Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ὁ Πέτρος ἀναγνωρίζει Αὐτόν, αἰσθάνεται δύναμιν εἰς τὸν ἑαυτόν του «καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα καὶ ἦλθε πρὸς τὸν Ἰησοῦν». Τὰ πράγματα μέχρι τίνος ἐβάδιζαν εὐχάριστα. Ὁ Πέτρος ὅμως ἀποστρέψας τὸ βλέμμα του ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν «καὶ βλέπων τὸν ἄνεμον ἐφοβήθη» καὶ ἤρχισε νὰ ὀλιγοπιστῇ. Ἡ τιμωρία δὲν ἐβράδυνε νὰ ἔλθῃ. Ὁ ψαρᾶς Ἀπόστ. Πέτρος δὲν ἀντέχει εἰς τὴν τρικυμίαν. Ἀρχίζει νὰ βυθίζεται

  • !

    Ἐξεπλάγησαν δὲ τόσον πολὺ διὰ τὸ θαῦμα τοῦτο «οὐ γὰρ συνῆκαν ἐπὶ τοῖς ἄρτοις», διότι τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν 5 ἄρτων καὶ 2 ἰχθύων δὲν ἐνόησαν καὶ καλά, ὥστε νὰ προλειανθῇ ἡ ψυχὴ των εἰς τὴν δύναμιν τοῦ Σωτῆρος. Δὲν ἐνόησαν δὲ τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων, διότι ὅπως λέγει ὁ Λουκᾶς «ἦν αὐτῶν ἡ καρδία πεπωρωμένη».

  • !

    Τὰ θαύματα ταῦτα εἶναι προετοιμασία τοῦ λόγου Του περὶ τῆς ὑποσχέσεως τῆς θείας εὐχαριστίας, διὰ τὴν ὁποίαν θὰ ὁμιλήσῃ ἀμέσως κατωτέρω. Ἀφοῦ ἡ ἁφὴ μόνον τῶν ἐνδυμάτων Του ἔδιδε τὴν ὑγείαν, πολὺ περισσότερον ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Του σώματος.

  • !

    Εἰς τὴν ζωὴν μας θάλασσα εἶναι ὁ κόσμος, διότι εἶναι ρευστός, κύματα οἱ πειρασμοί του, νύχτα τὸ σκότος ποὺ προξενοῦν εἰς τὸν νοῦν ἡ ῥευστότης τῶν ἐγκοσμίων καὶ ἡ βιαιότης τῶν λογισμῶν ἡ ἐκ τῆς προσκαιρότητος τῶν ἐγκοσμίων προερχομένη. Ὅλα αὐτὰ ὁδηγοῦν εἰς τὴν ἀπελπισίαν, ὅταν καρφώσωμεν τὸν νοῦν μας εἰς αὐτά.

  • !

    Ὅταν ἀπέσυρεν ὁ Ἀπόστολος τὰ βλέμματά του ἀπὸ τὸν Χριστὸν καὶ ἐπρόσεχε τὰ κύματα, ἐβυθίζετο. Ὅταν ὅμως ἔστρεψε τὰ βλέμματά του, τὴν φωνήν του, τὴν ψυχὴν του εἰς τὸν Χριστόν, ἡ θάλασσα γίνεται ξηρά, τὰ κύματα σκαλοπάτια, ἵνα βαδίσῃ καὶ ἀναβῇ εἰς τὸν Χριστόν, ἡ δὲ νύκτα κάνει φωτεινοτέρους τοὺς ἀφροὺς τῶν κυμάτων, οἱ ὁποῖοι σὰν χυμένο φῶς εἰς τὰ πόδια τοῦ Ἀποστόλου ὁδηγοῦν αὐτὸν εἰς τὸ Μέγα Φῶς, τὸν Χριστόν.

  • !

    Ὅταν τὸ βλέμμα μας, ἡ ψυχή μας, ἡ φωνὴ μᾶς στρέφωνται εἰς τὸν Χριστόν, ἡ ῥευστότης τῶν ἐπιγείων μας ἀνάβει περισσότερον τὴν λαχτάραν τῆς αἰωνιότητος τῶν οὐρανίων. Τὰ κύματα τῶν πειρασμῶν ὅσῳ μεγαλύτερα εἶναι, τόσῳ μεγαλύτερα σκαλοπάτια γίνονται διὰ νὰ ἀνέλθωμεν ἐπάνω καὶ αὐτὸ τὸ μάνιασμα καὶ τὸ ἄφρισμα τῶν πειρασμῶν γίνεται περισσότερον φῶς εἰς τὰ πόδια μας, ἵνα ἀνέλθωσιν εἰς τὸ μέγα Φῶς, τὸν Χριστόν!

