Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἡ προσήλωση στήν ἀσφάλεια καί στήν τελειότητα πού δίνει τό γεωμετρικό σχῆμα ἦταν στήν ἀρχαϊκή τέχνη καί ἐξωτερικά φανερή, τό γεωμετρικό σχῆμα ἦταν σάν πλαίσιο τῆς μορφῆς, περισσότερο ἤ λιγώτερο φανερό, πού ἐξασφάλιζε τή μονιμότητά της· τώρα τό γεωμετρικό σχῆμα γίνεται —νά ποῦμε ἔτσι— μόνο ἐσωτερικός σκελετός, πού ἔχει, βέβαια, συνέπειες καί στήν ἐξωτερική ἐμφάνιση τῆς μορφῆς, προπάντων ὅμως τῆς δίνει τήν ἀπαραίτητη ἐκείνη ἐσωτερική ἀσφάλεια γιά νά κινηθεῖ ἤ νά σταθεῖ μέ ἐλευθερία καί ἄνεση.

  • !

    Ἀκριβῶς ἕνα ἀπό τά εὐκολώτερα ἀντιληπτά διακριτικά γνωρίσματα τοῦ ἀρχαϊκοῦ καί τοῦ κλασσικοῦ εἶναι ἡ στάση: ἡ ἀρχαϊκή στάση εἶναι ἀκριβοδίκαιη ἰσορρόπηση καί σχεδόν ἴσος ὁ καταμερισμός τοῦ βάρους τοῦ σώματος καί στά δύο πόδια (κοῦρος)· ἡ κλασσική στάση εἶναι ἡ ἄνετη σχέση τοῦ βάρους μέ τό ἀντίβαρο, ἡ νέα αἴσθηση ὅτι ἡ ἰσορρόπηση πετυχαίνεται ὄχι μόνο μέ τό ἀκριβοδίκαιο ἴσιο μοίρασμα τοῦ βάρους ἀλλά καί μέ τή μετατόπιση τοῦ βάρους, μέ τό γεγονός ὅτι ὅταν τό περισσότερο βάρος πέσει σέ ἕνα μέρος τοῦ σώματος τό ἄλλο μέρος ἀλαφρώνει καί σηκώνεται. Ἡ ἀρχαϊκή στάση εἶναι ἰσόρροπη, τήν κλασσική μποροῦμε νά τήν ὀνομάσομε ἀντίρροπη ἤ ἀμφίρροπη: εἶναι αὐτό πού οἱ καλλιτέχνες τῆς Ἰταλικῆς Ἀναγέννησης ὀνόμασαν κοντραπόστο.

  • !

    Οἱ μορφικές μεταβολές, δηλαδή: ἡ κρυμμένη ἁρμογή — ἡ μεταμόρφωση τοῦ γεωμετρικοῦ πλαισίου σέ ἐσωτερικό σκελετό — ἡ ἀντίρροπη στάση (κοντραπόστο) — ἡ προοπτική — ἡ συγκέντρωση καί ἡ ὁλομέρεια — ὅλες αὐτές οἱ μεταβολές, πού σημαίνουν ριζική ἀνανέωση τῆς τέχνης καί χαρακτηρίζουν τόν κλασσικό ρυθμό, ἐκφράζουν μία ψυχικότητα πολύ διαφορετική ἀπό τήν ἀρχαϊκή.

  • !

    Ἡ ἀρχαϊκή τέχνη μέ τό ὁλόδροσο ἐξωτερικό της δίνει τήν ἐντύπωση, ὅτι μ’ αὐτήν ἐκφράζεται μιὰ χαρούμενη αὐτοπεποίθηση, μιὰ αὐθόρμητη καί ἀκλόνητη βεβαιότητα, ὅτι τό ἔνστικτο ἐξωτερικεύεται ἀδέσμευτο. Τήν ἔκφραση τῆς ἀρχαϊκῆς τέχνης, ἀκόμη καί σέ σκληρές σκηνές, μποροῦμε νά τήν ὀνομάσομε εὐθυμία = καλή καρδιά, ἀνοιχτή καρδιά. Ἀντίκρυ σ’ αὐτήν ἡ κατεξοχήν κλασσική ἔκφραση εἶναι ἡ βαρυθυμία: μία σοβαρότητα ἐνσυνείδητη καί κυριαρχημένη ἀπό τόν ἄνθρωπο, ὄχι ἐξουθενωτική. Σάμπως τώρα μόνο νά γεύονται οἱ ἄνθρωποι τόν καρπό τῆς γνώσης, σκύβουν συλλογισμένοι στό βάθος τοῦ ἑαυτοῦ τους καί τοῦ κόσμου, γνωρίζουν τίς ἀντίρροπες δυνάμεις καί τήν ἀντίφαση, τήν ὕπαρξη μιᾶς δυνατῆς μοίρας δηλαδή: μιᾶς κάποιας ἀνώτερης τάξης τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου, πού βάζει σύνορα στόν ἄνθρωπο, καί γίνονται μονομιᾶς σοβαροί· ἀλλά τή μοῖρα αὐτή τήν καταφάσκουν καί τή δέχονται, θαρρεῖς καί τή διάλεξαν μοναχοί τους.

  • !

    Ἡ τραγική ἀντίληψη τῆς ζωῆς εἶναι ὁ δημιουργός τῆς κλασσικῆς τέχνης — χωρίς αὐτήν δέν ὑπάρχει πουθενά καί ποτέ κλασσική τέχνη.

