ Θεό, οὔτε μὲ ἐκείνους ποὺ ζοῦν μαζί σου.
 

39. Ἐκεῖνος ποὺ μπόρεσε ν\’ ἀποκτήσει τέλεια ἀγάπη καὶ ρύθμισε ὅλη τὴ ζωὴ του σύμφωνα μ\’ αὐτήν, αὐτὸς μπορεῖ νὰ ὀνομάζει Κύριον τὸν Ἰησοῦν, ἐπικαλούμενος τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι φανερὸ ὅτι τὸ ἀντίθετο πράγμα συμβαίνει στὴν ἀντίθετη περίπτωση.
 

40. Ἡ πρὸς τὸ Θεὸ ἀγάπη ἐπιθυμεῖ πάντοτε νὰ βλέπει τὸ νοῦ νὰ πετᾶ καὶ νὰ ἔρχεται σὲ στενὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸ Θεό, ἐνῶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον κάμνει τὸν νοῦ νὰ σκέπτεται πάντοτε καλὰ γι\’ αὐτόν.
 

41. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ ἀκόμη τὴ ματαία δόξα ἤ εἶναι προσκολλημένος σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ ὑλικὰ πράγματα, συμβαίνει αὐτὸς ὁπωσδήποτε νὰ λυπᾶται πρὸς τοὺς ἀνθρώπους γιὰ πρόσκαιρα πράγματα, ἤ νὰ μνησικακεῖ ἐναντίον αὐτῶν, ἤ νὰ τρέφει μίσος πρὸς αὐτούς, ἤ νὰ εἶναι δοῦλος αἰσχρῶν λογισμῶν, ἐνῶ ὅλα αὐτὰ εἶναι ἄγνωστα γιὰ τὴν ψυχὴ ἐκείνου ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεό.
 

42. \”Ὅταν δὲν πεῖς τίποτε, οὔτε καὶ κάνεις κάτι αἰσχρὸ μὲ τὴ σκέψη σου, καὶ ὅταν δὲν κρατήσεις μνησικακία γιὰ ἐκεῖνον ποὺ σὲ ἔβλαψε ἤ σὲ κακολόγησε, καὶ ὅταν ἀκόμη κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ἔχεις τὰ σχήματα τοῦ κόσμου, τότε πίστεψε, ὅτι ἔφθασες στὸ μέτρο τῆς ἀπάθειας καὶ τῆς τέλειας ἀγάπης.
 

43. Δὲν εἶναι μικρὸς ἀγώνας τὸ ν\’ ἀπαλλαγεῖ κανεὶς ἀπό τη ματαιοδοξία, καὶ ἀπαλλάσσεται μὲ κρυφὴ ἄσκηση τῶν ἀρετῶν καὶ συχνότερη προσευχή. Ἀπόδειξη τῆς ἀπαλλαγῆς εἶναι τὸ νὰ μὴ μνησικακεῖ πλέον ἐναντίον ἐκείνου ποὺ τὸν κακολόγησε ἤ τὸν κακολογεῖ.
 

44. Ἐὰν θέλεις νὰ εἶσαι δίκαιος δίνε αὐτὸ ποὺ ἀναλογεῖ στὸ καθένα ἀπὸ τὰ δυὸ μέρη σου, ἐννοῶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα. Στὸ λογιστικὸ μέρος τῆς ψυχῆς δίνε ἀναγνώσματα, πνευματικὰ θεωρήματα, καὶ προσευχή, στὸ θυμικὸ μέρος αὐτῆς δίνε πνευματικὴ ἀγάπη, ποὺ ἀντιστέκεται στὸ μίσος, καὶ στὸ ἐπιθυμητικὸ μέρος αὐτῆς δίνε σωφροσύνη καὶ ἐγκράτεια, ἐνῶ στὴ σάρκα δίνε τροφὲς καὶ ἐνδύματα ἐκεῖνα μόνο ποὺ εἶναι τὰ πιὸ ἀναγκαῖα.
 

45. Ὁ νοῦς ἐνεργεῖ φυσιολογικὰ ὅταν ἔχει ὑποταγμένα τὰ πάθη, ἐρευνᾶ τοὺς λόγους τῶν ὄντων, καὶ ζεῖ προσηλωμένος στὸ Θεό.
 

46. Ἐκεῖνο ἀκριβῶς ποὺ θεωρεῖται ὅτι εἶναι γιὰ τὸν ὀφθαλμὸ τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι, αὐτὸ εἶναι γιὰ τὴν ψυχὴ ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ κακία, καὶ γιὰ τὸ νοῦ ἡ γνώση καὶ ἡ ἀγνωσία.
 

47. Μὲ τὰ τρία αὐτὰ ὁ Χριστιανὸς ἀσκεῖ τὴν ἀρετή, μὲ τὶς ἐντολές, μὲ τὰ δόγματα καὶ μὲ τὴν πίστη. Οἱ ἐντολὲς ἀπομακρύνουν τὸ νοῦ ἀπὸ τὰ πάθη, τὰ δόγματα ὁδηγοῦν στὴ γνώση τῶν ὄντων, ἐνῶ ἡ πίστη ὁδηγεῖ αὐτὸν στὴ θεωρία τῆς ἁγίας Τριάδος.
 

48. Ἄλλοι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀγωνίζονται ἀποκρούουν μόνο ἐμπαθεῖς λογισμούς, καὶ ἄλλοι ξερριζώνουν καὶ τὰ ἴδια τὰ πάθη. Τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμοὺς τοὺς ἀποκρούει κανεὶς μὲ τὴν ψαλμωδία, μὲ τὴν προσευχή, μὲ τὴν πνευματικὴ ἀνύψωση, ἤ καὶ μὲ κάποια ἄλλη σωματικὴ ἀπασχόληση, ἐνῶ τὰ πάθη τὰ ξερριζώνει περιφρονώντας τὰ πράγματα ἐκεῖνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα δημιουργοῦνται αὐτά.
 

