(Ματθ. 9,1-8. Μάρκ. 2.1-12. Λουκ.. 5,17-26)
Ὁ Κύριος συνεκρούσθη ἐν Ἱερουσαλὴμ μετὰ τῆς ἱερατικῆς τάξεως πρώτην φορὰν κατὰ τὸ πρῶτον Πάσχα τοῦ δημοσίου Του βίου καὶ κατόπιν ἐν τῇ ὑπαίθρῳ χώρᾳ τῆς Ἰουδαίας μετὰ τῶν Φαρισαίων, ὅτε εὑρισκέτο ἐν τῇ Αἰνών μετὰ τῶν μαθητῶν Του πλησίον τοῦ Ἰορδάνου. Ἡ θεραπεία ὅμως τοῦ παραλυτικοῦ ἐν Καπερναοὺμ καὶ ἡ κλῆσις τοῦ Λευΐ θὰ παράσχωσιν εἰς τοὺς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους τὴν ποθητὴν των εὐκαιρίαν νὰ συγκρουσθῶσι καὶ ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ μὲ τὸν Ἰησοῦν. Αὕτη ἔγινεν οὕτως.
Ἐνῶ λοιπὸν ὁ Κύριος ἐκήρυττε καὶ «δύναμις Κυρίου ἦν εἰς τὸ ἰάσθαι αὐτοὺς» καὶ δύναμις τοῦ Θεοῦ ἦτο ἡ ὁποία ἐθεράπευε τοὺς ἀσθενεῖς, ὁ δὲ λαὸς συνωστίζετο νὰ ἀκούσῃ Αὐτόν, αἴφνης «ἔρχονται πρὸς Αὐτόν, παραλυτικὸν φέροντας, αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων». Φέρεται ἄνθρωπος παραλυτικὸς ἐπὶ φορείου ὑπὸ τεσσάρων ἀνθρώπων. Οἱ τέσσαρες οὗτοι ἄνδρες ἐζήτησαν κατ’ ἀρχὰς « εἰσενεγκεῖν καὶ θεῖναι ἐνώπιον Αὐτοῦ» νὰ εἰσέλθουν εἰς τὸν οἶκον καὶ νὰ τοποθετήσουν τὸν παράλυτον εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ «καὶ μὴ εὑρόντες ποίας εἰσενέγκωσιν αὐτὸν» μὴ εὐρόντες διὰ ποίας ὁδοῦ νὰ εἰσαγάγωσιν αὐτὸν ἕνεκεν τοῦ συνωστισμοῦ τοῦ ὄχλου, ἀνεβίβασαν αὐτὸν διὰ τῆς ἐξωτερικῆς κλίμακος τῆς φερούσης εἰς τὸ δῶμα εἰς τὸ κοινῶς λιακωτό. Ἡ στέγη δηλαδὴ εἰς τὰ σπίτια τῆς Παλαιστίνης τότε ἦτο ἐπίπεδος κατεσκευασμένη μὲ κλάδους ἤ καλάμια καὶ ἕνα στρῶμα λάσπης. Ἐνιαχοῦ καὶ ἐνίοτε ἔφερεν αὕτη καὶ κεραμίδια, ὡς ἐν τὴ προκειμένη περιπτώσει˙ «ἀναβάντες ἐπὶ τὸ δῶμα ἀπεστέγασαν τὴν στέγην καὶ ἐξορύξαντες, διὰ τῶν κεράμων χαλῶσι τὸν κράββατον, ὅπου ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο˙ καθῆκαν αὐτὸν σὺν τῷ κλινιδίω, εἰς τὸ μέσον ἐμπροσθέν τοῦ Ἰησοῦ. Ἀναβιβάσαντες δηλαδὴ οἱ τέσσαρες τὸν παράλυτον ἐπὶ τοῦ δώματος τῆς ὀροφῆς καὶ ἐπισημάναντες ἐκ τῆς φωνῆς τοῦ κηρύττοντος, κάτωθεν ποίου μέρους τῆς στέγης εὑρίσκεται ὁ λαλῶν Ἰησοῦς, ἀπεστέγασαν τὸ μέρος ἐκεῖνο τῆς στέγης τόσον», ὅσον θὰ ἐχρειάζετο νὰ διέλθῃ τὸ ξυλοκράβατον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου εὑρίσκετο ἀκίνητος ὁ παράλυτος. Μετὰ ταῦτα κατεβίβασαν διὰ τῆς ὀπῆς ταύτης τὸν ἀσθενῆ ἐμπρὸς εἰς τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ πρᾶξις αὕτη τῶν τεσσάρων αὐτῶν φορέων τοῦ κραββάτου καὶ ἡ συγκατάθεσις τοῦ παραλυτικοῦ εἰς τοῦτο δεικνύουσι πίστιν πρὸς τὸν Σωτῆρα θερμὴν καὶ ἡ ἀνταμοιβὴ δὲν θὰ βραδύνῃ νὰ δοθῇ εἰς αὐτοὺς ὑπὸ τοῦ Σωτῆρος.
