Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Τὸ πρῶτο εἶναι ὅτι ὁ κόσμος δὲν εἶναι ἄναρχος. Ἔχει χρονικὴ ἀρχή. Δὲν προϋπῆρχε προ-αιωνίως. Προῆλθε ἀπὸ τὸ μηδέν. Ὑπῆρχε ἐποχὴ ποὺ ἦταν ἀνύπαρκτος. Ὁ μόνος ἄναρχος εἶναι ὁ Θεὸς στὴν τριαδική του μορφή, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα. Αὐτός, μὲ τρόπο ἀκατάληπτο σὲ μᾶς, προϋπάρχει ἀπὸ πάντοτε. Δὲν ὑπῆρξε στιγμὴ ποὺ ὁ Θεὸς δὲν ὑπῆρχε. Εἶναι ὁ Ὢν, αὐτὸ εἶναι τὸ ὄνομά του ποὺ μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε ἐμεῖς, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος στὸν Μωυσῆ. Αὐτὸς ποὺ πραγματικὰ καὶ πάντοτε ὑπάρχει (στὰ ἑβραϊκά: Γιαχβέ). «Ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος».

  • !

    Τὸ δεύτερο στοιχεῖο εἶναι ὅτι ὁ κόσμος δὲν προέκυψε ἀπὸ μόνος του. Δὲν ἦρθε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη μὲ δική του δύναμη, βούληση καὶ ἐνέργεια. Δὲν εἶναι δηλαδὴ αὐθύπαρκτος. Ἡ αἰτία τῆς γένεσής του βρίσκεται ἔξω ἀπὸ αὐτόν. Προῆλθε ἀπὸ τὸ δημιουργικὸ πρόσταγμα, ἀπὸ συγκεκριμένη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδὴ μόνο ὁ Θεὸς εἶναι αὐθύπαρκτος, πηγὴ ζωῆς καὶ ἔχει, συνεπῶς, τὴ δυνατότητα, ὅποτε θελήσει, νὰ παρέχει τὸ εἶναι καὶ σὲ ἄλλα ὄντα

  • !

    Ἡ θεία οὐσία δηλαδὴ ἔχει ὡς φυσική της ἐνέργεια τὴν ἀγάπη. Μὲ αὐτὴν κινεῖται πρὸς τὰ ἔξω, ἔρχεται σὲ κοινωνία μὲ ἄλλα ὄντα ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό της. Εἶναι μιὰ κίνηση ἐντελῶς φυσική, χωρὶς νὰ ὑπαγορεύε-ται ἀπὸ καμμιὰ ἐξωτερικὴ δύναμη. Μποροῦμε νὰ τὸ καταλάβουμε λίγο αὐτό, ἂν πάρουμε γιὰ παράδειγμα τὸν ἥλιο. Ὁ ἥλιος ἔχει τὴν οὐσία του καὶ ἀπὸ αὐτὴν παράγεται ἐνέργεια. Δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ οὐσία τοῦ ἥλιου νὰ ὑπάρχει χωρὶς τὴν ἐνέργειά της, ἀλλὰ εἶναι ἀπολύτως φυσικό της ἰδίωμα νὰ θερμαίνει καὶ νὰ φωτίζει.

  • !

    Ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἡ θεία φύση ἔχει ὡς ἐνέργεια τὴν ἀγάπη. Γι’ αὐτὸ καὶ «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί». Ἀπὸ τὴ θεϊκὴ οὐσία πηγάζει μὲ ἐντελῶς φυσικὸ τρόπο ἡ θεία ἀγάπη, μιὰ ἀνέκφραστη ἐρωτικὴ φορά, μὲ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἕλκει τὰ πάντα πρὸς τὸν ἑαυτό του, ὥστε νὰ γίνουν ὅλα μιὰ ἑνότητα, ἕνα σῶμα.

Τί εἶναι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη; (α)


Η ΒΙΒΛΙΚΗ ΚΟΣΜΟΓΕΝΕΣΗ

 
 
Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, εἶναι τὸ πρῶτο μέρος τῆς Ἁγίας Γραφῆς (τὸ ἄλλο εἶναι ἡ Καινὴ Διαθήκη). Ἀρχίζει μὲ «τὴν Μωσέως κοσμογένεσιν». Ὁ προφήτης Μωυσῆς, συγγραφέας τῶν πέντε πρώτων βιβλίων της (τῆς Πεντατεύχου, ὅπως λέγεται), περιγράφει τὴν ἁγιογραφικὴ κοσμογονία. Ἐξιστορεῖ ὅτι ὁ κόσμος ὅλος ἦλθε στὴν ὕπαρξη ἐκ τοῦ μηδενὸς μὲ τὴ δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐκφράσθηκε διὰ τοῦ παντοδυνάμου του λόγου: «Αὐτὸς εἶπε καὶ ἐγενήθησαν, αὐτὸς ἔδωσε ἐντολὴ καὶ ἐκτίσθησαν». Οἱ ἀναφορὲς τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνολογίας στὸ κοσμογονικὸ γεγονὸς εἶναι πάμπολλες. «Κατ’ ἀρχὰς σύ, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σοy εἰσιν οἱ οὐρανοὶ» (Ψαλμ. 101, 26). «Ὁ κατ’ ἀρχὰς τοὺς οὐρανούς, παντοδυνάμῳ σου Λόγῳ στερεώσας, Κύριε Σωτήρ…». «Ὁ στερεώσας κατ’ ἀρχὰς τοὺς οὐρανοὺς ἐν συνέσει» κ.λ.π.

