Ἤσαν ψηλὲς καὶ λυγερὲς σὰν τὸ κυπαρίσσι, ὡραῖες σὰν τὴν Ἀφροδίτη, χαρούμενες καὶ γελαστὲς ὅπως θέλουν τὴν Ἁμαριλίδα. Καὶ εἶχαν τὰ αὐτὰ χαρακτηριστικά: Μεγάλα γαλανὰ μάτια μὲ μακριὲς βλεφαρίδες· χείλη λεπτὰ καὶ κόκκινα σὰν τὸ λουλούδι τῆς ροδιᾶς· μαλλιὰ χρυσὰ καὶ τόσο μακριὰ ποὺ ὅταν ἔπεφταν εἰς τὴν λίμνη ἐσκέπαζαν ὅλο της τὸ πρόσωπο σὰν χρυσοπλεγμένο δίχτυ.
Τὴν μία τὴν ἔλεγαν Ροδιὰ καὶ τὴν ἄλλη Τριανταφυλλιά.
Μίαν αὐγὴ ἀνοιξιάτικη κατέβηκαν εἰς τὴν λίμνη καὶ ἀφοῦ ἔβγαλαν τὰ πέπλα τους ἔπεσαν εἰς τὸ νερό, ποὺ μὲ ἀνατριχίλα καὶ αὐτὸ ἄρχισε νὰ γλείφει τὸ ἄσπρο τους κορμί.
– Εἶναι ἄλλη καλύτερη ἀπό μᾶς: ἐρώτησεν ἔξαφνα ἡ Ροδιὰ τὴν ἀδελφήν της.
– Εἶσαι καὶ σύ, εἶμαι κι ἐγώ· μὰ εἶναι κι ἡ Νεράιδα τῆς λίμνης ποὺ λέει: φέξε ἥλιε μου τί ἐγὼ θὰ φέξω.
– Καὶ εἶναι καλύτερη ἀπὸ μέ;
– Εἶναι, βέβαια.
-Αμή δέ… Σὰ θέλει ἂς ἔβγει καὶ θὰ ἰδοῦμε, εἶπε μὲ θυμὸ ἡ Ροδιά.
Ἀλλὰ δὲν ἐπρόφθασε νὰ τελειώσει τὸν λόγον της καὶ ἡ κοιλάδα ἐφωτίσθη ἀπὸ μαγικὴν λάμψιν. Μαῦρα ὡς ἄσφαλτος μαλλιὰ πλεγμένα κατὰ τὴν ἀρχαίαν ἑλληνικὴν συνήθειαν ἀπάνω σὲ κεφάλι κανονικὸ καὶ ἔπειτα πάγκαλον καὶ ἁπαλὸν στῆθος ἐφάνησαν ἐπάνω ἀπὸ τὸ νερό. Ἦτο ἡ Νεράιδα. Αἱ δύο ἀδελφαὶ ἔκλεισαν τὰ μάτια τους ἀπὸ τὴν λάμψιν.
-Ἰδές με, εἶπε στὴ Ροδιὰ ἡ Νεράιδα· εἶμαι καλύτερή σου;
– Εἶσαι, κυρά… εἶπεν ἐκείνη, τρέμουσα ὡς τὸ φυλλοκάλαμον.
– Τότε, θὰ σὲ πάρω στὸ παλάτι μου, νὰ γένεις δουλεύτρα μου. Θὰ σὲ κλείσω ἐκεῖ νὰ μαραθοῦν τὰ κάλλη σου καὶ νὰ μὴ καυχηθεῖς πιά.
Καὶ ἔσυρε μέσα εἰς τὴν λίμνη χωρὶς νὰ θέλει τὴν Ροδιάν.
Ὅταν ἔμεινε μόνη ἡ Τριανταφυλλιὰ ἔκλαιε καὶ δὲν ἤθελε νὰ ἀφήσει τὸ μέρος ὅπου ἐτάφη ζωντανὴ ἡ ἀδελφή της. Ἔφερε μελόπιτες ἀπὸ τὶς σπηλιὲς καὶ γάλα ἀπὸ τὰ γίδια καὶ ξανθὸ μαλλὶ ἀπὸ νεογέννητο ἀρνὶ καὶ τὰ ἔριξε εἰς τὴν λίμνην γιὰ νὰ μαλακώσει τὴν Νεράιδα. Ἀλλὰ δὲν κατόρθωνε τίποτα.