Γνωρίσματα καὶ χαρακτῆρες τὴς κλασσικῆς τέχνης

Θά ἤθελα ὕστερα νά δικαιολογήσω καί νά ἐξηγήσω σύντομα τό θέμα μου. Δύο ἦταν οἱ λόγοι πού μ\’ ἔκαμαν νά προτιμήσω γιά θέμα «τά γνωρίσματα καί τό χαρακτῆρα τῆς κλασσικῆς τέχνης τῶν Ἑλλήνων» — ἕνας ἐπίκαιρος καί ἕνας μονιμώτερος.

1. Ὁ ἐπίκαιρος — ἤ πιό σωστά, καθώς θά ἰδεῖτε, ἕνας λόγος ἀντίστροφα ἐπίκαιρος: μέ ἄλλα λόγια, ἐδιάλεξα νά μιλήσω γιά τήν κλασσική τέχνη ἀκριβῶς ἐπειδή ἡ κλασσική τέχνη δέν εἶναι σήμερα τῆς μόδας, εἶναι τέχνη ἀνεπίκαιρη. Γι\’ αὐτό ἔχουν ἀποκρυσταλλωθῆ γύρω της ἄπειρες καί ριζικές παρεξηγήσεις. Πρίν ἀπό 35-40 χρόνια ἐβρισκόμαστε στήν ἀνάγκη νά ὑπερασπίζομε ὄχι τήν κλασσική ἀλλά τήν ἀρχαϊκή ἑλληνική τέχνη, δηλαδή τήν περίοδο πού τελειώνει μέ τούς Περσικούς πολέμους· τήν ὑπερασπίζαμε τότε ἐναντίον ἐκείνων πού εἶχαν τό μάτι τους γυρισμένο πάντα στήν κλασσική τέχνη καί ἔβρισκαν, ὅτι ἡ ἀρχαϊκή ἦταν ἐνδιαφέρουσα μόνο καί μόνο ἐπειδή προετοίμαζε τήν κλασσική τελειότητα, ὅπως ἔλεγαν, ἤ ἔβλεπαν στήν ἀρχαϊκή τέχνη μόνο τή χάρη πού ἔχει κάθε τι ἄγουρο καί ἀδέξιο. Σ\’ αὐτούς τούς μονόπλευρους θαυμαστές τῆς κλασσικῆς ἑλληνικῆς τέχνης ἤμαστε τότε ὑποχρεωμένοι νά τονίζομε ὅτι: ἡ ἀρχαϊκή τέχνη εἶναι ἀξία θετική καί αὐθύπαρκτη, πού δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό κανένα συμπλήρωμα καί καμμιά συνέχεια· ἀκόμη καί ἄν γιά ἕναν ὁποιοδήποτε ἐξωτερικό λόγο εἶχε συμβῆ νά κοπῆ ἡ ἑλληνική ἱστορία στούς Περσικούς πολέμους καί δέν εἶχε διαδεχθῆ τήν ἀρχαϊκή περίοδο ἡ κλασσική, καί πάλι ἡ ἀρχαϊκή τέχνη δέν θά ἔπαυε νά εἶναι μία ἀπό τίς πιό λαμπρές καί πιό θετικές καλλιτεχνικές δημιουργίες ὄχι μόνο στήν ἀρχαία ἀλλά καί στήν παγκόσμια τέχνη.

Δέν εἶναι ὅμως λιγώτερο παράξενο, ὅταν σήμερα εἴμαστε ὑποχρεωμένοι πολλές φορές νά ὑπερασπίζομε ἀντίθετα: τήν κλασσική τέχνη ἐναντίον τῶν τυφλῶν θαυμαστῶν τοῦ πρωτογόνου καί τοῦ πρωτογονισμοῦ στήν τέχνη (primitivisrue), οἱ ὁποῖοι γι\’ αὐτόν καί μόνο τό λόγο βάζουν τήν ἀρχαϊκή τέχνη πολύ ψηλότερα ἀπό τήν κλασσική ἤ καί σβήνουν τήν κλασσική ὁλότελα: τά αἰσθητήρια τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων ἔχουν τόσο πολύ χορταστικά ἀμβλυνθῆ, ἀπό ποικίλους ἐρεθισμούς, ὥστε αἰσθητική συγκέντρωση μποροῦν νά δεχτοῦν μόνο ἀπό ἔντονες καί ὠμές ἐξωτερικεύσεις, ὅπως τίς βλέπομε στά πρώιμα στάδια τῆς τέχνης· γι\’ αὐτό πολλοί ἀπό τούς σημερινούς τεχνοκρίτες βρίσκουν ὅτι τά μέσα τῆς κλασσικῆς τέχνης, πού εἶναι περισσότερο διακριτικά καί περισσότερο συνειδητά, εἶναι ψυχρά. Ἄν κατηγοροῦσαν ὄχι ὁλόκληρη τήν κλασσική περίοδο συλλήβδην, ἀλλά τό ἕνα ἡ τό ἄλλο κλασσικό ἔργο ὡς κατώτερο, θά μποροῦσαν νά ἔχουν δίκιο, ἀλλά τότε πρέπει πρῶτα νά ἀποδείξουν ὅτι τό ἔργο αὐτό εἶναι κατώτερο στήν καλλιτεχνική ποιότητα· γιατί, ὅπως δέν εἶναι βέβαια ἀρκετό νά ἀνήκει ἕνα ἔργο στήν κλασσική τεχνοτροπία γιά νά εἶναι ἄρτιο καλλιτέχνημα, ἔτσι καί ἀντίστροφα: σέ καμμιά περίπτωση δέν μπορεῖ τό ἔργο νά εἶναι κατώτερο ἡ ἀδιάφορο μόνο καί μόνο ἐπειδή εἶναι κλασσικό.