  • !

    Καὶ σὺ ὁ ὁποῖος ἠμάρτησες καὶ ἀπελπίζεσαι, ὅταν ἐλπίσῃς εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, αὐτὴ ἡ πτῶσις σου θὰ γίνῃ σκαλοπάτι νὰ πετάξῃς εἰς τὸν οὐρανόν. Θὰ σοῦ γίνῃ μέγα φῶς, διότι θὰ αἰσθανθῇς, πόσον ὕπουλος εἶναι ἡ ἁμαρτία. Σὺ ὁ ὁποῖος ἠμάρτησες καὶ ἐντρέπεσαι καὶ φοβᾶσαι τὸν πνευματικὸν ὡς ἄγριον μὲ τὴν μάχαιραν ἕτοιμον ἀνὰ χεῖρας, ὅταν ἀνοίξῃς τὴν καρδιά σου, θὰ νοιώσῃς νὰ ἀνοίξουν τὰ οὐράνια. Πόρναι καὶ τελῶναι δὲν λέγει ὁ Κύριος προάγουσιν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ;

  • !

    Ἔχασες τὸ ῥοῦχο σου, τὸ σπίτι σου. Πόσον ἀνόητον εἶναι, ὅταν μαζὶ μὲ αὐτὰ χάνῃς τὴν ψυχήν σου, τὴν χαράν σου! Ποῖο ἀξίζει περισσότερο; Τὸ ῥουχό σου ἤ ἡ χαρά σου; Ἔχασες τὸ ἕνα. Διατὶ νὰ χάσῃς καὶ τὸ ἄλλο;

Ὁ Ἰησοῦς βαδίζει ἐπὶ τῆς θαλάσσης (Ματθ.14,24—36)

 

 

Ματθ. 14,24—36. Μάρκ. 6,47—56. Ἰωάν. 6,16—21

Εἴδομεν προηγουμένως, ὅτι ὁ Κύριος ἠνάγκασε τοὺς μαθητάς του νὰ εἰσέλθωσιν εἰς τὴν λέμβον, αὐτὸς δὲ ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος καὶ ἐκεῖ προσηύχετο. Οἱ δὲ ὄχλοι διελύθησαν, ἀφοῦ εἶδον ὅτι ὁ Κύριος ἀντέστη εἰς τὰς σκέψεις καὶ ἀποφάσεις των. «Ὡς δὲ ὀψία ἐγένετο κατέβησαν οἱ μαθηταί Αὐτοῦ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἐμβάντες εἰς τὸ πλοῖον ἤρχοντο πέραν τῆς θαλάσσης εἰς Καπερναούμ». Μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου οἱ Ἀπόστολοι εἰσῆλθον εἰς τὴν λέμβον καὶ κατηυθύνοντο εἰς τὴν ἀντιπέραν ὄχθην καὶ συγκεκριμένως πρὸς τὴν Βηθσαϊδᾶ τὴν πατρίδα τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ἡ ὁποία ἦτο πλησίον τῆς Καπερναούμ. Κατ’ ἀρχὰς εἶχον εὐνοϊκὸν ἄνεμον καὶ προχώρησαν ταχέως. «Ὀψίας γενομένης» ἀργὰ μετὰ τὴν δύσιν δηλαδὴ τοῦ ἡλίου «ἦν τὸ πλοῖον ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων. Ἦν γὰρ ἐνάντιος ὁ ἄνεμος, Αὐτὸς δὲ μόνος ἐπὶ τῆς γῆς». Τὸ πλοῖον, ἡ λέμβος, ἀπὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου μέχρι τῆς τετάρτης φυλακῆς τῆς νυκτὸς ἦτο εἰς τὸ μέσον τῆς θαλάσσης βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων, διότι ὁ ἄνεμος ἦτο ἀντίθετος. «Σκοτία ἤδη ἐγεγόνει καὶ οὔπω ἐληλύθει πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς ἡ δὲ θάλασσα ἀνέμου μεγάλου πνέοντος διηγείρετο» γράφει πλήρης φόβου ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης.

