Μπροστὰ στὰ ἔκπληκτα μάτια «ὄχλου ἱκανοῦ» μιᾶς μικρῆς πόλης, ποὺ κηδεύουν τὸν μονάκριβο νεαρὸ γιὸ μιᾶς χήρας, ἕνας Διδάσκαλος, ἀκολουθούμεvος ἐπίσης ἀπὸ ὄχλο πολὺ καὶ τοὺς μαθητές του, ἀπρόσκλητος, σταματάει αὐτοὺς ποὺ βαστάζουν τὸ φέρετρο καὶ λέει στὴ μητέρα: «Μὴν κλαῖς»! Μᾶλλον εἶναι σίγουρο ὅτι τόσο παράδοξη σκηνὴ δὲν ἔχει ἐπαναληφτεῖ στὴν παγκόσμια ἱστορία. Καὶ προφανῶς οἱ πιὸ φυσικὲς ἀντιδράσεις τῶν κηδευόντων τὸν νεαρὸ θὰ ἔπρεπε νὰ ἦταν: «Ποιὸς εἶσαι; Ποιὸς σὲ κάλεσε; Πῶς τολμᾶς;».
«Μὴ φοβεῖσθε»
Πρὶν ὅμως προλάβουν νὰ κάνουν τέτοιες ἐρωτήσεις, ὁ Χριστὸς ἀκουμπάει τὴ σορὸ καὶ λέει στὸν νεκρό: «Νεαρέ, σὲ σένα μιλάω, σήκω»! Καὶ ὁ νεκρὸς ἀνακάθησε μέσα στὸ νεκροκρέβατο καὶ ἄρχισε νὰ μιλάει. Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς -ὁ μόνος ποὺ διασώζει τὸ γεγονὸς- δὲν μᾶς ἀναφέρει κάτι γιὰ τὶς ἀντιδράσεις τῆς χαροκαμένης μάνας, στὴν ὁποία ὁ Χριστὸς «ἔδωσε» πάλι τὸ παιδί της. Μιλάει μόνο γιὰ τὶς ἀντιδράσεις τοῦ ὄχλου, ποὺ ἦταν: ἀπὸ τὴ μιά φόβος, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, δοξολογία.
Ἀπόλυτα δικαιολογημένος ὁ φόβος· δὲν ἔβλεπαν καὶ κάθε μέρα ἀναστάσεις νεκρῶν. Εἶχαν περάσει κάποιοι αἰῶνες ἀπὸ τότε ποὺ οἱ προφῆτες Ἠλίας καὶ Ἐλισσαῖος εἶχαν ἐπιτελέσει τέτοια θαύματα. Ἀλλὰ καὶ στὸ κενὸ Μνῆμα τοῦ Χριστοῦ, ἔστω κι ἂν ὁ ἄγγελος εἶπε «μὴ φοβεῖσθε» στὶς Μυροφόρες, ἐκεῖνες ἔφυγαν μὲ τέτοιο «τρόμο καὶ ἔκσταση», ποὺ δὲν εἶπαν τίποτε σὲ κανέναν.
Ἴσως δὲν εἶναι παράξενο, ποὺ τόσο ὁ θάνατος ὅσο καὶ ἡ ἀναίρεσή του, ἡ ἀνάσταση, προκαλοῦν παρόμοιο συναίσθημα: μεγάλο φόβο· φόβο μπροστὰ στὸ ἀφύσικο τοῦ θανάτου καὶ στὸ ὑπερφυσικό τῆς ἀνάστασης· φόβο μπροστὰ σ’ αὐτὸ ποὺ δὲν ἀντέχουμε καὶ σ’ αὐτὸ ποὺ μᾶς ξεπερνάει.
Ἦλθε ὁ vικητὴς τοῦ θανάτου
Στὴν ἀνάσταση ὅμως τοῦ γιοῦ τῆς χήρας ἔχει σημασία ὅτι ὁ φόβος συνοδεύεται, ἢ μᾶλλον ξεπερνιέται μὲ ἕνα δοξολογικὸ ξέσπασμα: «Ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ». Ὁ Θεὸς ὄχι ἁπλῶς μᾶς θυμήθηκε ἀλλὰ καὶ μᾶς ἐπισκέφθηκε. Καὶ μάλιστα ἦλθε καὶ ἔλυσε τὸ «ἔσχατο» πρόβλημά μας: τὸν θάνατο. Ἀπὸ ὁριστικὸ τέλος τὸν ἔκανε «ὕπνο», «κοίμηση». Αὐτὸ ἔδειξε καὶ στὴν ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰάειρου, ποὺ θὰ περιγράψει στὸ ἑπόμενο κεφάλαιό του ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. «Μὴν κλαῖτε. Δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται», εἶπε σ\’ ἐκείνους ποὺ θρηνοῦσαν τὸ μικρὸ κορίτσι. Ὅμως, τόσο ὁ γιὸς τῆς xήρας τῆς Ναΐν, ὅσο καὶ ἡ κόρη τοῦ Ἰάειρου, καὶ φυσικὰ κάθε νεκρὸς ποὺ θαυματουργικὰ ἀνέστη μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, πέθαναν πάλι· καὶ περιμένουν μαζὶ μὲ ὅλους μας τὴν «κοινὴν ἀνάστασιν» κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.