49. Τὰ πράγματα ἐκεῖνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα δημιουργοῦνται τὰ πάθη εἶναι ἡ γυναίκα, τὰ χρήματα, τὰ δῶρα καὶ τὰ παρόμοια. Τὴ γυναίκα τότε κανεὶς μπορεῖ νὰ τὴν περιφρονεῖ, ὅταν καὶ μετὰ τὴν ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο μαραίνει τὸ σῶμα μὲ τὴν ἐγκράτεια, ὅσο χρειάζεται, τὰ χρήματα τὰ περιφρονεῖ, ὅταν πείθει τὸ λογισμὸ νὰ ἐφαρμόζει στὸ κάθε τί τὴν αὐτάρκεια· ἐνῶ τὴ δόξα τὴν περιφρονεῖ, ὅταν ἀγαπήσει τὴν κρυφὴ ἐργασία τῶν ἀρετῶν, ποὺ εἶναι φανερὴ μόνο στὸ Θεό. Κατ\’ ἀνάλογο τρόπο μπορεῖ νὰ περιφρονήσει καὶ τὰ ἄλλα πράγματα. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ περιφρονεῖ αὐτά, δὲν φθάνει ποτὲ σὲ κανένα μίσος.
 

50. Ἐκεῖνος ποὺ ἀπαρνήθηκε τὰ κοσμικὰ πράγματα, ὅπως τὴ γυναίκα, τὰ χρήματα, καὶ τὰ παρόμοια, ἔκανε μοναχὸ μόνο τὸν ἐξωτερικὸ ἄνθρωπο, ἐνῶ τὸν ἐσωτερικὸ δὲν τὸν ἔκανε ἀκόμη. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἀπαρνήθηκε τὰ ἐμπαθῆ νοήματα αὐτῶν, αὐτὸς ἔκανε μοναχὸ καὶ τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, ποὺ εἶναι ὁ νοῦς. Τὸν ἐξωτερικὸ ἄνθρωπο εὔκολα τὸν κάμνει κανεὶς μοναχό, ἀρκεῖ μόνο νὰ θελήσει, δὲν χρειάζεται ὅμως λίγος ἀγώνας γιὰ νὰ κάνει μοναχὸ καὶ τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο.
 

51. Ποιὸς ἄραγε εἶναι ἐκεῖνος ποὺ κατὰ τὴ γενεὰ αὐτὴ ἀπαλλάχθηκε τελείως ἀπὸ τὰ ἐμπαθῆ νοήματα καὶ καταξιώθηκε νὰ προσεύχεται μὲ καρδιὰ καθαρὴ καὶ ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὰ ὑλικὰ πράγματα, πράγμα ποὺ ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τοῦ ἐσωτερικοῦ μοναχοῦ;
 

52. Πολλὰ πάθη εἶναι κρυμμένα μέσα στὴν ψυχή μας, καὶ τότε φανερώνονται, ὅταν κάνουν τὴν ἐμφάνισή τους τὰ πράγματα ποὺ τὰ προξενοῦν.
 

53. Μπορεῖ κανείς, ποὺ πέτυχε μερικὴ ἀπάθεια, νὰ μὴ ἐνοχλεῖται ἀπὸ τὰ πάθη, ὅταν ἀπουσιάζουν τὰ πράγματα ποὺ τὰ προξενοῦν, ἐὰν ὅμως ἐμφανισθοῦν τὰ πράγματα, ἀμέσως τὰ πάθη ἀποσποῦν τὸ νοῦ.
 

54. Νὰ μὴ νομίζεις ὅτι ἔχεις τέλεια ἀπάθεια ὅταν τὸ πράγμα ἀπουσιάζει. \”Ὅταν κάνει τὴν ἐμφάνισή του τὸ πράγμα καὶ μένεις ἀκίνητος καὶ ὡς πρὸς αὐτό, καὶ ὡς πρὸς τὴν ἐνθύμηση αὐτοῦ στὴ συνέχεια, τότε πίστεψε, ὅτι πάτησες τὰ σύνορα τῆς ἀπάθειας. Πλὴν ὅμως οὔτε καὶ ἔτσι νὰ δείξεις ἀμέλεια- διότι ἡ ἀρετὴ ὅσο περνάει ὁ χρόνος νεκρώνει τὰ πάθη, ὅταν ὅμως ἀμεληθεῖ, διεγείρονται καὶ πάλι αὐτά.
 

55. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Χριστὸ ὁπωσδήποτε καὶ μιμεῖται αὐτὸν κατὰ δύναμη. Γιὰ παράδειγμα, ὁ Χριστὸς δὲν ἔπαυσε νὰ εὐεργετεῖ τοὺς ἀνθρώπους, καί, ἐνῶ συμπεριφέρονταν πρὸς αὐτὸν μὲ ἀχαριστία καὶ τὸν βλασφημοῦσαν, αὐτὸς ἔδειχνε μακροθυμία, καί, ἐνῶ τὸν χτυποῦσαν καὶ τὸν ὁδηγοῦσαν στὸ θάνατο, τὰ ὑπέμενε ὅλα, μὴ σκεπτόμενος κακὸ γιὰ κανένα ἀπ\’ αὐτούς. Αὐτὰ τὰ τρία εἶναι τὰ ἔργα τῆς πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπης, χωρὶς τὰ ὁποῖα, ἐκεῖνος ποὺ λέγει, ὅτι ἀγαπᾶ τὸ Χριστὸ ἤ ὅτι θὰ ἐπιτύχει τὴ βασιλεὶα αὐτοῦ, ἀπατᾶ τὸν ἑαυτό του- διότι λέγει, «δὲν θὰ εἰσέλθει στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἐκεῖνος πού μοῦ λέγει, Κύριε, Κύριε, ἀλλ\’ ἐκεῖνος ποὺ ἐκτελεῖ τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα μου». Καὶ πάλι, «ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἀγαπᾶ θὰ τηρήσει καὶ τὶς ἐντολές μου», καὶ τὰ ὅσα λέγονται στὴ συνέχεια.
 