Καλῶς ἐχόντων τῶν πραγμάτων ἡ μέχρι τοῦ μέσου τῆς λίμνης ἀπόστασις ἦτο ζήτημα ταξιδιοῦ 2—3 ὡρῶν. Αὐτοὶ ὅμως εὑρίσκονται λόγῳ τῆς θαλασσοταραχῆς ἀπὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου μέχρι τῆς 3—6 πρωϊνῆς εἰς τὸ μέσον τῆς λίμνης. Ὁ Ἰησοῦς «ἰδὼν» ἀπὸ τοῦ ὄρους, ὅπου προσηύχετο τοὺς «μαθητάς βασανιζομένους ἐν τῷ ἐλαύνειν» ἤτοι ἰδών, ὅτι οἱ μαθηταί του λόγῳ τοῦ σφοδροῦ ἀνέμου μεγάλον κόπον κατέβαλον εἰς τὴν κωπηλασίαν «ἔρχεται πρὸς αὐτοὺς περὶ τὴν τετάρτην φυλακὴν τῆς νυκτὸς» τὴν τρίτην πρωϊνὴν δηλαδὴ περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. «Ἐληλακότες οὖν ὡς σταδίους εἴκοσι πέντε ἤ τριάκοντα θεωροῦσι τὸν Ἰησοῦν περιπατοῦντα ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ ἐγγύς τοῦ πλοίου γινόμενον καὶ ἐφοβήθησαν» προσθέτει ἀκριβέστερον ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. Ὅταν δηλαδὴ εἶχον διανύσει 25—30 στάδια ἤτοι 5 χιλιόμ. βλέπουσι τὸν Ἰησοῦν βαδίζοντα ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ εὑρισκόμενον πλησίον τοῦ πλοίου. Ἀπεῖχον τῆς ξηρᾶς, ὅθεν ἀνεχώρησαν 5 χιλιόμετρα. Ὑπελείποντο ἀκόμη 7 χιλιόμετρα μέχρι τῆς Βηθσαϊδᾶ. Περιπατῶν ὁ Κύριος ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ «ἐγγύς τοῦ πλοίου ἐλθών ἤθελε παρελθεῖν αὐτούς». Ὁ Κύριος πλησιάζει πρῶτον τὴν λέμβον καὶ κατόπιν προσποιεῖται, ὅτι θέλει νὰ προσπεράσῃ αὐτοὺς βαδίζων ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἵνα ἐνισχύσῃ τὴν πίστιν αὐτῶν, διότι θὰ βλέπωσι τὸν Ἰησοῦν βαδίζοντα ἐπὶ τῶν κυμάτων καὶ ἵνα διεγείρῃ τὸ ἐνδιαφέρον τῆς προσκλήσεως Του ὑπ’ αὐτῶν.

Οἱ μαθηταὶ «ἰδόντες τὸν Ἰησοῦν ἐπὶ τῆς θαλάσσης περιπατοῦντα ἐταράχθησαν» κατ’ ἀρχάς, διότι πλήρεις προλήψεων «ἔδοξαν» ἐνόμισαν, ὅτι «φάντασμα ἐστι» εἶναι φάντασμα, κατευθυνόμενον πρὸς αὐτούς. Τόσον δὲ πολὺ ἐταράχθησαν, ὥστε «ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. Πάντες εἶδον αὐτὸν καὶ ἐταράχθησαν». Δὲν ἀνεγνώρισαν τὸν Ἰησοῦν ἀμέσως λόγῳ τοῦ σκότους τῆς νυκτός. Ὁ Ἰησοῦς μέσα ἀπὸ τὴν θύελλα καὶ θαλασσοταραχὴν κραυγάζει καὶ λέγει πρὸς αὐτούς˙ «θαρσεῖτε, ἐγὼ εἰμί, μὴ φοβεῖσθε». Ὁ Κύριος βαδίζων ἐπὶ τῶν ἀγριεμμένων κυμάτων παρὰ τὸν νόμον τῆς βαρύτητος δεικνύει τὴν δύναμίν Του εἰς τὰ πλέον ἀτίθασσα στοιχεῖα ἄνεμον καὶ θάλασσαν. Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος συνέρχεται πρῶτος ἀπὸ τὸν φόβον ὁ ἔχων πάντοτε περισσότερον τῶν ἄλλων θάρρος πρὸς τὸν Χριστὸν δεικνύει εἰς τὴν περίστασιν αὐτὴν τὸν πόθον νὰ μεταβῇ πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ λέγει˙ «Κύριε, εἰ σὺ εἶ,» ἐὰν εἶσαι σὺ «κέλευσόν με ἐλθεῖν πρὸς σὲ ἐπὶ τὰ ὕδατα) διατάξόν με νὰ ἔλθω πρὸς σὲ βαδίζων ἐπὶ τῶν ὑδάτων. Ὁ Πέτρος ἐπιθυμεῖ νὰ ἀναγνωρίσῃ τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τὴν φωνήν του καὶ τὴν δύναμιν αὐτῆς, ἀφοῦ λόγῳ τοῦ σκότους δὲν ἠδύνατο νὰ ἴδῃ καθαρὰ τὴν μορφήν του. Μεγάλη ἡ τόλμη του! Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Πέτρος ὁ προτρέχων εἰς τὸ πάθος τοῦ Κυρίου, εἰς τὸ μνῆμα αὐτοῦ, εἰς τὴν θάλασσαν τῆς Τιβεριάδος πρὸ τῶν ἄλλων μαθητῶν. Ἀδύνατος ἡ ἐπινόησις τοῦ θαύματος τούτου!