Δύο ἀπολύτως σημαντικὰ στοιχεῖα προκύπτουν ἀμέσως ἀπὸ τὴ διήγηση γιὰ τὴν ἀρχέγονη προέλευση τοῦ κόσμου. Τὸ πρῶτο εἶναι ὅτι ὁ κόσμος δὲν εἶναι ἄναρχος. Ἔχει χρονικὴ ἀρχή. Δὲν προϋπῆρχε προαιωνίως. Προῆλθε ἀπὸ τὸ μηδέν. Ὑπῆρχε ἐποχὴ ποὺ ἦταν ἀνύπαρκτος. Ὁ μόνος ἄναρχος εἶναι ὁ Θεὸς στὴν τριαδική του μορφή, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα. Αὐτός, μὲ τρόπο ἀκατάληπτο σὲ μᾶς, προϋπάρχει ἀπὸ πάντοτε. Δὲν ὑπῆρξε στιγμὴ ποὺ ὁ Θεὸς δὲν ὑπῆρχε. Εἶναι ὁ Ὢν, αὐτὸ εἶναι τὸ ὄνομά του ποὺ μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε ἐμεῖς, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος στὸν Μωυσῆ. Αὐτὸς ποὺ πραγματικὰ καὶ πάντοτε ὑπάρχει (στὰ ἑβραϊκά: Γιαχβέ). «Ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος».

Τὸ δεύτερο στοιχεῖο εἶναι ὅτι ὁ κόσμος δὲν προέκυψε ἀπὸ μόνος του. Δὲν ἦρθε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη μὲ δική του δύναμη, βούληση καὶ ἐνέργεια. Δὲν εἶναι δηλαδὴ αὐθύπαρκτος. Ἡ αἰτία τῆς γένεσής του βρίσκεται ἔξω ἀπὸ αὐτόν. Προῆλθε ἀπὸ τὸ δημιουργικὸ πρόσταγμα, ἀπὸ συγκεκριμένη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδὴ μόνο ὁ Θεὸς εἶναι αὐθύπαρκτος, πηγὴ ζωῆς καὶ ἔχει, συνεπῶς, τὴ δυνατότητα, ὅποτε θελήσει, νὰ παρέχει τὸ εἶναι καὶ σὲ ἄλλα ὄντα

Ἡ δημιουργία λοιπὸν εἶναι καρπὸς τῆς ἐλεύθερης βούλησης καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δὲν ἔκαμε τὸν κόσμο πιεζόμενος ἀπὸ κάποια δύναμη ἔξω καὶ πάνω ἀπὸ τὴ θέλησή του, οὔτε αἰσθανόμενος κάποια ἔλλειψη (μοναξιὰ) ἀπὸ τὴν ἀπουσία του. Ἦταν πλήρης ἐν ἑαυτῷ, ἔχοντας τέλεια ἐνδοτριαδικὴ ἀγαπητικὴ κοινωνία, περιχώρηση ἀγάπης τῶν τριῶν θεϊκῶν προσώπων μεταξύ τους.

Ἡ θεία οὐσία δηλαδὴ ἔχει ὡς φυσική της ἐνέργεια τὴν ἀγάπη. Μὲ αὐτὴν κινεῖται πρὸς τὰ ἔξω, ἔρχεται σὲ κοινωνία μὲ ἄλλα ὄντα ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό της. Εἶναι μιὰ κίνηση ἐντελῶς φυσική, χωρὶς νὰ ὑπαγορεύεται ἀπὸ καμμιὰ ἐξωτερικὴ δύναμη. Μποροῦμε νὰ τὸ καταλάβουμε λίγο αὐτό, ἂν πάρουμε γιὰ παράδειγμα τὸν ἥλιο. Ὁ ἥλιος ἔχει τὴν οὐσία του καὶ ἀπὸ αὐτὴν παράγεται ἐνέργεια. Δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ οὐσία τοῦ ἥλιου νὰ ὑπάρχει χωρὶς τὴν ἐνέργειά της, ἀλλὰ εἶναι ἀπολύτως φυσικό της ἰδίωμα νὰ θερμαίνει καὶ νὰ φωτίζει.

Ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἡ θεία φύση ἔχει ὡς ἐνέργεια τὴν ἀγάπη. Γι’ αὐτὸ καὶ «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί». Ἀπὸ τὴ θεϊκὴ οὐσία πηγάζει μὲ ἐντελῶς φυσικὸ τρόπο ἡ θεία ἀγάπη, μιὰ ἀνέκφραστη ἐρωτικὴ φορά, μὲ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἕλκει τὰ πάντα πρὸς τὸν ἑαυτό του, ὥστε νὰ γίνουν ὅλα μιὰ ἑνότητα, ἕνα σῶμα. Παρήγαγε τὸν κόσμο μὲ τὴ θέλησή του, κινούμενος μόνο ἀπὸ τὴν ἀπέραντη ἀγάπη του. Σκοπός του ἦταν νὰ δώσει τὴ δυνατότητα καὶ σὲ ἄλλα ὄντα νὰ μετάσχουν στὴν ἀνέκφραστη ποιότητα τῆς δικῆς του ζωῆς. Νὰ γίνουν μέλη του, κομμάτι του, «μοίρα» του.