Κάποια ἡμέρα, ἐβαρέθηκε τὰ κλάματά της καὶ ἐβγῆκε ἡ Νεράιδα.
– Τί θέλεις ἐδῶ, Τριανταφυλλιά; τῆς εἶπε μὲ θυμό.
– Κυρά, εἶπεν ἐκείνη δειλά, δώσ᾿ μου τὴν ἀδερφή μου ἢ πάρε κι ἐμένα μαζί… Ἐκείνη δὲν ἔμαθε νὰ δουλεύει· εἶμαι καλύτερη δουλεύτρα ἐγώ».
– Δὲν σὲ θέλω ἐσένα. Ἂν θὲς τὴν ἀδερφή σου κόψε καὶ δώσ᾿ μου τὰ μαλλιά σου.
– Τὰ μαλλάκια μου; εἶπε μὲ ἀνατριχίλα ἡ Τριανταφυλλιά.
Δὲν ἐδίστασεν ὅμως, ἀλλ᾿ εὐθὺς ἔκοψε καὶ ἔριξεν εἰς τὴν λίμνην τὰ χρυσά της μαλλιά. Τότε ἐφάνη ἐπάνω ἀπὸ τὰ νερὰ ἕνα κλωνὶ ροδιᾶς· ἀλλὰ δὲν τὸν ἐπρόσεξε ἡ κόρη, γιατί περίμενε νὰ ἰδεῖ τὴν ἀδελφήν της. Καὶ ἄρχισε πάλι τὰ κλάματα.
Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐφάνη πάλιν ἡ Νεράιδα.
– Γιατί κλαῖς Τριανταφυλλιά; τῆς εἶπε, μὲ χαρούμενο γέλιο.
– Εἶσαι κακὴ καὶ σκληρή· ἡ ἀδερφή μου δὲν ἐφάνηκε πουθενά.
-Εφάνηκε, ἀλλὰ δὲν μπορεῖς νὰ τὴν γνωρίσεις… Δώσ᾿ μου τὰ μάτια σου καὶ θὰ τὴν ἀποκτήσεις.
-Ὤ! τὰ μάτια μου!… εἶπε μὲ πόνο ἡ κόρη.
– Δὲν θέλεις; εἶπεν ἡ Νεράιδα τότε… Καὶ ἐκινήθη νὰ φύγει.
– Ὤ, στάσου! στάσου! εἶπε μὲ δάκρυα καὶ δένουσα παρακλητικὰ τὰ χέρια ἡ κόρη. Δὲ θέλεις ἄλλο ἀπὸ τὰ μάτια μου; Ἔχει πολὺ χρυσάφι ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα μου, διαμάντια καὶ μπριλάντια ποὺ λάμπουν σὰν τὸν ἥλιο. θέλεις νὰ σοὺ φέρω ἀπὸ κεῖνα;
– Θέλω τὰ μάτια σου· μοῦ τὰ δίνεις; εἶπεν ἀπειλητικὰ ἡ Νεράιδα.
– Τὰ μάτια μου!… εἶπε μὲ φρίκην ἡ κόρη. Νά, πάρε κι αὐτὰ καὶ δώσ᾿ μου τὴν ἀδερφή μου… Ὁρκίσου ὅμως πὼς θὰ μοῦ τὴ δώσεις.
-Ορκίζομαι νὰ πεθάνω καὶ νὰ μὴ ξαναζήσω πιά. Τὰ χείλη μου νὰ σκεπάσουν τ᾿ ἀγριαγκάθια καὶ τὸ νερό μου νὰ γίνει βρομερό· εἶπεν ἡ Νεράιδα.
– Νὰ πεθάνεις καὶ νὰ μὴ ξαναζήσεις ποτέ. Τὰ χείλη σου νὰ σκεπάσουν τ᾿ ἀγριαγκάθια, καὶ τὸ νερό σου νὰ γίνει βρομερό· ξανάειπε ἡ Τριανταφυλλιά.
Καὶ μὲ τὴν ἄκρη τοῦ βούρλου «κέντησε τὰ μάτια της καὶ τὰ ἔχυσε μέσα εἰς τὴν λίμνην.
– Νὰ ἡ ἀδελφή σου, ἠκούσθη εὐθὺς ἡ φωνὴ τῆς Νεράιδας.
Ἡ δυστυχὴς τυφλή, ἀργοβατοῦσα καὶ σφάλλουσα, ἅπλωσε τὰ χέρια, ἀλλὰ μόνον ἀγκάθια ἔσφιγγεν εἰς τὰ στήθη της.