Ὁ Κύριος ἀπαντᾷ «ἐλθέ». Ὁ Πέτρος ἀναγνωρίζει Αὐτόν, αἰσθάνεται δύναμιν εἰς τὸν ἑαυτόν του «καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα καὶ ἦλθε πρὸς τὸν Ἰησοῦν». Τὰ πράγματα μέχρι τίνος ἐβάδιζαν εὐχάριστα. Ὁ Πέτρος ὅμως ἀποστρέψας τὸ βλέμμα του ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν «καὶ βλέπων τὸν ἄνεμον ἐφοβήθη» καὶ ἤρχισε νὰ ὀλιγοπιστῇ. Ἡ τιμωρία δὲν ἐβράδυνε νὰ ἔλθῃ. Ὁ ψαρᾶς Ἀπόστ. Πέτρος δὲν ἀντέχει εἰς τὴν τρικυμίαν. Ἀρχίζει νὰ βυθίζεται « Ἀρξάμενος δὲ καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων: Κύριε, σῶσόν με». Τότε ὁ Ἰησοῦς «εὐθέως ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ» ἀμέσως ὁ Χριστὸς ἅπλωσε τὸ χέρι Του καὶ τὸν ἔπιασε «καὶ λέγει αὐτῷ˙ ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;»

 

«Ἤθελον» οἱ Ἀπόστολοι «λαβεῖν Αὐτὸν εἰς τὸ πλοῖον». Ἐπεθύμουν οἱ Ἀπόστολοι νὰ εἰσέλθῃ ὁ Χριστὸς εἰς τὴν λέμβον των. Καὶ πράγματι! Ὁ Ἰησοῦς κρατῶν διὰ τῆς χειρὸς Του τὴν χεῖρα τοῦ Πέτρου εἰσέρχονται εἰς τὸ πλοῖον. «Ἀναβαντων δὲ αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος καὶ οἱ ἐν τῷ πλοίῳ» Ἀπόστολοι καὶ ἄλλοι ὑπηρέται «λίαν ἐκ περισσοῦ ἐν ἑαυτοῖς ἐξίσταντο». Ἔκαμε δηλαδὴ εἰς τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους τεραστίαν ἐντύπωσιν τὸ γεγονὸς τοῦτο. Ἐξεπλάγησαν δὲ τόσον πολὺ διὰ τὸ θαῦμα τοῦτο «οὐ γὰρ συνῆκαν ἐπὶ τοῖς ἄρτοις», διότι τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν 5 ἄρτων καὶ 2 ἰχθύων δὲν ἐνόησαν καὶ καλά, ὥστε νὰ προλειανθῇ ἡ ψυχὴ των εἰς τὴν δύναμιν τοῦ Σωτῆρος. Δὲν ἐνόησαν δὲ τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων, διότι ὅπως λέγει ὁ Λουκᾶς «ἦν αὐτῶν ἡ καρδία πεπωρωμένη». Λόγῳ ὅμως τῆς μεγάλης ἐκστάσεώς των διὰ τὸ θαῦμα «προσεκύνησαν τῷ Ἰησοῦ λέγοντες ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ». Ὀνομάζοντες υἱὸν Θεοῦ οἱ Ἀπόστολοι τὸν Ἰησοῦν δὲν ἐννοοῦσιν, ὅπως θὰ ἐννοήσωσιν ἀργότερον ὡς Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸ ἕν πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλὰ κάτι περισσότερον ἀπὸ Μεσσίαν. Κοπάσαντος τοῦ ἀνέμου «εὐθέως ἐγένετο τὸ πλοῖον ἐπὶ τῆς γής, εἰς ἥν ὑπῆγον». Ἔπλευσαν ὁμαλῶς, ταχέως καὶ ἴσως καὶ θαυματουργικῶς ἔφθασαν ἐκεῖ ὅπου κατηυθύνοντο εἰς Βηθσαϊδᾶ κατὰ τὸν Μᾶρκον, ὅπου «προσωρμίσθησαν» ἠγκυροβόλησαν. Κατόπιν «διαπεράσαντες ἐπὶ τὴν γῆν» ἀποβιβασθέντες εἰς τὴν ξηρὰν ἦλθον εἰς «τὴν γῆν Γεννησαρέτ», εἰς τὴν πεδινὴν καὶ εὐφορωτάτην χώραν δηλαδὴ Γεννησαρέτ, ὅπου κεῖνται ἡ Βηθσαϊδᾶ καὶ Καπερναοὺμ καὶ ἄλλαι κωμοπόλεις.