Ἐδῶ εἶναι ἐπιβεβλημένος ὁ μόνος γόνιμος καὶ σωτήριος φόβος: Ἄραγε «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν» μὲ τὴ λαχτάρα νὰ «προϋπαντήσω ἐν νεφέλαις τὸν Ποιητὴν καὶ Πλάστην μου;». Ἔχω μετανοήσει ἀρκετὰ καὶ θέλω μέχρι τέλους νὰ μετανοῶ, ὥστε νὰ φτάσω «ἔνθα ὁ τῶν ἑορταζόντων ἦχος ὁ ἀκατάπαυστος καὶ ἡ ἀπέραντος ἡδονὴ τῶν καθορώντων τὸ ἄρρητον κάλλος τοῦ Προσώπου του;».
Ἡ ἀνάσταση τῆς μετάνοιας
Κάποτε εἶπε στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Διάλογο ὁ μαθητὴς του Πέτρος: «Πάτερ, θεωρῶ ὅτι τὸ μεγαλύτερο θαῦμα ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει, εἶναι ἡ ἀνάσταση ἑνὸς νεκροῦ». Καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος τοῦ ἀπάντησε: «Ἂν δοῦμε τὰ πράγματα ἐπιφανειακά, τότε πράγματι τὸ μεγαλύτερο θαῦμα εἶναι ἡ σωματικὴ ἀνάσταση ἑνὸς νεκροῦ. Ἂν ὅμως τὰ δοῦμε βαθύτερα καὶ οὐσιαστικά, τότε τὸ μεγαλύτερο θαῦμα εἶναι ἡ μετάνοια ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Γιατί στὴν περίπτωση τῆς σωματικῆς ἀνάστασης, ξαναγυρίζει στὴ ζωὴ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὁποῖο πάλι θὰ πεθάνει. Ἐνῶ στὴν περίπτωση τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀνίσταται ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸν θάνατο τῆς ἁμαρτίας, γιὰ νὰ ζήσει αἰώνια».
Ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος λέει, ὅτι «ἐκεῖνος ποὺ συναισθάνθηκε καὶ μετανόησε εἰλικρινὰ καὶ ἔμπρακτα γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἀνασταίνει σωματικὰ νεκροὺς μὲ τὴν προσευχή του». Γι\’ αὐτό, καὶ ὅταν πᾶμε νὰ κοινωνήσουμε, μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Μεταφραστὴ προσευχόμαστε: «Κύριε, ἐσὺ ποὺ μὲ τὴν τριήμερη καὶ ζωηφόρο σου Ἀνάσταση ἀνέστησες τὸν προπάτορά μας Ἀδάμ, ἀνάστησέ με κι ἐμένα ποὺ κατρακύλησα στὴν ἁμαρτία, δείχvοvτάς μου τρόπους νὰ μετανοῶ». Ἄρα μόνο τότε γευόμαστε τοὺς καρποὺς τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τώρα, ὅταν ἀνασταίνουμε τὸν ἑαυτό μας στὴ συνεχῆ ὑπακοὴ τοῦ θελήματός του: ἀνάσταση γιὰ προσευχή, ἀνάσταση γιὰ νηστεία, ἀνάσταση γιὰ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀνάσταση γιὰ συγχώρηση καὶ εὐσπλαχνία πρὸς τοὺς ἄλλους, ἀνάσταση γιὰ τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν.
Μόνο μὲ μία τέτοια ἀνάσταση διαρκοῦς μετανοίας, ἡ ἀνάσταση τοῦ σώματός μας, ποὺ -οὕτως ἢ ἄλλως θὰ γίνει- τὴν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, θὰ ὁλοκληρώσει τὴ μετοχή μας στὴ χαρὰ τῆς αἰώνιας ζωῆς κοντά του. Αὐτὸς ὁ συνεχὴς ἀγώνας μετανοίας εἶναι καὶ «ἡ πρώτη ἀνάσταση», γιὰ τὴν ὁποία μιλάει ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη: «Μακάριος καὶ ἅγιος ὁ ἔχων μέρος ἐν τῇ ἀναστάσει τῇ πρώτῃ· ἐπὶ τούτων ὁ δεύτερος θάνατος οὐκ ἔχει ἐξουσίαν» (Ἀποκ. 20,5). Μὲ ἄλλα λόγια: Ὁ δεύτερος θάνατος, ὁ ὁριστικὸς χωρισμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία, δὲν θὰ ἀπειλήσει κανέναν ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἀγωνίζονται ἐδῶ καὶ τώρα γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ «πρώτη ἀνάσταση». Δὲν ὑπάρχει πιὸ παρήγορη προφητεία ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια. Μόνο ποὺ εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι δὲν θὰ ἐπαληθευτεῖ χωρὶς τὴ δική μας ἐλεύθερη συμμετοχή.