Εὐτύχημα εἶναι ὅτι οἱ περισσότεροι ἀπό τούς σημερινούς καλλιτέχνες, ὄχι τούς ἀκαδημαϊκούς, ἀλλά τούς τολμηρούς καί ἀληθινά δημιουργικούς, ἀναγνωρίζουν ἀμέσως καί παραδέχονται τήν ποιότητα ἑνός ἔργου παντοῦ ὅπου τή συναντήσουν, χωρίς νά σκοτίζονται σέ ποιό εἶδος τέχνης ἀνήκει. Ὁ ἴδιος ὁ Picasso ἔχει φανερώσει συχνά μέ τά ἔργα του πόσο συγκινεῖται ἀπό τίς πλούσιες ἀξίες τῆς γραμμῆς τοῦ κλασσικοῦ ἑλληνικοῦ σχεδίου.

Θά ἤθελα ἀκόμα νά θυμίσω, ὅτι μιὰ ἀπό τίς πιό ἀξιανάγνωστες μελέτες γιά τό «τί εἶναι τό κλασσικό» τήν ἔχει γράψει ὁ ξακουστός γιά τά καινούργια ἐκφραστικά του μέσα Ἄγγλος ποιητής Τ. S. Eliot, πού εἶναι γνήσιος ποιητής.

2. Ἐρχόμαστε τώρα στό δεύτερο λόγο πού μ\’ ἔκαμε νά προτιμήσω τό ἀποψινό θέμα. Αὐτός δέν ἔχει σχέση μέ τά περιστατικά τοῦ καιροῦ μας, ἀλλά ἔχει μόνιμη σημασία. Ὁ λόγος αὐτός εἶναι, ὅτι τό οὐσιαστικώτερο ἴσως χαρακτηριστικό τῆς ἑλληνικῆς τέχνης, ἐκεῖνο πού τήν ξεχωρίζει ἀπ\’ ὅλες τίς ἄλλες ἀρχαῖες τέχνες τῆς γύρω Ἀνατολῆς (Αἰγύπτου, Μεσοποταμίας, Φοινίκης κλπ.), εἶναι ἀκριβῶς ἡ κλασσική μορφή, αὐτό καθ\’ ἑαυτό τό γεγονός ὅτι ἡ ἑλληνική τέχνη ἔφθασε σέ κλασσική καθόλου· καί ὅτι ἀκριβῶς μέ τήν κλασσική της μορφή ἡ ἑλληνική τέχνη ἔκαμε ὥστε ν\’ ἀλλάξει ριζικά πορεία ὁλόκληρη ἡ κατοπινή ἐξέλιξη τῆς τέχνης.

Βέβαια, καί στήν ἀρχαϊκή περίοδο ἡ ἑλληνική τέχνη ἔχει ἐντελῶς δική της φυσιογνωμία ἀσύγχυτη μέ ὁποιαδήποτε ἄλλη: ἐκείνη ἡ δραστική καί ἄγρυπνη ἡ χαμογελαστή ἔκφραση πού ξεχωρίζει τίς τεντωμένες ἀρχαϊκές ἑλληνικές μορφές ἀπό τίς αἰγυπτιακές π.χ. —ὅσο καί ἄν ἐξωτερικά μοιάζουν— εἶναι ἔκφραση πνεύματος πού ἔχει τήν τόλμη νά μετριέται μέ τά γύρω του. Ἀπό τήν τέχνη τῶν γεωμετρικῶν χρόνων κιόλας, δηλαδή τῶν χρόνων τοῦ Ὁμήρου, αἰσθανόμαστε ὅτι, ἐκεῖνο πού ἔλεγαν στίς ἀρχές τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου οἱ Κορίνθιοι γιά τούς Ἀθηναίους, σέ κάποιο ἀνώτερο ἐπίπεδο, εἶναι γιά ὅλους τους Ἕλληνες σωστό, δηλαδή ὅτι «εἶναι γεννημένοι γιά νά μήν ἔχουν οὔτε οἱ ἴδιοι ἡσυχία οὔτε τούς ἄλλους ἀνθρώπους ν\’ ἀφήνουν στήν ἡσυχία» (Θουκυδ. I 70). Αὐτό τό ἐνεργητικό, τό ἀνήσυχο καί δραματικό πνεῦμα, αὐτό εἶναι πού ἔφερε μέ ἀναγκαιότητα στή γένεση τῆς κλασσικῆς τέχνης.