Ὁ Κύριος βαδίζει πρὸς τὴν Καπερναούμ. «Ἐξελθόντων αὐτῶν ἐκ τοῦ πλοίου ἐπιγνόντες αὐτὸν οἱ ἄνθρωποι τοῦ τόπου ἐκείνου» μαθόντες δηλ. τὴν ἄφιξιν τοῦ Κυρίου οἱ κάτοικοι τῆς Γεννησαρὲτ «ἀπέστειλον εἰς ὅλην τὴν περίχωρον ἐκείνην», ἵνα εἰδοποιήσωσι τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἀσθενεῖς περὶ τῆς ἀφίξεώς Του. Πόσον ἀγαθοὶ ἀγγελιοφόροι! Οἱ ἄνθρωποι τῶν πόλεων «ἤρξαντο ἐπὶ τοῖς κραββάτοις τοὺς κακῶς ἔχοντας περιφέρειν, ὅπου ἤκουον ὅτι ἐκεῖ ἐστι». Καὶ ὅπου ἐὰν «εἰσεπορεύετο εἰς κώμας ἤ εἰς πόλεις ἤ εἰς ἀγρούς, ἐν ταῖς ἀγοραῖς ἐτίθεσαν τοὺς ἀσθενοῦντας καὶ παρεκάλουν Αὐτόν, ἵνα κἄν τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου Αὐτοῦ ἅψωνται καὶ ὅσοι ἥψαντο ἐσώζοντο». Εἰς τὰς μεταξὺ δηλαδὴ τοῦ τόπου τῆς ἀποβάσεως καὶ τῆς Καπερναοὺμ κῶμας, ἀγροὺς καὶ πόλεις ἔφερον διαφόρους ἀσθενεῖς, ἐτοποθέτουν αὐτοὺς εἰς τὰς πλατείας τῶν κωμοπόλεων, ὅπου θὰ διήρχετο ὁ Κύριος, ἵνα οὗτοι ἐγγίσωσι μόνον τὰ κράσπεδα, τοὺς ἱεροὺς δηλαδὴ θυσάνους εἰς τὰς τεσσάρας γωνίας τοῦ ἐπανωφορίου Του μὲ τὴν πίστιν, ὅτι θὰ θεραπευθῶσιν. Αὐτὸ καὶ ἔγινε. Ὅσοι ἤγγισαν μὲ τὴν πίστιν αὐτὴν τὰ κράσπεδα τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, ἐθεραπεύθησαν. Τὰ θαύματα ταῦτα εἶναι προετοιμασία τοῦ λόγου Του περὶ τῆς ὑποσχέσεως τῆς θείας εὐχαριστίας, διὰ τὴν ὁποίαν θὰ ὁμιλήσῃ ἀμέσως κατωτέρω. Ἀφοῦ ἡ ἁφὴ μόνον τῶν ἐνδυμάτων Του ἔδιδε τὴν ὑγείαν, πολὺ περισσότερον ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Του σώματος.

Θέμα: Ἀπελπισία — Ἐλπίς.

Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀπελπιζόμενος ἀπὸ τὴν βίαν τῶν κυμάτων βυθίζεται εἰς τὴν θάλασσαν. Ὁ αὐτὸς Ἀπόστολος ἐλπίζων εἰς τὸν Ἰησοῦν βαδίζει ἐπὶ τῆς θαλάσσης. Ἰδοὺ αἱ δύο εἰκόνες. Ἀπελπισία καὶ ἐλπίς. Μελετήσωμεν ἀμφοτέρας βάσει τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς καθημερινῆς ζωῆς.

1) Ἀπελπισία. Κατὰ τὸ Εὐαγγέλιον ἡ θάλασσα, τὰ κύματα, ἡ νύχτα εἶναι ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα εἵλκυσαν τὴν προσοχὴν τοῦ Ἀποστόλου ὅστις «ἰδὼν τὸν ἄνεμον ἐφοβήθη» καὶ ἀπέσυραν τὴν προσοχήν του ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἤρχισε νὰ καταποντίζεται. Εἰς τὴν ζωὴν μας θάλασσα εἶναι ὁ κόσμος, διότι εἶναι ρευστός, κύματα οἱ πειρασμοί του, νύχτα τὸ σκότος ποὺ προξενοῦν εἰς τὸν νοῦν ἡ ῥευστότης τῶν ἐγκοσμίων καὶ ἡ βιαιότης τῶν λογισμῶν ἡ ἐκ τῆς προσκαιρότητος τῶν ἐγκοσμίων προερχομένη. Ὅλα αὐτὰ ὁδηγοῦν εἰς τὴν ἀπελπισίαν, ὅταν καρφώσωμεν τὸν νοῦν μας εἰς αὐτά. Πράγματι! Ἔχασες κάτι που εἶχες; Σοῦ λείπει κάτι, τοῦ ὁποίου ἔχεις ἀνάγκην; Ἀμέσως τὰ κύματα τῶν λογισμῶν σοῦ σκοτίζουν τὸν νοῦν καὶ σὲ ὁδηγοῦν εἰς τὴν ἀπελπισίαν. Καὶ συγκεκριμένως˙ Ἔχασες ῥοῦχα, χρήματα, σπίτι τὰ ὁποῖα εἶχες καὶ δὲν ἔχεις νὰ φορέσῃς, νὰ οἰκονομηθῇς, νὰ στεγασθῇς καὶ ἀμέσως ἀπελπίζεσαι. Τί νὰ κάμω; Χάθηκα! Ἡ ὑγεία σου παρουσιάζει δέκατα. Σωρὸ αἱ ὑποψίαι σου διὰ τὸ εἶδος τῆς νόσου καὶ τὴν τύχην σου. Ἀπελπισία! Θὰ πεθάνω! Ἔχει ἀνάγκην νὰ ἀναπαυθῇ ἡ ψυχή σου, διότι εἶχες παιδί, εἰς τὸ ὁποῖον εἶχες δώσει ὅλην σου τὴν καρδιὰ καὶ τὤχασες. Τόσον σκοτίζεσαι καὶ ἀπελπίζεσαι,ὥστε ὅλα σοῦ φαίνονται μαῦρα !

Τὸ δηλητήριον τῆς ἀπελπισίας εἶναι τόσον διεισδυτικόν τοῦ ψυχικοῦ ὀργανισμοῦ, ὥστε προέρχεται καὶ ἐκ στερήσεων ἐλαχίστων καὶ πολλάκις ἁγιωτάτων. Ἔρχεται ἡ Τετάρτη, Παρασκευὴ καὶ πρόκειται νὰ νηστεύσῃς. Ἐλαφρὰ τις ἀπόγνωσις καταλαμβάνει τὴν ψυχήν σου. Τί θὰ φᾶμε;