56. Ὅλος ὁ σκοπὸς τῶν ἐντολῶν τοῦ Σωτήρα εἶναι νὰ ἐλευθερώσει τὸ νοῦ ἀπὸ τὴν ἀκράτεια καὶ τὸ μίσος καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν ἀγάπη πρὸς αὐτὸν καὶ τὸν πλησίον, ἀπὸ τὰ ὁποῖα γεννιέται τὸ φῶς τῆς ἁγίας γνώσεως ποὺ συνοδεύεται μὲ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης.
 

57. Ὅταν καταξιωθεῖς νὰ λάβεις ἀπὸ τὸ Θεὸ λίγη γνώση, μὴ δείχνεις ἀμέλεια γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐγκράτεια. Διότι αὐτές, καθαρίζοντας τὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, σοῦ ἑτοιμάζουν πάντοτε τὴν ὅδο ποὺ ὁδηγεῖ στὴ γνώση.
 

58. Ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴ γνώση εἶναι ἡ ἀπάθεια καὶ ἡ ταπείνωση, «χωρὶς τὶς ὁποῖες κανένας δὲν θὰ δεῖ τὸν Κύριο».
 

59. Ἐπειδὴ ἡ γνώση δημιουργεῖ ἀλαζονεία, ἐνῶ ἡ ἀγάπη οἰκοδομεῖ, γι\’ αὐτὸ σύζευξε τὴ γνώση μὲ τὴν ἀγάπη, καὶ θὰ γίνεις ταπεινόφρονας καὶ πνευματικὸς οἰκοδόμος, οἰκοδομώντας ἔτσι πνευματικὰ καὶ τὸν ἑαυτό σου, καὶ ὅλους ἐκείνους ποὺ σὲ πλησιάζουν.
 

60. Γι\’ αὐτὸ τὸ λόγο ἡ ἀγάπη οἰκοδομεῖ, ἐπειδὴ οὔτε φθονεῖ, οὔτε πικραίνει ἐκείνους ποὺ φθονοῦν, οὔτε δημοσιεύει ἐπιδεικτικὰ τὸ φθονούμενο, οὔτε θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του, ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ, ὅτι ἔφθασε στὴν τέλεια γνώση, καὶ ἐκεῖνα ποὺ δὲν τὰ γνωρίζει, ὁμολογεῖ, χωρὶς νὰ ντρέπεται, τὴν ἄγνοια. \”Ἔτσι λοιπὸν κάνει τὸ νοῦ ταπεινόφρονα, καὶ τὸν προετοιμάζει νὰ προκόβει πάντοτε στὴ γνώση.
 

61. Εἶναι κατὰ κάποιο τρόπο φυσικὸ ν\’ ἀκολουθοῦν τὴ γνώση ἡ ἀλαζονεία καὶ ὁ φθόνος, καὶ μάλιστα στὴν ἀρχή τῆς γνώσεως. Ἡ ἀλαζονεία ἐμφανίζεται μόνο ἐσωτερικὰ ἐνῶ ὁ φθόνος καὶ ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικά. Ἐσωτερικὰ ἐκδηλώνεται πρὸς ἐκείνους ποὺ ἔχουν γνώση, ἐνῶ ἐξωτερικὰ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν γνώση. Ἡ ἀγάπη λοιπὸν ἀνατρέπει καὶ τὰ τρία αὐτά, τὴν ἀλαζονεία, ἐπειδὴ δὲν ὑπερηφανεύεται, τὸν ἐσωτερικὸ φθόνο, ἐπειδὴ δὲν ζηλεύει, καὶ τὸν ἐξωτερικὸ φθόνο, ἐπειδὴ δείχνει μακροθυμία καὶ καλωσύνη. Πρέπει λοιπὸν ἐκεῖνος ποὺ ἔχει γνώση ν\’ ἀποκτήσει καὶ τὴν ἀγάπη, γιὰ νὰ διαφυλάσσει σὲ κάθε περίπτωση ἀπρόσβλητο τὸ νοῦ.
 

62. Ἐκεῖνος ποὺ καταξιώθηκε νὰ λάβει τὸ χάρισμα τῆς γνώσεως, καὶ λυπεῖ τὸ συνάνθρωπό του ἤ τρέφει μνησικακία ἤ μίσος πρὸς αὐτόν, μοιάζει μὲ ἐκεῖνον ποὺ κατακεντάει τὰ μάτια του μὲ ἀγκάθια καὶ τριβόλια. Γι\’ αὐτὸ κατ\’ ἀνάγκη χρειάζεται ἡ γνώση τὴν ἀγάπη.
 

63. Μὴ συγκεντρώνεις ὅλη τη φροντίδα σου στὴ σάρκα, ἀλλ\’ ὅρισε γι\’ αὐτὴν τὴν κατὰ δύναμη ἄσκηση, καὶ στρέψε ὅλο τὸ νοῦ σου πρὸς τὴν ἐσωτερικὴ ἄσκηση, «διότι ἡ σωματικὴ ἄσκηση εἶναι λίγο ὠφέλιμη, ἐνῶ ἡ εὐσέβεια εἶναι ὡς πρὸς ὅλα ὠφέλιμη», καὶ τὰ ἑξῆς.
 

