Πόθοι νεανικοί,
σὰν πολὺ ὡραῖοι, νεανικοὶ ἐραστές,
μὲ ἄψογη τὴν ἁγνότητα τῆς ὁρμῆς,
μ\’ ἀπαράμιλλη περηφάνεια κι εὐγένεια.
Ἔσβησαν.
Ὅπως γιὰ κάποιους νέους λέν,
πὼς ὁ θεὸς τοὺς ἀγάπησε
καὶ νέοι πεθάναν.
Ἴσως νὰ ἐξαφανίστηκαν δίχως ἐπιστροφή,
κάποιαν ὡραία βραδιά,
μὲ πλῆρες φῶς, μελιχρό, τῆς σελήνης.
H ἐκδοχή, πὼς ἀνίερα χέρια
τοὺς ἔπνιξαν σὲ ἄνομα πάνω κρεβάτια,
σὲ δωμάτια γιὰ φτηνὴ ἡδονή,
– ἂς τὴν ἀποτρέψουμε,
τούτη τὴν ἀποτρόπαια σκέψη.
Τὰ φαντάσματα ποὺ ξανάρχονται
ἀνήσυχα τῶν πόθων,
πανέμορφα, τραγικὰ πρόσωπα,
ὁμολογοῦν κάποιο ἔγκλημα,
ἐν τούτοις.