«Ἐγώ, πάτερ μου, συμπάσχω μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἐξομολογεῖται. Πονάω μαζί του. Πονάω καὶ κλαίω γιὰ τὸν ἐξομολογούμενο. Παρακάλεσα τὸν Ἅγιο Δαβὶδ μετὰ τὴν ἐξομολόγηση νὰ ξεχνάω ὅσα δὲ χρειάζονται καὶ νὰ θυμᾶμαι αὐτὰ ποὺ πρέπει γιὰ νὰ προσεύχομαι. Γιατί κάνω προσευχὴ γιὰ τοὺς ἐξομολογούμενους. Καὶ ἀνησυχῶ καὶ τοὺς περιμένω νὰ ξανάρθουν».
Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ὅταν ἐξομολογῶ, πάτερ μου, τοὺς Χριστιανοὺς καὶ δὲ βλέπω μετάνοια σὲ ὁρισμένους ἀπὸ αὐτοὺς δὲ διαβάζω συγχωρητικὴ εὐχὴ γιατί δὲν ἔχω τὸ δικαίωμα ἐφ\’ ὅσον λείπει ἡ μετάνοια».
Ὁ Γέροντας, λοιπόν, ἐνδιαφερόταν γιὰ τὸ «ἔσωθεν τοῦ ποτηριοῦ». Ὅταν καμιὰ φορὰ χωρὶς ἐσωτερικὴ διάθεση ὑπακοῆς τοῦ λέγαμε ἕνα τυπικὸ «Νάναι εὐλογημένο», ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Πάτερ μου, θὰ κάνεις ὑπακοὴ ἢ ἔτσι ἁπλῶς λὲς «νάναι εὐλογημένο» χωρὶς νὰ τὸ πιστεύεις;».
Γιὰ τὸ θέμα τῆς προσευχῆς ὅταν καμιὰ φορὰ τοῦ ζητούσαμε νὰ μᾶς μιλήσει γιὰ τὴν «Εὐχή» μᾶς ἔλεγε: «Πάτερ μου, ἐγὼ δὲν ξέρω. Ἐγὼ σαράντα χρόνια δὲν ἔκανα ποτὲ «Εὐχή». Ὅμως ἐμεῖς πάντοτε καὶ στὸ ναὸ καὶ στὸ κελλί του καὶ ὅπου τὸν βλέπαμε ἀκούγαμε τὴν «Εὐχή» ἀδιάλειπτη στὸ στόμα του. Καθαρὴ καὶ κατανυκτική. «Κύριε, Ἰησοῦ, Χριστέ, ἐλέησον μέ». Δὲν συμβούλευε μὲ τὰ λόγια ἀλλὰ μὲ τὴν πράξη.
Ὅταν μπαίναμε στὸ κελλί του σχεδὸν πάντα τὸν βλέπαμε μὲ τὸ πετραχήλι προσευχόμενο ἢ μὲ τὸ κομποσχοίνι ἢ κάνοντας Παράκληση. Μᾶς ἀπαντοῦσε σὲ ὅ,τι τὸν ρωτούσαμε μὲ δυὸ λόγια καὶ ἂν ἐπιμέναμε νὰ παραμένουμε στὸ κελλί του περισσότερο, ἔλεγε: «Νά, κάθομαι, παιδί μου, ἐδῶ καὶ ξεκουράζομαι». Ποτὲ δὲ μᾶς ἔλεγε ὅτι προσεύχεται. Μόλις βγαίναμε συνέχιζε τὴν προσευχή του. Ὅλα τὰ ἔκανε ἐν κρύπτῳ. Πάντα ἔλεγε: «τίποτα δὲν κάνω».