Στήν ἀρχαϊκή περίοδο, ὅπως εἴπαμε, ὁ δρόμος τῆς ἑλληνικῆς τέχνης εἶναι, βέβαια, διαφορετικός ἀπό τό δρόμο τῶν ἀνατολικῶν, πηγαίνει ὅμως ὡστόσο παράλληλα μέ αὐτές —δέν ἔχει ἄλλη κατεύθυνση— γι\’ αὐτό καί οἱ ἐξωτερικές ὁμοιότητες. Ἀλλά τό βαρυσήμαντο γεγονός εἶναι ὅτι οἱ ἀνατολικές τέχνες ἔζησαν ὡς τό τέλος καί ἔσβησαν ὅλες ὡς ἀρχαϊκές· μόνη ἡ ἑλληνική ἔφτασε σέ κλασσική μορφή, ἐδημιούργησε τήν κλασσικότητα. Αὐτό σημαίνει ὅτι, ἄν μιλήσομε γιά τήν ἑλληνική κλασσικότητα, πραγματικά ἀγγίζομε τή βαθύτερη οὐσία τῆς ἑλληνικῆς τέχνης γενικά.

Τί ἐννοοῦμε ὅμως μέ τόν ὅρο «κλασσικός», «κλασσικότητα»; Γιά νά συνεννοηθοῦμε πρέπει πρῶτα-πρῶτα νά ξεχωρίσαμε αὐστηρά τό γνήσιο κλασσικό ἀπό τή μίμηση τοῦ κλασσικοῦ, τό «κλασσικό» ἔργο ἀπό τό «κλασσικιστικό», τήν «κλασσικότητα» ἀπό τόν «κλασσικισμό». Ἀλλιῶς, ἡ σύγχυση ἀνάμεσα στά δύο αὐτά πολύ διαφορετικά πράγματα δημιουργεῖ τά σοβαρώτερα ψυχικά ἐμπόδια στό νά καταλάβομε καί νά δεχτοῦμε τό μήνυμα τῆς γνήσιας κλασσικῆς τέχνης.

Δύο φορές ὡς τώρα ἐγνώρισε ἡ ἱστορία τῆς τέχνης τόν καθαυτό κλασσικισμό: στήν ἀρχαιότητα, στόν 2ο αἰώνα μ.Χ., στά χρόνια τοῦ Ἀδριανοῦ, κ\’ ἔπειτα, στούς νεώτερους χρόνους, ἀπό τά 1800 καί δῶθε· καί ὁ ἀρχαῖος καί ὁ νεώτερος κλασσικισμός εἶναι ἡ νοσταλγία τοῦ κλασσικοῦ· ὁ κλασσικισμός εἶναι εἰλικρινής στόν ἐνθουσιασμό του καί ξανάφερε βέβαια στή συνείδηση τῶν ἀνθρώπων τήν ἀξία τῆς κλασσικῆς τέχνης — ἀπόδειξε ὅμως ταυτόχρονα, ὅτι δέν εἶναι στό χέρι μας νά γινόμαστε ὅποτε θέλομε κλασσικοί. Ξαναεῖδε μερικές μόνο ἀπό τίς ἀρετές τῆς γνήσιας κλασσικῆς τέχνης, προπάντων τήν «εὐγενική ἁπλότητα καί τό ἤρεμο μεγαλεῖο», καί θέλει νά τίς κάμει δικές του· τό διανοητικό ὅμως στοιχεῖο ὑπερέχει τόσο, ὥστε κάθε κλασσικισμός ὑποφέρει ἀπό ἀθεράπευτη ὑποθερμία — καί αὐτό εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀντίθεσή του μέ τή γνήσια κλασσική τέχνη πού εἶναι θερμότατη.

Τό κλασσικιστικό ρεῦμα εἶναι ἀντίδραση ἐναντίον τοῦ ἀρχαίου καί τοῦ νεωτέρου μπαρόκ, πού οἱ ἄνθρωποι σέ κάποια στιγμή τό αἰσθάνονται σάν κουφωμένο πιά χωρίς ψυχικό περιεχόμενο, σάν ἐξωτερική πόζα· ἐνῶ ἀντίθετα ἡ γνήσια κλασσική τέχνη, καί στά χρόνια του Παρθενῶνος καί στά χρόνια τῆς Ἀναγέννησης, εἶναι καρπός εὐφορίας ψυχικῆς καί πνευματικῆς· μέσα στόν καρπόν αὐτόν ἔχουν δεθῆ ὅλοι οἱ πλούσιοι χυμοί τῆς ἀρχαϊκῆς δημιουργίας· καί ἀκόμη, καθώς θά δοῦμε, προϋπόθεση τῆς κλασσικῆς τέχνης εἶναι ἡ τραγική ἀντίληψη τῆς ζωῆς, πού τήν εἶχε προετοιμάσει ἡ ἀρχαϊκή ἐποχή. Ἔκαμε ὅμως καί κάποιο ἄλλο κακό ὁ κλασσικισμός: μέ τό νά ὑψώσει τήν κλασσική τέχνη σέ ὑπόδειγμα καί πρότυπο, σέ ἀπόλυτη ἰδέα, τῆς ἀφαίρεσε τήν ἀνθρωπιά, τή ζέστα, τό κόκκινο χρῶμα τῆς ζωῆς, τήν ἔβγαλε —σάν νά ποῦμε— ἀπό τό φῶς τοῦ ἥλιου καί τήν ἔφερε στό φῶς τοῦ φεγγαριοῦ — ἀλλά τό φεγγάρι, καθώς ξέρετε, εἶναι φιλικό καί γιά τά φαντάσματα: ἕνα φάντασμα τῆς κλασσικῆς τέχνης ἀγαπάει ὁ κλασσικισμός.