64. Ἐκεῖνος ποὺ ἀσχολεῖται ἀδιάκοπα μὲ τὴν ἐσωτερικὴ ἄσκηση, αὐτὸς δείχνει σωφροσύνη, μακροθυμία, καλωσύνη καὶ ταπεινοφροσύνη. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἄλλα καὶ ἐρευνᾶ, καὶ θεολογεῖ, καὶ προσεύχεται. Καὶ αὐτὸ σημαίνει ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ Ἀπόστολος, «νὰ ἐνεργεῖτε ὁδηγούμενοι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα», καὶ τὰ ἑξῆς.
 

65. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν γνωρίζει νὰ βαδίζει τὴν πνευματικὴ ὁδό, δὲν φροντίζει γιὰ τὰ ἐμπαθῆ νοήματα, ἀλλ\’ ὅλη τὴ φροντίδα του τὴ συγκεντρώνει στὴ σάρκα, καὶ ἤ γίνεται κοιλιόδουλος καὶ ἀκόλαστος, λυπᾶται, ὀργίζεται καὶ μνησικάκει, καὶ μ\’ ὅλα αὐτὰ σκοτίζει τὸ νοῦ του, ἤ ἐφαρμόζει τὴν ἄσκηση χωρὶς μέτρο, καὶ ἔτσι θολώνει τὸ νοῦ του.
 

66. Τίποτε ἡ ἁγία Γραφὴ δὲν ἀπορρίπτει ἀπὸ ἐκεῖνα πού μᾶς δόθηκαν ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε, ἀλλὰ κολάζει τὴν ἀμετρία καὶ διορθώνει τὴν ἀπερισκεψία. Γιὰ παράδειγμα, δὲν ἐμποδίζει τὸ νὰ τρώγει κανείς, οὔτε ν\’ ἀποκτᾶ τέκνα, οὔτε νὰ ἔχει χρήματα καὶ τὰ διαχειρίζεται ὀρθά, ἀλλ\’ ἐμποδίζει τὴ γαστριμαργία, τὴν πορνεία καὶ τὰ παρόμοια. Ἀκόμη οὔτε τὸ νὰ σκέπτεται αὐτὰ ἐμποδίζει (διότι γι\’ αὐτὸ δόθηκαν), ἀλλ\’ ἐμποδίζει τὸ νὰ σκέπτεται αὐτὰ μὲ ἐμπάθεια.
 

67. \”Ἄλλα ἀπ\’ αὐτὰ ποὺ πράττομε κατὰ Θεό, τὰ πράττομε κατ\’ ἐντολὴ αὐτοῦ, ἐνῶ ἄλλα δὲν τὰ πράττομε κατ\’ ἐντολὴ αὐτοῦ. Ἀλλά, ὅπως θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανείς, τὰ πράττομε σὰν προαιρετικὴ προσφορά. Γιὰ παράδειγμα πράξεις μας κατ\’ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ ν\’ ἀγαπᾶμε τὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον μας, τὸ ν\’ ἀγαπᾶμε τοὺς ἐχθρούς μας, τὸ νὰ μὴ μοιχεύουμε, οὔτε καὶ νὰ φονεύουμε καὶ τὰ λοιπά, τὰ ὁποῖα ἂν παραβοῦμε κατακρινόμαστε. Πράξεις μας ποὺ δὲν γίνονται κατ\’ ἐντολὴ εἶναι ἡ παρθενία, ἡ ἀγαμία, ἡ ἀκτημοσύνη, ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο, καὶ τὰ ἑξῆς. Αὐτὰ ἐπέχουν θέση δώρων, ὥστε, ἐὰν ἀπὸ ἀδυναμία δὲν μπορέσουμε νὰ κατορθώσουμε μερικὲς ἐντολές, νὰ ἐξιλεώσουμε τὸν ἀγαθό μας Κύριο μὲ τὰ δῶρα αὐτά.
 

68. Ἐκεῖνος ποὺ τιμᾶ τὴν ἀγαμία ἤ τὴν παρθενία, εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ ἔχει περιζωσμένη τὴ μέση του καὶ τὸ λυχνάρι νὰ καίει, τὸ ζώσιμο τῆς μέσης γίνεται μὲ τὴν ἐγκράτεια, ἐνῶ γιὰ νὰ καίει τὸ λυχνάρι χρειάζεται προσευχή, ἔρευνα καὶ ἀγάπη πνευματική.
 

69. Μερικοὶ ἀπό τους ἀδελφοὺς νομίζουν ὅτι ὁ ἐαυτὸς τους βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ ἅγιου Πνεύματος. Διότι δὲν γνωρίζουν, ἐξ αἰτίας τῆς ἀμέλειάς τους ὡς πρὸς τὴν ἐκτέλεση τῶν ἐντολῶν, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀνόθευτη τὴν πίστη στὸ Χριστό, αὐτὸς ἔχει συγχρόνως καὶ ὅλα τὰ θεῖα χαρίσματα. Ἐπειδὴ δηλαδὴ βρισκόμαστε ἐξ αἰτίας τῆς ἀδιαφορίας μας μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς αὐτὸν ποὺ συνοδεύεται καὶ ἀπὸ ἔργα, καὶ ἡ ὁποία μᾶς φανερώνει τοὺς θησαυροὺς ποὺ ὑπάρχουν μέσα μας, πολὺ σωστὰ νομίζομε ὅτι στερούμαστε τὰ θεῖα χαρίσματα.
 

70. Ἐὰν «ὁ Χριστὸς μὲ τὴν πίστη μας κατοικεῖ μέσα στὶς καρδιές μας», ὅπως λέγει ὁ θεῖος Ἀπόστολος, καὶ «ὅλοι οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως εἶναι κρυμμένοι μέσα σ\’ αὐτόν», τότε ὅλοι οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως εἶναι κρυμμένοι μέσα στὶς καρδιές μας, καὶ φανερώνονται στὴν καρδιά μας ἀνάλογα μὲ τὴν κάθαρση τοῦ καθένα ποὺ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἐκτέλεση τῶν ἐντολῶν.
 

