Ἐξιχνίαση τῆς προέλευσης τῆς φράσης στήν ἀρχαιότητα
Πρόσφατα συνάδελφος, καθηγητής Ἀγγλικῆς φιλολογίας, μοῦ διηγήθηκε ἕνα περιστατικό τό ὁποῖο συνέβη κατά τήν ξενάγηση πού ἔκανε σέ ἕναν ἡλικιωμένο Ἄγγλο τουρίστα στό φαράγγι τῆς Σαμαριᾶς. Μετά τό πέρασμα τοῦ φαραγγιοῦ φθάσανε στήν Ἁγία Ρούμελη, ὅπου εἴχανε συμφωνήσει νά τούς περιμένει μία βάρκα γιά νά τούς μεταφέρει στή Χώρα Σφακίων. Ἦταν κουρασμένοι, ταλαιπωρημένοι καί τό χειρότερο ἡ βάρκα δέ βρισκόταν ἐκεῖ γιά νά τούς παραλάβει. Ὁ Ἄγγλος προφανῶς ἐκνευρισμένος ἔδειχνε τήν ἀγανάκτησή του μουρμουρίζοντας στή γλώσσα του καί κάποια στιγμή τόν ἄκουσαν νά λέει στά ἑλληνικά «Κρῆτες ἀεί ψεῦσται». Παραξενεύτηκαν, γιατί ὁ Ἄγγλος δέν μιλοῦσε ἑλληνικά καί τόν ρώτησαν πῶς γνωρίζει αὐτή τή φράση. Τούς ἀπάντησε ὅτι αὐτό τό εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί ὅτι ὑπάρχει καί στό εὐαγγέλιο.
Τό περιστατικό αὐτό μέ ἐνόχλησε, γι’ αὐτό ἀποφάσισα νά ψάξω τό θέμα.
Ἡ ἔρευνα σχετικά μέ τό πότε διατυπώθηκε ἀρχικά ἡ κατηγορία αὐτή μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀπώτερη ἀρχαιότητα, στούς χρόνους πού ἡ ἀλήθεια ἐμπλέκεται μέ τό μύθο.
Ὁ Ἀλεξανδρινός γραμματικός Ἠφαιστίων, πού ἔζησε τόν 2ο μ.Χ. αἰώνα, ἀποδίδει τήν ἀρχή τοῦ «Κρῆτες ἀεί ψεῦσται» στήν παράδοση. Σύμφωνα μέ αὐτήν ὁ μυθικός βασιλιάς τῆς Κρήτης Ἰδομενέας καί ἐγγονός τοῦ Μίνωα, σέ διαγωνισμό ὀμορφιᾶς ἀνάμεσα στή θεά Θέτιδα (μητέρα τοῦ Ἀχιλλέα) καί τήν ὡραιότατη μάγισσα Μήδεια, στόν ὁποῖο ἦταν κριτής, ἀνέδειξε ὡραιότερη τή Θέτιδα. Τότε, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἱστοριογράφος Ἀθηνόδωρος ὁ Ἐρετριεύς, ὁ ὁποῖος περιγράφει τό γεγονός αὐτό, ἡ Μήδεια ὀργίστηκε καί εἶπε: Κρῆτες ἀεί ψεῦσται (Μήδειαν δ΄ὀργισθεῖσαν εἰπεῖν Κρῆτες ἀεί ψεῦσται) καί μάλιστα ἡ Μηδεία καταράστηκε τόν Ἰδομενέα νά μήν πεῖ ποτέ ἀλήθεια.
Ἐξ αἰτίας λοιπόν τοῦ Ἰδομενέα καί σύμφωνα μέ τήν παράδοση ἀπό τότε οἱ Κρητικοί θεωροῦνται ψεῦτες λόγω τοῦ περιστατικοῦ αὐτοῦ. Ὁ Ἰδομενέας ὅμως ἔγινε καί δεύτερη φορά αἴτιος νά χρεωθοῦν οἱ συμπατριῶτες του αὐτό τό βαρύ χαρακτηρισμό. Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ Ἰδομενέας ἔλαβε μέρος στόν Τρωικό πόλεμο μέ 80 πλοῖα καί ἦταν ἕνας ἀπό τούς Ἕλληνες πού κρύφτηκαν μέσα στόν Δούρειο Ἵππο. Μετά τήν ἅλωση ὁ κλῆρος ἔπεσε σ’ αὐτόν νά μοιράσει στούς Ἕλληνες τά λάφυρα τῆς Τροίας. Ὁ Ἀλεξανδρινός συγγραφέας Πτολεμαῖος ὁ Χένος, πού ἀναφέρεται στά παράδοξα τῆς Ἱστορίας μέ ἱστορικό καί μυθολογικό περιεχόμενο, λέει σχετικά μέ αὐτό: «Παροιμία ἐστι τό κρητίζειν ἐπί τοῦ ψεύδεσθαι, ἀπό Ἰδομενέως Κρητός ρηθεῖσα, ὅς λαχὼν μερίσαι τοῖς Ἔλλησι τά λάφυρα τοῦ Ἰλίου τά κρείττω ἑαυτῷ περιεποιήσατο».