Ἰδίως ὅμως ἡ ἀπελπισία ἔρχεται, ὅταν ἁμαρτία τὶς κόψῃ μικρὸ ἤ μεγάλο κομμάτι τῆς ψυχῆς σου. Ἠμάρτησα! χάθηκα! αὐτοκτονία! Μεγάλο σκοτάδι ἀκολουθεῖ πᾶσαν ἀπώλειαν σωματικὴν ἤ ψυχικήν, ἡ ὁποία ἄγει εἰς ἀπελπισίαν. Ἔχασες τὸ ῥοῦχο σου, τὸ σπίτι σου. Πόσον ἀνόητον εἶναι, ὅταν μαζὶ μὲ αὐτὰ χάνῃς τὴν ψυχήν σου, τὴν χαράν σου! Ποῖο ἀξίζει περισσότερο; Τὸ ῥουχό σου ἤ ἡ χαρά σου; Ἔχασες τὸ ἕνα. Διατὶ νὰ χάσῃς καὶ τὸ ἄλλο; Ἔχεις δέκατα καὶ ἀπελπίζεσαι. Μὲ τὴν στενοχώρια θὰ πέσουν τὰ δέκατα; Τοὐναντίον θὰ αὐξηθοῦν. Ἔχασες τὸ παιδί σου. Μὲ τὴν ἀπελπισία θὰ ξαναφέρῃς εἰς τὴν ζωὴν τὸ παιδί σου; Ὄχι, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ λυπεῖς μὲ τὴν ὑπέρμετρον λύπην σου καὶ τὸν ἑαυτόν σου φθείρεις. Ἐνῷ τὴν Πέμπτην τρώγεις χόρτα χωρὶς στενοχώρια, τὴν περίοδον τῆς κατοχῆς ἐπεθύμεις νὰ ἔχῃς ἄρτον, τώρα ἀπελπίζεσαι νὰ νηστεύσῃς μίαν Τετάρτην ἡ Παρασκευήν! Δὲν εἶναι ἐδῶ σκότος, διάβολος; Σκοτάδι κυρίως ἔχουν αὐτοί, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ ἠμάρτησαν ἰδίᾳ γυναῖκες, ἰδίᾳ εὐσεβεῖς ἰδίως εἰς σαρκικὰ ἁμαρτήματα, ἐπιθυμοῦν νὰ αὐτοκτονήσουν. Διορθώνεται ποτὲ τὸ ἕνα κακὸ διὰ τοῦ ἄλλου κακοῦ καὶ μάλιστα χειρότερου; Ὑπάρχει χειρότερον ἀπὸ τὴν ἀπόγνωσιν, τὴν αὐτοκτονίαν; Σὺ κόρη τὸν ἤκουσες μία ἤ δύο φορὲς καὶ ἠμάρτησες. Δὶ’ αὐτὸ πρέπει νὰ παραδώσῃς τὴν ψυχήν σου εἰς αὐτὸν γιὰ πάντα; Σκότος! Τί πρέπει; Ἐλπίς.

2) Ἐλπίς. Κατὰ τὸ Εὐαγγέλιον. Ὅταν ἀπέσυρεν ὁ Ἀπόστολος τὰ βλέμματά του ἀπὸ τὸν Χριστὸν καὶ ἐπρόσεχε τὰ κύματα, ἐβυθίζετο. Ὅταν ὅμως ἔστρεψε τὰ βλέμματά του, τὴν φωνήν του, τὴν ψυχὴν του εἰς τὸν Χριστόν, ἡ θάλασσα γίνεται ξηρά, τὰ κύματα σκαλοπάτια, ἵνα βαδίσῃ καὶ ἀναβῇ εἰς τὸν Χριστόν, ἡ δὲ νύκτα κάνει φωτεινοτέρους τοὺς ἀφροὺς τῶν κυμάτων, οἱ ὁποῖοι σὰν χυμένο φῶς εἰς τὰ πόδια τοῦ Ἀποστόλου ὁδηγοῦν αὐτὸν εἰς τὸ Μέγα Φῶς, τὸν Χριστόν. Τὸ αὐτὸ δύναται νὰ συμβῇ καὶ εἰς ἡμᾶς. Ὅταν τὸ βλέμμα μας, ἡ ψυχή μας, ἡ φωνὴ μᾶς στρέφωνται εἰς τὸν Χριστόν, ἡ ῥευστότης τῶν ἐπιγείων μας ἀνάβει περισσότερον τὴν λαχτάραν τῆς αἰωνιότητος τῶν οὐρανίων. Τὰ κύματα τῶν πειρασμῶν ὅσῳ μεγαλύτερα εἶναι, τόσῳ μεγαλύτερα σκαλοπάτια γίνονται διὰ νὰ ἀνέλθωμεν ἐπάνω καὶ αὐτὸ τὸ μάνιασμα καὶ τὸ ἄφρισμα τῶν πειρασμῶν γίνεται περισσότερον φῶς εἰς τὰ πόδια μας, ἵνα ἀνέλθωσιν εἰς τὸ μέγα Φῶς, τὸν Χριστόν!

