Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Κι οἱ ποταμοί φουσκῶναν μὲς στὴ λάσπη τὸ αἷμα/γιὰ ἕνα λινό κυμάτισμα γιὰ μιὰ νεφέλη/μιᾶς πεταλούδας τίναγμα τὸ πούπουλο ἑνός κύκνου/γιὰ ἕνα πουκάμισο ἀδειανό, γιὰ μιὰν Ἑλένη.

  • !

    ἂν εἶναι ἀλήθεια/πὼς κάποιος ἄλλος Τεῦκρος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια,/ἢ κάποιος Αἴαντας ἢ Πρίαμος ἢ Ἑκάβη/ἢ κάποιος ἄγνωστος, ἀνώνυμος, ποὺ ὡστόσο/εἶδε ἕνα Σκάμαντρο νὰ ξεχειλάει κουφάρια,/δὲν τὸ ’χει μὲς στὴ μοίρα του ν᾿ ἀκούσει/μαντατοφόρους ποὺ ἔρχονται νὰ ποῦνε/πὼς τόσος πόνος τόση ζωὴ/πῆγαν στὴν ἄβυσσο/γιὰ ἕνα πουκάμισο ἀδειανὸ γιὰ μιὰν Ἑλένη.

Ἑλένη

ΤΕΥΚΡΟΣ : …  ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ᾿ ἐθέσπισεν
                       οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικὸν
                       Σαλαμῖνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας.
… … … … … … … … … … … … …
ΕΛΕΝΗ :        Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρωάδ᾿, ἀλλ᾿ εἴδωλον ἦν
… … … … … … … … … … … … … … …
ΑΓΓΕΛΟΣ :    Τί φῂς;
                     Νεφέλης ἄρ᾿ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;
 

Εὐριπίδης Ἑλένη
 

«Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες.»

Ἀηδόνι ντροπαλό, μὲς στὸν ἀνασασμὸ τῶν φύλλων,

σὺ ποὺ δωρίζεις τὴ μουσικὴ δροσιὰ τοῦ δάσους

στὰ χωρισμένα σώματα καὶ στὶς ψυχὲς

αὐτῶν ποὺ ξέρουν πὼς δὲ θὰ γυρίσουν.

Τυφλὴ φωνὴ, ποὺ ψηλαφεῖς μέσα στὴ νυχτωμένη μνήμη

βήματα καὶ χειρονομίες· δὲ θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ φιλήματα·

καὶ τὸ πικρὸ τρικύμισμα τῆς ξαγριεμένης σκλάβας.

«Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες».

Ποιὲς εἶναι οἱ Πλάτρες; Ποιὸς τὸ γνωρίζει τοῦτο τὸ νησί;

Ἔζησα τὴ ζωή μου ἀκούγοντας ὀνόματα πρωτάκουστα:

καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες τῶν ἀνθρώπων ἢ τῶν θεῶν.

                                      Ἡ μοίρα μου ποὺ κυματίζει

ἀνάμεσα στὸ στερνὸ σπαθὶ ἑνὸς Αἴαντα

καὶ μιὰν ἄλλη Σαλαμίνα

μ᾿ ἔφερε ἐδῶ σ᾿ αὐτὸ τὸ γυρογιάλι.

                                                            Τὸ φεγγάρι

βγῆκε ἀπ᾿ τὸ πέλαγο σὰν Ἀφροδίτη,

σκέπασε τ’ ἄστρα τοῦ Τοξότη, τώρα πάει νὰ ’βρει

τὴν καρδιὰ τοῦ Σκορπιοῦ, κι ὅλα τ᾿ ἀλλάζει.

Ποῦ εἶν᾿ ἡ ἀλήθεια;

Ἤμουν κι ἐγὼ στὸν πόλεμο τοξότης·

τὸ ριζικό μου, ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ξαστόχησε.

Ἀηδόνι ποιητάρη,

σὰν καὶ μιὰ τέτοια νύχτα στ᾿ ἀκροθαλλάσι τοῦ Πρωτέα

σ᾿ ἄκουσαν οἱ σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι ἔσυραν τὸ θρῆνο,

κι ἀνάμεσό τους – ποιὸς θὰ τὸ ᾿λεγε; – ἡ Ἑλένη!

