Ἡ παραδοσιακὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας δέχεται ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι τὸ κατ’ ἐξοχὴν γραπτὸ κείμενο τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἔχει τὴν ἁρμόζουσα σημασία της μόνο στὴ ζωὴ καὶ ἐμπειρία τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, ὅτι δὲν εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο ἀπὸ μόνο του μπορεῖ νὰ ἀπομονωθεῖ ἀπὸ τὴν ὀργανική του συνάφεια μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα, στὴν ὁποία, γιὰ τὴν ὁποία καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία ὑπάρχει. Ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι τὸ βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ ἀπὸ μόνη της, χωρισμένη ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὴν ἔχουν γράψει καὶ ἑρμηνεύσει, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῶν ὁποίων οἱ ὁραματισμοὶ καὶ οἱ ἐνέργειες ἔχουν σὰν σκοπὸ νὰ ἐμπνέουν καὶ νὰ καθοδηγοῦν.
Μία καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ καθιερώθηκε σὰν ἡ γραφὴ τῆς Ἐκκλησίας, γίνεται ἡ κύρια γραπτὴ αὐθεντία ἐντός τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι ὑπὲρ ἤ χωριστὰ ἀπὸ αὐτή. Ὅλα στὴν Ἐκκλησία κρίνονται ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή. Τίποτε στὴν Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιπαραταχθεῖ σ’ αὐτή. Ὅλα στὴν Ἐκκλησία πρέπει νὰ εἶναι ἁγιογραφικὰ- γιατί ἡ Ἐκκλησία, γιὰ νὰ εἶναι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἐκφραστική τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἡ ἀκριβολογώντας περισσότερο, πρέπει νὰ εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου πιστὴ καὶ ἐκφραστικὴ ἐκείνης τῆς πραγματικότητας, τῆς ὁποίας ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι ἡ γραπτή της μαρτυρία.
Ἡ Ἁγἰα Γραφὴ ζεῖ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Εἶναι ἕνα οὐσιαστικὸ στοιχεῖο τῆς ὀργανικῆς ὁλότητας τῆς Ἐκκλησίας. Χωρὶς τὴν Ἐκκλησία δὲν θὰ ὑπῆρχε ἡ Ἁγία Γραφή. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἐπιλέξει καὶ θεσμοθετήσει μερικὰ γραπτὰ κείμενα – μερικὰ καὶ ὄχι ἄλλα -σὰν τὴν ἀληθινὴ ἔκφραση τῆς θείας ἀποκάλυψης, τὴν αὐθεντικὴ μαρτυρία τῆς θείας ἐμπειρίας της καὶ τοῦ δόγματος. Ἡ Ἐκκλησία ἀξιολογεῖ καὶ ἑρμηνεύει ἐκεῖνα τὰ γραπτὰ κείμενα ποὺ ἔχει ἐπιλέξει καὶ μὲ ἕνα συνειδητὸ τρόπο σὲ ἐκφράσεις διαφορετικοῦ βαθμοῦ διατύπωσης καὶ αὐθεντίας καὶ μ’ ἕνα περισσότερο «ζωντανὸ» καὶ μὲ ἕνα ὑποσυνείδητο τρόπο στὴν ἐπεκτεινόμενη της διδασκαλία, λατρεία καὶ ζωή.
Ἡ Ἐκκλησία δίνει στὴν Ἁγία Γραφὴ τὴ ζωή της σὰν βιβλίο. Τῆς δίνει τὴν ὑπαρξιακή της συνάφεια, σκοπὸ καὶ σημασία. Κάνει τὸ βιβλίο νὰ ἔρχεται ζωντανό. Τὸ νὰ ἀπομονωθεῖ ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀπὸ τὴ ζωτική της ἐκκλησιαστικὴ τοποθέτηση καὶ νὰ ἀναλυθεῖ ἔτσι ἀποκλειστικὰ σὰν κάτι ἀπομονωμένο, εἶναι σὰν οἱ ἔννοιες ποὺ περιλαμβάνει νὰ εἶναι σφραγισμένες μὲ τὰ καλύμματα, σὰν ἕνα αὐτο-ἐγκλωβισμένο καὶ αὐτο-ἐξαντλούμενο φαινόμενο, ποὺ μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ πλήρως καὶ νὰ ἀξιολογηθεῖ ἄμεσα ἀπὸ τὸν καθένα, σὲ μία αὐστηρὰ «κοσμικὴ» συνάφεια. Καὶ αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ θὰ βεβήλωνε τὸ βιβλίο καὶ θὰ ἔκανε ἀδύνατον νὰ διακριβωθεῖ ἀπόλυτα καὶ ὀρθὰ ἡ πλήρης σημασία του.
Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἡ Ἅγια Γοαφὴ εἶναι ἐντελῶς καὶ καθ’ ὁλοκληρία ἄχρηστη, ἐὰν διαβασθεῖ γιὰ παράδειγμα, σὰν «ζωντανὴ λογοτεχνία», ἡ ἀκόμα σὰν ἕνα «ἱερὸ βιβλίο» ἤ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσει ἄμεσα σὲ ἀνθρώπους ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν διαθήκη μὲ τὸ Θεό. Ἡ Ἁγία Γραφὴ μπορεῖ ὁπωσδήποτε νὰ διαβασθεῖ ἔξω ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁπωσδήποτε μπορεῖ νὰ φωτίσει καὶ νὰ ἐμπνεύσει ἀνθρώπους ποὺ δὲν εἶναι μέλη τῆς οἰκογένειας τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά, ἂν καὶ αὐτὴ εἶναι εὐτυχῶς ἡ περίπτωση, δὲν μπορεῖ ἀπὸ αὐτὴ νὰ ἐξαχθεῖ τὸ συμπέρασμα, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος ποὺ ἡ Ἁγία Γραφὴ πρέπει νὰ λειτουργεῖ ἐκπληρώνοντας τὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο γράφτηκε. Ἡ Ἁγία Γραφὴ συλλέχθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Καὶ ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ μόνη της δὲν μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ χωρὶς τὴν Ἁγία Γραφὴ• καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μὲ τὶς γραφὲς τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν παλαιὰ καὶ συνεχίζει νὰ ἐπεκτείνεται πρὸς τὴ βασιλεία μὲ τὰ ἅγια συγγράμματά της στὸ ἐπίκεντρο τοῦ δόγματος, τῆς λατρείας καὶ τῆς ζωῆς της.
Μετάφραση: ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