71. Αὐτὸς εἶναι ὁ θησαυρὸς ποὺ εἶναι κρυμμένος μέσα στὸν ἀγρό τῆς καρδίας σου, τὸν  ὁποῖο δὲν βρῆκες ἀκόμη ἐξ αἰτίας τῆς ἀδιαφορίας σου. Διότι, ἐὰν τὸν ἔβρισκες, θὰ τὰ πουλοῦσες τότε ὅλα γιὰ ν\’ ἀποκτήσεις τὸν ἀγρὸ αὐτό. Τώρα ὅμως, ἀφήνοντας κατὰ μέρος τὸν ἀγρό, φροντίζεις γιὰ τὰ βρισκόμενα γύρω ἀπὸ τὸν ἀγρό, στὰ ὁποῖα δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο, παρὰ ἀγκάθια καὶ τριβόλια.
 

72. Γι\’ αὐτὸ λέγει ὁ Σωτήρας, «μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν καθαρὴ καρδιά, διότι αὐτοὶ θὰ δοῦν τὸ Θεό». Τότε θὰ δοῦν αὐτόν, ὅταν καθαρίζουν τοὺς ἑαυτούς τους μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐγκράτεια, καὶ τόσο περισσότερο θὰ τὸν δοῦν, ὅσο περισσότερο αὐξάνουν τὴν κάθαρση.
 

73. Γι\’ αὐτὸ πάλι λέγει, «Πουλῆστε τὰ ὑπάρχοντά σας; καὶ δῶστε ἐλεημοσύνη καὶ ὅλα τότε θὰ σᾶς εἶναι καθαρά», ἐπειδὴ δὲν ἀσχολοῦνται πλέον μὲ τὰ πράγματα τοῦ σώματος, ἀλλὰ φροντίζουν νὰ καθαρίζουν τὸ νοῦ ἀπὸ τὸ μίσος καὶ τὴν ἀκράτεια, τὸν ὁποῖο ὁ Κύριος ὀνομάζει καρδιά. Διότι αὐτὰ ρυπαίνουν τὸ νοῦ, καὶ δὲν ἀφήνουν νὰ βλέπει τὸ Χριστὸ ποὺ κατοικεῖ μέσα σ\’ αὐτὸν μὲ τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος.
 

74. Ὁδοὺς ἡ Γραφὴ ὀνομάζει τὶς ἀρετές, μεγαλύτερη δὲ ἀπὸ ὅλες τὶς ἀρετὲς εἶναι ἡ ἀγάπη. Γι\’ αὐτὸ ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος, «καὶ τώρα θὰ σᾶς δείξω μία ὑπέροχη ὁδό», ἐπειδὴ αὐτὴ πείθει τὸν ἄνθρωπο νὰ περιφρονεῖ τὰ ὑλικὰ πράγματα καὶ νὰ μὴ προτιμᾶ τίποτε ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα ἔναντι τῶν αἰωνίων.
 

75. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ ἐναντιώνεται στὴν ἐπιθυμία, διότι πείθει τὸ νοῦ νὰ ἐγκρατεύεται ἀπὸ τὶς ἡδονές. Ἡ ἀγάπη πάλι πρὸς τὸν πλησίον ἐναντιώνεται στὸ θυμό, διότι κάμνει τὸ νοῦ νὰ περιφρονεῖ τὴ δόξα καὶ τὰ χρήματα. Καὶ αὐτὰ εἶναι τὰ δυὸ δηνάρια, τὰ ὁποῖα ἔδωσε ὁ Σωτήρας Χριστὸς στὸν ξενοδόχο, γιὰ νὰ σὲ φροντίσει. Ἀλλὰ μὴ φανεῖς ἀχάριστος, συνεργαζόμενος μὲ τοὺς ληστές, μήπως πληγωθεῖς καὶ πάλι, καὶ βρεθεῖς ὄχι πλέον μισοπεθαμένος, ἄλλα νεκρός.
 

76. Καθάρισε τὸ νοῦ σου ἀπὸ τὴν ὀργή, τὴ μνησικακία, καὶ τοὺς αἰσχροὺς λογισμούς, καὶ τότε θὰ μπορέσεις νὰ γνωρίσεις τὴν ἐγκατοίκησή του Χρίστου μέσα σου.
 

77. Ποιὸς σὲ φώτισε στὴν πίστη τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ προσκυνητὴς Τριάδος; ἤ ποιός σοῦ γνώρισε τὴν ἔνσαρκη οἰκονομία τοῦ ἑνὸς προσώπου τῆς ἁγίας Τριάδος; Ποιὸς σὲ δίδαξε τοὺς λόγους γιὰ τὶς ἀσώματες δυνάμεις, ἤ γιὰ τὴ δημιουργία καὶ τὴ συντέλεια τοῦ ὁρατοῦ κόσμου; ἤ γιὰ τὴν ἀνάσταση ἐκ νεκρῶν καὶ τὴν αἰώνια ζωή, ἤ γιὰ τὴ δόξα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ τὴ φοβερὴ κρίση; Δὲν σοῦ τὰ δίδαξε ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ ποὺ κατοικεῖ μέσα σου, ἡ ὁποία εἶναι ὁ ἀρραβώνας τοῦ ἁγίου Πνεύματος; Τί ὑπάρχει μεγαλύτερο ἀπ\’ αὐτὴ τὴ χάρη; ἤ τί ἀνώτερο ἀπὸ αὐτὴ τὴ σοφία καὶ τὴ γνώση; ἤ τί ὑψηλότερο ἀπὸ τὶς ὑποσχέσεις ποὺ μας δόθηκαν; Ἐὰν εἴμαστε ὀκνηροὶ καὶ ἀδιάφοροι καὶ δὲν καθαρίζομε ἑαυτό μας ἀπὸ τὰ πάθη πού μᾶς ἐμποδίζουν καὶ τυφλώνουν τὸ νοῦ μας, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ βλέπουμε λαμπρότερα ἀπὸ τὸν ἥλιο τοὺς λόγους γιὰ ὅλα αὐτά, τότε ἂς κατηγορήσουμε τὸν ἑαυτό μας, καὶ ἂς μὴ ἀρνούμαστε τὴν ἐγκατοίκηση μέσα μας τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
 