Ὁ Κύριος ἰδὼν τὴν πίστιν τοῦ παραλυτικοῦ καὶ τῶν βασταζόντων, οἱ ὁποῖοι ὑπεβλήθησαν εἰς τὸν κόπον τῆς διὰ τῆς στέγης καταβιβάσεως τοῦ ἀσθενοῦντος εἰς τὰ πόδια Του, καὶ διαγνώσας τὴν ἠθικὴν αἰτίαν τῆς παραλυσίας καὶ τὴν δειλίαν τοῦ προκειμένου παραλυτικοῦ, ἂν θὰ συγχωρηθῇ διὰ τὰς ἁμαρτίας του, συγχωρεῖ ἐν πρώτοις τὴν ρίζαν τοῦ κακοῦ ἐκείνου, τὴν ἁμαρτίαν λέγων: «Θάρσει τέκνον, ἀφέωνταί σοὶ αἳ ἁμαρτίαι σου». Θάρρος, τέκνον μου ! Συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι σου. Εἰς τὸ ἄκουσμα τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ παραλυτικοῦ «Ἦσαν δὲ τινὲς τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καὶ διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν», μερικοὶ ἐντόπιοι Γραμματεῖς καὶ Ἱεροσολυμῖται Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο ἐκεῖ, ἐσκανδαλίσθησαν καὶ ἤρχισαν νὰ σκέπτωνται περὶ τοῦ Ἰησοῦ « τὶς ἔστιν οὗτος, ὃς λαλεῖ βλασφημίας; τὶς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας, εἰ μὴ μόνος ὁ Θεός;». Τίς εἶναι οὗτος, ὁ ὁποῖος βλασφημεῖ ὡς ἀφαιρῶν τὸ δικαίωμα τοῦ συγχωρεῖν ἁμαρτίαις ἀπὸ τὸν Θεόν, εἰς τὸν ὁποῖον μόνον ἀνήκει, καὶ ἴδιον ποιῶν αὐτό; Τὴν σκέψιν των αὐτὴν δὲν ἐτόλμησαν βεβαίως νὰ ἐκφράσωσι καὶ δημοσίᾳ, διότι τὸ πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ ἐβάρυνεν εἰς τὰς συνειδήσεις τῶν ἀκροατῶν λόγῳ τῶν προηγουμένων θαυμάτων Του.
