Κάθε του προσδοκία βγῆκε λανθασμένη!
Φαντάζονταν ἔργα νὰ κάμει ξακουστά,
νὰ παύσει τὴν ταπείνωσι ποὺ ἀπ’ τὸν καιρὸ τῆς μάχης
τῆς Μαγνησίας τὴν πατρίδα του πιέζει.
Νὰ γίνει πάλι κράτος δυνατὸ ἡ Συρία,
μὲ τοὺς στρατούς της, μὲ τοὺς στόλους της,
μὲ τὰ μεγάλα κάστρα, μὲ τὰ πλούτη.
Ὑπέφερε, πικραίνονταν στὴν Ρώμη
σὰν ἔνοιωθε στὲς ὁμιλίες τῶν φίλων του,
τῆς νεολαίας τῶν μεγάλων οἴκων,
μὲς σ’ ὅλην τὴν λεπτότητα καὶ τὴν εὐγένεια
ποὺ ἔδειχναν σ’ αὐτόν, τοῦ βασιλέως
Σελεύκου Φιλοπάτορος τὸν υἱὸ—
σὰν ἔνοιωθε ποὺ ὅμως πάντα ὑπῆρχε μιὰ κρυφὴ
ὀλιγωρία γιὰ τὲς δυναστεῖες τὲς ἑλληνίζουσες•
ποὺ ξέπεσαν, ποὺ γιὰ τὰ σοβαρὰ ἔργα δὲν εἶναι,
γιὰ τῶν λαῶν τὴν ἀρχηγία πολὺ ἀκατάλληλες.
Τραβιούνταν μόνος του, κι ἀγανακτοῦσε, κι ὄμνυε
ποὺ ὅπως τὰ θαρροῦν διόλου δὲν θἄναι•
ἰδοὺ ποὺ ἔχει θέλησιν αὐτός•
θ’ ἀγωνισθεῖ, θὰ κάμει, θ’ ἀνυψώσει.
Ἀρκεῖ νὰ βρεῖ ἕναν τρόπο στὴν Ἀνατολὴ νὰ φθάσει,
νὰ κατορθώσει νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν Ἰταλία—
κι ὅλην αὐτὴν τὴν δύναμι ποὺ ἔχει
μὲς στὴν ψυχή του, ὅλην τὴν ὁρμὴν
αὐτὴ θὰ μεταδώσει στὸν λαό.
Ἆ στὴν Συρία μονάχα νὰ βρεθεῖ!
Ἔτσι μικρὸς ἀπ’ τὴν πατρίδα ἔφυγε
ποὺ ἀμυδρῶς θυμοῦνταν τὴν μορφή της.
Μὰ μὲς στὴν σκέψι του τὴν μελετοῦσε πάντα
σὰν κάτι ἱερὸ ποὺ προσκυνώντας τὸ πλησιάζεις,
σὰν ὀπτασία τόπου ὡραίου, σὰν ὅραμα
ἑλληνικῶν πόλεων καὶ λιμένων.—
Καὶ τώρα;
Τώρα ἀπελπισία καὶ καϋμός.
Εἴχανε δίκιο τὰ παιδιὰ στὴν Ρώμη.
Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βασταχθοῦν ἡ δυναστεῖες
ποὺ ἔβγαλε ἡ Κατάκτησις τῶν Μακεδόνων.
Ἀδιάφορον: ἐπάσχισεν αὐτός,
ὅσο μποροῦσεν ἀγωνίσθηκε.
Καὶ μὲς στὴν μαύρη ἀπογοήτευσί του,
ἕνα μονάχα λογαριάζει πιὰ
μὲ ὑπερηφάνειαν• πού, κι ἐν τῇ ἀποτυχίᾳ του,
τὴν ἴδιαν ἀκατάβλητην ἀνδρεία στὸν κόσμο δείχνει.
Τ’ ἄλλα— ἦσαν ὄνειρα καὶ ματαιοπονίες.
Αὐτὴ ἡ Συρία— σχεδὸν δὲν μοιάζει σὰν πατρίς του,
αὐτὴ εἶν’ ἡ χώρα τοῦ Ἡρακλείδη καὶ τοῦ Βάλα.