Δηλαδή: τό «κρητίζειν» εἶναι παροιμία πού λέγεται ἐπί ψευδολογίας καί ἔχει τήν ἀρχή της στόν Κρητικό Ἰδομενέα, ὁ ὁποῖος ὁρίστηκε νά μοιράσει στούς Ἕλληνες τά λάφυρα τῆς Τροίας καί κράτησε γιά τόν ἑαυτό του τά καλύτερα. Ἀλλά καί οἱ ἴδιοι ἔδωσαν ἀφορμή νά χαρακτηρισθοῦν ψεῦτες, γιατί οἱ ὁμηρικοί Κρῆτες καί οἱ μετά ἀπό αὐτούς κατακτητές τῆς νήσου Δωριεῖς καυχιόνταν γιά πολλά πράγματα μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὅτι ἡ θεά Ἀθηνᾶ γεννήθηκε στίς ὄχθες τοῦ Κρητικοῦ ποταμοῦ Τρίτωνα, πράγμα πού ἐπέσυρε τήν ὀργή τῶν Ἀθηναίων, γιατί καί αὐτοί διεκδικοῦσαν τή γέννησή της, μέ ἀποτέλεσμα Ἀθηναῖοι ποιητές καί ρήτορες νά κατηγοροῦν ἀπό τή σκηνή καί ἀπό τό Βῆμα τούς Κρητικούς καί νά τούς ἀποκαλοῦν ψεῦτες.
Ἰσχυρίζονταν ἀκόμη οἱ Κρητικοί ὅτι ὁ Δίας γεννήθηκε καί πέθανε στήν Κρήτη καί μάλιστα ἔδειχναν τόν τάφο του. Αὐτό ἦταν ἀπαράδεκτο γιά τούς ἄλλους Ἕλληνες πού θεωροῦσαν τόν Δία ἀθάνατο.
Γι’ αὐτό ἀκριβῶς τό πράγμα κατηγορεῖ τούς Κρητικούς ὁ Ἕλληνας ποιητής καί φιλόσοφος Καλλίμαχος πού ἤκμασε στήν Ἀλεξάνδρεια τόν 3ο π. Χ αἰώνα καί ἔγραψε ἀρκετά ἔργα μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὕμνους πρός διάφορους Θεούς. Στόν ὕμνο του πρός τόν Δία, ὁ ὁποῖος διασώθηκε καί πραγματεύεται θρησκευτικά καί θεογονικά ζητήματα γράφει:
Κρῆτες ἀεί ψεῦσται καί γάρ τάφον, ᾧ, ἀνά, σεῖο
Κρῆτες ἐτεκτήναντο• σύ δ’ οὐ θανες• ἐσσί γάρ ἀεί.
Δηλαδή: Οἱ Κρητικοί εἶναι πάντοτε ψεῦτες, διότι καί τάφο σου, ὤ βασιλιά, κατασκεύασαν, σύ δέ δέν ἀπέθανες, διότι εἶσαι ἀθάνατος.