Ὁ Κύριος ὅμως «ἐπιγνούς τῷ πνεύματι αὐτοῦ» ἀναγνώσας διὰ τοῦ ἰδίου πνεύματος, μόνος του, τὰς πονηράς αὐτῶν σκέψεις, ὡς Θεὸς ποὺ ἦτο, καὶ ἀποδεικνύων διὰ τῆς γνώσεως ταύτης τοῦ ἐσωτερικοῦ των κόσμου, ὅτι εἶναι καρδιογνώστης Θεὸς ἅμα δὲ ἐλέγχων τὴν κακίαν των λέγει εἰς αὐτούς˙ «τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;» διατὶ σκέπτεσθε σκέψεις πονηράς διὰ τὸ ἄτομόν Μου; «Τί ἐστὶ εὐκοπώτερον» τί εἶναι εὐκολώτερον νὰ εἴπω; «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι ἤ εἰπεῖν ἔγειρον ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ περιπάτει;» Βεβαίως εὔκολα καὶ δύσκολα ἀμφότερα. Εὔκολα μέν, ἂν περιορισθῶμεν εἰς τὸ «εἰπεῖν», δύσκολα ὅμως ἂν ἀποβλέψωμεν εἰς τὰ γεγονότα εἰς τὴν πραγματοποίησιν. Τὸ πρῶτον ἀσφαλῶς δι’ ἕνα ἀπατεῶνα εἶναι εὐκολώτερον, διότι ἡ πραγματοποίησις τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν ὡς ἀόρατος εἶναι καὶ ἀνεξέλεγκτος. Ἐνῷ ὅμως τὸ δεύτερον, ἡ θεραπεία τοῦ παραλύτου δύναται νὰ ἐλεγχθῇ διὰ τῆς πραγματοποιήσεως ἤ μή. Ὥστε ἂν ἐγὼ εἶμαι δυνατὸς εἰς τὸ δεύτερον, τὸ ὁρατόν, εἰς τὴν ἀποκατάστασιν δηλαδὴ τῆς ὑγείας τοῦ προκειμένου παραλυτικοῦ, θὰ εἶμαι ἀξιόπιστος καὶ διὰ τό πρῶτον, τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν, διὰ τὴν ὁποίαν σκανδαλίζεσθε. Ὁ Κύριος ἀναμένει ἐπὶ τι χρονικὸν διάστημα ἀπάντησιν ἀπὸ τοὺς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους. Ἀλλὰ οὗτοι σιωπῶσιν ἐκπλαγέντες ἴσως ἐκ τῆς διαγνώσεως τοῦ ψυχικοῦ των κόσμου ὑπὸ τοῦ Ἰησοῦ.
Κατόπιν ἀπευθύνεται πάλιν πρὸς αὐτοὺς καὶ λέγει- «ἵνα δὲ εἰδῆτε, ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας, λέγει τῷ παραλυτικῷ˙ Σοὶ λέγω, ἔγειραι καὶ ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκον σου». Δία νὰ μάθετε, ὅτι ἐγὼ ὡς Υἱὸς ἀνθρώπου ἔχω λάβει τὴν ἐξουσίαν (ὡς Θεὸς τὴν ἔχω) τοῦ νὰ συγχωρῶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς – μετὰ τὴν ἀνάστασιν ἔλαβεν ἐξουσίαν ἐπὶ γῆς καὶ οὐρανοῦ – λέγει τῷ παραλυτικῷ ἔγειρε, λάβε τὸν κράββατόν σου καὶ περιπάτει˙ «παραχρῆμα ἀναστάς ἐνώπιον αὐτῶν, ἄρας ἐφ’ ᾧ κατέκειτο, ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, δοξάζων τὸν Θεόν». Πάραυτα ὁ παράλυτος ἔγινεν ὑγιὴς καὶ λαβών τὸν κράββατον ἐπ’ ὤμων ὡς σημεῖον τοῦ θαύματος μετέβη εἰς τὸν οἶκον τοῦ διελθών διὰ τοῦ πλήθους ὑμνῶν τὸν Θεόν. Τοῦτο ἀπεστόμωσε χωρὶς νὰ πείσῃ ὅμως τοὺς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους. Εἰς τὸν λαὸν δὲ ἔκαμε μεγάλην, ὡς ἦτο ἑπόμενον κατάπληξιν, ὥστε «ἔκστασις ἔλαβεν ἅπαντας» ἐξεπλάγησαν ὅλοι «καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεὸν καὶ ἐπλήσθησαν φόβου, ἐδόξαζον τὸν Θεὸν καὶ ἐφοβήθησαν πολὺ «λέγοντες, ὅτι εἴδομεν παράδοξα σήμερον». Παράδοξα ἀπίστευτα πράγματα εἴδομεν σήμερον. «Οὕτως οὐδέποτε εἴδομεν». Τοιαῦτα πράγματα οὐδέποτε εἴδομεν.