– Ὤ! δώσ᾿ μου την! ἔλεγε μὲ πόνον ψυχῆς-δώσ᾿ μου την…
– Σφίξε τὴν ἀγκαλιά σου καὶ θὰ τὴν εὔρεις, εἶπεν ἡ Νεράιδα.
Ἐκείνη ἕσφιξε πρόθυμα τὴν ἀγκαλιά της, ἀλλ᾿ ἀντὶ τὸ σῶμα τῆς ἀδελφῆς της, ἀγκάθια ροδιᾶς ἐνοίωσε νὰ τρυποῦν τὸ σῶμα της.
-Ω! μὲ γέλασες! εἶπε μὲ πόνον καὶ ἔπεσε κάτω λιπόθυμος.
Καὶ δὲν ἔνοιωσεν ὅτι ἡ ροδιὰ ποὺ ἀγκαλίαζε ἦτο ἡ μεταμορφωθεῖσα ἀδελφή της.
Ἡ Τριανταφυλλιὰ ὅταν συνῆλθε ἀργότερα, ἐσηκώθη καὶ ἠθέλησε νὰ βαδίσει, ἀλλὰ ἐσκόνταβε εἰς κάθε βῆμα… Ἔλειπαν τὰ γαλανὰ καὶ μαγευτικὰ μάτια της. Τὸ φῶς ἐκεῖνο, δίχως τοῦ ὁποίου καὶ ὁ ἥλιος χάνεται καὶ αὐτὴ ἡ θεία καὶ φεγγοβόλος στήλη θὰ καταντοῦσε περιττὴ εἰς τοὺς υἱούς, τοῦ Ἰσραήλ, εἶχε σβήσει δι᾿ αὐτήν.
– Μοῦ ἔλεγαν τὶς Νεράιδες κακὲς καὶ φθονερές· μὰ δὲν τὸ πίστευα τόσο!… Ἔκοψα τὰ μαλλιά μου, τὰ χρυσὰ μαλλιά μου καὶ τῆς τὰ ἔδωκα… Ἔπειτα τῆς ἔδωκα τὰ μάτια μου. «Τί μὲ μέλλει, ἔλεγα, ἀφοῦ θὰ μοῦ δώσει τὴν ἀδερφή μου; Ἐκείνη θὰ μὲ παίρνει ἀπὸ τὸ χέρι, θὰ μοῦ μιλεῖ, θὰ γελοῦμε μαζὶ καὶ θὰ τὰ λησμονῶ ὅλα» μὰ τώρα;
Ἄχ!… εἶπε, καὶ ἄρχισε τὰ δάκρυα.
Ἄκουσε τότε φωνὲς ἀνθρώπων καὶ γαυγίσματα σκύλων. Ἕνας ἄνθρωπος ἐπλησίαζε πρὸς αὐτήν· ἐμαζεύθη πίσω ἀπὸ τὰ βάτα ὅπως ἡ Ἄρτεμις πρὸ τῶν περιέργων βλεμμάτων τοῦ Ἀκταίωνος.
– Κόρη μου!… ἐφώναξεν ὁ ἄνθρωπος μόλις τὴν εἶδε.
– Πατέρα μου!… εἶπεν ἐκείνη εἰς τὴν φωνὴν καὶ ἔπεσε εἰς τὴν ἀγκαλιά του.
Ἀλήθεια ἦτο ὁ δύστυχος πατέρας, ποὺ εἶχεν ἔβγει εἰς ἀναζήτησιν τῶν θυγατέρων του.
Ὁ γέρος ἔμαθε τὰ πάντα. Ἐφώναξε τοὺς ὑπηρέτας του, ἀδείασαν τὴν λίμνην, καὶ εἰς τὸν πάτον αὐτῆς εὔραν μία πλάκα στακτιά.
-Από κάτω ἀπὸ αὐτὴν εἶναι ἡ κόρη μου, εἶπε καὶ διέταξε νὰ τὴν σηκώσουν.
Ἀλλὰ εἰς τὸ πρῶτον κτύπημα, φωνὴ τρομώδης ἠκούσθη. Οἱ ἐργᾶται ἐτράπησαν εἰς φυγήν. Ἡ λίμνη ἐγέμισε πάλι νερὸ καὶ μία φωνὴ γλυκεία, ἀλλὰ μελαγχολικὴ ἠκούσθη νὰ λέγει.