78. Ὁ Θεὸς πού σοῦ ὑποσχέθηκε τὰ αἰώνια ἀγαθὰ καὶ ἔδωσε στὴν καρδιά σου τὸν ἀρραβώνα τοῦ Πνεύματος, σοῦ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ φροντίζεις τὴ ζωή σου, ὥστε, ἀφοῦ ὁ ἐσωτερικός σου ἄνθρωπος ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη, ν\’ ἀρχίσει ἀπὸ τὴν ἐδῶ ζωὴ ν\’ ἀπολαμβάνει τὰ ἀγαθά.
 

79. Ἀφοῦ καταξιώθηκες νὰ γνωρίσεις τὰ θεῖα καὶ ὑψηλὰ θεωρήματα, δεῖχνε μεγάλη φροντίδα γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐγκράτεια, ὥστε, διαφυλάσσοντας ἀτάραχο τὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς σου, νὰ ἔχεις ἄσβεστο τὸ φῶς τῆς ψυχῆς σου.
 

80. Τὸ θυμικὸ μέρος τῆς ψυχῆς σου χαλιναγώγησέ το μὲ τὴν ἀγάπη, τὸ ἐπιθυμητικὸ μέρος αὐτῆς καταμάρανέ το μὲ τὴν ἐγκράτεια, καὶ τὸ λογικὸ μέρος αὐτῆς ἀναπτέρωσέ το μὲ τὴν προσευχή, ὁπότε ποτὲ δὲν θὰ ἔπισκοτισθει τὸ φῶς τοῦ νοῦ σου.
 

81. Ἐκεῖνα ποὺ καταστρέφουν τὴν ἀγάπη εἶναι αὐτά, δηλαδὴ ἡ ἀτιμία, ἡ ζημία, ἡ συκοφαντία σὲ θέματα πίστεως ἤ ἠθικῆς, οἱ δαρμοί, οἱ πληγές, καὶ τὰ παρόμοια, τὰ ὁποῖα συμβαίνουν ἤ σ\’ αὐτὸν τὸν ἴδιο, ἤ σὲ κάποιον ἀπό τους συγγενεῖς ἤ φίλους του· ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ καταστρέφει τὴν ἀγάπη γιὰ κάτι ἀπ\’ αὐτά, δὲν γνώρισε ἀκόμη ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ.
 

82. Φρόντισε ὅσο μπορεῖς ν\’ ἀγαπήσεις τὸν κάθε ἄνθρωπο. Ἐὰν δὲν μπορεῖς ἀκόμη νὰ τὸ κάνεις αὐτό, μὴ μισήσεις τουλάχιστο κανένα. Καὶ δὲν θὰ μπορέσεις οὔτε καὶ αὐτὸ νὰ τὸ κάνεις, ἐὰν δὲν περιφρονήσεις τὰ πράγματα τοῦ κόσμου.
 

83. Βλασφήμησε ὁ τάδε- μὴ μισήσεις αὐτόν, ἀλλὰ τὴ βλασφημία καὶ τὸ δαίμονα ποὺ τὸν ἔκανε νὰ βλασφημήσει. Ἐὰν ὅμως μισεῖς ἐκεῖνον ποὺ βλασφήμησε, μίσησες ἄνθρωπο καὶ παρέβηκες τὴν ἐντολή, καὶ ἐκεῖνο ἀκριβῶς ποὺ ἔκανε ἐκεῖνος μὲ τὸ λόγο, τὸ κάμνεις σὺ μὲ τὴν πράξη σου. Ἐὰν φυλάσσεις τὴν ἐντολή, δεῖξε τὰ γνωρίσματα τῆς ἀγάπης, καὶ βοήθησέ τον, ἂν μπορεῖς, ὥστε νὰ τὸν ἀπαλλάξεις ἀπὸ τὸ κακό.
 

84. Δὲν θέλει ὁ Χριστὸς νὰ ἔχεις πρὸς ἄνθρωπο μίσος, ἤ λύπη, ἤ ὄργη, ἤ μνησικακία ὁποιασδήποτε μορφῆς γιὰ ὁποιοδήποτε πρόσκαιρο πράγμα. Καὶ αὐτὸ τὸ διακηρύσσουν παντοῦ τὰ τέσσερα εὐαγγέλια.
 

85. Πολλοὶ εἴμαστε ἐκεῖνοι ποὺ διδάσκουμε, ἀλλὰ λίγοι εἴμαστε ἐκεῖνοι ποὺ κὰμουμε αὐτὸ ποὺ διδάσκουμε. \”Ὅμως τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ δὲν πρέπει κανένας νὰ τὸν νοθεύει ἐξ αἰτίας τῆς ἀμέλειάς του, ἀλλὰ νὰ ὁμολογεῖ τὴν ἀδυναμία καὶ νὰ μὴ κρύβει τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ μὴ εἴμαστε ἄξιοι κατηγορίας μαζὶ μὲ τὴν παράβαση τῶν ἐντολῶν, καὶ γιὰ τὴν παρερμηνεία καὶ νοθεία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
 

86. Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐγκράτεια ἐλευθερώνουν τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὰ πάθη, ἡ ἀνάγνωση καὶ ἡ θεωρία ἀπαλάσσουν τὸ νοῦ ἀπὸ τὴν ἄγνοια, ἐνῶ ἡ κατάσταση τῆς προσευχῆς ὁδηγεῖ αὐτὸν μπροστὰ στὸν ἴδιο τὸ θεό.
 