«Οἱ ὄχλοι ἐφοβήθησαν». Φόβος δὲ θρησκευτικὸς προερχόμενος ἐκ τῆς συγχωρήσεως ἁμαρτιῶν καὶ ἐκ τῆς συναισθήσεως τῆς ἁμαρτωλῆς τῶν καταστάσεως ἐμπρὸς εἰς τὴν ἐνσάρκωσιν τῆς θείας δικαιοσύνης κατέλαβε τὸν λαόν. Ὁ φόβος ὅμως αὐτὸς δὲν ἦτο μόνος, συνωδεύετο καὶ ὑπὸ δοξολογίας τοῦ Θεοῦ. «Καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τὸν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις». Καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεόν, διότι ἔδωκε τοιαύτην δύναμιν εἰς ἄνθρωπον, τὸν Ἰησοῦν.
Θέμα: Ὁ Κύριος εἶναι φῶς, ἔλεγχος, θεραπεία
Τρεῖς εἶναι ἐκεῖνοι, μετὰ τῶν ὁποίων ἔρχεται εἰς ἐπαφὴν ὁ Χριστὸς κατὰ τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ παραλυτικοῦ. Εἶναι ὁ λαός, τὸν ὁποῖον διδάσκει, οἱ Φαρισαῖοι τοὺς ὁποίους ἐλέγχει καὶ ὁ παράλυτος, τὸν ὁποῖον θεραπεύει. Καὶ εἰς τοὺς τρεῖς αὐτοὺς ὁ Κύριος ἀποκαλύπτει τὸν ἑαυτὸν τοὺς κατὰ τρεῖς διαφόρους τρόπους, διότι τὸν μὲν λαὸν φωτίζει, τοὺς δὲ Φαρισαίους ἐλέγχει, τὸν δὲ παραλυτικὸν θεραπεύει. Ἂς ἴδωμεν τὸ φῶς, τὸν ἔλεγχον καὶ τὴν θεραπείαν τοῦ Κυρίου καὶ κατόπιν τὸν ἑαυτόν μας ὑπὸ τὰ τρία αὐτὰ πράγματα:
Ἀον˙ Ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν Εὐαγγελικὴν περικοπήν. Τὸ κήρυγμα τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν λαὸν δὲν ἦτο κήρυγμα ἀστρονομικὸν ψυχολογικὸν ἤ ἄλλο τί ἱκανοποιοῦν τὴν γνῶσιν. Ὁ Κύριος διὰ τοῦ κηρύγματος Του ὡδήγει τοὺς ἀκροατάς Του εἰς συναίσθησιν τοῦ ἑαυτοῦ τῶν. Εἰς συναίσθησιν τοῦ ἑαυτοῦ των ὁδηγεῖ καὶ ὁ ἔλεγχος πρὸς τοὺς Φαρισαίους. «Τί διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;» λέγει ὁ Κύριος πρὸς τοὺς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι ἐσκέπτοντο βλάσφημους σκέψεις κατὰ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς ἐλέγχων τὰς πονηράς σκέψεις τῶν Φαρισαίων ἀποκαλύπτει αὐτάς. Μὲ τὴν ἀποκάλυψιν αὐτῶν κάμνει τὰς σκέψεις ταύτας περισσότερον αἰσθητάς εἰς τοὺς Φαρισαίους.
Ὁ Κύριος δὲν φωτίζει μόνον διὰ τοῦ λόγου Του καὶ δὲν ἐλέγχει μόνον τοὺς Φαρισαίους, ἀλλὰ θεραπεύει καὶ τὸν παραλυτικόν. Καὶ ἡ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ εἶναι ἕνα ξεσκέπασμα τοῦ ἑαυτοῦ τοῦ εἰς τὰ μάτια τοῦ ἰδίου καὶ εἰς τὰ μάτια τῶν ἄλλων. Τὸ ξεσκέπασμα αὐτὸ γίνεται κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον. Ὁ παράλυτος, οἱ Φαρισαῖοι καὶ ὁ κόσμος ἐνόμιζον, ὅτι ὁ παράλυτος ἦτο ἀσθενὴς μόνον σωματικῶς. Ὁ Κύριος ὅμως λέγων εἰς αὐτὸν ἀφέωνται σοὶ αἱ ἁμαρτίαι πρῶτον καὶ ἔπειτα ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ περιπάτει, δεικνύει, ὅτι ὁ παράλυτος δὲν ἦτο ἀσθενὴς μόνον κατὰ τὸ σῶμα. Ἐκτὸς αὐτοῦ θεραπεύων πρῶτον τὴν ἁμαρτίαν καὶ ἔπειτα τὴν παραλυσίαν δεικνύει, ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ αἰτία τῆς παραλυσίας ἡ δὲ παραλυσία εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας. Τὴν διπλὴν νόσον τοῦ παραλυτικοῦ καὶ τὴν προτεραιότητα τῆς ψυχικῆς νόσου ἀπὸ τὴν σωματικὴν ἠγνόουν ὄχι μόνον ὁ λαὸς καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ παραλυτικός. Ὁ Κύριος ὅμως τώρα διὰ τῆς θεραπείας ξεδιπλώνει τὸ νόσημα τοῦ παραλυτικοῦ εἰς τὰ μάτια ὅλων.