– Τοῦ κάκου ζητεῖς νὰ μὲ σώσεις, πατέρα… Πάρε τὴν ἄλλη σου κόρη καὶ φύγε… Ἐδῶ εἶναι τόπος κακός. Μὴ θελήσεις νὰ βγάλεις τὴν πλάκα, γιατί ἀμέσως θὰ πηδήσει νερὸ ποὺ θὰ πνίξει τὸν κόσμο… Δὲν εἶναι σωστὸ γιὰ μία ψυχὴ ὅσο ἀγαπητὴ κι ἂν εἶναι, νὰ θυσιάζει κανεὶς τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων…
Ἡ φωνὴ ἐσιώπησεν. Ὁ γέροντας καὶ ἡ τυφλὴ ἐκυριεύθησαν ἀπὸ φρίκην, ἔφυγαν μακριά. Ὁ γέροντας θλιμμένος ἔφερε τὴν τυφλὴν θυγατέρα του εἰς τὸν πύργον καὶ ἔμεινεν ἡ κοιλάδα ἥσυχη καὶ ἡ Ροδιὰ δίχως τὴν ἀδελφήν της…
Ἀλλὰ ἡ τυφλὴ δὲν θέλει νὰ λησμονήσει. Ὅπως ὁ Ἀλφειὸς τὴν Ἀρέθουσαν, ὁ Πᾶν τὴν Σύριγγα, ὁ Ὠρίων τὰς Πλειάδας καὶ ἡ Γῆ τὸν Οὐρανόν, ἔτσι καὶ αὐτὴ ποθεῖ τὸ μέρος ὅπου ἡ ἀδελφή της μένει κλεισμένη. Κάποτε ἐξέφυγε ἀπὸ τοὺς φύλακάς της κατέβηκε εἰς τὸν κῆπον καὶ τρέχει ἐκεῖ ποὺ εἶχαν φυτεύσει μὲ τὴν ἀδελφήν της μίαν ροδιάν. Ἔκοψε ἕνα μικρὸ κλωνάρι πιστεύουσα ὅτι τοῦτο, ἐπειδὴ ἀπὸ ἐκείνην ἐφυτεύθη, θὰ ὠδήγει τὰ βήματά της, ὅπως ὁ χρυσοφυλλος κλάδος τὸν Αἰνείαν εἰς τὰ δάση τοῦ Ἀόρνου, καὶ θὰ ἀντικαθίστα τὰ σβησμένα μάτια της πρὸς ἀνεύρεσιν τῆς Ροδιᾶς. Καὶ τώρα κρατοῦσα αὐτὸ εἰς τὸ ἀριστερὸν χέρι, καὶ εἰς τὸ δεξιὸν ὀζώδη ράβδον καὶ ἀκολουθούμενη ὑπὸ μικρᾶς λευκομάλλου ἐλάφου, ἐπέρα βραδυποροῦσα φάραγκας καὶ δρυμούς, διευθυνομένη πρὸς τὸ μέρος ὅπου ἤλπιζεν ὅτι ἦτο ἡ ἀδελφή της.
Μετὰ καιρὸν ἔφθασεν εἰς μέρος ὅπου ὁ Πηνειὸς ἐκύλιε μὲ πάταγον τὰ ψυχρὰ καὶ θολὰ νερά του, ἀνάμεσα εἰς πέτρες καὶ κορμοὺς δένδρων.
Δὲν ἐδίστασεν. Καθόλου δὲν τὴν τρομάζει ὁ βρόντος τῶν νερῶν. Ἔκραξε τὴν πιστήν της ἔλαφον καὶ καθίσασα ἐπάνω της, πέφτει εἰς τὸν ποταμόν. Ἀλλὰ τὸ ρεῦμα εἶναι ὁρμητικόν· ἡ ἔλαφος ἀγωνίζεται, φθάνει εἰς τὸ μέσον, καὶ μόνον τὸ μικρὸν καὶ ὡραῖον κεφάλι τῆς φαίνεται ἀπάνω ἀπὸ τὰ νερά. Ὁ ἄνεμος φουσκώνει τὰ φορέματα τῆς τυφλῆς, σκορπίζει τοὺς ἀναπτυχθέντας χρυσοὺς βοστρύχους της καὶ ἐκεῖνοι ραπίζουν ἐλαφρὰ τὸ ὠχρόν, πλὴν γαλήνιον πρόσωπόν της. Εἰς τὰ χείλη της ποὺ ἔχουν τὸ χρῶμα μαραμένου κρίνου κάθηται πικρία, τὰ βλέφαρά της κινοῦνται, ὡς νὰ θέλουν νὰ δείξουν εἰς αὐτὴν τὸν κίνδυνον. Ἔχει σταυρωμένα εἰς τὸ στῆθος τὰ χέρια καὶ εἰς τὸ ἕνα κρατεῖ τὴν ροδιάν, μόνην της ἐλπίδα. Φαντάζεται τὴν ἔκτασιν, τὸν ποταμὸν ποὺ περνᾶ, τὰ χαλίκια καὶ τὰς ὄχθας του καὶ τὰς ἰτέας, ἀλλὰ γνωρίζει ὅτι δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἴδει, καὶ κρατεῖ τὴν κεφαλὴν τῆς ἴσα πρὸς τὸ μέρος ὅπου ἡ ἔλαφος διευθύνεται.