Καὶ πράγματι! Ὅταν ἕνας εἶναι ἀσθενὴς ὄχι μόνον ἀπὸ δέκατα, ἀλλὰ ἀπὸ χρόνιαν νόσον καὶ στρέφῃ τὸ βλέμμα του, τὴν ἐλπίδα του εἰς τὸν Χριστόν, ἀποκτᾷ ψυχικὴν γαλήνην, ὅτε τὰ δέκατα θὰ πέσουν καὶ θὰ ἔλθῃ ἡ ὑγεία ἤ τὰ δέκατα θὰ ἀνεβοῦν καὶ θὰ ἔλθῃ ἡ αἰωνιότης. Ποῖος ἔχασε παιδὶ καὶ δὲν αἰσθάνεται περισσότερον τὴν αἰωνιότητα εἰς τὴν ὁποίαν μετέβη ὁ υἱός του; Διότι, ἐὰν μέχρι τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ του εὐσεβὴς ὤν ἔβλεπε μία φορὰ τὸν οὐρανόν, τώρα θὰ στρέφῃ τὸ βλέμμα του συχνότερα πρὸς τὰ ἄνω. Ἡ ἀπώλεια τοῦ παιδιοῦ, ὅταν ἐλπίζῃ τις εἰς τὸν Θεόν, γίνεται σκαλοπάτι διὰ τὰ ἄνω! Εἰς πόσους ἡ ἀπώλεια τοῦ προσφιλοῦς υἱοῦ δὲν ἔγινε φῶς διὰ νὰ ὁδηγηθοῦν εἰς τὸν Χριστόν; Ἡ διὰ τῆς νηστείας στέρησις εἰς πόσους πατέρας τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἔγινε μετὰ τῆς προσευχῆς ὄχι σκαλοπάτι, ἀλλὰ πτερὰ διὰ νὰ πετάξουν εἰς τὰ οὐράνια; Ἀλλὰ καὶ σὺ ὁ ὁποῖος ἠμάρτησες καὶ ἀπελπίζεσαι, ὅταν ἐλπίσῃς εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, αὐτὴ ἡ πτῶσις σου θὰ γίνῃ σκαλοπάτι νὰ πετάξῃς εἰς τὸν οὐρανόν. Θὰ σοῦ γίνῃ μέγα φῶς, διότι θὰ αἰσθανθῇς, πόσον ὕπουλος εἶναι ἡ ἁμαρτία. Σὺ ὁ ὁποῖος ἠμάρτησες καὶ ἐντρέπεσαι καὶ φοβᾶσαι τὸν πνευματικὸν ὡς ἄγριον μὲ τὴν μάχαιραν ἕτοιμον ἀνὰ χεῖρας, ὅταν ἀνοίξῃς τὴν καρδιά σου, θὰ νοιώσῃς νὰ ἀνοίξουν τὰ οὐράνια. Πόρναι καὶ τελῶναι δὲν λέγει ὁ Κύριος προάγουσιν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ; Ἐὰν αὐτὰ τὰ μεγάλα κύματα γίνωνται σκαλοπάτια, πόσῳ ὀλίγον τὰ μικρὰ ἀτυχήματα θὰ ἐνοχλοῦν τὴν ἐλπίδα μας. Καὶ γενικῶς ὅ,τι ἔφερε πρὶν τὴν ἀπελπισίαν, διότι ἐβλέπαμε τὰ κύματα, τοὺς πειρασμοὺς καὶ ὄχι τὸν Χριστόν, θὰ φέρῃ τώρα τὴν ἐλπίδα, διότι βλέπομεν τὸν Χριστὸν καὶ ὄχι τὰ κύματα.

Ὁ Ἰούδας ἦτο Ἀπόστολος. Διότι ὅμως ἀπηλπίσθη ἐγένετο ὁ πλέον κατηραμένος. Ὁ λῃστὴς ἦτο κακοῦργος. Διότι ὅμως ἤλπισεν εἰς τὸν Χριστόν, εἰσῆλθε πρῶτος εἰς τὸν Παράδεισον. Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἦτο κορυφαῖος καὶ ἔγινεν ἀρνητής. Μὴ ἀπελπισθείς, ἀλλὰ ἐλπίσας ἔγινε πάλιν κορυφαῖος! Ἰδοὺ ἡ ἀπελπισία, ἰδοὺ ἡ ἐλπίς. Ἰδοὺ ὁ βυθὸς τῆς θαλάσσης, ὅπου ἄγει ἡ ἀπελπισία. Ἰδοὺ ὁ οὐρανός, ὅπου ἄγει ἡ ἐλπὶς εἰς τὸν Χριστόν.