Καὶ οἱ τρεῖς οὗτοι τρόποι, διὰ τῶν ὁποίων ὁ Κύριος ξεδιπλώνει τὰς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων ἔχουσι μεγάλην σχέσιν μεταξὺ των. Τὸ φῶς δηλαδὴ τοῦ κηρύγματός Του πρὸς τὸν λαὸν εἶναι ταυτοχρόνως ἔλεγχος καὶ θεραπεία. Ὁ ἔλεγχός Του πρὸς τοὺς Φαρισαίους εἶναι ταυτοχρόνως φῶς καὶ θεραπεία. Ἡ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ εἶναι ἐπίσης ταυτοχρόνως φῶς καὶ ἔλεγχος. Φῶς μέν, διότι δεικνύει τὴν σχέσιν ψυχικῆς καὶ σωματικῆς νόσου, εἶναι δὲ καὶ ἔλεγχος, διότι φαίνεται, ὅτι ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ ἔγινε παράλυτος.
Βόν. Ὁ Χριστὸς εἰς τὴν ζωήν μας. Πόσα διδάγματα! Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι καὶ δὶ’ ἡμᾶς φῶς, ἔλεγχος καὶ θεραπεία καὶ ἰδοὺ πώς. Καὶ ἡμεῖς ἐντοπίζομεν τὸ κακὸν πρὸς τὰ ἔξω. Νεῦρα, ἰδιοσυγκρασία, κοινωνία, πρόγονοι καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς προβάλλονται ὡς φορεῖς τοῦ κακοῦ μας. Θυμώνω, διότι ἔχω νεῦρα, λέγει τις. Ἔχω νεῦρα, διότι εἶμαι ζωηρός, ἔχω ἰδιοσυγκρασίαν αἱματώδη λέγουν ἄλλοι. Εἶμαι κακός, διότι μὲ ἀναγκάζει τὸ περιβάλλον. Ὁ ἀδελφός, ὁ ἐξάδελφος, ὁ ἀνεψιός, ὁ συνάδελφος, ὁ προϊστάμενος μὲ ἀναγκάζουν νὰ εἶμαι κακός. Κλέπτω, ὁρκίζομαι, ὀργίζομαι κατακρίνω, διότι ἡ κοινωνία ἐχάλασεν ἰσχυρίζεται τίς. Πλὴν αὐτῶν οἱ γονεῖς μου, ὁ πάππος μου, ἡ μάμη μου, οἱ προγονοί μου μοῦ μετέδωκαν τὸ κακὸν ποὺ ἔχω, δὲν πταίω ἐγὼ δικαιολογοῦνται τινές. Αὐτὴ εἶναι ἡ φύτρα μου ἡ ρίζα μου. Ἄλλοι ὅμως προχωροῦν ἀκόμη μακρύτερα καὶ λέγουσι. Διατὶ ὁ Θεὸς νὰ μᾶς δημιουργήσῃ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον; Ἰδοὺ οἱ νέοι Φαρισαῖοι καὶ παράλυτοι.
