«Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν».
Ἔτσι ἀρχίζει τό «Σύμβολο τῆς Πίστεως», τό γνωστό «πιστεύω».
Τί εἶναι ὅμως αὐτό;
Πρόκειται γιά μιά προσευχή-ὁμολογία πίστεως. Μιά σαφής, σύντομη ὁμολογία τῆς πίστεώς μας. Ἀποτελεῖται ἀπό δώδεκα προτάσεις-ἄρθρα. Τά πρῶτα ἑπτά ἄρθρα ἀναφέρονται στόν Χριστό: Ὅτι εἶναι μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Ὅτι εἶναι ὁμοούσιος (=ἴδιας οὐσίας) μέ τόν Πατέρα. Ὅτι εἶναι τέλειος Θεός. Καί ὅτι ἔγινε καί τέλειος ἄνθρωπος. Γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο Μαρία. Ὅτι σταυρώθηκε· ἀναστήθηκε· καί ἀναλήφθηκε. Καί ὅτι θά ἔλθη πάλι στόν κόσμο, νά κρίνει ζῶντες καί νεκρούς.
Στή συνέχεια ἀναφερόμαστε στόν Ἅγιον Πνεῦμα· στό τρίτο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος. Καί λέμε, ὅτι εἶναι τέλειος Θεός, τόν ὁποῖο προσκυνοῦμε μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό. Τέλος ὁμολογοῦμε τήν πίστη μας στήν Ἐκκλησία πού ἴδρυσε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός καί στά μυστήρια πού Ἐκεῖνος παρέδωκε.
Ἡ φράση «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν» σημαίνει: «ἐμπιστεύομαι τά πάντα στόν Θεό». Δηλ. δέν πρόκειται γιά ἀποδοχή μιᾶς ἰδεολογίας-φιλοσοφίας, ἀλλά γιά ἀποδοχή τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός εἶναι ἡ μοναδική Ἀλήθεια. Τό λέει καί ὁ Χριστός στό εὐαγγέλιο: «Ἐγώ εἰμί ἡ Ὁδός, ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή» (Ἰωάν. 19,6). Καί γιά νά μήν τό ξεχνᾶμε ποτέ αὐτό, τό «Πιστεύω» τό ἀπαγγέλομε ἐπίσημα στή μέση τῆς θείας Λειτουργίας. Πότε; Μετά τή Μεγάλη Εἴσοδο, ὁπότε τά δῶρα μεταφέρονται ἀπό τήν πρόθεση στήν ἁγία Τράπεζα. Καί λίγο πρίν ἀπό τόν καθαγιασμό τους: δηλαδή λίγο πρίν ἀπό τήν εὐλογία τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου νά γίνουν σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ. Γιατί τότε; Γιά νά φανῆ, τότε ὅτι ἡ ὀρθή πίστη εἶναι ἡ προϋπόθεση τοῦ ἁγιασμοῦ μας καί τῆς σωτηρίας μας.
Γιατί ὅμως, ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι δίνουμε τόση βαρύτητα στήν ὀρθή πίστη γιά τήν σωτηρία μας;
Ἐπειδή σωτηρία εἶναι ἡ ἐπανένωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό· ἡ ἀποκατάσταση καλῆς ἐπικοινωνίας μαζί Του. Στό ἔργο αὐτό μᾶς βοηθεῖ μόνο ὁ Χριστός. Κανένας ἄλλος. Οὔτε ἄγγελος. Οὔτε ἄνθρωπος. Γι’ αὐτό, καί ὅταν κάποτε οἱ Ἰουδαῖοι ρώτησαν τόν Χριστό:
-Τί πρέπει νά κάνουμε, γιά νά κάνουμε αὐτό πού θέλει ὁ Θεός;
Ὁ Κύριος ἀπάντησε:
-Νά πιστέψετε σέ Ἐκεῖνον πού Αὐτός σᾶς ἔστειλε (Ἰωάν. 6, 28-29).