87. Ὅταν μᾶς δοῦν οἱ δαίμονες νὰ περιφρονοῦμε τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, ὥστε νὰ μὴ μισήσουμε ἐξ αἰτίας αὐτῶν τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐκπέσουμε ἀπὸ τὴν ἀγάπη, τότε παρακινοῦν ἄλλους νὰ μᾶς συκοφαντήσουν, ὥστε, μὴ ὑποφέροντας τὴ λύπη, νὰ μισήσουμε ἐκείνους πού μᾶς συκοφάντησαν.
 

88. Δὲν ὑπάρχει βαρύτερος πόνος τῆς ψυχῆς ἀπό τη συκοφαντία, εἴτε συκοφαντεῖται κανεὶς γιὰ θέματα πίστεως, εἴτε γιὰ θέματα ἠθικῆς, καὶ κανένας δὲν μπορεῖ ν\’ ἀδιαφορήσει γι\’ αὐτήν, παρὰ μόνο ἐκεῖνος ποὺ εἶναι προσηλωμένος στὸ Θεό, ὅπως ἡ Σωσάννα, ὁ ὁποῖος Θεὸς εἶναι ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὶς δυσκολίες, ὅπως ἀκριβῶς ἐλευθέρωσε καὶ ἐκείνη, καὶ νὰ φανερώσει στοὺς ἀνθρώπους τὴν ἀλήθεια, ὅπως ἔκανε καὶ στὴν περίπτωση ἐκείνης, καὶ νὰ παρηγορήσει τὴν ψυχὴ μὲ τὴν ἐλπίδα.
 

89. Ὅσο περισσότερο προσεύχεσαι μὲ ὅλη τη δύναμη τῆς ψυχῆς σου γιὰ ἐκεῖνον ποὺ σὲ συκοφάντησε, τόσο περισσότερο καὶ ὁ Θεὸς γνωρίζει τὴν ἀλήθεια σ\’ ἐκείνους ποὺ σκανδαλίσθηκαν.
 

90. Ἐκ φύσεως ἀγαθὸς εἶναι μόνο ὁ Θεός, καὶ ἀγαθὸς μὲ τὴ θέλησή του εἶναι μόνο ἐκεῖνος ποὺ μιμεῖται τὸ Θεό. Διότι ὁ σκοπὸς αὐτοῦ εἶναι νὰ συνενώσει τοὺς κακοὺς μὲ τὸν ἐκ φύσεως ἀγαθὸ Θεό, γιὰ νὰ γίνουν ἀγαθοί. Γι\’ αὐτό, ἐνῶ κατηγορεῖται ἀπ\’ αὐτούς, ἐπαινεῖ αὐτούς, ἐνῶ διώκεται, δείχνει ἀνοχή, ἐνῶ συκοφαντεῖται, μιλάει μὲ καλωσύνη, καὶ ἐνῶ ὁδηγεῖται στὸ θάνατο, προσεύχεται γι\’ αὐτούς. \”Ὅλα τὰ κάνει γιὰ νὰ μὴ ἐκπέσει ἀπὸ τὸ σκοπὸ τῆς ἀγάπης.
 

91. Οἱ ἐντολὲς τοῦ Κυρίου μᾶς διδάσκουν νὰ χρησιμοποιοῦμε σωστὰ τὰ κοινὰ πράγματα τοῦ κόσμου· ἡ σωστὴ χρήση τῶν πραγμάτων αὐτῶν καθαρίζει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρίσκεται, ἡ καθαρὴ αὐτὴ κατάσταση τῆς ψυχῆς γεννάει τὴν ὀρθὴ γνώση τῶν πνευματικῶν ἐννοιῶν, ἡ ἐπίγνωση αὐτὴ γεννάει τὴν ἀπάθεια, ἀπὸ τὴν ὁποία γεννιέται ἡ τέλεια ἀγάπη.
 

92. Δὲν ἔχει ἀκόμη τὴν ἀπάθεια ἐκεῖνος ποὺ ἐξ αἰτίας κάποιου πειρασμοῦ δὲν μπορεῖ νὰ παραβλέψει τὸ ἐλάττωμα τοῦ φίλου του, εἴτε αὐτὸ εἶναι πραγματικὰ ἐλάττωμα, εἴτε θεωρεῖται σὰν ἐλάττωμα. Διότι ταρασσόμενα τὰ πάθη ποὺ ὑπάρχουν μέσα στὴν ψυχὴ τυφλώνουν τὸ νοῦ καὶ δὲν τὸν ἀφήνουν νὰ δεῖ τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας, οὔτε νὰ ξεχωρίσει τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό. Ἑπομένως ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν ἀπέκτησε οὔτε τὴν τέλεια ἀγάπη, «ποὺ ἀπομακρύνει τὸ φόβο» τῆς κρίσεως.
 

93. «Φίλου πιστοῦ δὲν ὑπάρχει ἀντάλλαγμα». Ἐπειδὴ θεωρεῖ δικές του τὶς συμφορὲς τοῦ φίλου καὶ ὑποφέρει μαζὶ μ\’ αὐτὸν κακοπαθώντας μέχρι θανάτου.
 

94. Ὑπάρχουν πολλοὶ φίλοι, ἄλλα κατὰ τὸν καιρὸ τῆς εὐτυχίας, κατὰ τὸν καιρὸ ὅμως τῶν δοκιμασιῶν μόλις καὶ μετὰ δυσκολίας θὰ μπορέσεις νὰ βρεῖς ἕνα.
 