Ὁ λόγος ὅμως τοῦ Κυρίου εἴδομεν, ὅτι εἶναι φῶς ἔλεγχος καὶ θεραπεία, διότι ἐνετόπισε τὸ κακόν τοῦ παραλυτικοῦ, τῶν Φαρισαίων ἐντὸς αὐτῶν. Καὶ πράγματι ! Τὸ κακὸν εἶναι μέσα μας καὶ ὄχι ἔξω καὶ ἰδοὺ πῶς. Εἶναι ἀληθές, ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι κακοί. Ὅτι ἄρχει κληρονομικὴ διάθεσις ὀλεθρία, ὑπάρχει Σατανᾶς. Εἶναι δὲ τόσον τὸ ἐκτὸς ἠμῶν κακὸν μεγάλον, ὥστε ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει αὐτὰ κοσμοκράτορα τοῦ αἰῶνος τούτου. Παρ’ ὅλα ὅμως αὐτὰ μένει μέσα μᾶς ἕνα περιθώριον μικρὸν ἤ μέγα ἀναλόγως τοῦ ἀτόμου, εἰς τὸ ὁποῖον κινεῖται ἐλευθέρως ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶναι ὑπεύθυνος διὰ τὰς πράξεις του. Μὲ τὴν ἐλευθερίαν ταύτην ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀνώτερος τῶν ζώων.
Καὶ ἑπομένως σύ, ὁ ὁποῖος προφασίζεσαι ὅτι τὰ νευρά σου εἶναι ἡ αἰτία τοῦ θυμοῦ σου, διατὶ δὲν φροντίζεις μὲ τὴν θέλησίν σου καὶ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ νὰ κατηρεμήσῃς; Ὑπῆρξαν ἄνθρωποι εὐερέθιστοι, οἱ ὁποῖοι διὰ τῆς θελήσεως τῶν ἔγιναν ἀγνώριστοι. Λέγεις, ὅτι πταίει ἡ κοινωνία, εἰς τὴν ὁποίαν ζῇς. Ἀπάτη! Κοινωνία εἶσαι σὺ καὶ ἐγώ. Ἐὰν αὐτὸ τὸ εἴπωμεν ὅλοι μας, ὅτι δηλαδὴ πταίει ἡ κοινωνία, ποῖος θὰ εἶναι τὸ θύμα, καὶ ποῖος ὁ δράστης; Ποῖος πταίει, ὥστε ἐγὼ νὰ εἶμαι θύμα, ἀφοῦ καὶ ἐγὼ εἶμαι μέλος τῆς κοινωνίας; Λέγεις πταίει ἡ κληρονομικότης. Ποιὸς ὅμως ἐφυλακίσθη, διότι ὁ πάππος τοῦ ἦτο διαρρήκτης; Τέλος θέτεις τὰ πάντα ὡς αἴτιον τοῦ κάκου εἰς τὸν Θεόν. Πόση ἀναίδεια!
Ὁ Χριστὸς ὅμως εἶναι φῶς, ἔλεγχος καὶ θεραπεία μὲ τὸ κήρυγμά Του, σὲ φωτίζει, δὲν πταίουν τὰ νεῦρα σου ἀλλὰ τὰ πάθη σου. Δὲν πταίει ἡ κοινωνία ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐπηρεάζεσαι, ἀλλὰ πταίεις σύ, διότι δὲν ἐπηρεάζεις τὸν κύκλον τῆς κοινωνίας σου. Ὁ Κύριος σὲ φωτίζει, ὅτι ὅσην κληρονομικότητα καὶ ἐὰν ἔχῃς, ἔχει τόσην δύναμιν ὁ Χριστός, ὥστε ἀπὸ τὸ ἀγκάθι δύναται νὰ ἐξέλθῃ ρόδον, ἀπὸ γονεῖς κακοὺς δύναται νὰ ἐξέλθῃ καλὸν τέκνον. Ἔχει τόσον φῶς ὁ Χριστός, ὥστε λέγει εἰς σὲ ὅ,τι εἶπε καὶ εἰς τοὺς Φαρισαίους «ἵνα τί διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσι ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;» Διατὶ δηλαδὴ σκέπτεσαι κακὰ ἐναντίον ὅλων τῶν ἄλλων καὶ τόσον πολὺ κολακεύεις τὸν ἑαυτόν σου;