Ἐδῶ δέν μεταχειριζόμαστε τόν ὅρο «κλασσική τέχνη» μέ τή σημασία τῆς ἀπόλυτης ἀξίας, μέ τή σημασία τοῦ ὑποδειγματικοῦ, τῆς ἀπόλυτης «ἰδέας». Στήν ἱστορία τῆς τέχνης —καί αὐτό κάνομε ἀπόψε — ὅλοι οἱ ἀνάλογοι ὅροι ἔχουν χάσει σιγά-σιγά τήν ἔννοια τῆς ἀξίας ἤ τῆς ἀπαξίας. Ἔτσι π.χ. ὁ ὅρος γοτθική τέχνη, ἔχασε πολύν καιρό τώρα, τή σημασία τῆς «τέχνης τῶν βαρβάρων»• καί ὁ ὅρος «μπαρόκο» τή σημασία τοῦ «παράξενος, ἀλλόκοτος». Οἱ ὅροι δηλαδή ἐνῶ ἤτανε ἀξιολογικοί ἔγιναν ἱστορικοί καί σημαίνουν μόνο μία ὁρισμένη ἐποχή τῆς τέχνης. Ἔτσι καί ὁ ὅρος «κλασσική τέχνη» —ἄσχετα μέ τή σημασία τῆς ἀξίας, πού μποροῦμε κάποτε νά τοῦ δίνομε— ἔγινε ἱστορικός, δηλαδή ὄνομα πού καλύπτει μία ὁρισμένη ἱστορική περίοδο μέ ὁρισμένα γνωρίσματα καί χαρακτῆρα.

Ὅταν μιλοῦμε πιό γενικά, κλασσικούς αἰῶνες τῆς ἑλληνικῆς τέχνης ὀνομάζομε τόν 5ον καί τόν 4ον, τό μεταξύ τῆς ἀρχαϊκῆς καί τῆς ἑλληνιστικῆς τέχνης ἀπό τά χρόνια τῶν Περσικῶν πολέμων ἕως τά χρόνια τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου. Ὅταν ὅμως θέλομε νά συλλάβομε τήν γνήσια κλασσικότητα στήν πιό ἄδολη μορφή της καί νά διατυπώσομε τά καίρια γνωρίσματα πού ξεχωρίζουν ριζικά τήν κλασσική περίοδο ἀπό ἄλλες καί φανερώνουν τό καινούργιο καί μοναδικό τῆς κλασσικῆς τέχνης, τότε βλέπομε ὅτι στενεύει πολύ ἡ χρονική της ἔκταση: γιατί μόνο γιά μία πολύ σύντομη χρονική περίοδο ἰσχύουν τά αὐστηρά κλασσικά γνωρίσματα, ἐκεῖνα πού κάνουν τή φυσιογνωμία της ἀσύγχυτη μέ ὁποιασδήποτε ἄλλης, πού τήν ἐκφράζουν αὐθεντικά καί ὁδηγοῦν στήν κατανόηση τοῦ κλασσικοῦ καί κάνουν τήν ἔννοια καί τόν ὅρο «κλασσικό» ἐργαλεῖο χρήσιμο στήν μελέτη. Καί στήν τέχνη τῆς Ἀναγέννησης ἡ καθαυτό κλασσική περίοδος εἶναι τά χρόνια του Λεονάρδου, τοῦ Ραφαήλ καί τά πρῶτα τοῦ Μιχαηλάγγελου, ἄς ποῦμε 1480-1520. Γιά τήν ἀρχαία ἑλληνική τέχνη ἡ καθαυτό κλασσική περίοδος, τό κορύφωμα τῆς κλασσικότητας, δηλαδή ἡ στιγμή πού ἡ κλασσική τέχνη δείχνεται μέ μοναδική πληρότητα, καθαρότητα καί συνέπεια εἶναι πάλι τά 30-40 χρόνια πού ἀρχίζουν μέ τά μέσα τοῦ 5ου αἰώνα, ὅταν ἀρχίζει νά χτίζεται ὁ Παρθενών, καί τελειώνουν μέ τήν 1η ἤ 2η δεκαετία τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου, ἄς ποῦμε 450-420, 410 π.Χ.

Ποιά εἶναι τά γνωρίσματα τῆς κλασσικότητας αὐτῆς; Ἄς προσπαθήσομε νά τά γνωρίσομε πρῶτα ἐμπειρικά, συγκρίνοντας προκλασσικά καί κλασσικά ἔργα. Στή σύγκριση θά μεταχειριστοῦμε μοιραῖα καί τήν ἀρνητική διατύπωση, λέγοντας τί δέν ἔχει ὁ ἕνας ρυθμός πού τό ἔχει ὁ ἄλλος· ἀλλά τό ξανατονίζομε, ὅτι αὐτό δέν σημαίνει καί ἀξία κατώτερη τοῦ ἑνός ἀπό τόν ἄλλο.