Ὁ Πηνειός, νομίσας αὐτὴν ὡς τὴν ἀγαπητήν του νύμφην Κρέουσαν, κρατεῖ τὸ ρεῦμα του καὶ ἡ ἔλαφος ἀποθέτει εἰς τὴν ὄχθην τὴν τυφλήν. Σηκώνεται ἐκείνη καὶ ἐξακολουθεῖ, μέσα ἀπὸ ἀγκάθια καὶ τριβόλους, τὸν δρόμον της· βάτα ξεσχίζουν τὰ φορέματά της καὶ τὰ ἀγκάθια τοὺς πόδας της, ἀλλὰ ἀδιαφορεῖ.
– Ὤ! ἂν εἶχα τὰ μάτια μου! λέγει. Καὶ σπεύδει, σπεύδει ἐκεῖ, ὅπου ταχύτερος ἔχει φθάσει ὁ λογισμός της.
Σὲ λιγάκι ἀκούει κοντὰ εἰς τὰ πόδια τῆς ἄλλα νερὰ ὀρμητικῶς θραυόμενα, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ γλυκείαν φωνήν, περιπαθῶς ψάλλουσαν ἕνα ἀπελπιστικὸ τραγούδι, ὅπως τὸ τραγούδι ἰσοβίου καταδίκου:
Ὁ ἥλιος ἔσβησε,
Πᾶν τὰ λουλούδια,
Φύγαν τὰ ὄνειρα,
Χαρές, τραγούδια·
Ἡ γῆ σκοτεινίασε,
Χάθη τ᾿ ἀηδόνι,
Βοριὰς ἐχύμηξε,
Πλακώνει χιόνι…
Νιάτα περήφανα,
Περίσσια κάλλη
Ὅλα χαθήκανε…
Ἀνεμοζάλη,
Τὰ πῆρε κι ἔφυγε…
Ἄχ! ἔλα, Χάρε,
Κι ἐμὲ τὴν ἄμοιρη,
Μαζί σου πάρε…
Ἐγνώρισε τὴν φωνὴν τῆς ἀδελφῆς της καὶ συγκινημένη καὶ κατάκοπος ἀπὸ τὴν ὁδοιπορίαν ἐκάθισε κοντὰ εἰς τὴν ρίζαν πολυφύλλου πλατάνου.
– Ὢ ἀδερφή μου, ποῦ εἶσαι; ἔλεγε ἡ Ροδιά. Μὲ ἄφησες λοιπὸν καὶ σύ!… Ὅταν ἤμεθα μικραί, ἐσύναζα τὰ λουλουδάκια κι ἔπλεκα μὲ αὐτὰ τὰ μαλλιά σου… Σοὺ ἔφερνα νεράκι κρύο ἀπὸ τὴν πηγὴ καὶ τὴν πρωτομαγιάτικη δροσιὰ γιὰ νὰ νίβεις τὸ πρόσωπό σου… Τώρα μὲ λησμόνησες… Ἄχ! μὲ λησμόνησες καὶ σύ!…
Ἡ τυφλὴ ἠθέλησε ν᾿ ἀπαντήσει, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθη. Ἐσηκώθη τότε καὶ ἠθέλησε νὰ περάσει τὸν ποταμόν· ἀλλὰ μόλις ἐπροχώρησεν ὀλίγον εἰς τὸ νερὸ ἐφοβήθη καὶ ἐβγῆκε.
Ἀλλὰ ἡ φωνὴ τῆς Ροδιᾶς ἠκούσθη πάλιν.