95. Τὸν κάθε ἄνθρωπο πρέπει νὰ τὸν ἀγαπᾶμε μέσα ἀπὸ τὴν ψυχή μας, ἄλλα πρέπει ν\’ ἀναθέτουμε τὴν ἐλπίδα μόνο στὸ Θεὸ καὶ νὰ τὸν ὑπηρετοῦμε μὲ ὅλη τη δύναμή μας. Διότι, ἐφόσον αὐτός μᾶς συντηρεῖ, καὶ οἱ φίλοι τότε θὰ μᾶς φροντίζουν, καὶ ὅλοι οἱ ἐχθροὶ θὰ εἶναι ἀνίσχυροι ἀπέναντί μας. \”Ὅταν ὅμως μᾶς ἐγκαταλείπει αὐτός, καὶ ὅλοι οἱ φίλοι μας ἀποστρέφονται, καὶ ὅλοι οἱ ἐχθροὶ γίνονται ἰσχυροὶ ἀπέναντί μας.
 

96. Ὑπάρχουν τέσσερες γενικοὶ τρόποι ἐγκαταλείψεως• ἡ μία εἶναι οἰκονομική, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Κυρίου, ὥστε μὲ τὴ φαινομενικὴ ἐγκατάλειψη νὰ σωθοῦν ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν ἐγκατελειμμένοι. Ἡ δεύτερη γίνεται γιὰ δοκιμή, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Ἰώβ καὶ τοῦ Ἰωσήφ, ὥστε ὁ πρῶτος ν\’ ἀποδειχθεῖ στῆλος ἀνδρείας, ἐνῶ ὁ δεύτερος στῆλος σωφροσύνης. Ἡ τρίτη γίνεται γιὰ ἄσκηση πνευματική, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Παύλου, ὥστε ταπεινοφρονώντας νὰ φυλάξει τὸ μέγεθος τῆς χάριτος ποὺ τοῦ δόθηκε. Ἡ τέταρτη εἶναι ἀποτέλεσμα ἀποστροφῆς τοῦ Θεοῦ, ὅπως στὴν περίπτωση τῶν Ἰουδαίων, ὥστε δεχόμενοι τὶς τιμωρίες νὰ ἐπιστρέψουν σὲ μετάνοια. \”Ὅλοι αὐτοὶ οἱ τρόποι εἶναι σωτήριοι καὶ εἶναι γεμάτοι ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα καὶ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ.
 

97. Μόνο ἐκεῖνοι, ποὺ φυλάσσουν μὲ ἀκρίβεια τὶς ἐντολὲς καὶ εἶναι γνήσιοι μύστες τῶν θείων ἐντολῶν, δὲν ἐγκαταλείπουν τοὺς φίλους τους ποὺ δοκιμάζονται κατὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἐκεῖνοι, ποὺ περιφρονοῦν τὶς ἐντολὲς καὶ εἶναι ἀμύητοι στὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὁ φίλος εὐτυχεῖ, ἀπολαμβάνουν καὶ αὐτοὶ μαζὶ μ\’ αὐτὸν τὴν εὐτυχία του, ὅταν ὅμως δοκιμαζόμενος κακοπάθει, ἐγκαταλείπουν αὐτόν, καὶ συμβαίνει μάλιστα πολλὲς φορὲς καὶ νὰ συμμαχοῦν μὲ τοὺς ἐχθρούς του.
 

98. Οἱ φίλοι τοῦ Χριστοῦ ἀγαποῦν γνήσια ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἄλλα δὲν ἀγαπιένται ἀπὸ ὅλους, ἐνῶ οἱ φίλοι τοῦ κόσμου οὔτε ἀγαποῦν ὅλους, οὔτε ἀγαπιένται ἀπὸ ὅλους. Καὶ οἱ φίλοι βέβαια τοῦ Χριστοῦ διατηροῦν μέχρι τέλους τῆς ζωῆς τους ἀδιάκοπη τὴν ἀγάπη τους, ἐνῶ οἱ φίλοι τοῦ κόσμου διατηροῦν αὐτὴν μέχρι ποὺ νὰ ρθοῦν σὲ σύγκρουση ἐξ αἰτίας τῶν κοσμικῶν πραγμάτων.
 

99. «Ὁ πιστὸς φίλος εἶναι σκέπη πανίσχυρη», ἐπειδὴ καὶ ὅταν εὐτυχεῖ ὁ φίλος εἶναι σύμβουλος ἀγαθὸς καὶ σύμφωνος συνεργάτης, καὶ ὅταν κακοπάθει εἶναι πάρα πολὺ γνήσιος βοηθὸς καὶ πάρα πολὺ συμπαθὴς ὑπέρμαχος.
 

100. Πολλοὶ βέβαια ἔχουν πεῖ πολλὰ γιὰ τὴν ἀγάπη, θὰ βρεῖς ὅμως αὐτὴν ἂν τὴν ἀναζητήσεις μόνο στοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, διότι καὶ μόνο αὐτοὶ εἶχαν τὴν ἀληθινὴ Ἀγάπη, δάσκαλο ἀγάπης, γιὰ τὴν ὁποία ἔλεγαν «ἐὰν ἔχω τὸ χάρισμα νὰ προφητεύω καὶ γνωρίζω ὅλα τὰ μυστήρια καθὼς καὶ ὅλη τη γνώση, ἀλλὰ δὲν ἔχω ἀγάπη, σὲ τίποτε δὲν ὠφελοῦμαι». Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ ἀπέκτησε τὴν ἀγάπη, ἀπέκτησε τὸν ἴδιο τὸ Θεό, διότι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη». Σ\’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.