Ἄς προσπαθήσομε τώρα νά διατυπώσομε μέ κάποια λογική τάξη ὅσα γνωρίσαμε μέ ἐμπειρικό τρόπο. Ἡ πρώτη ἐντύπωση εἶναι, ὅτι τήν κλασσική τέχνη τήν ξεχωρίζει ἀπό τήν ἀρχαϊκή καί τή χαρακτηρίζει φυσικότητα καί ἐλευθερία ἀπόλυτη. Ἡ ἐντύπωση αὐτή εἶναι ἐπιφανειακή καί ἀπατηλή: γιατί ἡ βαθύτερη μελέτη τῶν πραγμάτων δείχνει πρῶτα-πρῶτα, ὅτι ἡ κλασσική τέχνη πειθαρχεῖ θεληματικά σέ νόμους ἐσωτερικούς, πιό κρυμμένους, πού εἶναι μάλιστα πιό περιοριστικοί παρά οἱ φανεροί νόμοι τῆς ἀρχαϊκῆς τέχνης· καί ὕστερα βλέπομε, ὅτι αὐτή ἡ ἐλευθερία καί φυσικότητα δέν εἶναι ἄμεση καί κύρια ἀπασχόληση, δέν εἶναι τό κεντρικό πρόβλημα τῆς κλασσικῆς τέχνης, ἀλλά ὅτι ἐλευθερία καί φυσικότητα ὑπάρχουν μέν, ἔρχονται ὅμως μόνο σάν ἀποτέλεσμα ἄλλων ἐπιδιώξεων τοῦ κλασσικοῦ πνεύματος πού εἶναι πολύ πιό οὐσιαστικές.

Ὅταν συγκρίνομε τήν ἀρχαϊκή τέχνη μέ τήν κλασσική, ὅταν δηλ. ἐξετάζομε τήν ἀρχαϊκή ὄχι μέ τά δικά της κριτήρια, ἀλλά ἀπό τή σκοπιά τῆς κλασσικῆς τέχνης, αἰσθανόμαστε σάν νά λείπει ἀπό τήν ἀρχαϊκή μορφή ἤ ἀπό τήν ἀρχαϊκή σύνθεση ἡ ἑνότητα, καί μάλιστα ἑνότητα πού νά ἔχει ἕνα δικό της ἐσωτερικό κέντρο. Ἡ ἀρχαϊκή μορφή μᾶς φαίνεται σάν ἕνα πλάσμα πού κάποιος ἀπέξω τό ἔχει ὡραῖα «φτιάσει», συναρμολογήσει καί τοποθετήσει. Τέτοια μορφή ἤ σύνθεση ὁ κλασσικός ἄνθρωπος θά τήν αἰσθανότανε σάν ἄθροισμα ἀπό δροσερά κομμάτια ζωντανῶν μερῶν, ὄχι ὅμως σάν ἕνα ζωντανό ὀργανισμό, συνειδητό καί αὐτόβουλο, πού ἡ ἑνότητά του νά πηγάζει ἀπό δικές του ἐσωτερικές δυνάμεις. Τά κλασσικά ὅμως ἔργα φανερώνουν, ὅτι ἡ κύρια ἐπιδίωξη τῆς κλασσικῆς τέχνης εἶναι ἀκριβῶς αὐτή ἡ κλειστή ἑνότητα, ἀπόρροια ἑνός ἐσωτερικοῦ κέντρου πού κυβερνάει καί ὁλόκληρη τήν ἐξωτερική ὄψη τῆς μορφῆς.

Αὐτό ἐκδηλώνεται μέ πολλούς τρόπους. Ἄς ἀπαριθμήσομε τούς κυριώτερους.

Πρῶτα-πρῶτα τό δέσιμο τῶν μερῶν, ἡ ἁρμογή τους παύει στήν κλασσική τέχνη νά εἶναι καί ἐξωτερικά φανερή καί γίνεται πιά στό ἐσωτερικό, μέ τρόπο ὄχι χτυπητό: εἴτε μία ἀρχαϊκή σύνθεση ἐξετάζομε εἴτε ἕνα σῶμα, ἔχομε τήν ἐντύπωση, ὅτι ὁ ἀρχαϊκός γιά νά αἰσθάνεται στερεή τήν κατασκευή του πρέπει νά βλέπει καί νά πιάνει τούς ἁρμούς, τίς ἀντιστοιχίες, τίς συμμετρίες, τήν ἰσορροπία· γι\’ αὐτό καί ἡ στάση εἶναι σάν σταθερή καί ἀμετακίνητη, οἱ κινήσεις πολύ γωνιώδεις. Καί στήν κλασσική τέχνη ἔχομε, βέβαια, τό αἴσθημα τῆς στερεῆς συνοχῆς τῶν μερῶν ἤ καί τῆς ἰσορροπίας καί τῆς ἠρεμίας — ἀλλά οἱ ἁρμοί τῆς ἀλληλουχίας εἶναι πιό ἐσωτερικοί, δέν εἶναι χτυπητοί, δέν τούς βλέπομε ἄν δέν τούς ἀναζητήσομε, τά γωνιάσματα τῆς σύνθεσης τά ἀντικατασταίνει μία εὔροια γραμμῶν. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι στό μεταίχμιο τῆς ἀρχαϊκῆς καί τῆς κλασσικῆς ἐποχῆς, γύρω στά 500 π.Χ., ὁ Ἡράκλειτος κηρύσσει ὅτι «ἡ κρυμμένη ἁρμογὴ εἶναι πιό δυνατή ἀπό τή φανερή» («ἁρμονία ἀφανής φανερῆς κρείττων»): ἐκείνη τή στιγμή σημαίνει ἡ ὥρα γιά τή γέννηση τῆς κλασσικῆς τέχνης, ἀνοίγει ὁ δρόμος γιά τήν κλασσική τέχνη.

