Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Τὸ ἀγαπημένο του παιδὶ ― ποὺ τὸ ἄφισε/καὶ χάθηκεν• ὁ Νόμος ἦταν ἔτσι ―/τουλάχιστον θὰ τὸ τιμήσει πεθαμένο.

Ἡ Κηδεία τοῦ Σαρπηδόνος

\"\"
 

Βαρυὰν ὀδύνην ἔχει ὁ Ζεύς. Τὸν Σαρπηδόνα

ἐσκότωσεν ὁ Πάτροκλος· καὶ τώρα ὁρμοῦν

ὁ Μενοιτιάδης κ\’ οἱ Ἀχαιοὶ τὸ σῶμα

ν\’ ἁρπάξουνε καὶ νὰ τὸ ἐξευτελίσουν.

Ἀλλὰ ὁ Ζεὺς διόλου δὲν στέργει αὐτά.

Τὸ ἀγαπημένο του παιδὶ ― ποὺ τὸ ἄφισε

καὶ χάθηκεν· ὁ Νόμος ἦταν ἔτσι ―

τουλάχιστον θὰ τὸ τιμήσει πεθαμένο.

Καὶ στέλνει, ἰδού, τὸν Φοῖβο κάτω στὴν πεδιάδα

ἑρμηνευμένο πῶς τὸ σῶμα νὰ νοιασθεῖ.

Τοῦ ἥρωος τὸν νεκρὸ μ\’ εὐλάβεια καὶ μὲ λύπη

σηκώνει ὁ Φοῖβος καὶ τὸν πάει στὸν ποταμό.

Τὸν πλένει ἀπὸ τὲς σκόνες κι ἀπ\’ τὰ αἵματα·

κλείει τὲς φοβερὲς πληγὲς, μὴ ἀφίνοντας

κανένα ἴχνος νὰ φανεῖ· τῆς ἀμβροσίας

τ\’ ἀρώματα χύνει ἐπάνω του· καὶ μὲ λαμπρὰ

Ὀλύμπια φορέματα τὸν ντύνει.

Τὸ δέρμα του ἀσπρίζει· καὶ μὲ μαργαριταρένιο

χτένι κτενίζει τὰ κατάμαυρα μαλλιά.

Τὰ ὡραῖα μέλη σχηματίζει καὶ πλαγιάζει.

Τώρα σὰν νέος μοιάζει βασιλεὺς ἁρματηλάτης ―

στὰ εἰκοσιπέντε χρόνια του, στὰ εἰκοσιέξη ―

ἀναπαυόμενος μετὰ ποὺ ἐκέρδισε,

μ\’ ἅρμα ὁλόχρυσο καὶ ταχυτάτους ἵππους,

σὲ ξακουστὸν ἀγῶνα τὸ βραβεῖον.

Ἔτσι σὰν ποὺ τελείωσεν ὁ Φοῖβος

τὴν ἐντολή του, κάλεσε τοὺς δυὸ ἀδελφοὺς

τὸν Ὕπνο καὶ τὸν Θάνατο, προστάζοντάς τους

νὰ πᾶν τὸ σῶμα στὴν Λυκία, τὸν πλούσιο τόπο.

Καὶ κατὰ ἐκεῖ τὸν πλούσιο τόπο, τὴν Λυκία

τοῦτοι ὁδοιπόρησαν οἱ δύο ἀδελφοὶ

Ὕπνος καὶ Θάνατος, κι ὅταν πιὰ ἔφθασαν

στὴν πόρτα τοῦ βασιλικοῦ σπιτιοῦ

παρέδοσαν τὸ δοξασμένο σῶμα,

καὶ γύρισαν στὲς ἄλλες τους φροντίδες καὶ δουλειές.

Κι ὡς τὄλαβαν αὐτοῦ, στὸ σπίτι, ἀρχίνησε

μὲ συνοδεῖες, καὶ τιμές, καὶ θρήνους,

καὶ μ\’ ἄφθονες σπονδὲς ἀπὸ ἱεροὺς κρατῆρας,

καὶ μ\’ ὅλα τὰ πρεπὰ ἡ θλιβερὴ ταφή·

κ\’ ἔπειτα ἔμπειροι ἀπ’ τὴν πολιτείαν ἐργάται,

καὶ φημισμένοι δουλευταὶ τῆς πέτρας

ἤλθανε κ\’ ἔκαμαν τὸ μνῆμα καὶ τὴν στήλη.