Ταῦτα πάντα δὲν εἶναι μόνον φῶτα εἶναι ἔλεγχος καὶ θεραπεία. Ὅταν λέγῃς, ὅτι πταίουν τὰ νεῦρα σου, ἄρα πταίει ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σου ἔδωσε τὰ νεῦρα! Ὅταν λέγῃς, ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι πταίουν, νεῦρα, περιβάλλον καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ Θεός, δὲν πταίεις ὅμως σύ, δὲν ἀντιλαμβάνεσαι, ὅτι εἶσαι πωρωμένος ἄνθρωπος; Ὅταν λέγῃς, ὅτι εἶναι ἡ φύτρα σου κακὴ καὶ δὲν δύνασαι νὰ γίνῃς καλός, δὲν καταλαβαίνεις, ὅτι ὁμολογεῖς, ὅτι εἶσαι ἀνεπίδεκτος προόδου; Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερα διὰ σὲ αὐτοκαταδίκη, χειροτέρα πνευματικὴ ἀγχόνη! Ὁ ἔλεγχος αὐτὸς θὰ σοὺ γίνη σωτήριος. Θὰ πόνεσῃς, ὅταν ἀκούσῃς ὅτι εἶσαι ἔνοχος καὶ ὅτι τὸ κακὸν εἶναι μέσα σου. Θὰ ἱδρώσῃς, ὅταν ἀποφασίσῃς νὰ νικήσῃς τὸ ἐξωτερικὸν καὶ ἐσωτερικὸν κακὸν μὲ τὴν θέλησίν σου. Ὅταν ὅμως πονέσῃς καὶ ἱδρώσῃς, τότε μόνον θὰ θεραπευθῇς. Θεραπεία χωρὶς ἔλεγχον καὶ πόνον δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνῃ. Ἑπομένως ἰδοὺ πὼς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι φῶς ἔλεγχος καὶ θεραπεία εἰς τὸν λαὸν εἰς τοὺς Φαρισαίους εἰς τὸν παράλυτον καὶ εἰς ἡμᾶς τοὺς σημερινοὺς Φαρισαίους καὶ παραλύτους.
Διδακτικώτατον παράδειγμα, κατὰ τὸ ὁποῖον φαίνεται πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι φῶς, ἔλεγχος καὶ θεραπεία τῆς ψυχῆς μᾶς εἶναι τὸ κάτω γεγονός. Τὸ 1050 μ.χ. ὁ Λανφρὰγκ ἦτο σπουδαστὴς τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν περίφημος, παρημέλει ὅμως τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς του. Ἡμέραν τινὰ διήρχετο δάσος τί καὶ ἔπεσεν εἰς χείρας ληστῶν, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ ἔδεσαν τὰς χείρας του ὄπισθεν καὶ τὰ μάτια διὰ παχέος ὑφάσματος καὶ ἀφήρεσαν ὅ,τι χρήματα εἶχε, τὸν ἀφήκαν μὲ δεμένα μάτια καὶ χέρια καὶ ἔφυγον. Εἰς τὴν στενοχωρίαν τοῦ αὐτὴν ὁ Λανφρὰγκ ἐπεκαλέσθη τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δὲν ἄργησε νὰ ἔλθῃ. Ἐκεῖ πλησίον ὑπῆρχε Μοναστήριον. Ὁ Λανφρὰγκ πίπτει εἰς τὰ ὄμματα τῶν Μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι πλησιάζουσι, λύουσι χείρας καὶ ὀφθαλμοὺς καὶ ὁδηγοῦσιν αὐτὸν εἰς τὸ Μοναστήριον. Ἐκεῖ βλέπει τὸν ἡγούμενον νὰ κτίζῃ τὸν φοῦρνον τῆς Μονῆς μόνος του. Συγκινεῖται, γίνεται μοναχὸς καὶ ἐξελίσσεται εἰς τὸν περίφημον Ἀρχιεπίσκοπον τῆς Κανταβρυγίας. Ὁ ἔλεγχος τῶν ληστῶν ἄνοιξε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του, ὅταν ἦσαν δεμένα μὲ τὸ παχὺ πανί, ὥστε νὰ ἴδῃ τὸ φῶς, τὸν Θεὸν καὶ νὰ θεραπευθῇ ἡ ἀμέλειά του, ὅταν ὠδηγηθῇ εἰς τὸ Μοναστήριον.
Ἂς φωτισθῶμεν, ἂς ἐλεγχθῶμεν ἀπὸ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, ἵνα θεραπευθῶμεν. Ἀμήν.