Ἀλλά καί νωρίτερα ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Καλλίμαχου, αὐτά πού ὑποστήριζαν οἱ Κρητικοί σχετικά μέ τό Δία ἦταν ἡ αἰτία ὁ Ἐπιμενίδης, πού ἔζησε τόν 7° π.Χ. αἰώνα, νά πεῖ τή γνωστή φράση «Κρῆτες ἀεί ψεῦσται, κακά θηρία, γαστέρες ἀργαί». Ὁ Ἐπιμενίδης γεννήθηκε στήν Κνωσό ἤ τή Φαιστό καί θεωροῦνταν ἕνας ἀπό τούς ἑπτά σοφούς της ἀρχαιότητας (στή θέση τοῦ Περιάνδρου τοῦ Κορίνθιου). Ἦταν μάντης, συγγραφέας καί ποιητής καί εἶχε φήμη μεγάλου καθαρτῆ, Τό 612 π.Χ. τόν κάλεσαν οἱ Ἀθηναῖοι, κατά συμβουλή τοῦ Μαντείου τῶν Δελφῶν, νά ἐξαγνίσει τήν πόλη τους ἀπό τόν λοιμό πού τούς βασάνιζε, ἐπειδή οἱ θεοί εἶχαν θυμώσει μαζί τους λόγω τοῦ Κυλώνειου ἄγους. Ἐνῶ λοιπόν ὁ Ἐπιμενίδης ἐξάγνιζε τήν πόλη καί συγχρόνως προσπαθοῦσε νά συνετισθοῦν οἱ Ἀθηναῖοι λέγοντάς τους ὅτι ὁ Δίας θά τούς τιμωροῦσε περισσότερο ὄχι μόνο στήν παροῦσα ἀλλά καί στή μέλλουσα ζωή, αὐτοί τοῦ ἀπήντησαν ὅτι Δίας δέν ὑπάρχει, διότι οἱ Κρητικοί λένε ὅτι ἀπέθανε καί ἐτάφη στήν Κρήτη• καί μάλιστα ἔγραψαν στόν τάφο του τήν ἐπιγραφή «Ἐνταῦθα Ζὰν κεῖται, ὅν Δίαν κικλήσκουσιν», δηλαδή : Ἐδῶ εἶναι θαμμένος ὁ Ζεύς, τόν ὁποῖο ὀνομάζουν Δία. Τότε, λένε, ὁ Ἐπιμενίδης, γιά νά ἀναιρέσει αὐτό πού ὑποστήριζαν οἱ Κρητικοί, (ὅτι Δίας ἀπέθανε…) δηλαδή νά διαψεύσει τούς Κρητικούς, ἀπάντησε στούς Ἀθηναίους μέ ἕνα μεγαλύτερο ψέμα μέ τή φράση «Κρῆτες ἀεί ψεῦσται κακά θηρία, γαστέρες ἀργαί».
Ὁ Ἐπιμενίδης ἦταν ἕνα πρόσωπο πού μπλέχτηκε σέ θρύλους καί μυθικές παραδόσεις, πάντα ὅμως οἱ Κρητικοί ἀναφέρονταν μέ σεβασμό σ’ αὐτόν. Ὁ ἴδιος δέν εἶχε καλή γνώμη γιά τούς συντοπίτες του ἄν κρίνουμε ἀπό τήν παραπάνω φράση. Στό κεφάλαιο τῆς μαθηματικῆς Λογικῆς, πού διδάσκαμε στό Λύκειο, ἀναφέραμε τήν πρόταση «Ὁ Ἐπιμενίδης εἶπε: Πᾶς Κρής ψεύτης», ὡς παράδειγμα μή λογικῆς πρότασης (γιατί δέν μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ μόνο ὡς ἀληθής ἤ μόνο ὡς ψευδής). Αὐτό εἶναι ἕνας λόγος νά ἰσχυριστοῦμε πώς ὁ χαρακτηρισμός «ψεῦτες» τῶν Κρητικῶν δέν ἀνταποκρίνεται στήν πραγματικότητα.
Ὅπως καί νά ἔχουν τά πράγματα, ἡ δυσφήμηση αὐτή τῶν Κρητικῶν, πού ἀρχικά ξεκίνησε ὡς μύθος, μέ τόν καιρό ἔγινε παράδοση καί ἐπηρέασε πολλούς καί σημαντικούς ἀπό τούς μεταγενέστερους. Μεταξύ αὐτῶν ἦταν καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἀργότερα, σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἐπίσκοπο Τίτο ἐπαναλαμβάνει τό χαρακτηρισμό «ψεῦτες» προσθέτοντας καί τούς ἄλλους χαρακτηρισμούς, πού τούς θεωρῶ ἄδικους, γιατί οἱ Κρῆτες ἀσπάστηκαν ἀπό νωρίς τό χριστιανισμό καί τήν ἐντολή… οὐ ψευδομαρτυρήσεις….