Αὐτή ποὺ κυνηγούσαμε χρόνια στὸ Σκάμαντρο.

Ἦταν ἐκεῖ, στὰ χείλια τῆς ἐρήμου· τὴν ἄγγιξα, μοῦ μίλησε:

\”Δὲν εἶν\’ ἀλήθεια, δὲν εἶν’ ἀλήθεια\” φώναζε.

\”Δὲν μπῆκα στὸ γαλαζόπλωρο καράβι.

Ποτὲ δὲν πάτησα τὴν ἀντρειωμένη Τροία\”.

Μὲ τὸ βαθύ στηθόδεσμο, τὸν ἥλιο στὰ μαλλιά, κι αὐτό τὸ ἀνάστημα

ἴσκιοι καὶ χαμόγελα παντοῦ,

στοὺς ὤμους στοὺς μηροὺς στὰ γόνατα·

ζωντανὸ δέρμα, καὶ τὰ μάτια

μὲ τὰ μεγάλα βλέφαρα,

ἦταν ἐκεῖ, στὴν ὄχθη ἑνός Δέλτα.

                                                         Καὶ στὴν Τροία;

Τίποτε στὴν Τροία-ἕνα εἴδωλο.

Ἔτσι τὸ θέλαν οἱ θεοί.

Κι ὁ Πάρης, μ\’ ἕναν ἴσκιο πλάγιαζε σὰ νὰ ἦταν πλάσμα ἀτόφιο·

κι ἐμεῖς σφαζόμασταν γιὰ τὴν Ἑλένη δέκα χρόνια.

Μεγάλος πόνος εἶχε πέσει στὴν Ἑλλάδα.

Τόσα κορμιά ριγμένα

στὰ σαγόνια τῆς θάλασσας στὰ σαγόνια τῆς γῆς·

τόσες ψυχές

δοσμένες στὶς μυλόπετρες, σὰν τὸ σιτάρι.

Κι οἱ ποταμοί φουσκῶναν μὲς στὴ λάσπη τὸ αἷμα

γιὰ ἕνα λινό κυμάτισμα γιὰ μιὰ νεφέλη

μιᾶς πεταλούδας τίναγμα τὸ πούπουλο ἑνός κύκνου

γιὰ ἕνα πουκάμισο ἀδειανό, γιὰ μιὰν Ἑλένη.

Κι ὁ ἀδερφός μου;

                                  Ἀηδόνι ἀηδόνι ἀηδόνι,

τ\’ εἶναι θεός; τὶ μὴ θεός; καὶ τὶ τ\’ ἀνάμεσό τους;

\”Τ\’ ἀηδόνια δὲ σ’ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες\”.

Δακρυσμένο πουλί, 

                                    στὴν Κύπρο τὴ θαλασσοφίλητη

ποὺ ἔταξαν γιὰ νὰ μοῦ θυμίζει τὴν πατρίδα,

ἄραξα μοναχὸς μ᾿ αὐτὸ τὸ παραμύθι,

ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς αὐτὸ εἶναι παραμύθι,

ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ ἀνθρῶποι δὲ θὰ ξαναπιάσουν

τὸν παλιὸ δόλο τῶν θεῶν·

                                              ἂν εἶναι ἀλήθεια

πὼς κάποιος ἄλλος Τεῦκρος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια,

ἢ κάποιος Αἴαντας ἢ Πρίαμος ἢ Ἑκάβη

ἢ κάποιος ἄγνωστος, ἀνώνυμος, ποὺ ὡστόσο

εἶδε ἕνα Σκάμαντρο νὰ ξεχειλάει κουφάρια,

δὲν τὸ ’χει μὲς στὴ μοίρα του ν᾿ ἀκούσει

μαντατοφόρους ποὺ ἔρχονται νὰ ποῦνε

πὼς τόσος πόνος τόση ζωὴ

πῆγαν στὴν ἄβυσσο

γιὰ ἕνα πουκάμισο ἀδειανὸ γιὰ μιὰν Ἑλένη.