Ἔτσι ὅμως ἡ ἔμφυτη καί ἀκατάλυτη ἀγάπη πού ἔχει ἡ ἑλληνική τέχνη πρός τό γεωμετρικό πνεῦμα καί τόν κανόνα μεταμορφώνεται. Ἡ προσήλωση στήν ἀσφάλεια καί στήν τελειότητα πού δίνει τό γεωμετρικό σχῆμα ἦταν στήν ἀρχαϊκή τέχνη καί ἐξωτερικά φανερή, τό γεωμετρικό σχῆμα ἦταν σάν πλαίσιο τῆς μορφῆς, περισσότερο ἤ λιγώτερο φανερό, πού ἐξασφάλιζε τή μονιμότητά της· τώρα τό γεωμετρικό σχῆμα γίνεται —νά ποῦμε ἔτσι— μόνο ἐσωτερικός σκελετός, πού ἔχει, βέβαια, συνέπειες καί στήν ἐξωτερική ἐμφάνιση τῆς μορφῆς, προπάντων ὅμως τῆς δίνει τήν ἀπαραίτητη ἐκείνη ἐσωτερική ἀσφάλεια γιά νά κινηθεῖ ἤ νά σταθεῖ μέ ἐλευθερία καί ἄνεση.

Ἀκριβῶς ἕνα ἀπό τά εὐκολώτερα ἀντιληπτά διακριτικά γνωρίσματα τοῦ ἀρχαϊκοῦ καί τοῦ κλασσικοῦ εἶναι ἡ στάση: ἡ ἀρχαϊκή στάση εἶναι ἀκριβοδίκαιη ἰσορρόπηση καί σχεδόν ἴσος ὁ καταμερισμός τοῦ βάρους τοῦ σώματος καί στά δύο πόδια (κοῦρος)· ἡ κλασσική στάση εἶναι ἡ ἄνετη σχέση τοῦ βάρους μέ τό ἀντίβαρο, ἡ νέα αἴσθηση ὅτι ἡ ἰσορρόπηση πετυχαίνεται ὄχι μόνο μέ τό ἀκριβοδίκαιο ἴσιο μοίρασμα τοῦ βάρους ἀλλά καί μέ τή μετατόπιση τοῦ βάρους, μέ τό γεγονός ὅτι ὅταν τό περισσότερο βάρος πέσει σέ ἕνα μέρος τοῦ σώματος τό ἄλλο μέρος ἀλαφρώνει καί σηκώνεται. Ἡ ἀρχαϊκή στάση εἶναι ἰσόρροπη, τήν κλασσική μποροῦμε νά τήν ὀνομάσομε ἀντίρροπη ἤ ἀμφίρροπη: εἶναι αὐτό πού οἱ καλλιτέχνες τῆς Ἰταλικῆς Ἀναγέννησης ὀνόμασαν κοντραπόστο.

Ὅλα αὐτά, μαζί μέ τήν προοπτική, πού δέν ἔχομε καιρό νά τήν ἐξετάσομε ἐδῶ, δείχνουν ὅτι ἡ ἀνάγκη τῆς ἑνότητας μέ ἕνα ἐσωτερικό κέντρο εἶναι ἐπιτακτική. Τί εἴδους ὅμως εἶναι ἡ ἑνότητα αὐτή καί σέ τί ἀποβλέπει; Ἡ κτυπητή πολυμέρεια τῆς ἀρχαϊκῆς τέχνης, ὁ παρατακτικός χαρακτήρας της, ὅπου κανένα στοιχεῖο δέν κυριαρχεῖ ἐπάνω σέ ἄλλα, δέν εἶναι σπουδαιότερο ἀπό τά ἄλλα, ἀλλά ὅλα εἶναι ἰσάξια, φαίνεται τώρα, στά κλασσικά χρόνια, σάν κάτι δυσκίνητο, λιγώτερο ζωντανό ἀπ\’ ὅσο θέλουν, κάτι ψυχρό. Ἐκεῖνο πού θέλουν οἱ κλασσικοί καλλιτέχνες εἶναι, νά κάνει μέν τό ἐσωτερικό κέντρο (πού κυβερνάει) αἰσθητή τήν ὕπαρξή του σ\’ ὅλα τά μέρη, χωρίς ὅμως τά μέρη νά χάνουν ἐντελῶς τό ἐνδιαφέρον τους, τή σημασία τους καί τήν ὕπαρξή τους. Στήν κλασσική τέχνη γίνεται μιὰ ἐντελῶς μοναδική σύνθεση τῆς παράταξης καί τῆς ὑπόταξης, τοῦ μέρους καί τοῦ ὅλου, τῆς πολλαπλότητας καί τῆς ἑνότητας. Ὁ Wolfflin ξεχωρίζοντας τήν κλασσική φόρμα ἀπό τή μετακλασσική (=ἑλληνιστική, μπαρόκο) λέει, ὅτι τήν ἔννοια τῆς ἑνότητας τήν ἀγνοεῖ ἡ προκλασσική τέχνη (=ἀρχαϊκή), τήν ἔχουν ὅμως καί ἡ κλασσική καί ἡ μετακλασσική· ἀλλά στή μέν μετακλασσική ἕνα στοιχεῖο ἀπεριόριστα ἡγετικό ὑποτάσσει ὅλα τά ἄλλα, τά μέρη συναιροῦνται σ\’ ἕνα μοναδικό μοτίβο (παράδειγμα ἡ ἱσπανική Pieta τοῦ Valladolid) — ἐνῶ ἡ κλασσική ἑνότητα πετυχαίνεται μέ τήν ἁρμονία ἐλευθέρων μερῶν. Ἡ ἀρχαϊκή τέχνη = πολυμέρεια, ἡ ἑλληνιστική = μονομέρεια, ἡ κλασσική = ὁλομέρεια.