– Μὴ φοβεῖσαι τὸ νερό, ἀδερφή μου. Θὰ γνωρισθοῦμε ἀπὸ τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς μας. Ἔλα· ἐσὺ μὲ τὴν ἀγκαλιά σου θὰ μοῦ δώσεις ζωὴ κι ἐγὼ μὲ τὰ φιλήματά μου τὰ μάτια σου.
– Δὲν θέλω τὰ μάτια μου, φθάνει νὰ σὲ ἀποκτήσω· εἶπεν ἡ τυφλή.
Καὶ ἐρίφθη ἀσυλλόγιστα εἰς τὸ νερό.
Ἀλλὰ τὸ ρεματάκι ποὺ τώρα μόλις κυλᾶ κάτω ἀπὸ τὰ χόρτα, τότε ἐχύνετο μὲ ὁρμὴν καὶ μανίαν. Ἡ τυφλὴ σηκώνει ψηλὰ τὰ χέρια γιὰ νὰ ζητήσει βοήθειαν· ἀλλ᾿ οὔτε ἡ καλλίσφυρος Λευκοθέα ἔριξεν εἰς αὐτὴν τὸν πέπλον της, οὔτε κανένα δένδρον ἔγειρε τὰ κλαδιά του, γιὰ νὰ πιαθεῖ καὶ νὰ σωθεῖ.
Ἐπνίγη. Καὶ τὰ καλάμια εἰς τὴν ὄχθην ἄρχισαν πάλιν τοὺς θρήνους τῶν καὶ ὁ νυκτοκόρακας ἠκούσθη ἐπάνω εἰς τὸ κυπαρίσσι.
Τὴν ἄλλην ἡμέραν μικρὴ τριανταφυλλιὰ ἐφάνη κοντὰ εἰς τὴν ρίζαν τοῦ πλατάνου. Παρεκάλεσεν αὐτὸν νὰ τὴν πάρει εἰς τὸ ψήλωμά του καὶ αὐτὸς ἔγειρε καὶ ἐσκάλωσε εἰς τὸν κορμόν του ἡ τριανταφυλλιά. Ἀλλὰ ὅλο καὶ ἐστέναζεν.
– Τί ἔχεις τριανταφυλλιά μου; τὴν ἐρώτησε κάποτε ὁ πλάτανος.
– Ἐκεῖ εἰς τὴν ἀντικρινὴ ὄχθη, εἶναι ἡ ἀδελφή μου. Ὁ ποταμὸς μὲ ἐμπόδισε νὰ τὴν ἰδῶ ὅταν ἐζοῦσα. Τώρα ἀδύνατη δὲν μπορῶ νὰ τὴν φτάσω καὶ νὰ τὴν φιλήσω, καθὼς πρῶτα· εἶπε μὲ στεναγμόν.
Ὁ πλάτανος ἐσυγκινήθηκε· ἅπλωσε ἕνα του κλαδί, ἔκαμε τόξον ἀπάνω ἀπὸ τὸ νερό, ἐτυλίχθη ἐκεῖ ἡ τριανταφυλλιὰ καὶ ἔπειτα ἔσκυψε τὸ κλωνάρι της, ἀκριβῶς ἀπάνω ἀπὸ τὴν ροδιά. Ὅταν ὁ ἄνεμος φυσήξει ταλαντεύει τὸ κλωνάρι τῆς τριανταφυλλιᾶς καὶ ἡ ἄκρη της φιλεῖ τὴν ροδιὰν τρυφερά. Τότε τὰ καλάμια συρίζουν ἡδονικά, τὰ πουλιὰ γλυκοκελαδοῦν, τὰ φυτὰ στολίζονται μὲ τὰ εὐωδέστερα ἄνθη, τὸ ρυάκι κελαρύζει, καὶ αἱ δύο ἀδελφαὶ ἀνταλλάσουν τὰ ἄνθη τῶν καὶ δὲν παύουν νὰ ψιθυρίζουν τὸν ὅρκον τῆς Νεράιδας.
– Νὰ πεθάνεις καὶ νὰ μὴ ξαναζήσεις ποτέ. Τὰ χείλη σου νὰ σκεπάσουν τ᾿ ἀγριαγκάθια καὶ τὸ νερό σου νὰ γίνει βρομερό.
Καὶ ἀληθινά. Ἀπὸ τότε τὸ νερὸ τῆς λίμνης ἐβρόμισε καὶ τὰ βοῦρλα ἐσκέπασαν τὸ πρόσωπό της.