Ὁ ἠθοποιὸς ποὺ ἔφεραν γιὰ νὰ τοὺς διασκεδάσει
ἀπήγγειλε καὶ μερικὰ ἐπιγράμματα ἐκλεκτά.
Ἡ αἴθουσα ἄνοιγε στὸν κῆπο ἐπάνω·
κ’ εἶχε μιὰν ἐλαφρὰ εὐωδία ἀνθέων
ποὺ ἑνώνονταν μὲ τὰ μυρωδικὰ
τῶν πέντε ἀρωματισμένων Σιδωνίων νέων.
Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, καὶ Κριναγόρας, καὶ Ριανός.
Μὰ σὰν ἀπήγγειλεν ὁ ἠθοποιός,
«Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει -»
(τονίζοντας ἴσως ὑπὲρ τὸ δέον
τὸ «ἀλκὴν δ’ εὐδόκιμον», τὸ «Μαραθώνιον ἄλσος»),
πετάχθηκεν εὐθὺς ἕνα παιδὶ ζωηρό,
φανατικὸ γιὰ γράμματα, καὶ φώναξε·
«Ἄ δὲν μ’ ἀρέσει τὸ τετράστιχον αὐτό.
Ἐκφράσεις τοιούτου εἴδους μοιάζουν κάπως σὰν λιποψυχίες.
Δῶσε — κηρύττω — στὸ ἔργον σου ὅλην τὴν δύναμί σου,
ὅλην τὴν μέριμνα, καὶ πάλι τὸ ἔργον σου θυμήσου
μὲς στὴν δοκιμασίαν, ἢ ὅταν ἡ ὥρα σου πιὰ γέρνει.
Ἔτσι ἀπὸ σένα περιμένω κι ἀπαιτῶ.
Κι ὄχι ἀπ’ τὸν νοῦ σου ὁλότελα νὰ βγάλεις
τῆς Τραγῳδίας τὸν Λόγο τὸν λαμπρὸ —
τί Ἀγαμέμνονα, τί Προμηθέα θαυμαστό,
τί Ὀρέστου, τί Κασσάνδρας παρουσίες,
τί Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας— καὶ γιὰ μνήμη σου νὰ βάλεις
μ ό ν ο ποὺ μὲς στῶν στρατιωτῶν τὲς τάξεις, τὸν σωρὸ
πολέμησες καὶ σὺ τὸν Δάτι καὶ τὸν Ἀρταφέρνη.»