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πού θεμελίωσε καί ὀργάνωσε τήν ἐκκλησία τῆς Κρήτης, ἦρθε στήν Κρήτη δύο φορές. Τήν πρώτη φορά παρά τή θέλησή του τό 60 μ.Χ., γιατί, ἐνῶ πήγαινε στή Ρώμη γιά νά δικαστεῖ, ὡς ρωμαῖος πολίτης πού ἦταν, τό πλοῖο μέ τό ὁποῖο ταξίδευε ἀναγκάστηκε, λόγω κακοκαιρίας, νά προσαράξει στούς Καλούς Λιμένες, στά νότια του νομοῦ Ἡρακλείου (… εἰς τόπον τινα καλούμενον Καλούς Λιμένας ὧν ἐγγύς ἦν πόλις Λασαία…) ὅπου παρέμεινε ἀρκετό διάστημα. Στή Ρώμη δικάστηκε καί καταδικάστηκε σέ φυλάκιση. Μετά τήν ἀποφυλάκισή του ἦρθε γιά δεύτερη φορά στήν Κρήτη μαζί μέ τόν συνεργάτη του Τίτο. Ἡ παραμονή στό νησί ἦταν σύντομη. Ἀνέθεσε τήν ὀργάνωση τῆς ἐκκλησίας στόν Τίτο τόν ὁποῖο καί χειροτόνησε πρῶτο ἐπίσκοπο Κρήτης στήν πρωτεύουσα τῆς Γόρτυνα, τοῦ ἔδωσε μάλιστα ἐντολές καί ὁδηγίες, καί ἔφυγε γιά νά συνεχίσει τό ἀποστολικό του ἔργο. Ἀργότερα στήν ἐπιστολή του πρός Τίτον ἀναφέρει «… Δι’ αὐτό σέ ἀφῆκα εἰς τήν Κρήτην, διά νά συμπληρώσεις ὅσα παρέλειψα..». καί ἐφιστᾶ τήν προσοχή του νά εἶναι προσεκτικός μέ τούς Κρητικούς καί ἰδίως νά καταπολεμοῦνται οἱ ψευτοδιδάσκαλοι, γράφοντάς του: «Εἶπέ τις ἐξ αὐτῶν ἴδιος αὐτῶν προφήτης, Κρῆτες ἀεί ψεῦσται, κακά θηρία, γαστέρες ἀργαί» Δηλαδή: Εἶπε κάποιος ἀπό τούς Κρητικούς, πού τόν ἔχουν ὡς προφήτη τους (προφανῶς ἐννοεῖ τόν Ἐπιμενίδη) ὅτι οἱ Κρῆτες εἶναι πάντοτε ψεῦτες, κακά θηρία, ἄνθρωποι πού θέλουν νά τρώγουν πολύ χωρίς νά ἐργάζονται.
Καί συνεχίζει: «Ἡ μαρτυρία αὕτη ἐστίν ἀληθής, δι’ ἦν αἰτίαν ἔλεγχε αὐτούς ἀποτόμως, ἵνα ὑγιαίνωσιν ἐν τῇ πίστει». Ἔτσι λοιπόν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπανέλαβε αὐτό πού εἶχε πεῖ σχεδόν 700 χρόνια πρίν ὁ Ἐπιμενίδης.
Ὁ Κ. Σάθας ἀναφέρει πώς ὁ Κρητικός λόγιος Ζαχαρίας Σκορδύλης ὁ Μαραφαρᾶς ἀνασκεύασε μέ λογικά ἐπιχειρήματα, πού δείχνουν τήν πολυμάθειά του, τό Κρῆτες ἀεί ψεῦσται… σέ ἐργασία του μέ τίτλο: «Ζαχαρία Μαραφαρᾶ πρεσβυτέρου, Ἑρμηνεία εἰς τό «Κρῆτες ἀεί ψεῦσται» κ.λ.π.
Πάντως καί σήμερα ἀκόμη δέν ἔχουμε ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτή τήν κακή φήμη, ἀφοῦ καί τά σύγχρονα Λεξικά ἀναφέρουν μεταξύ ἄλλων: Κρητίζειν = Φέρομαι ὡς Κρής, ψεύδομαι, ἐξαπατῶ, καί τήν παροιμία «πρός Κρήτα κρητίζειν» πού λέγεται μέ τήν ἔννοια: ἐξαπατᾶ κάποιος τόν ἀπατεῶνα.