Οἱ μορφικές μεταβολές πού ἀπαριθμήσαμε, δηλαδή: ἡ κρυμμένη ἁρμογή — ἡ μεταμόρφωση τοῦ γεωμετρικοῦ πλαισίου σέ ἐσωτερικό σκελετό — ἡ ἀντίρροπη στάση (κοντραπόστο) — ἡ προοπτική — ἡ συγκέντρωση καί ἡ ὁλομέρεια — ὅλες αὐτές οἱ μεταβολές, πού σημαίνουν ριζική ἀνανέωση τῆς τέχνης καί χαρακτηρίζουν τόν κλασσικό ρυθμό, ἐκφράζουν μία ψυχικότητα πολύ διαφορετική ἀπό τήν ἀρχαϊκή.

Ἡ ἀρχαϊκή τέχνη μέ τό ὁλόδροσο ἐξωτερικό της δίνει τήν ἐντύπωση, ὅτι μ\’ αὐτήν ἐκφράζεται μιὰ χαρούμενη αὐτοπεποίθηση, μιὰ αὐθόρμητη καί ἀκλόνητη βεβαιότητα, ὅτι τό ἔνστικτο ἐξωτερικεύεται ἀδέσμευτο. Τήν ἔκφραση τῆς ἀρχαϊκῆς τέχνης, ἀκόμη καί σέ σκληρές σκηνές, μποροῦμε νά τήν ὀνομάσομε εὐθυμία = καλή καρδιά, ἀνοιχτή καρδιά. Ἀντίκρυ σ\’ αὐτήν ἡ κατεξοχήν κλασσική ἔκφραση εἶναι ἡ βαρυθυμία: μία σοβαρότητα ἐνσυνείδητη καί κυριαρχημένη ἀπό τόν ἄνθρωπο, ὄχι ἐξουθενωτική. Σάμπως τώρα μόνο νά γεύονται οἱ ἄνθρωποι τόν καρπό τῆς γνώσης, σκύβουν συλλογισμένοι στό βάθος τοῦ ἑαυτοῦ τους καί τοῦ κόσμου, γνωρίζουν τίς ἀντίρροπες δυνάμεις καί τήν ἀντίφαση, τήν ὕπαρξη μιᾶς δυνατῆς μοίρας δηλαδή: μιᾶς κάποιας ἀνώτερης τάξης τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου, πού βάζει σύνορα στόν ἄνθρωπο, καί γίνονται μονομιᾶς σοβαροί· ἀλλά τή μοῖρα αὐτή τήν καταφάσκουν καί τή δέχονται, θαρρεῖς καί τή διάλεξαν μοναχοί τους.

Βαρύθυμη εἶναι ἡ ἔκφραση καί στήν Ἰταλική Ἀναγέννηση. Στήν ἑλληνική ἀρχαιότητα μαζί μέ τήν τέχνη τοῦ Φειδία καί τῶν γύρω ἀπ\’ αὐτόν, ἡ γνησιώτερη ἐκδήλωση τοῦ κλασσικοῦ πνεύματος καί ἡ πολυτιμότερη δημιουργία του καί, ταυτόχρονα, τό ἀσφαλέστερο μέσο γιά νά εἰσχωρήσομε στό νόημα τῆς κλασσικῆς τέχνης καί νά καταλάβομε τό μήνυμά της εἶναι ἡ τραγωδία: προπάντων ὁ τελευταῖος Αἰσχύλος καί ὁ Σοφοκλῆς• ἀλλά καί μιὰ ἀκόμη μεγάλη πνευματική φυσιογνωμία: ὁ Θουκυδίδης —ὄχι ὡς ἱστορικός ἀλλά ὡς καλλιτέχνης: μέ πόση θερμή συμμετοχή καί κατανόηση τῆς ἀνθρώπινης μοίρας ὁ Θουκυδίδης σκύβει ἐπάνω στήν ἄβυσσο τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν καί μᾶς δίνει τό δράμα τους— πού τά ἐκφραστικά του μέσα ἔχουν μία λιτότητα καί μετριοπάθεια πού εἶναι γι\’ αὐτό ἀκριβῶς πιό συγκλονιστική. Ἡ λεγόμενη κλασσική γαλήνη εἶναι θερμή, ἐπειδή εἶναι στό βάθος δραματική καί τραγική — δέν εἶναι ψυχρή καί ἀπόκοσμη ὅπως ἡ ἐπιτηδευμένη σκόπιμη γαλήνη τοῦ κλασσικισμοῦ. Σωστά ἔχουν πεῖ, ὅτι ἡ ἤρεμη ἔκφραση τῆς κλασσικῆς τέχνης εἶναι σάν τήν ἤρεμη ἐπιφάνεια ἑνός βάθους ἀμέτρητου (βαθιά νερά). Ἡ τραγική ἀντίληψη τῆς ζωῆς εἶναι ὁ δημιουργός τῆς κλασσικῆς τέχνης — χωρίς αὐτήν δέν ὑπάρχει πουθενά καί ποτέ κλασσική τέχνη.